Τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Σήμερα, δώδεκα Μαρτίου, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐπειδή ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι μέσα στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μετατέθηκε ἡ μνήμη του στίς δώδεκα Ὀκτωβρίου. Φέτος ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του εἶναι ἡ Τετάρτη τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, καί γι᾿ αὐτό ψάλαμε τροπάρια ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου προηγουμένως στή θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων δώρων. Γνωρίζετε ὅτι ἔχουμε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στόν ἅγιο Συμεών, ὅπως τό εἴχαμε πεῖ παλαιότερα.
Μοῦ ἔχει κάνει ὅλως-ὅλως ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού εἶναι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, ὅπως μποροῦμε νά δοῦμε ἀνθρωπίνως, μυστικός θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶναι πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, βυθισμένος στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί στήν οὐράνια ἐκείνη κατάσταση πού εἶχε προπαντός ἀπό τήν ἡμέρα πού χειροτονήθηκε καί ἑξῆς, μοῦ κάνει, λέω, ἐντύπωση ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πάρα πολύ ἐπιμένει στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Εἶχα ἀκούσει καί ἕναν μοναχό στό Ἅγιον Ὄρος καί μία φορά καί δύο φορές, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ζεῖ πάρα πολύ πνευματικά καί, ἄς ποῦμε, μυεῖται καί βυθίζεται στή ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τονίζει κάθε τόσο τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέει καί ξαναλέει: νά τηρεῖτε τίς ἐντολές μου. Ἔστειλε καί τούς Μαθητές του σ᾿ ὅλον τόν κόσμο, λέγοντας: Νά πᾶτε νά κάνετε μαθητές ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές. Ὅπως εἶχε τούς μαθητές του, καί ὅλος ὁ κόσμος, ὅσοι θά πιστέψουν στόν Χριστό νά γίνουν μαθητές του. Καί συνεχίζει: Διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν. Καί νά τούς διδάξετε νά τηροῦν ὅλα ὅσα σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολή.
Ἀλλά ξαναγυρίζω πάλι στόν ἅγιο Συμεών: ἐπιμένει πάρα πολύ στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Διότι ἐκεῖ, στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἄν θέλετε, κρύβεται τό ὅλο πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅλη ἡ πνευματική ζωή. Τώρα παρατηροῦμε κάποιους χριστιανούς πού θέλουν, ἄς ποῦμε, νά ζήσουν χριστιανικά, ἀληθινά χριστιανικά, ἀλλά δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού ζεῖ χριστιανικά, τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπεις κάποιον πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀφιερωμένος, δοσμένος στόν Θεό καί θέλει νά ζήσει πνευματικά, ὁ ὁποῖος ὅμως οὔτε τά λόγια του προσέχει, οὔτε τή συμπεριφορά του προσέχει, οὔτε τόν προβληματίζει τό ὅτι εἶναι ὑπερήφανος, ἀμετανόητος, σκληρός, τό ὅτι εἶναι ὅλο κακία, ὅλο πονηριά, ὅλο κατάκριση, τό ὅτι εἶναι κοσμικός ἄνθρωπος, πού τοῦ ἀρέσει τό ἕνα, τό ἄλλο. Κάνει ἐντύπωση πώς ὅλοι οἱ χριστιανοί –ἐξαιροῦνται πάντοτε οἱ ἐξαιρούμενοι– ἔχουν μιά ζήλεια, μιά ἀνταγωνιστικότητα πρός τούς ἄλλους. Τί πράγμα εἶναι αὐτό; Τί χριστιανός εἶσαι;
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί μυεῖται στό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐλευθερώνεται ἀπό ὅλα αὐτά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τόν ἐλευθερώνει.
Ὅταν κανείς ἀκριβῶς προσέχει καί πιάνεται ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει κίνδυνος νά ξεφύγει εἴτε πρός τό ἕνα ἄκρο εἴτε πρός τό ἄλλο. Αὐτός ὅμως ὁ ὁποῖος τάχα τά παίρνει ὅλα πολύ πνευματικά καί τάχα, ἄς ποῦμε, ἀπογειώνεται καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό πεζά πράγματα, αὐτός ξεφεύγει ἐντελῶς, δέν ἔχει καμιά ἀληθινή σχέση μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄλλος πάλι πού κολλάει, προσκολλᾶται σέ κάτι, γιά νά ἱκανοποιήσει πάλι μέ διαφορετικό τρόπο ἀνθρώπινες ἀνάγκες, ἐπειδή ἔχει εἰδωλολατρεία μέσα του, δέν τήν καταλαβαίνει ἀλλιῶς τή θρησκευτικότητα καί τήν πίστη του στόν Θεό, παρά μόνο ἄν τήν ἐκδηλώνει, τρόπον τινά, εἰδωλολατρικά. Κι ἄντε νά βρεῖς ἄκρη, ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά.
Νά κάνεις τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀληθινά ὅμως, πολύ συγκεκριμένα. Τό ἀπαγόρευσε ὁ Χριστός αὐτό; Δέν θά τό κάνεις. Τό εἶπε ὁ Χριστός τό ἄλλο, ὅτι ἔτσι πρέπει νά κάνεις; Ἔτσι νά κάνεις. Εἶπε καί ἐκεῖνο ὁ Χριστός, εἶπε καί τό ἄλλο ὁ Χριστός. Καί μήν πεῖ κάποιος: «Εἶναι δύσκολα τά πράγματα». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέει ὅτι τό φορτίο μου εἶναι ἐλαφρό. Καί ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: Αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί. Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς πού τά παρουσιάζουμε δύσκολα καί βαριά; Μήπως ἀκριβῶς τά παίρνουμε λάθος τά πράγματα καί δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται; Ἔτσι, καί ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοί πού εἴμαστε καί ἐπιπλέον τά διαστρεβλώνουμε, ἄς ποῦμε, καί τά παρουσιάζουμε καί στούς ἄλλους βουνό.
Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό φυσιολογικό ἀπό τό νά ἀκοῦμε, νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, νά ὑπακοῦμε, νά μαθητεύουμε σ᾿ αὐτόν, νά κάνουμε τίς ἐντολές του, διότι εἶναι πρόθυμος ὁ Χριστός νά μᾶς βοηθήσει. Ἐκεῖνος εἶπε: Χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε. Ἀλλά μέ αὐτό θέλει νά πεῖ: «Δέν θά ξεχωρίσετε τόν ἑαυτό σας, γιατί ἔτσι δέν θά πετύχετε τίποτε. Θά μέ ἀκοῦτε, θά ζητᾶτε τή βοήθειά μου, θά τό πιστεύετε αὐτό, θά πορεύεσθε ἔτσι, καί τότε θά ἔχετε τή βοήθειά μου καί θά πηγαίνουν ὅλα καλά».
Εἶναι ἀνάγκη, παρακαλῶ πάρα πολύ, νά μή χάνουμε τόν καιρό μας καί νά μήν παιδευόμαστε ἔτσι ἄσκοπα. Νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλα· ἔτσι ὅπως γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Λέγοντας «στήν Ἐκκλησία», γιά νά καταλάβουμε καλύτερα, δέν εἶναι ὅπως τό ἐννοοῦν μερικοί πού λένε: «Ἐγώ πάω στό Ἅγιον Ὄρος». Καί ἐπειδή πάει στό Ἅγιον Ὄρος, νομίζει πώς τοῦ φτάνει αὐτό.
Ἅμα δέν ζεῖς ὅπως οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, οἱ μοναχοί, οἱ ἀφιερωμένοι στόν Θεό, πού κάνουν τόν ἀγώνα τους καί τηροῦν ἀκριβῶς τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἅμα ἐσύ δέν φιλοτιμεῖσαι νά ζεῖς ἔτσι, μόνο ἐπειδή πᾶς ἐκεῖ, κακῶς νομίζεις ὅτι εἶσαι ἐντάξει. Ἤ ὁ ἄλλος μπορεῖ νά νομίζει ἔτσι, ἐπειδή ἁπλῶς ἔχει μιά σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή πηγαίνει καί ξαναπηγαίνει στήν ἐκκλησία, ἤ ἐπειδή διαβάζει μερικά πράγματα καί τοῦ ἀρέσουν. Τό θέμα δέν εἶναι οὔτε ἄν μᾶς ἀρέσει, οὔτε ἄν δέν μᾶς ἀρέσει, οὔτε ἄν πᾶμε ἐδῶ, οὔτε ἄν πᾶμε ἐκεῖ. Τό θέμα εἶναι ἄν ζοῦμε ἐν Χριστῷ. Καί ζοῦμε ἐν Χριστῷ, ἄν τηροῦμε τίς ἐντολές, καί ὄχι θεωρητικά οὔτε ὅπως θέλει ὁ καθένας.
Γιά, νά τό προσέξουμε αὐτό. Θά δοῦμε στήν πράξη: «Τί ὡραῖα πού εἶναι, τί καλά πού εἶναι!» Ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι θά ἀρχίσει νά εὐχαριστιέται ἡ φιλαυτία σου καί ὁ ἐγωισμός σου. Ὄχι. Θά δεῖς ὅτι λυτρώνεσαι ἀπό τό ἐγώ σου, τόν ἐγωισμό σου, τή φιλαυτία σου καί ὅτι σέ ἔπιασε ἀπό τό χέρι ὁ Χριστός καί πηγαίνεις. Ἀλλά δέν ἀνήκεις πιά στόν ἑαυτό σου, ἀνήκεις στόν Χριστό. Παρακαλῶ λοιπόν, νά λάβουμε καί αὐτά ὑπ᾿ ὄψιν, γιά νά μᾶς εὐλογήσει ὁ Θεός.
***
Νά δοῦμε τά τρία στιχηρά τοῦ μικροῦ ἑσπερινοῦ, πού ἐψάλησαν στήν Προηγιασμένη θεία Λειτουργία.
Ὁ ὑμνογράφος, πού εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, παρακαλῶ –αὐτός ἔκανε τήν ἀκολουθία– στό πρῶτο στιχηρό λέει:
Ὅτε κατετρώθης τῷ γλυκεῖ βέλει τῆς ἀγάπης τῆς θείας, Συμεών ὅσιε… Ὅταν τό γλυκύ βέλος σέ ἔτρωσε… Ποιό βέλος; Τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτά τώρα εἶναι λέξεις, ἀλλά ἄν τά προσέξουμε, θά δοῦμε ὅτι ἔτσι πού ζοῦμε, εἴμαστε ψευτοχριστιανοί, ἐνῶ δέν εἶναι δυνατόν νά μή μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά βροῦμε τήν ἀλήθεια.
Ὁ Θεός φωτίζει, ἀλλά δέν θέλουμε νά φωτιστοῦμε. Ὁ Θεός ξυπνάει τήν ψυχή, ἀλλά δέν θέλει νά ξυπνήσει. Γλυκαίνει τήν ψυχή, ἀλλά δέν θέλει. Δέν μπορεῖ νά μᾶς παιδεύει ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι λοιπόν πού τά κάνει. Τό πᾶν εἶναι νά τρωθεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τό γλυκύ βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτό εἶναι τό πᾶν! Γι᾿ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός. Μᾶς ἀγάπησε καί τήν ἔδειξε τήν ἀγάπη του, καί ἡ ἀγάπη αὐτή νά περάσει καί σ᾿ ἐμᾶς, καί νά τόν ἀγαποῦμε, ὅπως μᾶς ἀγαπάει καί ὅπως εἶναι ἡ ἐντολή: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου… καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος; «Ὅταν αὐτό τό γλυκύ βέλος τῆς θείας ἀγάπης σέ ἔτρωσε, σέ πλήγωσε –μέ τήν καλή ἔννοια– Συμεών ὅσιε, τότε κατεφρόνησας σαρκός καί αἵματος». Λέγαμε καί ἄλλη φορά ὅτι ὅταν εἶναι κανείς κολλημένος κάπου, πρέπει κάτι ἄλλο ἰσχυρότερο, κάτι δυνατότερο νά ἐνεργήσει γιά νά τόν ξεκολλήσει ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι κολλημένος. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, καίτοι ζοῦμε μέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε πάρα πολύ κολλημένοι –ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος– στό κοσμικό πνεῦμα, στήν κοσμική ζωή ἔτσι ὅπως ζοῦμε. Ἔχουν οἱ ἄλλοι, ἄς ποῦμε, τά εἰδωλά τους, κι ἐμεῖς ἔχουμε τόν ἀληθινό Θεό σάν νά εἶναι εἴδωλο, καί ζητοῦμε νά μᾶς βοηθήσει.
Καί ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι, ἐνῶ στά ἀνθρώπινα ἔρχεται τό βέλος τῆς ἀγάπης καί χτυπάει κάποιον, κάποια καί τρελαίνεται, στά θεῖα δέν συμβαίνει ἔτσι. Δέν θά συμβεῖ σέ ἐσένα, ἄν δέν πιστέψεις κι ἄν δέν τό πάρεις ἀπόφαση ὅτι πρέπει καλά-καλά νά καταλάβεις πώς ὅλο αὐτό πού ζεῖς –ἡ κοσμική ζωή, τό ὅτι ὑπηρετεῖς τόν ἑαυτό σου, τή φιλαυτία σου, τήν ἐγωλατρία σου– πρέπει νά τό ἀπαρνηθεῖς.
Αὐτό περιμένει ὁ Κύριος. Ὅπως εἶπε: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, θά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του». Στήν πράξη θά τό κάνει ὁ Θεός τελικά, ἀλλά ἐσύ, ὅσο μπορεῖς νά καταλάβεις, καί ὅσο μπορεῖς νά πιστέψεις, νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου διά τῆς πίστεως, ὁπότε ἔρχεται ἡ τρώση αὐτή τῆς θείας ἀγάπης.
Διάβαζα σέ ἕνα σημείωμα αὐτές τίς μέρες ὅτι κάποια ψυχούλα γνώρισε ἕνα πρόσωπο πού ἔδειξε κάποιο ἐνδιαφέρον καί ἄρχισε νά ἔχει μιά κάποια ἐλπίδα ἐκεῖ, καί ἀμέσως ἔφυγαν ὅλα τά δυσάρεστα πού εἶχε μέσα της. Ἔφυγαν, μόλις βρέθηκε κάτι. Θεωρητικά βέβαια· δέν ἦταν πραγματικό αὐτό –ἔχει καί ψευδαισθήσεις ὁ ἄνθρωπος. Μόλις λοιπόν βρέθηκε ἐκεῖνο τό ἰσχυρότερο, τά ἔδιωξε ὅλα τά ἄλλα. Μέσα στή ζωή πολλές φορές ὁρισμένα πράγματα μοιάζουν νά εἶναι ἰσχυρότερα ἀπό ἄλλα, ἀλλά ξεθυμαίνουν καί φεύγουν καί αὐτά. Ὅταν ὅμως βρεῖς τόν Θεό, εἶναι ἀλλιῶς.
Ὅτε κατετρώθης τῷ γλυκεῖ βέλει τῆς ἀγάπης τῆς θείας, Συμεών ὅσιε, τότε κατεφρόνησας σαρκός καί αἵματος. Τότε πραγματικά κατεφρόνησες ὅλη αὐτή τήν φροντίδα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει, νά ἀπολαύσει, νά χαρεῖ, νά μήν πεθάνει, νά ἔχει ὑγεία. Τίποτε δέν τόν ἀπασχολεῖ ἀπό αὐτά. Τά καταφρονεῖ πλέον κανείς αὐτά τά πράγματα. Κατεφρόνησας σαρκός καί αἵματος. Γενικότερα δηλαδή τή σαρκική, τήν κοσμική ζωή. Καί γονέων ἀπέρριψας τήν σχέσιν, θεόφρον. Αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό στόν ἅγιο Συμεών. Βέβαια δέν ἤθελαν οἱ γονεῖς του νά γίνει μοναχός καί νά φύγει ἀπό κοντά τους, ἀπό τήν Παφλαγονία. Ἔκλαιγαν καί ὀδύρονταν. Ἀλλά ἄν προσέξουμε καλύτερα, ἡ στάση τοῦ Συμεών: «Ἄς κλάψει ἡ μάνα μου, ἄς κλάψει ὁ πατέρας μου», δηλαδή σά νά μή τούς λογαριάζει, νά μήν τούς δίνει σημασία, νά μήν τούς πονάει, δέν εἶναι ἀπονιά. Ὄχι, ὄχι.
Ὅταν τά πράγματα τά δεῖς μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν οἱ ἄνθρωποι καί τά ἀνθρώπινα μοιάζουν μερικές φορές νά εἶναι μέσα σέ πολλή δυστυχία, θά τά δεῖς διαφορετικά. Ὁ ἅγιος Συμεών γνώριζε μέσα στήν καρδιά του ὅτι θά ἔρθει μέρα πού οἱ γονεῖς του θά πανηγυρίσουν, ἀκριβῶς διότι ἀναγκάστηκαν νά πονέσουν γιά τό παιδί τους, τό ὁποῖο πῆγε στόν Χριστό· δέν πῆγε πουθενά ἀλλοῦ.
Ἀλλά ἐδῶ τονίζει γιά τόν ἅγιο: Ὅτε κατετρώθης μέ τό γλυκύ βέλος τῆς ἀγάπης τῆς θείας, τότε κατεφρόνησες τή σαρκική, τήν κοσμική, τή συνηθισμένη ἀνθρώπινη ζωή, καί ἀπέρριψες τῶν γονέων τή σχέση· αὐτή τήν ἀνθρώπινη σχέση, γιά τήν ὁποία λέει στή συνέχεια μιά δεύτερη φράση ὁ ἅγιος Νικόδημος: συγγενῶν προσπάθεια.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο γενικά βλάπτει κάθε χριστιανό, εἰδικότερα ἕναν μοναχό, εἶναι ἡ «προσπάθεια», δηλαδή τό νά ἔχει κανείς ἀδυναμία σέ κάτι. Ἡ ἀδυναμία αὐτή λέγεται «προσπάθεια» στήν ἀσκητική γλῶσσα· δηλαδή «μή χάσω αὐτό, μή χάσω ἐκεῖνο, νά ἔχω τό ἄλλο».
Ἐδῶ, στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ ἅγιος Συμεών ἦταν φυσικό, ὅπως ὅλα τά παιδιά, νά ἔχει «προσπάθεια», ἰδιαίτερη ἔτσι ἀδυναμία στή μανούλα του, στόν πατέρα του, ἀλλά τό γλυκύ αὐτό βέλος τῆς θείας ἀγάπης, πού ἦταν πολύ-πολύ ἰσχυρότερο, ἔκανε τόν ἅγιο Συμεών νά ἀπορρίψει τή σχέση αὐτή μέ τούς γονεῖς, τήν προσπάθεια πρός τούς συγγενεῖς, καί ἐπίσης νά ἀπορρίψει πλοῦτο καί κενή δόξα. Ὁ ἅγιος εἶχε προοπτική καί γιά κοσμικό μέλλον. Στά ἀνάκτορα ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ἕνας θεῖος του ὑπάλληλος ὑψηλόβαθμος, καί θά μποροῦσε κοντά σ᾿ ἐκεῖνον νά διαπρέψει. Τίποτε ὅμως δέν τόν ἐπηρέασε. Ὅταν τόν πλήγωσε τό βέλος αὐτό τῆς θείας ἀγάπης, δέν δυσκολεύτηκε καθόλου νά περιφρονήσει τόν πλοῦτο, τή δόξα καί ὅλα τά ἄλλα.
Ὅθεν νεκρωθείς τοῖς ἐν κόσμῳ. Κατόπιν ὅλων αὐτῶν νεκρώθηκες ὡς πρός τόν κόσμο. Εἶναι αὐτό πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ. Ὅθεν νεκρωθείς τοῖς ἐν κόσμῳ, τήν ἐν τῷ Χριστῷ κεκρυμμένην ἔζησας ζωήν, ἀξιοθαύμαστε. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔζησες αὐτή τήν κεκρυμμένην ἐν Χριστῷ ζωή.
Εἶναι κρίμα πού οἱ χριστιανοί τά παίρνουμε τόσο χαλαρά καί τόσο ἐπιπόλαια τά πράγματα, καί ἐνῶ κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὡστόσο δέν ἔχουμε πείρα αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῆς κεκρυμμένης ἐν Χριστῷ ζωῆς, πού λέει γιά τόν ἅγιο τό τροπάριο.
Ἔχει κάτι σχετικό ὁ ἅγιος Συμεών στίς ὁμιλίες του. «Πές μου, λέει –σά νά ὁμιλεῖ μέ κάποιον– αὐτό εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, καί ὅταν μεταλαμβάνουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, συμβαίνει αὐτό κι αὐτό· ὅμως σ᾿ ἐσένα δέν συμβαίνει τίποτε. Γιά λίγο σέ ἐπηρέασε, καί ὕστερα πέρασε, πάει· τό ξέχασες ὅτι κοινώνησες καί πάλι τά ἴδια κάνεις. Τί γίνεται; Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουν δύναμη γιά σένα;
Πόσοι χριστιανοί κοινωνοῦμε –ἐντάξει– ἀλλά ὅμως χωρίς νά μᾶς πιάνει ἡ θεία Κοινωνία. Μάλιστα λέει ὁ ἅγιος ὅτι ὄχι μόνο τώρα δέν σέ ζωοποιεῖ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ποτέ δέν θά γίνει αὐτό, ἅμα ἀναξίως κοινωνεῖς.
***
Τό ἑπόμενο τροπάριο λέει: Ὅτε συνειδήσεως τῆς σῆς, πάτερ, ἐπιμέλειαν ἔσχες, καί πάντα ἔπραττες, ὅσα σοί ὑπέβαλλεν αὕτη, μακάριε, μελετῶν, προσευχόμενος, πενθῶν καί νηστεύων, τότε φῶς οὐράνιον σέ περιέλαμψεν· ὅπερ οὐρανοῦ εἰς τό ὕψος ἔδειξε φωτός σοι νεφέλην τόν σέ ὁδηγήσαντα, μηνύουσα.
Ὁ ἅγιος Συμεών εἶχε πνευματικό τόν Συμεών τόν Εὐλαβῆ, πού ἦταν στή μονή Στουδίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε δώσει ἕνα βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου, τοῦ ἀσκητοῦ. Ἐκεῖ στό βιβλίο, πού ἔπεσε μέ τά μοῦτρα νά τό διαβάζει μέ πολλή λαχτάρα καί πόθο, βρῆκε μεταξύ τῶν ἄλλων τήν προτροπή νά ἐπιμελεῖται τή συνείδηση. Τήν πῆρε στά σοβαρά τήν προτροπή καί ἄρχισε νά ἐπιμελεῖται τή συνείδησή του.
Καί μεταξύ τῶν ἄλλων ἦταν καί αὐτό ὅτι κάθε βράδυ, πού ἔκανε προσευχή, ἡ συνείδηση τοῦ ἔλεγε: «Καί ἄλλο μπορεῖς νά προσευχηθεῖς». Κι ἐκεῖνος προσευχόταν, ἀφοῦ τό ἔλεγε ἡ συνείδηση· δέν ἔλεγε φτάνει τόσο. Καί κάθε βράδυ μεγάλωνε ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς. Ἄρχιζε ἀπό τίς πέντε τό ἀπόγευμα –τόν χειμώνα νυχτώνει ἀπό τίς πέντε– καί, καθώς παρέτεινε συνεχῶς τήν προσευχή του, ἔφθανε νά προσεύχεται ἕως τίς δώδεκα τό βράδυ, ὥς τά μεσάνυχτα. Καί καθώς τά πῆρε ἔτσι τά πράγματα, κάποια φορά, τότε ἀκόμη πού ἦταν λαϊκός, καί πολύ νέος, εἶχε τήν πρώτη αἰσθητή ἐπίσκεψη τῆς χάριτος. Μήν πεῖ κανένας μας «ὁ ἅγιος Συμεών ἦταν κάτι ξεχωριστό». Ναί, ἀλλά ἄνθρωπος ἦταν. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς λιγότερο ἄνθρωποι.
Τό πόσο θά μπορέσουμε νά ἀνταποκριθοῦμε, καί τί ἀκριβῶς θά γίνει τελικά, δέν θά τό σκεφτοῦμε. Αὐτό πού πρέπει νά ποῦμε εἶναι ὅτι χρειάζεται νά λαχταρήσουμε, χρειάζεται νά ποθήσουμε, χρειάζεται νά ζορίσουμε τόν ἑαυτό μας, χρειάζεται νά δείξουμε μέ τόν ἕνα, μέ τόν ἄλλο τρόπο ὅτι ἀκοῦμε τόν Θεό, ὅτι ὑπακοῦμε στόν Χριστό, ὅτι τόν ἀγαποῦμε.
Κάποια λοιπόν νύχτα, ὅπως ἦταν ἐκεῖ μέσα στό δωμάτιό του καί προσευχόταν, ἔγιναν ὅλα φῶς, καί σάν νά μήν ὑπῆρχαν τοῖχοι, σάν νά μήν ὑπῆρχε ὀροφή, καί ἔλεγε ὁ ἅγιος: «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον». Ἦταν τό ἄκτιστο φῶς. Μᾶς θυμίζει τώρα ἐδῶ αὐτό πού λέει ὁ π. Σωφρόνιος ὅτι τήν ὥρα ἀκριβῶς πού πλημμυρίζει ἡ ψυχή μέ ἄκτιστο φῶς, τότε βλέπει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀθλία κατάσταση πού ὑπάρχει στό βάθος τῆς ψυχῆς του, βλέπει τήν ἁμαρτία, ἐνῶ ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτία.
Ἔλεγε λοιπόν ὁ ἅγιος «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον». Καί ὅπως ἀναφέρει ἐδῶ τό τροπάριο, τότε εἶδε καί τόν πνευματικό του πατέρα νά προσεύχεται στόν Θεό γι᾿ αὐτόν. Ὑστερα σιγά-σιγά ἄρχισε νά φεύγει τό φῶς αὐτό, ὁπότε χτύπησαν οἱ καμπάνες γιά τόν ὄρθρο. Ὅπως εἴπαμε ἦταν ἐκεῖ στήν Πόλη, καί σηκώθηκε καί πῆγε στήν ἐκκλησία. Καί αὐτό συνέβη, ἐνῶ ἦταν νέος καί λαϊκός ἀκόμη καί ἐργαζόταν στό παλάτι καί ὅλη τήν ἡμέρα ἔκανε δουλειές.
***
Τό ἑπόμενο τροπάριο λέει: Ὅτε τῷ πατρί σου, Συμεών, τῷ πνευματικῷ ὑπετάγης καί ἅπαν φρόνημα σοῦ καί ἅπαν θέλημα τούτῳ ὑπέταξας. Ὅταν ὑπετάγης στόν πνευματικό σου πατέρα καί ὑπέταξες σ᾿ αὐτόν καί τό φρόνημά σου καί τό θέλημά σου…
Μπορεῖ νά πηγαίνει τό μυαλό μας ὅτι νά, μοναχός ἦταν αὐτός, καί ἦταν ὑποχρεωμένος νά ζεῖ ἔτσι. Ὄχι, ὄχι. Δέν ὑπάρχει χριστιανός πού δέν ἐπιβάλλεται νά ζεῖ ἔτσι, ὅτι δηλαδή πλέον ὑποτάσσεται στόν Χριστό, ὑπακούει στόν Χριστό, δέν κάνει τό θέλημα τό δικό του, ἀλλά κάνει τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Κάθε χριστιανός ἔτσι ὀφείλει νά ζεῖ. Ὁ μοναχός βέβαια διαλέγει αὐτόν τόν δρόμο γιά νά ζήσει τήν ὑπακοή μέ ἀκρίβεια, ἀλλά μή νομίζετε ὅμως ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοί τό κάνουν.
Στήν προφορική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρεται τό ἑξῆς περιστατικό πού συνέβη πρίν ἀπό χρόνια. Δημιουργήθηκε μεταξύ τοῦ γέροντα μιᾶς συνοδίας καί ἑνός ὑποτακτικοῦ του διάλογος γιά ἕνα θέμα, στό ὁποῖο εἶχε φταίξιμο ὁ ὑποτακτικός. Αὐτός ὅμως θεωροῦσε ὅτι φταίει ὁ γέροντας καί τοῦ ἀντιμιλοῦσε ἔντονα. Προσπαθοῦσε ὁ γέροντας νά τόν πείσει γιά τό φταίξιμό του λέγοντάς του «Παιδί μου, πές εὐλόγησον» –δηλαδή, ζήτησε συγγνώμη– ἀλλά ὁ ὑποτακτικός συνέχιζε νά ἀντιλέγει. Ἀφοῦ ὁ γέροντας ἐπανέλαβε πολλές φορές τό «Πές εὐλόγησον», στό τέλος ὁ ὑποτακτικός ἀπάντησε: «Εὐλόγησον, ἀλλά ἐσύ φταῖς».
Ξέρετε, ἀπό μιά πλευρά ἕνας πού ζεῖ τή χριστιανική ζωή ἐν τῷ κόσμῳ, μπορεῖ νά κόβει τό θέλημά του πολύ περισσότερο ἀπό ἕναν μοναχό. Γιά παράδειγμα, δέν ἀγανακτεῖ πού κλαίει τό παιδί, δέν ἀγανακτεῖ καί δέν τά βάζει μέ τόν Θεό, ἐπειδή ἀρρώστησε τό παιδί, δέν τά χάνει καί δέν δείχνει ὅτι σάν νά μήν ἔχει πίστη γιά ὅ,τι ἔχει νά ἀντιμετωπίσει.
Ἐπανερχόμαστε στό τροπάριο. Ὅταν, λοιπόν, στόν πνευματικό πατέρα σου Συμεών ὑπετάγης, καί ὅλο τό φρόνημά σου καί ὅλο τό θέλημά σου ὑπέταξες σ᾿ αὐτόν, τότε ἄκραν ταπείνωσιν ἐπλούτησας, πάτερ. Τότε ἀκριβῶς, ἦλθε ἡ ταπείνωση. Ὁ ἅγιος Συμεών ἦταν φοβερά ταπεινός. Φοβερά. Εἶχε πράγματι κάθε ἀρετή καί ἀγωνιζόταν μέ ὅλες του τίς δυνάμεις. Τότε ἄκραν ταπείνωσιν ἐπλούτησας, πάτερ, ἐκ δέ ταπεινώσεως θείαν διάκρισιν εὗρες καί διόρασιν θείαν. Καί ἕνεκα τῆς ταπεινώσεως τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός τή χάρη.
Αὐτό πού λέμε ὅτι, ἄν δέν ταπεινωθεῖς, δέν σοῦ ἐμπιστεύεται τή χάρη ὁ Θεός. Ἄλλος θά ταπεινωθεῖ περισσότερο, ἄλλος ὀλιγότερο, ἀλλά ὅλοι θά ταπεινωθοῦμε, γιά νά τύχουμε τῆς χάριτος, καί νά μᾶς πληγώσει τό γλυκύ βέλος τῆς θείας ἀγάπης καί νά μᾶς κάνει νά ἀφήσουμε καί ἁμαρτίες καί ὅλα.
Καί τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, λέει τό τροπάριο, διάκριση καί διόραση θεία τήν τῶν φαινομένων κτισμάτων λόγους ἀποκρύφους ἐξετάζουσαν. Καί γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ἅγιος Συμεών καταλάβαινε πράγματα πού ἄλλοι δέν τά καταλάβαιναν, καί τά ἐξηγοῦσε.
Νά μήν ποῦμε περισσότερα. Νά σταματήσουμε, γιά νά συνεχίσουμε, παρακαλῶ, τήν ἀκολουθία.
12-3-2004 & 2008