Αγιολογικα
A+
A
A-

139. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Θά διαβάσουμε ἀπόψε δύο λόγους τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, γιά νά πάρουμε μιά γεύση ἀπό τό πνεῦμα του καί τή διδαχή του. Εἶναι ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλος ἀσκητής, καί μιλάει κατευθείαν στίς καρδιές μας. Ἐλπίζω μέ τίς πρεσβεῖες του, καθώς ἀπόψε τελοῦμε τή μνήμη του, νά νιώσουμε τά λόγια του νά μιλοῦν βαθιά μέσα μας, ἀλλά καί νά παρακινηθοῦμε, ἀπό αὐτά πού θά διαβάσουμε, νά μελετοῦμε καί νά ξαναμελετοῦμε καί αὐτόν τόν ἅγιο καί ἄλλους ἁγίους, καί νά τούς μιμηθοῦμε, γιά νά σωθεῖ καί ἡ δική μας ἡ ψυχή.

Περί μετανοίας

Ἄς μάθουμε, ἁμαρτωλοί, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ εὐσπλαχνία. Μάθε μέ ποιό τρόπο ἔδειξε εὐσπλαχνία ὁ πλεονέκτης. Ἄς δείχνουμε, ἀδελφοί, ὁ ἕνας στόν ἄλλο μέ εἰρήνη, συμπάθεια γεμάτη ἀπό κάθε φιλανθρωπία, προτοῦ νά μπορέσει ὁ Πονηρός νά αἰχμαλωτίσει τίς ψυχές μας. Ὅσα μοῦ ἀναγγέλθηκαν διά μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νά τά φανερώσω ὅλα. Ἄν καί ἐγώ εἶμαι ἀνόητος καί δέ φύλαξα καθόλου αὐτά πού ἐγώ ἔμαθα, ἄν τά μάθει ἄλλος θά τά φυλάξει. Ἐξαιτίας σας ἤ ἐξαιτίας μου ἄς μή νεκρωθεῖ ὁ λόγος καί ἄς μή μείνει ἄκαρπος. Ἄς μήν κρύψουμε τό τάλαντο τοῦ Βασιλιᾶ, ἀποφεύγοντας νά τό ἐμπορευθοῦμε γιά χάρη του· δηλαδή τόν σπόρο πού εἶναι γεμάτος ζωή.
Μή μέ προσέξεις, μαθητή, ἄν ξεφεύγω ἀπό τό δρόμο· καί ἄν μέ δεῖς νά ἁμαρτάνω, μήν ἔρθεις πίσω μου. Πρόσεχε τόν Θεό καί τίς Γραφές· αὐτές ἄς εἶναι τροφή σου. Ὅπως διδάσκουν, ἔτσι φρόντισε νά βαδίζεις, μέσα στίς ἐντολές τους. Ὅπως διδάχθηκες, μεῖνε σταθερός. Ἐγώ ποθῶ τή διδασκαλία, ἀλλά δέν πόθησα τήν παιδαγωγία.

Κατηγορεῖ ὁ ἅγιος τόν ἑαυτό του· ὅλοι οἱ ἅγιοι κάνουν τό ἴδιο.

Φοβοῦμαι, ἐπειδή συνεχῶς βαδίζω ἀνόητα. Εἶμαι γεμάτος παραβάσεις. Ἄν καί ἐξετάζω τόν ἑαυτό μου, δέ δένω τά τραύματά μου. Δέ φροντίζω νά καθαρίζω τά ζιζάνια πού εἶναι μέσα μου, ἀλλά τά ἀφήνω στήν ἐλπίδα.
Μή στενάζεις, μαθητή· διότι συγχρόνως κλαίει καί ὁ δάσκαλός σου. Γιατί, παιδί μου, λυπᾶσαι ἀνώφελα; Καί ἐπίσης, γιατί θρηνεῖς χωρίς κανένα κέρδος; Ὁ Πονηρός διεγείρει συνεχῶς τό νοῦ σου, γιά νά γίνεις γι᾿ αὐτόν μερίδα κληρονομιᾶς. Διότι ὁ Σατανάς φροντίζει μέ δόλο νά λυπήσει πολλούς γιά νά τούς πιάσει καί νά τούς ρίξει στή γέεννα διά μέσου τῆς ἀπελπισίας. Σοῦ ἔκλεψαν τό θησαυρό, ἀλλά ὑπάρχει ἀκόμη γιά σένα δρόμος ἀνοιχτός γιά τήν καλή ἐμπορία. Ὑπάρχει καιρός νά μαζέψεις ξανά τό θησαυρό σου. Μόνο μήν ἀπελπισθεῖς, ἀλλά ἀπεναντίας φρόντισε νά τόν μαζέψεις· καί ἄν ἀκόμη σέ πλήγωσε κάποιο βέλος, φρόντισε μόνο νά μήν πέσεις ἐντελῶς. Νά ὑπομείνεις ὥς τό θάνατο, χωρίς νά φοβηθεῖς τό τραῦμα. Δεῖξε τήν ἀγωνιστικότητά σου, παρόλο πού εἶσαι τραυματισμένος, γιά νά πλεχθεῖ τό στεφάνι σου μέ λαμπρή καί ἔνδοξη πλέξη. Καί ἄν ἀκόμη σέ γδύσει κάποιος ληστής, μή ραθυμήσεις νά βαδίζεις. Στόν πόλεμο εἶναι συνηθισμένο νά χτυπᾶς καί νά σέ χτυποῦν. Καί ἄν ἀκόμη ἡ παγωνιά βλάψει τό χωράφι σου, σκάψε το βαθιά δυό καί τρεῖς φορές, ἐπιμένοντας ἀκούραστα. Φρόντισε νά ρίξεις τό σπόρο. Πύκνωσαν πιά τά σύννεφα καί βρέχει ὁ οὐρανός.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε μέ δυό λόγια πώς, ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει, ὀφείλουμε νά ἀγωνιζόμαστε. Ποτέ νά μήν ἀπελπιστεῖ κανείς, ποτέ νά μήν κάνει πίσω, ποτέ νά μήν ὑποχωρήσει. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, καί τραυματισμένος ἀκόμη νά σηκώνεται κανείς καί νά ἀγωνίζεται.

Ὁ κλέφτης δέν μπορεῖ νά σέ βγάλει ἀπό τό δρόμο. Μή φοβηθεῖς νά σηκώσεις τό φορτιό σου. Βάδιζε σ᾿ ὅλη σου τή ζωή τόν ἴσιο δρόμο. Στόν πόλεμο πού πληγώθηκες, σ᾿ αὐτόν ἀγωνίσου νά πάρεις τή νίκη. Στόν τόπο πού σοῦ ἔκλεψαν τόν προηγούμενο θησαυρό, σ᾿ αὐτόν μπορεῖς πάλι νά τόν συγκεντρώσεις. Διότι, ὅπου ὁ βασιλιάς Ἀχαάβ ἔχυσε τό αἷμα τοῦ Ναβουθέ, ἐκεῖ τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ ἀσεβῆ Ἀχαάβ, ὅπως εἶναι γραμμένο. Ἐκεῖνος ἔδιωξε τόν Ναβουθέ ἀπό τό ἀμπέλι του, ἀλλά καί σένα θέλει νά σέ ἀπομακρύνει ἡ ἁμαρτία ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Ἀχαάβ παρομοιάσθηκε μέ προτύπωση τοῦ Σατανᾶ, καί μέ προτύπωση τῆς ἀσέβειας μοιάζει ἡ Ἰεζάβελ. Καί οἱ δυό ποθοῦν τό αἷμα σου, ὅπως ὁ ἀσεβής Ἀχαάβ ποθοῦσε τό αἷμα τοῦ Ναβουθέ. Καί ὅπως φόνευσε μέ δόλο τόν δίκαιο, ἔτσι καί ἀμείφθηκε μέ καταδίκη ἀπό τόν δίκαιο Θεό. Ἔδειξε αὐτός προθυμία νά ἐξοντώσει μέ δόλο τόν δίκαιο, ὥστε νά φανεῖ ἀμέσως ὁ Θεός ὑπερασπιστής τοῦ δίκαιου. Ἀλλά καί τώρα ἡ πάλη μας εἶναι ἀόρατη, ὅπως λέει ἡ Γραφή· «Ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν αἷμα καί σάρκα, ἀλλά μέ τίς ἀρχές, μέ τά πονηρά πνεύματα». Ὁ Σατανάς πολεμᾶ τούς ἀνθρώπους κρυφά καί μέ δόλο· ἀλλά ὁ Χριστός διασκορπίζει φανερά ὅλα τά ἐχθρικά σχέδιά του, καί μᾶς δίνει δύναμη νά τόν νικήσουμε.
Ἡ πάλη σου, ἀδελφέ, δέν εἶναι τυχαία, οὔτε ἀξιογέλαστη, ἀλλά ἀπεναντίας ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, καί ὁ Δεσπότης τους, βλέπουν τήν πάλη σου, αὐτή πού κάνεις μέ τόν Ἐχθρό. Ὅταν λοιπόν ἐσύ ἀναδειχθεῖς νικητής ἐναντίον τοῦ Ἐχθροῦ, ὁ Θεός καί οἱ Ἄγγελοι σέ ἐπαινοῦν, καί μέ χαρά οἱ Ἄγγελοι δοξάζουν τόν Θεό πού σοῦ ἔδωσε δύναμη νά νικήσεις τόν Πονηρό. Γι᾿ αὐτό καί ὁ πόλεμος θά αὐξηθεῖ ἀκόμη περισσότερο, γιά νά γίνεις ἄξιος καί νά δοξασθεῖ ὁ Θεός καί νά γίνουν οἱ ἄνθρωποι μιμητές σου. Ὅπως λοιπόν εἴπαμε προηγουμένως, ἄν σέ πληγώσει κάποιο βέλος τοῦ πονηροῦ Ἐχθροῦ, καθόλου μήν πέσεις σέ ἀπελπισία, ἀλλά ἀπεναντίας, ὅποια φορά θά νικηθεῖς, νά μή μείνεις στήν ἧττα σου, ἀλλά ἀμέσως σήκω ἐπάνω καί πολέμα ἐναντίον τοῦ Ἐχθροῦ· καί διότι εἶναι ἕτοιμος ὁ ἀγωνοθέτης νά σοῦ δώσει τό χέρι του, ὥστε νά σέ σηκώσει ἐπάνω ἀπό τό πέσιμό σου. Ὅταν δηλαδή ἐσύ πρῶτος ἁπλώσεις τό χέρι σου ζητώντας βοήθεια, τότε καί ὁ ἴδιος προσφέρει τό χέρι του σ᾿ ἐσένα, γιά νά σέ σηκώσει ἐπάνω. Διότι ὁ ἄθλιος Ἐχθρός δείχνει ὅλη του τήν προθυμία, ὥστε νά σέ φέρει σέ ἀπελπισία, ὅταν ἁμαρτήσεις.
Ἐσύ λοιπόν, ἀγαπητέ, μήν πεισθεῖς σ᾿ αὐτόν, ἀλλά ἀπεναντίας καί ἄν ἀκόμη πέσεις ἑπτά φορές τή μέρα, φρόντιζε νά σηκώνεσαι ἐπάνω καί μέ τή μετάνοια νά ἐξιλεώνεις τόν Θεό. Ποιός λοιπόν, ὅταν ἄδειασε τό βαλάντιό του, τό ἐξαφάνισε, ἤ ποιός ἔμπορος, ἐπειδή τοῦ ἔλειψε τό ἐμπόρευμα, συγκέντρωσε καί ὅ,τι ἄλλο τοῦ ἔμεινε καί τό πέταξε στή θάλασσα;

Νά τό προσέξουμε αὐτό. Καμιά φορά, ἐπειδή ἀποτυγχάνει κανείς στόν ἀγώνα του, ἐπειδή δέν ἔρχονται τά πράγματα ὅπως τά περιμένει, ἀπογοητεύεται, ἀπελπίζεται, ραθυμεῖ, καί χάνει καί αὐτό πού τοῦ ἔμεινε.

Μήν πετάξεις τά ὅπλα σου, αὐτά πού σοῦ ἔχει δώσει ὁ Χριστός, καί ὑποχωρήσεις μπροστά στόν Ἐχθρό, ντροπιάζοντας τόν Δεσπότη σου. Θά σοῦ παρουσιάσω ἕνα παράδειγμα φανερό καί κατανοητό. Ὁ ἀθλητής τοῦ κόσμου, ἐννοῶ τοῦ μάταιου κόσμου, καί ἄν ἀκόμη χτυπηθεῖ δυνατά ἀπό τόν ἀντίπαλό του, δέν ἀπελπίζεται ὥστε νά φύγει ἀπό τόν ἀγώνα· διότι ἄν συμβεῖ τώρα νά νικηθεῖ, στή συνέχεια νικᾶ ὁ ἴδιος.
Μήν ἀναβάλλεις, ἀγαπητέ, ἀπό μέρα σέ μέρα νά ἐπιστρέψεις στόν Κύριο, μήπως κάποια στιγμή φθάσει σ᾿ ἐσένα ξαφνικά ἡ ἀπόφαση τοῦ φοβεροῦ Δικαστῆ καί σέ καλεῖ νά παρουσιασθεῖς σ᾿ αὐτόν, γιά νά ἐπιστρέψεις σ᾿ αὐτόν τό ἐμπόρευμα πού ἐμπορεύθηκες μέ τά τάλαντά του. Πρόσεχε μήπως ἀντί γιά ἐπαίνους δεθεῖς χέρια καί πόδια, καί καταδικασθεῖς στό ἐξώτερο σκοτάδι. Φρόντισε, ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, νά πέσεις ἐμπρός στόν Δικαστή παρακαλώντας τον, ὥστε νά συγχωρήσει ὅλες τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά χαροῦμε ἐμεῖς μαζί σου, ἀδελφέ, καί νά δοξασθεῖ ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτόν πρέπει τιμή, δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πρίν περάσουμε σέ ἕναν ἄλλο λόγο τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, νά ποῦμε δυό λόγια, πού ἔτσι ἤ ἀλλιῶς τά ἔχουμε πεῖ ὄχι μιά φορά. Μερικές φορές ὁ ἀγώνας, ὁ πνευματικός ἀγώνας πού κάνει κανείς, μοιάζει νά εἶναι ἄχαρος, καί μοιάζει σάν νά ματαιοπονεῖ κανείς, σάν νά χάνει τόν καιρό του, σάν νά μή βγαίνει τίποτε. Καί βλέποντας κανείς τό ὅλο θέμα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ὅπως διαβάζουμε τώρα ἐδῶ αὐτά πού λέει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, ἀμέσως βάζει ἕνα «Γιατί;» Γιατί ὁ Θεός νά ἀφήνει νά παιδεύεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, νά ἀγωνίζεται καί πάλι νά ἀγωνίζεται, νά νικᾶται, νά νικάει, νά πέφτει, νά σηκώνεται, νά χτυπάει, νά τόν χτυποῦν, καί νά γίνεται ἔτσι δραματική ἡ ζωή; Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά μπαίνει μέσα στήν ψυχή ὁ προβληματισμός: «Τί θά γίνει; Θά σωθῶ ἤ δέν θά σωθῶ;»
Πολλές φορές ἔχουμε ἀκούσει νά λένε μερικοί: «Ἄν ἤξερα, ἄν ἤμουν βέβαιος ὅτι θά μέ σώσει ὁ Θεός τελικά, νά συνεχίσω τόν ἀγώνα μου, νά κάνω κουράγιο, νά κάνω ὑπομονή». Μοιάζουν λοιπόν τά πράγματα, ὅπως εἴπαμε, ἄχαρα καί ἀρκετά κανείς κυριεύεται ἀπό τήν ἀμφιβολία, τήν ὀλιγοπιστία, τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία.
Ἔχουμε πεῖ πολλές φορές καί τό ξαναλέμε ὅτι εἶναι μεγάλη ὑπόθεση τό ὅλο δράμα καί ἡ ὅλη ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν τό δοῦμε τό ὅλο θέμα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, θά τό διαπιστώσουμε. Καί μόνο πού ὁ Θεός, σάν νά μήν ἔχει ἄλλο θέμα, τόσο πολύ ἀσχολεῖται καί συνέχεια ἀσχολεῖται μέ τόν ἄνθρωπο, μέ τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε, μέ τό τί θά γίνει ὁ ἄνθρωπος, πῶς θά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δείχνει πόσο μεγάλη ὑπόθεση εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καί τόν βοηθάει ἀπό δῶ, τόν βοηθάει ἀπό κεῖ, τόν καλεῖ ἀπό δῶ, τόν καλεῖ ἀπό κεῖ καί τελικά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔρχεται στή γῆ. Πέρα δηλαδή ἀπό τό ὅτι ὁ Θεός στέλνει ἀγγέλους, στέλνει ἐκλεκτούς ἀνθρώπους, καί δίνει σ᾿ αὐτούς –στούς προφῆτες καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους του– χαρίσματα, δίνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἔρχεται τελικά ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στή γῆ. Καί ὄχι ἁπλῶς ἔρχεται, ὄχι ἁπλῶς γίνεται ἄνθρωπος, ἀλλά καί εἶναι μαρτύριο ὅλη ἡ ζωή του. Καί κορυφώνεται στόν Σταυρό αὐτό τό μαρτύριο. Ὅλα αὐτά γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, τό ὅλο θέμα τοῦ ἀνθρώπου, τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωτηρία του, καί δέν πρέπει νά τό παίρνουμε ἀψήφιστα. Ὀφείλει κανείς συνεχῶς νά εἶναι ἀνασκουμπωμένος, συνεχῶς πρόθυμος νά ἀγωνίζεται. Ὅμως, δέν ἀντέχει ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι δύσκολα τά πράγματα, καί γι᾿ αὐτό θά ἔρθει ὥρα πού θά ἀποθαρρυνθεῖ, θά ἔρθει ὥρα πού θά πεῖ «δέν μπορῶ ἄλλο». Θά τά ἐγκαταλείψει, ἄν δέν εἶναι πιασμένος ἀπό αὐτό: «Ξέρει ὁ Θεός. Τά ἔχει οἰκονομήσει ἔτσι ὅλα –ἔλαβε καί λαμβάνει τά μέτρα, εἶναι μαζί μας ὁ Θεός– ὥστε τά πάντα θά νικηθοῦν, ὅλα θά ξεπεραστοῦν, θά βοηθηθοῦμε μέχρι τέλους. Θά σωθοῦμε».
Δέν μᾶς ἄφησε μέ τήν ἀμφιβολία ὁ Θεός· ὄχι. Μᾶς εἶπε ὅτι σίγουρα θά μᾶς σώσει, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό. Ὄχι ἁπλῶς νά ἀγωνιστοῦμε, ἀλλά καί νά ἐμπιστευθοῦμε. Καί ὄχι ἁπλῶς νά ἐμπιστευθοῦμε, ἀλλά καί νά ἀγωνιστοῦμε.
Μετά βλέπει κανείς ὅτι, ὅσο κι ἄν πονάει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο κι ἄν ζορίζεται, ὅσο κι ἄν μερικές φορές μοιάζει σάν νά μπαίνει σέ πρέσα καί πρεσάρεται, δέν εἶναι τίποτε αὐτό μπροστά στή σωτηρία πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός. Δέν ξέρω ἄν ἔτυχε νά δεῖτε πῶς βάζει κανείς τά καλάμια τοῦ ζαχαροκάλαμου σέ εἰδικούς κυλίνδρους πού γυρίζουν. Καί οἱ κύλινδροι γυρίζοντας συνθλίβουν τό καλάμι αὐτό, πού εἶναι ξύλο. Τό συνθλίβουν κυριολεκτικά. Ὅταν βγαίνει ἀπό τήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κυλίνδρου, βγαίνει ἐντελῶς πολτοποιημένο. Καί ἔχει βγεῖ ὅλο τό ζουμί του, τό ὁποῖο μετά βράζεται καί γίνεται ἡ ζάχαρη. Μερικές φορές ἔτσι θά αἰσθανθεῖ κανείς: σάν νά περνάει μέσα ἀπό κάποιους κυλίνδρους, γιά νά ξεζουμιστεῖ.
Ὅ,τι ὅμως κι ἄν συμβαίνει, ὅταν τά πάρει ἔτσι κανείς τά πράγματα, βλέπει στήν πράξη ὅτι δέν γίνεται ἀλλιῶς· ἔτσι πρέπει νά γίνει: νά πάθει, νά ξαναπάθει, νά πονέσει, νά ξαναπονέσει, νά ἀπογοητευθεῖ, νά ξανααπογοητευθεῖ, νά πιεστεῖ, νά πρεσαριστεῖ. Καί μολονότι πονάει κανείς, παρακαλεῖ τόν Θεό νά μήν τόν λυπηθεῖ καθόλου. Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός νά ἐπιτρέψει, μόνο στό τέλος νά σωθεῖ.
Γι᾿ αὐτό μερικοί ἅγιοι, μερικές ψυχές, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο «Κλῖμαξ» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, καθώς μετενόησαν μετά ἀπό σοβαρές πτώσεις, ἔλεγαν: «Ἀκόμη κι ἄν χρειαστεῖ νά χάσω τά λογικά μου, νά τρελαθῶ, προκειμένου νά σωθῶ, ἄς γίνει καί αὐτό». Ἔτσι πρέπει νά τά καταλάβουμε αὐτά. Ἄν δέν τά πάρει κανείς ἔτσι, ἄν δέν μυηθεῖ ἔτσι στήν ἀλήθεια, ὄχι ἁπλῶς αἰσθάνεται τόν πνευματικό ἀγώνα –τήν πνευματική ζωή– ἄχαρο καί πολύ δύσκολο, ἀλλά ἔχει συχνά πυκνά τόν πειρασμό νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγώνα, καί καμιά φορά ὑποκύπτει στόν πειρασμό.
Καί εἶναι πάρα πολλοί αὐτοί πού ἐγκαταλείπουν τόν ἀγώνα καί βολεύονται. Νά, εἶναι ψευτοχριστιανοί. Ὅπως καί νά τό κάνουμε, ἐκεῖνος πού θά θελήσει πραγματικά νά ἀγωνιστεῖ καί ὄχι νά βολευτεῖ, θά πάθει. Θά στάξει αἷμα μέσα στήν καρδιά του. Πολλοί τρομάζουν καί ἀφήνουν τόν ἀγώνα. Ὄχι, ὄχι. Νά προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε καλά πῶς ἔχουν τά πράγματα, νά πιστέψουμε, νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους καί νά μποῦμε σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα μέ αὐτό τό πνεῦμα. Καί μετά, ὄχι μόνο δέν φαίνεται ἄχαρος ὁ ἀγώνας, καί ὄχι μόνο ὁ ὁποιοσδήποτε πειρασμός πού τυχόν θά ἔρθει νά ἀφήσουμε τόν ἀγώνα, δέν θά ἔχει καμιά πέραση, ἀλλά ἔχει, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, πολλή γλυκύτητα ἔπειτα ὁ ἀγώνας. Αὐτό πού τό ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά: εἶναι ὄντως ὁ πνευματικός ἀγώνας μαρτύριο, ἀλλά γλυκό μαρτύριο.

Περί μετανοίας καί ὑπομονῆς.

Ἆραγε ποιός σκέφθηκε ὅτι αὐτή ἐδῶ ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνας δραπέτης· καί ἐπίσης ὅτι εἶναι σάν ἕνας ἐξόριστος καί ἄστατος, καί σάν σκηνή πού διαλύεται;

Ἔχει τέτοιες παρομοιώσεις καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἄλλοι πατέρες.

Καί γι᾿ αὐτό προφύλαξε ἀπό παντοῦ τήν ψυχή του μέ σοφία, γιά νά μήν ὑποστεῖ τήν προσδοκώμενη φοβερή καί μεγάλη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ στή μέλλουσα κρίση γιά τούς πονηρούς ἀνθρώπους; Ποιές πηγές δακρύων θά εἶναι ἀρκετές σ᾿ ἐμᾶς, γιά νά σβήσουν τή φλόγα πρίν νά τήν δοκιμάσουμε; Ἆραγε ποιός θά παρακαλέσει τόν Κριτή γιά μᾶς, γιά νά μήν καταδικάσει ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς;

Οἱ ἅγιοι πού μυήθηκαν μέσα στόν ὅλο ἀγώνα, εἶχαν τόλμη μετά, καί, βλέπετε, δέν διστάζουν νά ποῦν αὐτά τά βαριά.
Εἶναι αὐτό πού διαβάζουμε καί στόν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Εἶναι πολύ δύσκολο αὐτό. Θέλει πολλή τόλμη, πολύ κουράγιο. Πρέπει πολύ κανείς νά ἔχει μυηθεῖ σ᾿ αὐτά, γιά νά κρατάει τόν νοῦ του στόν ἅδη. Νά πιστεύει δηλαδή ὅτι εἶναι γιά τόν ἅδη καί σάν νά εἶναι ἕτοιμος νά πέσει μέσα στόν ἅδη, ἀλλά νά μήν ἀπελπίζεται. Οἱ ἅγιοι τό ἔκαναν αὐτό. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε αὐτά. Δυστυχῶς, πιάνουμε ἐντελῶς τό ἄλλο ἄκρο.
Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνος αὐτός ὁ χριστιανισμός ὁ σημερινός, πού κανείς βολεύεται. Βολεύεται, δηλαδή κρατάει μόνον ὅ,τι τόν εὐχαριστεῖ. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, ὅπως κάνουν στόν γάμο οἱ ἔγγαμοι: κρατοῦν μόνο ὅ,τι τούς εὐχαριστεῖ, καί ὅλα τά ἄλλα, ἄν ἦταν δυνατόν, νά τά ἀποφύγουν ἐντελῶς. Ἔτσι τώρα γενικότερα κάνουν οἱ χριστιανοί: ὅ,τι εἶναι εὔκολο νά τό κάνουν, τό κάνουν. Ὅ,τι εἶναι ἔτσι πού τούς ξεβολεύει –ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τούς ξεζουμίζει– τό ἀποφεύγουν. Καί ἔτσι ἔχουμε ἕνα χριστιανισμό βολέματος. Καί ἀλίμονο, ἀλίμονο.

Ἆραγε ποιός θά ζητήσει γιά μᾶς τήν ἄφεση ἀπό τόν φιλάνθρωπο Θεό· ἐννοῶ ποιός ἀπό τούς Ἁγίους; Ἆραγε ποιός θά μεταβάλει τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ σέ οἶκτο, καί ἐπίσης τή δικαιοσύνη σέ εὐσπλαχνία, ἄν δέν παρακαλέσει τόν Κριτή μόνος αὐτός πού ἔδεσε τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων του, καί τό κρατᾶ, καί τό λύνει, καί τό ἀποθέτει ὅταν θέλει; Διότι δημιουργοῦμε φορτία μέ τό νά ἁμαρτάνουμε φοβερά, καί ἐπίσης τά ἀποθέτουμε μετανοώντας ἀνάλογα. Στήν ἐξουσία μας βρίσκεται τό λύσιμο καί τό δέσιμο· καί στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται αὐτό: νά συγχωρεῖ δηλαδή αὐτούς πού πέφτουν καί τόν παρακαλοῦν. Διότι ἔχουμε, ἀλήθεια, φιλάνθρωπο Δεσπότη πού λύνει μέ τή μετάνοια τά φορτία τῶν δούλων.

Γι᾿ αὐτό λέει: Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι. Πρέπει νά δεῖς ὅτι εἶσαι γιά τόν ἅδη· νά δεῖς ὅτι ἔχεις τό φορτίο. Διότι μπορεῖ νά ἔχουμε φορτία καί νά μή θέλουμε κάν νά τά δοῦμε, ἐπειδή αὐτό, τό νά δεῖς τό φορτίο, σέ καταποντίζει στόν ἅδη, σέ ταπεινώνει δηλαδή. Καί δέν θέλει κανείς νά ταπεινωθεῖ· θέλει νά κρατήσει καί τόν ἐγωισμό του. Κάπως ἔτσι παρακαλοῦν οἱ ἄνθρωποι νά τούς συγχωρήσει ὁ Θεός. Νά τούς συγχωρήσει, ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια ὅτι νιώθουν ὄντως τήν ἁμαρτία, νιώθουν τήν εὐθύνη πού φέρουν, καί ἑπομένως ταπεινώνονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θέλουν νά τακτοποιήσει τά φορτία ὁ Θεός, χωρίς νά ταπεινωθοῦν, καί ὁ ἄνθρωπος τελικά νά μείνει βολεμένος.
Αὐτόν λοιπόν τόν Κριτή ἄς παρακαλέσουμε μέ δύναμη, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή μας, ἐξομολογούμενοι, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἀπειλή του. Ἄν ὁ Νῶε καί ὁ Ἰώβ καί ὁ Δανιήλ, οἱ φίλοι καί προφῆτες τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν παρρησία, σταθοῦν παρακαλώντας τόν Θεό γιά τά παιδιά τους, γιά νά μήν πραγματοποιηθεῖ ἡ τιμωρία τους, τίποτε ἐντελῶς δέ θά κατορθώσουν, οὔτε θά εἰσακουσθοῦν, οὔτε θά γίνει δεκτή ἡ προσευχή τους. Τί θά κάνουμε ἐμεῖς πού ἀμελοῦμε γιά τούς ἑαυτούς μας; Καί ποιός ἄλλος θά μᾶς ἁρπάξει ἀπό τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ὁ Θεός πού καταδικάζει καί πού δικαιώνει;
Κοίτα πόση εὐγνωμοσύνη ἔδειξαν στόν Θεό οἱ ἅγιοι Μάρτυρες μέ τό νά ἀγωνισθοῦν ἐπάνω στή γῆ· πόση παρρησία ἀπέκτησαν πρός τόν Θεό σβήνοντας τίς ἁμαρτίες τους μέ τό μαρτύριο. Καί δέν ἔλαβαν τή δωρεά μόνο μ᾿ αὐτό, ἀλλά ἀκόμη ἔλαβαν ἐπιπλέον καί τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τόν παράδεισο· διότι ἔχυσαν τό αἷμα τους σάν ἀντιστάθμισμα γιά τό ἀτίμητο αἷμα, πού ἄξιζε περισσότερο ἀπό κάθε τιμή, δηλαδή γιά τό αἷμα τοῦ Δεσπότη· καί στή συνέχεια μέ τό νά προτιμήσουν στό στάδιο περισσότερο ἀπό τά παιδιά τους ἀλλά καί περισσότερο ἀπό τίς συζύγους τους τόν πόθο τοῦ Θεοῦ στεφανώθηκαν, ὥστε βαδίζοντας διά μέσου τῆς πείρας τῶν μαστίγων νά λάβουν τά στεφάνια τοῦ ἀγώνα τους. Τόσο πολύ δηλαδή ἕλκυσε τό νοῦ τους ὁ πόθος τοῦ Σωτήρα στό στάδιό του, ὥστε καί νά ἀγοράσουν ἀκόμη οἱ φθαρτοί τά ἄφθαρτα.

Ἐνθυμεῖσθε πού λέει ἕνα τροπάριο: Ὤ τῆς καλῆς ὑμῶν πραγματείας ἅγιοι! Ὅτι αἵματα ἐδώκατε καί οὐρανούς ἐκληρονομήσατε, καί πρός καιρόν πειρασθέντες, αἰωνίως ἀγάλλεσθε· ὄντως καλόν ὑμῶν τό ἐμπόρευμα! Φθαρτά γάρ καταλιπόντες, τά ἄφθαρτα ἀπελάβετε, καί σύν ἀγγέλοις χορεύοντες, ὑμνεῖτε ἀπαύστως Τριάδα ὁμοούσιον.
Παρομοιάζεται –νά μήν παρεξηγήσουμε, παρακαλῶ, τίς λέξεις– ἡ ὅλη πνευματική ἐργασία, ὁ ὅλος πνευματικός ἀγώνας μέ ἐμπορία. Ἔτσι καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος, γι᾿ αὐτό βάζουν τέτοιες λέξεις οἱ ὑμνογράφοι στά τροπάρια. Ἐκεῖνος πού κάνει καλό ἐμπόριο, δίνει βέβαια χρήματα, ἀλλά παίρνει πολύτιμα πράγματα. Ὅπως λοιπόν ὁ ἄλλος δίνει τόν ἑαυτό του στό νά ἐμπορεύεται, ἔτσι κι ἐδῶ σάν ἕνα ἐμπόριο –παρακαλῶ νά μήν παρεξηγήσουμε τή λέξη– οἱ ἅγιοι ἔδωσαν τόν ἑαυτό τους νά ποθήσουν τόν Χριστό, νά ἀγαπήσουν τόν Χριστό, ἔδωσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό καί κληρονόμησαν τά οὐράνια ἀγαθά.

Ἐμεῖς ὅμως οἱ δοῦλοι ποιά εὐγνωμοσύνη θά προσφέρουμε στόν ἔνδοξο Δεσπότη καί Βασιλιά, διότι δέν ἀνεχόμαστε τήν προσβολή οὔτε μέ λόγο, ἄν καί συχνά ἀπευθύνεται σ᾿ ἐμᾶς ἀπό κάποιον ἀδελφό; Λησμονοῦμε τίς πληγές μας τίς κρυφές καί τίς φανερές, πού ὁ Θεός τίς γνωρίζει, καί δέν μποροῦμε νά ἀνεχθοῦμε μιά νιφάδα τοῦ ἀέρα. Ἄλλοι γιά χάρη τοῦ Θεοῦ πριονίσθηκαν καί στεφανώθηκαν, ἐμεῖς ὅμως ἐνῶ μποροῦμε νά μαρτυρήσουμε χωρίς βασανιστήρια, κάνοντας τά ἀντίθετα μένουμε ἄχρηστοι καί αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπό τά ἄλλα θηρία, δηλαδή ἀπό κείνους τούς νοητούς καί πονηρούς δαίμονες.
Τί κάνεις, ἄνθρωπε, ἀμελώντας γιά τήν ἀρετή; Σοῦ ἔδωσε ὁ Πλάστης τό χάρισμα νά δοκιμάζεσαι στό καμίνι σάν χρυσάφι, μέ τίς βρισιές δηλαδή καί τούς πειρασμούς, ὥστε νά φανεῖς σκεῦος ἐκλεκτό καί καθαρό μέ τήν πολλή ὑπομονή καί τή μακροθυμία· διότι ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀντιμετώπισε πειρασμούς εἶναι ἀδόκιμος.

Δέν ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά παθαίνουμε τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, νά ἔχουμε τά ὅποια ἐμπόδια καί τίς δυσκολίες πού ἔχουμε, ἔτσι ἁπλῶς γιά νά ὑποφέρουμε. Ἀλλιῶς δέν εἶναι δόκιμος κανείς, δέν ἑτοιμάζεται γιά τήν αἰωνιότητα, ἄν δέν περάσει μέσα ἀπό τό καμίνι, μέσα ἀπό τό δοκιμαστήριο, μέσα, ἄν θέλετε, ἀπό τούς κυλίνδρους πού ξεζουμίζουν.

Ἐγώ μόνος πού καί αὐτά συνέταξα, ὁ ἀχρεῖος σέ ὅλα ἀλλά καί ἁμαρτωλός, ὁ στερημένος ἀπό κάθε ἀρετή, πού δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι ἀδελφός σας, διότι τή θλίψη πού σ᾿ ἐμένα θά ἦταν αἰτία γιά στεφάνι τήν ἀπέφυγα, ἐγώ πού εἶμαι ἀδόκιμος καί πού τόλμησα νά ἐπαινῶ τούς Μάρτυρες.
Ὅταν δηλαδή καταπιασθῶ μέ τέτοιους ἐπαίνους, θρηνῶ πικρά, κυριεύομαι ἀπό φόβο, μέ τύπτει ἡ συνείδηση καί μέ βασανίζει ἡ ἀμοιβή τῶν κακῶν ἔργων στή μέλλουσα κρίση· διότι δέν εἶμαι ἄξιος νά ἀτενίσω στό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, ἐπειδή πιέζομαι ἀπ᾿ αὐτά καί πέφτω κάτω. Διότι, ἄν ἀρχίσω νά διηγοῦμαι τά ἐγκώμια τῶν Μαρτύρων, ἐπιτίθεται σ᾿ ἐμένα ἡ συνείδηση σάν θηρίο, ἀνάμεσα στούς λογισμούς καί στόν Θεό πού βλέπει τά κρυφά ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διότι λέει· «Καί σύ ποιός εἶσαι, πού καμαρώνεις μέ τίς πράξεις τῶν ἄλλων, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶσαι ἐντελῶς στερημένος ἀπό πράξεις; Ποιά ἀπολογία θά δώσεις ὁ ἴδιος στόν Θεό πού σέ ἔφερε ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, μέ τό νά τολμᾶς νά διηγεῖσαι ἀρετές πού ἐσύ δέν εἶσαι μιμητής τους;». Ἤ καλύτερα, ὥς πότε δέ θά ἡσυχάσω νά διηγοῦμαι τά δικά σας, διότι δέν ἔχω ἀποκτήσει τίποτε; Ἐπειδή ὅμως ἔχω φιλάνθρωπο Δεσπότη, δέ θά πάψω νά διηγοῦμαι τά ἐγκώμια τῶν Μαρτύρων.
Πίστεψε ὅτι ἐγώ μονάχα εἶμαι ἀνάξιος, καί τυχαίνει νά στεροῦμαι ἀπό κάθε ἀρετή. Ὅμως καταθέτω τό χρῆμα στούς τραπεζίτες, ὥστε, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, νά ζητήσει νά τοῦ ἐπιστραφεῖ μέ τόκο, καί νά ξεφύγω ἀπό τήν κατηγορία τοῦ ταλάντου, γιά νά μήν καταδικασθῶ μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν πονηρό ἄνθρωπο πού ἔθαψε τό τάλαντο στό χῶμα. Καί δίνω συμβουλή σ᾿ ὅποιον θέλει νά σωθεῖ, ὄχι νά μιμηθεῖ ἐμένα τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά σάν σοφός ἄνθρωπος νά δεχθεῖ τά λόγια μου.
Νομίζω ὅτι εἶναι προτιμότερο νά μήν τό λέω αὐτό· διότι ὅλοι ξέρουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μικροί καί μεγάλοι, ἔνδοξοι καί φτωχοί, καί ξέρει ὁ καθένας, ἄν σκέφτεται τό συμφέρον του, καί τί θέλει ὁ Θεός, καί πῶς πρέπει νά σωθεῖ. Νομίζω, ἀκούσατε ὅτι ἔχει ἑτοιμασθεῖ ἡ γέεννα καί ἡ ἄσβεστη φωτιά καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν καί τό ἐξώτερο σκοτάδι, καί ἀκόμη τό σκουλήκι καί ὁ φοβερός ποταμός τῆς φωτιᾶς, πού καίει μπροστά ἀπό τόν Κριτή, νά τρέχει μέ πολλή ὁρμή καί νά εἶναι ἀπειλή γιά μᾶς ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο, ἄν δέν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν δροσίσουμε ἀπό πρίν μέ τά δάκρυά μας τή φλόγα, ἄν δέν σβήσουμε τή γέεννα μέ τή μετάνοια, ἄν δέ σκοτώσουμε τό σκουλήκι μέ τή σωφροσύνη, ἄν δέν ἐξευμενίσουμε, ὅπως πρέπει, τόν ἀπλανή Δικαστή, ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτή τή ζωή, ἄν δέν προλάβουμε νά ἐξομολογηθοῦμε στόν παρόντα κόσμο γιά τόν ἐκεῖ Κριτή, ἄν δέν παρουσιάσουμε μετανοημένο τόν ἑαυτό μας, πού εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά ἐξευμενίσει τόν Κριτή. Διότι ὁ Θεός ὅρισε τά βασανιστήρια γιά τόν Διάβολο καί τούς ἀγγέλους του, καί ὄχι γιά μᾶς, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς πολλῆς φαυλότητάς μας γινόμαστε κληρονόμοι ἐκείνων τῶν φοβερῶν βασανιστηρίων· καί ὅσα ἀπειλήθηκαν γιά τόν φοβερό Δράκοντα, αὐτά τά ὑποφέρουμε οἱ ἄνθρωποι μέ τή θέλησή μας. Διότι λέει, «Φύγετε στό αἰώνιο πῦρ, πού εἶναι ἑτοιμασμένο γιά τόν πονηρό Δράκοντα καί γιά τούς ἀγγέλους του». Δέ λέει, «γιά τούς ἀνθρώπους». Διότι, ἄν στήν παρούσα ζωή ὑποφέρουν τόσα δεινά καί τόσα ἀπερίγραπτα εἴδη τιμωριῶν ὅσοι ἐδῶ κάνουν φαυλότητες, πόσο περισσότερο στή μέλλουσα ζωή θά ἐπιβάλει ἐκεῖνο τό ἀλάθητο καί ἀδωροδόκητο δικαστήριο, ἐννοῶ τό δικαστήριο τοῦ Κριτῆ, τίς τιμωρίες σ᾿ ἐκείνους πού ἀνόητα ἁμάρτησαν σ᾿ αὐτόν, δηλαδή σ᾿ ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
Ὤ, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ τύφλωσή μας! Παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἀκούσει καί νά ἀνοίξει γιά μᾶς τήν θύρα τῆς εἰσόδου στόν ἑαυτό μας, πού ἐμεῖς κλείσαμε, ἐννοῶ τή θύρα τῆς ἱκεσίας.
Τί κάνεις, ἄνθρωπε, πού πάσχεις ἀπό ἀνοησία! Ἡ θύρα τοῦ Δεσπότη εἶναι διαρκῶς ἀνοιχτή γιά μικρούς καί γιά μεγάλους, καί ἐμεῖς τόν ἐνοχλοῦμε νά μᾶς ἀνοίξει, ἄν καί οἱ ἴδιοι τήν κλείσαμε γιά τούς ἑαυτούς μας. Διότι στό χέρι μας εἶναι νά τήν ἀνοίξουμε καί νά τήν κλείσουμε. Ἄν δέν ἁμαρτήσουμε, θά μείνει γιά πάντα ἀνοιχτή ἡ θύρα τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Δεσπότη γιά τούς ἀνθρώπους· ἄν λοιπόν ἁμαρτάνουμε, ἀμέσως κλείνει. Γιά νά πλησιάσουν στόν ἴδιο τόν Θεό μέ τήν προσευχή, ὁ Θεός δέ θά κλείσει τή θύρα γιά τούς δούλους του, ἀλλά θά μείνει πάντοτε ἀνοιχτή γιά κείνους πού τόν ἀναζητοῦν· διότι ὁ ἴδιος εἶπε καί νά ζητοῦν καί νά ἐρευνοῦν καί νά χτυποῦν τή θύρα, προσφέροντας πρόθυμα τή δωρεά του σ᾿ ἐκείνους πού τή ζητοῦν.
Μή γίνεσαι ὁ ἴδιος σκληρός γιά τόν ἑαυτό σου, ἄθλιε, οὔτε νά λογαριάζεις ἀνθρώπινη ἀδυναμία στόν Θεό. Αἴτιοι εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι μέ τήν κακία μας ὑψώνουμε τεῖχος καί κατασκευάζουμε θύρα γιά τίς προσευχές. Λοιπόν, ἀφοῦ εἰρηνεύσεις, συμφιλιώσου μέ τόν ἑαυτό σου καί ἐλευθέρωσε ἀπό τά δεσμά τήν ψυχή σου, πού τήν ἔδεσες. Διότι ὁ Θεός στέκεται καί σέ περιμένει ἀκόμη, ὥστε ἐσύ, ἄνθρωπε, νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν Δεσπότη. Διότι ὁ ἴδιος πάντοτε ποθεῖ τή δική σου ἐπιστροφή, ὥστε ἀφοῦ ζήσεις μέ σεμνότητα νά σέ δεχθεῖ. Λοιπόν, εἰρήνευσε τόν ἐσωτερικό σου ἄνθρωπο μέ τόν ἐξωτερικό, καί στό ἑξῆς γίνε ἐλεύθερος ἀπό τήν πικρή δουλεία, καί ἔτσι θά βρίσκεις πάντοτε τή θύρα, πού ἔκλεισες γιά τόν ἑαυτό σου, ἀνοιχτή γιά τίς ἱκεσίες σου. Γι᾿ αὐτό, ἡ δόξα ἀνήκει στόν Πατέρα καί στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

28-1-1993