Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου
Ἡ ἑορτή καί ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς ἑορτῆς
Μία ἀπό τῆς μεγάλες ἑορτές πού εἶναι ἀφιερωμένες στήν Παναγία εἶναι καί ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι μία ἑορτή ἡ ὁποία στηρίζεται στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τήν ἀπεδέχθη πλήρως καί εἶναι ἰσάξια μέ τίς ἄλλες θεομητορικές ἑορτές. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὅπως κι ἄν ξεκίνησε ἡ ἑορτή, ἐφόσον τήν ἀπεδέχθη ἡ Ἐκκλησία, τελείωσε· αὐτή εἶναι καί νά τή δεχθοῦμε ἔτσι.
Κατά τήν παράδοση, μόλις ἔγινε ἡ Παναγία τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς της τήν πῆγαν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί τήν παρέδωσαν στόν ἀρχιερέα, καί ἔμεινε ἐκεῖ στόν ναό, στά ἅγια τῶν ἁγίων, οὔτε λίγο οὔτε πολύ δώδεκα χρόνια. Τριῶν ἐτῶν πῆγε καί βγῆκε ἀπό κεῖ δεκαπέντε ἐτῶν. Ἄν θελήσει κανείς νά τό ἐρευνήσει, ὅπως ἐρευνᾶ ἄλλα πράγματα, καί πῶς ἔγινε καί πῶς δέν ἔγινε, ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι θά εἶναι ταλαίπωρος αὐτός πού θά τό κάνει. Τό πιστεύουμε, τό ἀποδεχόμαστε, καί ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός ξέρει πῶς τό οἰκονόμησε τό ὅλο αὐτό μυστήριο. Σημασία ἔχει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Στόν ναό ἡ Παναγία τρεφόταν ἀπό τόν Θεό μέ οὐράνια τροφή, κατά ἕναν τρόπο πού ὁ Θεός γνωρίζει καί ἡ Παναγία, καί ἀπό τή διδαχή τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Στήν εὐαγγελική περικοπή1 ἀκούσαμε ὅτι ὁ Κύριος «εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνή δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτόν εἰς τόν οἶκον αὐτῆς. Καί τῇδε ἦν ἀδελφή καλουμένη Μαρία, ἥ καί παρακαθίσασα παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουεν τόν λόγον αὐτοῦ». Ἡ Μαρία, μόλις πῆγε ὁ Κύριος στό σπίτι τους, κάθισε κοντά στά πόδια του καί ἄκουε τόν λόγο του. Καί ὁ Κύριος ἐπήνεσε τήν Μαρία, ὅταν, καθώς κατά κάποιο τρόπο διαμαρτυρήθηκε ἡ Μάρθα, τῆς εἶπε· «Μάρθα, Μάρθα μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς».
Ἡ Μαρία διάλεξε τήν ἀγαθή μερίδα. Εἶναι αὐτό τό ἕνα πού χρειάζεται κανείς καί πού μπορεῖ νά μήν τό διαλέξει. Διότι γιά νά πεῖ ὁ Κύριος ὅτι διάλεξε, σημαίνει ὅτι διαλέγει κανείς ἀνάμεσα σέ ἄλλα. Καί ἄλλα ὑπάρχουν πού μπορεῖ νά διαλέξει κανείς, ἀλλά ἡ Μαρία διάλεξε τήν ἀγαθή μερίδα, καί ἡ ἀγαθή μερίδα εἶναι τό ὅτι εἶχε ἔρωτα μέσα στήν ψυχή της ν᾿ ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή δέν εἶχε ἁπλῶς ἀγάπη γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶχε ἀγάπη ν᾿ ἀκούει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν μιά γυναίκα εἶπε· «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», ὁ Κύριος ἀπάντησε· «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν».
Καί ἄλλη φορά, ὅταν ἡ Παναγία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, καί τά ἀδέλφια του, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ, ἀπό ἄλλη βέβαια γυναίκα, τόν ἀναζητοῦσαν καί κάποιοι τοῦ εἶπαν· «Ἡ μητέρα σου σέ ζητάει καί οἱ ἀδελφοί σου», ὁ Χριστός ἀπάντησε· «Μητέρα μου καί ἀδελφοί μου εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν τηροῦν».2 Ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τή σημερινή ἑορτή καί τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ἀναφέραμε, παρακαλῶ, ἀπόψε ἰδιαίτερα νά προσέξουμε αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια.
Ἕνα φοβερό καί ἀνεξιχνίαστο γεγονός
Εἶναι φοβερό καί ἀνεξιχνίαστο καί δέν μπορεῖ νά τό συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου αὐτό τό γεγονός· ν᾿ ἀκοῦς καί νά φυλάσσεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μακάριος γίνεσαι. Εἶναι ἡ ἀγαθή μερίδα. Εἶναι αὐτό πού πρέπει νά κάνει κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ κανείς σέ κάτι ἄλλο καί νά δώσει τόν ἑαυτό του σέ κάτι ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔρχεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο πρέπει νά στραφεῖ πρός τόν Χριστό, ν᾿ ἀκούει τόν λόγο του, καί νά τόν τηρεῖ, νά στραφεῖ πρός τόν Χριστό, νά μαθαίνει τίς ἐντολές του καί νά τίς τηρεῖ.
Ὅπως εἴπαμε, γιά νά λέει ὁ Κύριος ὅτι ἡ Μαρία διάλεξε αὐτή τήν ἀγαθή μερίδα, σημαίνει ὅτι τή διάλεξε ἀνάμεσα σέ ἄλλα. Πέρα ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά διαλέξει κάτι ἄλλο καί νά μή διαλέξει αὐτή τήν ἀγαθή μερίδα, αὐτό τό ἕνα «οὗτινος ἐστι χρεία», φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι φτιαγμένος, ὥστε ν᾿ ἀκούει κάποιον λόγο. Καί ἄν δέν ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν στραφεῖ πρός τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἀφοσιωθεῖ σ᾿ αὐτόν κι ἐκεῖ νά μαθητεύει, ὄχι ἁπλῶς κάθε μέρα ἀλλά ἀνά πᾶσαν στιγμήν, τότε θ᾿ ἀκούει κάποιον ἄλλο λόγο.
Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι συνέχεια ἐπηρεαζόμαστε ἀπό ὅσα λένε ἄλλοι _διάφορα συνθήματα, διάφορες ἰδεολογίες κλπ._ ἤ μπορεῖ κανείς ν᾿ ἀκούει ἕναν δικό του λόγο κυρίως ἐσωτερικά. Ἕνα κάτι ἀπό μέσα μας συνέχεια σάν νά μιλάει, σάν νά μᾶς ὑπαγορεύει καί νά μᾶς λέει τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο. Ὁπότε, θά λέγαμε ὅτι τελικά διαλέγει κανείς τήν ἀγαθή μερίδα, ὅταν, μεταξύ τῶν διαφόρων λόγων πού ἀκούει, θ᾿ ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι τόν λόγο τῶν ἀνθρώπων οὔτε τόν λόγο τοῦ διαβόλου _κι αὐτός μιλάει συνέχεια_ οὔτε τόν δικό του λόγο _ἀκατάπαυστα ἀπό μέσα μας κάτι ὁμιλεῖ_ ἀλλά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ἐκλέξουμε τήν ἀγαθή μερίδα, θά εἴμαστε μακάριοι
Τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ἡ Παναγία ἔμεινε ἐκεῖ στό ναό ἀφιερωμένη καί δέν κουράσθηκε νά μένει ἐκεῖ; Κάτι βρῆκε. Ἄκουγε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν διαλέγει κανείς τήν ἀγαθή μερίδα, πού εἶναι τό νά ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο θά καταλάβει τί σημαίνει αὐτό καί πῶς πέρασε ἐκεῖ ἡ Παναγία, ἀλλά θ᾿ ἀρχίσει νά μυεῖται στήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων καί νά μιμεῖται τήν Παναγία. Ὅπως εἴπαμε κι ἄλλη φορά, ἡ κάθε ἑορτή δέν ἔχει θεσπισθεῖ, ἁπλῶς γιά νά σκεφθοῦμε τό γεγονός τῆς ἑορτῆς ἤ γιά νά ὠφεληθοῦμε ἀπό τό γεγονός τῆς ἑορτῆς μέ τήν ἔννοια ἁπλῶς νά προσευχηθοῦμε καί νά πάρουμε κάποια εὐλογία, ἀλλά γιά νά μᾶς παρακινήσει τό γεγονός τῆς ἑορτῆς νά μιμηθοῦμε τά πρόσωπα τῆς ἑορτῆς, ὅσο μποροῦμε νά τά μιμηθοῦμε, καί νά μυηθοῦμε στό γεγονός τῆς ἑορτῆς, ὅσο μποροῦμε νά μυηθοῦμε.
Ἄν ἐκλέξουμε αὐτή τήν ἀγαθή μερίδα, ἄν ἐκλέξουμε μεταξύ τῶν πολλῶν λόγων τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, καί ἀκοῦμε αὐτόν _καί φυσικά ἀκούει πραγματικά κανείς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅταν τηρεῖ κιόλας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅταν φυλάσσει αὐτόν τόν λόγο_ τότε θά εἴμαστε μακάριοι κατά τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου. Καί αὐτό τό «θά εἴμαστε μακάριοι» δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι θά πιστεύει κανείς πώς εἶναι μακάριος, ἀλλά θά τό ζεῖ αὐτό καί θά λέει· «Θεέ μου, πῶς μέ γλίτωσες ἀπό τόσα ἄλλα καί μέ ὁδήγησες κοντά σου, μέ ὁδήγησες στά πόδια σου, στό νά κρέμομαι ἀπό τό στόμα σου καί ν᾿ ἀκούω τόν λόγο σου καί νά γεμίζει ἡ ψυχή μου, ἡ ὕπαρξή μου, ἀπό τόν λόγο σου;»
Καί βέβαια, ὅπως ξέρουμε, ὁ Χριστός ἔρχεται μέσα μας μέ τόν λόγο του. Ὅταν δεχόμαστε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, δεχόμαστε τόν Χριστό, καί γι᾿ αὐτό γίνεται κανείς μακάριος. Ὄχι ἁπλῶς τοῦ λέει κάποιος ὅτι εἶσαι μακάριος, ἀλλά τοῦ λέει ὁ Χριστός ὅτι εἶσαι μακάριος. Καί γιά νά τό λέει ὁ Χριστός, αὐτό σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται κανείς πώς εἶναι μακάριος, αἰσθάνεται ὅτι βρῆκε αὐτό γιά τό ὁποῖο πλάσθηκε ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ὁπότε δέν ζητάει ἄλλα οὔτε ζεῖ μ᾿ αὐτό τό κενό πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, πού ὅλο κάτι θέλουν καί συνεχῶς εἶναι ἀχόρταγοι. Καί γιατί εἶναι ἀχόρταγοι; Διότι δέν βρῆκαν αὐτό τό ἕνα τό ὁποῖο χορταίνει τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ὁ λόγος του, πού εἶναι ὁ Χριστός μέσα στόν λόγο του.
Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, πιό πολλά πρέπει νά ποῦμε πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα, ὅμως δέν ἔχουμε χρόνο, ἀλλά θά μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά ἐπανέλθουμε.
21-11-1986