Ὁ σταυρός καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ
Νομίζω ὅτι δέν πρέπει νά τήν ἀφήσουμε τή σημερινή ἡμέρα, Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, νά περάσει, χωρίς νά δοῦμε τήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε τό πρωί στή Θεία Λειτουργία. Ἀκόμη καί μέ τά μικρά παιδιά πού εἴχαμε προηγουμένως τίς συνάξεις, καί μέ τά ἀγόρια καί μέ τά κορίτσια, αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
Λέμε «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας» καί δέν γνωρίζουμε τό βαθύτερο νόημα τῆς ἡμέρας. Λέμε «Β’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν», πού γιορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καί δέν γνωρίζουμε τό βαθύτερο νόημα. Ὅπως ἐπίσης λέμε «Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως» καί δέν γνωρίζουμε τό βαθύτερο νόημα.
Ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἡ προσκύνησή του
Νά ἀναφέρω λίγα ἱστορικά στοιχεῖα. Εἶχα πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι στίς 6 Μαρτίου τοῦ 326 βρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός. Τόν βρῆκε ἡ ἁγία Ἑλένη. Καί κανονικά θά ἔπρεπε νά γιορτάσουν ἀμέσως τήν εὕρεση αὐτή. Ἐπειδή ὅμως ἑτοιμαζόταν ὁ ναός τῆς Ἀναστάσεως, καί θά γινόταν τά ἐγκαίνια τό φθινόπωρο, μετέθεσαν γιά τότε καί τή γιορτή γιά τόν Τίμιο Σταυρό. Ἔτσι στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 326 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, καί στίς 14 ἔγινε ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἀλλά καί πάλι ὅμως· βρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός στίς 6 Μαρτίου, μέσα στή Σαρακοστή. Ἡ Ἐκκλησία νά τό παρατρέξει ἐντελῶς αὐτό τό γεγονός; Δέν μποροῦσε. Καί βρῆκε ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἦταν καλό νά ἀφιερώσει τήν τρίτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα ἡ πρώτη Κυριακή τῆς Τεσσαρακοστῆς ἀφιερώθηκε στόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Μετά τόν 14ο αἰώνα ἡ δεύτερη Κυριακή ἀφιερώθηκε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί θεωρεῖται δεύτερη Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ τρίτη Κυριακή, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, σάν μιά συνέχεια χαρακτηρίζεται ὡς τρίτη Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησίά καθιέρωσε πλέον τή γιορτή καί προθέτει τόν Τίμιο Σταυρό, γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ πιστοί. Διότι ἀπό κεῖ ἀρχίζουν ὅλα, ἐκεῖ ἔγιναν ὅλα· στόν Σταυρό. Ἐκεῖ πέθανε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ πέθανε ὁ θάνατος. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Σταυρός. Ἀκολούθησε ἡ Ἀνάσταση. Ἄν ἦταν ἁπλῶς μόνο ὁ Σταυρός… Ὅμως γιά νά πάει ὁ Κύριος στήν Ἀνάσταση, πέρασε ἀπό τόν Σταυρό, πέρασε ἀπό τόν θάνατο, πέρασε μέσα ἀπό τήν φρίκη τῆς ἁμαρτίας, μέσα ἀπό τή συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ὁ θάνατος. Ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί κατήργησε καί τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία.
Γι᾿ αὐτό, ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό _ἀλλά πιστεύω ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀναγνωρίζω τόν Χριστό καί κάνω καμιά προσευχούλα, ἀλλά πιστεύω μέ τήν ἔννοια ὅτι ἑνώνομαι μέ τόν Χριστό, δίνω τή ζωή μου, τήν ψυχή μου, τήν ὕπαρξή μου στόν Χριστό, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀνήκω στόν Χριστό, ὅτι μέ πῆρε ὁ Χριστός, μέ τήν ἔννοια ὅτι τοῦ ἔδωσα τό θάρρος, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, συμπεριφέρθηκα ἔτσι, συμπεριφέρομαι ἔτσι, κινοῦμαι ἔτσι πρός τόν Χριστό, πού ὁ Χριστός δέν δυσκολεύεται καθόλου ἀπό μένα καί μέ παραλαμβάνει καί μέ κάνει δικό του_ ὅποιος λοιπόν μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια πιστεύει στόν Χριστό, αὐτός γίνεται Χριστός καί τακτοποιεῖται ἡ ἁμαρτία, αὐτό τό μεγάλο θέμα. Δέν τακτοποιεῖται ἀλλιῶς ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τίποτε δέν μπορεῖ νά ξεκολλήσει ἡ ἁμαρτία ἀπό πάνω του.
Δέν βλέπετε; Κάνει κανείς καί κάποιο ἀγώνα καί κάποια προσπάθεια, καί ὅμως πάλι ἡ ἁμαρτία μένει. Γιατί; Διότι προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του νά τακτοποιηθεῖ. Ὅταν ὅμως κάνεις τόν ἀγώνα, κάνεις τήν προσπάθεια, κόβεις τό θέλημά σου, κάνεις ὅ,τι μπορεῖς ἐναντίον τῶν παθῶν σου καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μέσα στόν Χριστό, μέ πίστη στόν Χριστό, ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, ἀγαπώντας τόν Χριστό, τότε σώζεσαι.
Ὁ λόγος πού πάντοτε μέ τόν Σταυρό ὑπάρχουν καί τά λουλούδια
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί ἄλλα γιά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅμως γιά νά μήν ἀργοῦμε, δυό λόγια ἀκόμη θά πῶ. Βλέπετε, προσκυνοῦμε τόν Σταυρό, ἀλλά πάντοτε μέ τόν Σταυρό ὑπάρχουν καί τά λουλούδια. Κυρίως ὁ βασιλικός ἀλλά καί ἄλλα λουλούδια. Ὁ βασιλικός, διότι κατά τήν παράδοση ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Σταυρός, εἶχε φυτρώσει βασιλικός καί πλέον ὁ βασιλικός συνοδεύει τόν Σταυρό. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἕνας λόγος πού τά λουλούδια ὑπάρχουν πάντοτε μαζί μέ τόν Σταυρό. Ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἦν δέ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος»2. Ἦταν κῆπος ἐκεῖ πού σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ὄχι τυχαῖα. Δηλαδή· πόνεσε ὁ Χριστός, λυπήθηκε, ἐθλίβη ἡ ψυχή του, ὅπως λένε τά εὐαγγέλια «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί ἔτρεχε «ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος»3, ἔχυσε τό αἷμα του, σταυρώθηκε κλπ. Ἀλλά μέσα ἀπό κεῖ, μέσα ἀπό ὅλο τόν πόνο αὐτό, μέσα ἀπό ὅλη αὐτή τή θλίψη, μέσα ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἀγωνία, βγῆκε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, βγῆκε ἡ χαρά, ὅπως λένε καί τά τροπάρια καί οἱ προσευχές τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Διότι τελικά ὅλα γίνονται, γιά νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐν εὐφροσύνῃ, ἐν χαρᾷ μεγάλῃ καί ἐν ἀγαλλιάσει. Γι᾿ αὐτό γίνονται ὅλα.
Ἐκεῖ λοιπόν ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς ἦταν καί ὁ κῆπος, τά λουλούδια, ἡ χαρά. Καί γι᾿ αὐτό, ἄς ποῦμε, ὅπου εἶναι ὁ Σταυρός, εἴτε τῆς Ὑψώσεως εἴτε τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀλλά καί τή Μεγάλη Παρασκευή, εἶναι καί ὁ βασιλικός, γιά τόν λόγο πού εἴπαμε καί εἶναι γενικά καί τά λουλούδια. Δέν εἶναι δηλαδή σκέτος, ἄχαρος ὁ Σταυρός, ἀλλά ἔχει κάτι τό γλυκό, κάτι τό πολύ χαρούμενο.
Ὅσο περισσότερο σταυρώνεται κανείς, ὅσο περισσότερο πονάει, θλίβεται γιά τήν ἁμαρτία, τόσο βγαίνει στή χαρά, τόσο λυτρώνεται, τόσο ἐλευθερώνεται καί ἀγαλλιᾶ. Αὐτά πᾶνε μαζί. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος _θά τό δοῦμε στήν εὐαγγελική περικοπή_ δέν θέλει νά θλιβεῖ, δέν θέλει νά πονέσει, δέν θέλει νά σταυρωθεῖ, τόσο εἶναι δυστυχισμένος.
Αὐτά ὅλα λοιπόν εἶναι μέσα στήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Νά τά ξέρουμε ὡς πιστοί καί νά τά ζοῦμε. Δέν κάνουμε τυχαῖα τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, δέν γιορτάζουμε τυχαῖα τόν Σταυρό, δέν προσκυνοῦμε τυχαῖα τόν Σταυρό. Ὅπως ἔλεγαν τά τροπάρια καί χθές τό βράδυ καί σήμερα τό πρωί καί θά λένε ὅλη αὐτή τήν ἑβδομάδα, καθώς εἴμαστε στό μέσο τῆς Τεσσαρακοστῆς, σάν νά κουραστήκαμε. Ἔλεγα καί στά μικρά παιδιά· Στίς ἡμέρες μας καταλαβαίνει κανείς ὅτι κουράστηκε ἕνεκα Σαρακοστῆς; Αὐτό εἶναι τό θέμα. Ὑποτίθεται δηλαδή ὅτι μέσα στή Σαρακοστή, τρεῖς ἑβδομάδες τώρα, καθώς μέ πολύ πόνο καί μέ πολλή προσπάθεια ἀγωνίζεται κανείς νά κόψει τά θελήματά του, νά νηστεύσει καί ἀπό τίς τροφές καί ἀπό τά ἁμαρτήματά του, νά προσευχηθεῖ, νά ἀγρυπνήσει, νά μετανοήσει, νά συνθλίψει τήν καρδιά του, κουράζεται. Δέν γίνεται διαφορετικά. Καί τήν ἡμέρα αὐτή προσκυνοῦμε τόν Σταυρό, ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, μαζί μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ κι ἐμεῖς, καί ἔτσι παίρνουμε δύναμη καί προχωροῦμε, γιά νά τελειώσουμε τή Σαρακοστή πού εἶναι ἄλλες τρεῖς ἑβδομάδες καί ἐπιπλέον εἶναι καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Αὐτά λίγο-πολύ καί ἄλλη φορά τά εἴπαμε, ἀλλά πάντοτε πρέπει νά τά λέμε.
«Ὅστις θέλει…»
Τό πρωί ἡ εὐαγγελική περικοπή4 ἔλεγε· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχή αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾿ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Εἶχε κι ἄλλα ἡ εὐαγγελική περικοπή.
Ἄς τή δοῦμε ὅμως λίγο. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ἀκόμη μία φορά νά ἐπιμείνω λίγο σ᾿ αὐτό τό «ὅστις θέλει», ἐπειδή εἶναι πάρα πολλοί ἐκεῖνοι πού λένε καί ξαναλένε· «Ἀφοῦ τό Εὐαγγέλιο λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿, ἀφοῦ ὁ Χριστός λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿, τί μέ πιέζεις;» Δηλαδή κάποιος εἶναι χριστιανός, θέλει νά εἶναι χριστιανός, ἀλλά ὅμως τό ἐπικαλεῖται αὐτό τό χωρίο, καί ὅταν οἱ γονεῖς, π.χ., ὑποδείξουν στά παιδιά ἤ ἡ Ἐκκλησία γενικότερα ὑποδείξει στούς πιστούς ὅτι πρέπει νά κάνουμε αὐτό, πρέπει νά κάνουμε ἐκεῖνο, πρέπει νά γίνει τό ἄλλο, ἀπαντᾶ· «Ὁ Χριστός λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿». Δέν εἶναι ἔτσι!
Αὐτό τό «ὅστις θέλει» σημαίνει· «Ὅποιος πῆρε τήν ἀπόφαση νά μέ ἀκολουθήσει, ἔ, αὐτός θά κάνει τά παρακάτω». Μήν πιάνεσαι καί μένεις σ᾿ αὐτό καί λές κάθε τόσο «ὅστις θέλει» καί «νά, ὁ Χριστός δέν μᾶς πιέζει». Ἀσφαλῶς δέν μᾶς πιέζει. Ὅμως χρειάζεται νά ξεκαθαρίσεις τή θέση σου. Θεολόγος εἶσαι; Ἄλλος γραμματιζούμενος εἶσαι; Κάποιος νέος ἤ ἡλικιωμένος εἶσαι; Ποιός εἶσαι; Δέν θέλεις νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ; Νά μήν εἶσαι, ἀφοῦ δέν θέλεις. Δέν σέ πιέζει κανείς ὡς πρός αὐτό. Ἀλλά νά πεῖς· «Δέν εἶμαι μαζί σου, Χριστέ, δέν σέ δέχομαι, δέν σέ πιστεύω». Ἅπαξ ὅμως καί εἶσαι, ὁμολογεῖς δηλαδή ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογεῖς ὅτι πιστεύεις στόν Χριστό, ὁμολογεῖς ὅτι ἀκολουθεῖς τόν Χριστό _«ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν»_ ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζουν τά ἄλλα.
«…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ…»
Αὐτός λοιπόν πού θά μέ ἀκολουθήσει, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Αὐτός λοιπόν ἄν θέλει πράγματι νά εἶναι δικός μου, νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, νά σηκώσει τόν σταυρό καί νά μέ ἀκολουθεῖ. Καί ἐδῶ εἶναι πού πρέπει κάθε χριστιανός νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί νά σκεφθεῖ σοβαρά. Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα μας νά ξεγελοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ὄχι μόνο ἐμεῖς πού εἴμαστε ἐδῶ τώρα, ἀλλά σχεδόν ὅλοι, ὅσους συναντήσουμε ἔξω στούς δρόμους τώρα πού θά βγοῦμε, ἐάν τούς ποῦμε· «Ξέρεις; Δέν εἶσαι χριστιανός», θά διαμαρτυρηθοῦν· «Πῶς δέν εἶμαι χριστιανός; Εἶμαι».
Ἐλάχιστοι, πολύ ἐλάχιστοι, θά εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιθανόν νά ποῦν· «Ναί, δέν εἶμαι, δέν θέλω νά εἶμαι». Οἱ περισσότεροι, καί οἱ πλέον ἀδιάφοροι, θά ποῦν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Καί ἄν μάλιστα τό ἀμφισβητήσεις, μπορεῖ νά παρεξηγηθοῦν. Ἄν τό ἀμφισβητήσεις, μπορεῖ νά θυμώσουν, νά τά βάλουν μαζί σου, νά σοῦ κάνουν ἐπίθεση.
Πολύ περισσότερο, ἄς ποῦμε, ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι πηγαίνουμε σέ συνάξεις, πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, πηγαίνουμε στίς λειτουργίες, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, πού καί πού, ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε, δέν θά θέλαμε ν᾿ ἀμφισβητήσουν ὅτι εἴμαστε χριστιανοί. Λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, λέμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό. Ἔ, ἄν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό _ὁ καθένας νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί νά σκεφθεῖ σοβαρά_ ἐάν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μή μένεις σ᾿ αὐτό ὅτι «νά, ἀκολουθῶ τόν Χριστό». Θά προσέξεις τί λέει ἐδῶ· «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ὀφείλουμε δηλαδή συνεχῶς ν᾿ ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί συνεχῶς νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας. Ὅταν λέει «τόν σταυρόν αὐτοῦ», δέν ἐννοεῖ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά σηκώνει ὁ καθένας τόν δικό του σταυρό, καί ἔτσι ν᾿ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
Πρέπει νά χαθεῖ ὁ ἑαυτός μας, γιά νά ζήσουμε πραγματικά
Καί ἐπειδή ἴσως δέν μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τί σημαίνει ν᾿ ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του καί νά σηκώσει τόν σταυρό του, λέει στή συνέχεια ὁ Χριστός· «Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾿ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν».
Ὅποιος θά θελήσει, θά προσπαθήσει, νά σώσει τόν ἑαυτό του _ἡ λέξη ψυχή πιό κάτω σημαίνει ψυχή, ὅπως τήν ξέρουμε κυρίως, ἀλλά ἐδῶ ψυχή σημαίνει τή ζωή_ ὅποιος λοιπόν θά θελήσει νά τόν προφυλάξει τόν ἑαυτό του, δηλαδή νά μήν τόν δυσκολέψει καί ἡ μέριμνά του, ἡ φροντίδα του, εἶναι νά μήν πάθει τίποτε ὁ ἑαυτός του, ἀλλά νά σώσει τήν ψυχή του, δηλαδή τή ζωή του, αὐτός «ἀπολέσει αὐτήν», αὐτός θά τή χάσει. Τί κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Γιατί ἀνησυχοῦμε ὅτι δέν ἔχει τρόφιμα; Γιατί ἀνησυχοῦμε ὅτι θά χαλάσει τό ἐργοστάσιο, ὅτι θά πάρει φωτιά; Γιατί ἀνησυχοῦμε ὅτι ἡ ραδιενέργεια ἔτσι κι ἀλλιῶς; Γιατί ἀνησυχοῦμε μήπως γίνει πόλεμος, μήπως γίνει σεισμός; Τελικά, γιά νά μή χαθοῦμε, γιά νά μήν πάθουμε τίποτα.
«Ὅς δ᾿ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν». Ποιός λοιπόν τελικά θά σώσει πραγματικά τή ζωή του, τόν ἑαυτό του; Αὐτός ὁ ὁποῖος θά ἀπολέσει, θά χάσει τόν ἑαυτό του. Ἐπαναλαμβάνω, γιά νά μή μείνει κάτι σκοτεινό ἤ κάποια ἀμφιβολία ἤ κάτι πού δέν θά τό καταλάβει κανείς καλά ὡς πρός τό τί σημαίνει ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τί σημαίνει νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, ὁ Χριστός λέει πιό συγκεκριμένα · «Ἄκουσε, ἄνθρωπέ μου, ἄκουσε. Ἐάν ἡ ὅλη προσπάθειά σου σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι μήν τυχόν χάσεις τόν ἑαυτό σου, ἔ, θά τόν χάσεις. Ἐάν ὅμως ἡ ὅλη λαχτάρα σου σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι νά χάσεις τόν ἑαυτό σου γιά μένα καί γιά τό Εὐαγγέλιό μου, ἔ, τότε εἶναι πού θά τόν βρεῖς τόν ἑαυτό σου, τότε εἶναι πού θά τόν σώσεις τόν ἑαυτό σου».
Ἐάν, ἀδελφοί μου, ἀληθεύουν αὐτά _τά λέει ὁ Χριστός_ καταλαβαίνετε πόσο λαθεμένα σκεπτόμαστε σήμερα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί; Πολύ πολύ λαθεμένα. Δόξα τῷ Θεῷ, πιστεύουμε στόν Θεό γενικῶς. Δόξα τῷ Θεῷ, τρέχουμε στίς ἐκκλησίες. Δόξα τῷ Θεῷ, καί βιβλία διαβάζουμε κλπ. Τελικά ὅμως τό πιάνουμε τό νόημα; Τόν πιάνουμε αὐτόν τόν βαθύ λόγο πού λέει ὁ Χριστός; Τόν πιάνουμε ἤ μᾶς ξεφεύγει; Διότι καί ἐμεῖς κάνουμε ἐντελῶς τό ἀντίθετο· Πιστεύουμε στόν Χριστό, προσπαθοῦμε νά μάθουμε τά τοῦ Χριστοῦ καί τρέχουμε ὅπου εἶναι ὁ Χριστός _ἐπαναλαμβάνω_ στά βιβλία, στά περιοδικά, στίς αἴθουσες, στίς ἐκκλησίες, στά μυστήρια κλπ., ἀλλά τελικά ὅλα αὐτά γίνονται, γιά νά μήν πάθει τίποτε ὁ ἑαυτός μας. Ἐνῶ πρέπει νά χαθεῖ ὁ ἑαυτός μας, νά πεθάνει ὁ ἑαυτός μας, γιά νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά ζήσουμε πραγματικά.
Τό φρόνημα τῶν νέων καί οἱ συνέπειες
Σήμερα, αὐτό φαίνεται ἀκόμη πιό πολύ. Τί κάνουν σήμερα εἰδικότερα οἱ νέοι ἀλλά λίγο-πολύ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Ἔλεγα πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες σέ κάποιο πρόσωπο ὅτι δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ νέοι τῆς ἄλφα παρατάξεως, οἱ ὁποῖοι τά πῆραν τά πράγματα ὅπως τούς τά λένε καί ἔχουν μιά ἀσυδοσία, μιά ἐλευθερία μέ τήν κακή ἔννοια καί μιά ἀναρχική διάθεση. Ἔτσι εἶναι ὅλοι οἱ νέοι σ᾿ ὅλες τίς παρατάξεις. Δηλαδή οἱ πάντες τώρα, εἰδικότερα οἱ νέοι, κάπως ἔτσι σκέπτονται· «Τί θέλει ὁ ἑαυτός μας; Αὐτό νά γίνει. Αὐτό πού μ᾿ ἀρέσει, αὐτό πού μ᾿ εὐχαριστεῖ, αὐτό θέλω. Δέν ρωτῶ κανέναν, δέν ἀκούω κανέναν, ἀλλά θά κάνω ὅ,τι θέλω ἐγώ». Ἔτσι σκέπτεται καί ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ σημερινός ἄνθρωπος καί εἰδικότερα ὁ νέος.
Τό ἀποτέλεσμα ποιό εἶναι; Ἤδη φαίνεται τό ἀποτέλεσμα, ἀλλά μέ τόν καιρό θά φανεῖ ἀκόμη πιό πολύ· θά χαθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Θά χαθοῦν ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια πού λέμε ὅτι «θά πεθάνουμε καί θά χαθεῖ ἡ ψυχή τους» _θά χαθοῦν, τελείωσε· ἀφοῦ τό λέει ὁ Χριστός_ ἀλλά θά χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπό δῶ. Σιγά σιγά ἔχει προχωρήσει πολύ αὐτό τό κακό, καθώς ὁ σημερινός ἄνθρωπος εἶναι τελείως ἀσύδοτος, μέ τήν ἔννοια ὅτι θέλει νά κάνει ὅ,τι τόν εὐχαριστεῖ καί δέν συγκρατεῖ καθόλου τόν ἑαυτό του, δέν βάζει κανένα χαλινάρι στόν ἑαυτό του καί δέν λέει· «Ὄχι αὐτό! Ναί μέν τό θέλω, τό ποθῶ, μ᾿ ἀρέσει, ἀλλά δέν πρέπει νά τό κάνω Ὄχι!» Ὅ,τι τοῦ ἀρέσει κάνει.
Τελικά, ὅπως λέγαμε καί προχθές σέ κάποια ὁμιλία, σήμερα διαλύεται ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο, ὡς ὕπαρξη. Διαλύεται ὅμως καί ὁμαδικότερα· δηλαδή διαλύονται οἱ δομές τῆς κοινωνίας. Δέν θά μπορεῖ πλέον νά σταθεῖ οὔτε ἡ κοινωνία ὡς κοινωνία οὔτε ὁ κάθε ἄνθρωπος θά μπορεῖ νά ἔχει ἐπίγνωση, συναίσθηση τῆς ὑπάρξεώς του, συναίσθηση τῆς ταυτότητός του, καί νά μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του. Δέν θά ξέρει τί τοῦ γίνεται, δέν θά ξέρει ποῦ πάει, δέν θά ξέρει τί ζητάει, καί φυσικά εἶναι ἐντελῶς ἐντελῶς ἀδύνατο νά ἔχει κάποια πραγματική ἀνακούφιση μέσα του, κάποια πραγματική λύτρωση καί χαρά μέσα του. Ὁπωσδήποτε, θά εἶναι ἕνα δυστυχισμένο ὄν.
Χριστέ μου, γιά σένα νά χάσω τά πάντα
Αὐτή εἶναι ἡ ἀκραία περίπτωση. Ὑποτίθεται ὅτι ἐμεῖς δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι πού νά φθάσουμε σέ τέτοια κατάσταση, ὅμως σέ τελευταία ἀνάλυση χωλαίνουμε σ᾿ αὐτό τό «ἀπαρνησάσθω». Ἀκόμη καί τήν ὥρα πού κάνεις προσευχή, πού πέφτεις στά γόνατα καί παρακαλεῖς τόν Θεό μέ δάκρυα καμιά φορά κλπ., μπορεῖ σέ τελευταία ἀνάλυση ὅλο αὐτό νά τό κάνεις, μήν τυχόν πάθει τίποτε ὁ ἑαυτός σου. Ἐνῶ τό σωστό εἶναι νά μπορεῖς νά πεῖς· «Χριστέ μου, γιά σένα καί αὐτή τήν ὥρα ἄν χρειάζεται νά πεθάνω, ἄς πεθάνω. Γιά τό Εὐαγγέλιό σου αὐτή τήν ὥρα νά πεθάνω, αὐτή τήν ὥρα νά χάσω τά δικαιώματά μου, αὐτή τήν ὥρα νά χάσω τήν ὑγεία μου, νά χάσω τά πάντα». Αὐτό εἶναι πού πρέπει νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτό εἶναι πού πρέπει νά λέει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό εἶναι πού πρέπει νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Καί _ὤ τοῦ θαύματος!_ τήν ὥρα πού θά λέει ἔτσι, τήν ὥρα πού θά ποθεῖ ἔτσι, τήν ὥρα πού θά παραδίδεται εἰς θάνατον, «εἰς σφαγήν»5, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐκείνη τήν ὥρα θά ἔρχεται ζωή μέσα του, ἐκείνη τήν ὥρα θά βρίσκει ὄντως τόν ἑαυτό του, θά βρίσκει ὄντως τήν ψυχή του, θά βρίσκει ὄντως τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, ἐκείνη τήν ὥρα, ὄχι γνωστικά ἀλλά ἐμπειρικά, θά καταλαβαίνει τί σημαίνει ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ἐλεύθερος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, τί σημαίνει νά βρεῖς τόν Χριστό, νά ἔχεις μέσα σου τόν Χριστό, νά εἶσαι μαζί μέ τόν Χριστό. Διότι δέν μένει μόνος του ὁ ἄνθρωπος, καί ἁπλῶς βρίσκει κανείς τόν καλό ἄνθρωπο μέσα του, ἀλλά βρίσκει τόν Χριστό. Καί βρίσκοντας τόν Χριστό _διότι ἔχουμε μέσα μας τόν Χριστό διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, πού λάβαμε στό Βάπτισμα καί στό Χρίσμα, ἀλλά καί διά τῆς Θείας Κοινωνίας, καθώς τόσες φορές κοινωνήσαμε· ὅμως εἶναι σάν μήν τόν ἔχουμε_ βρίσκοντας λοιπόν κανείς μέσα του τόν Χριστό, βρίσκει μέσα του τήν Ἁγία Τριάδα καί γίνεται ἀληθινός ἄνθρωπος.
«Νά ᾿ναι εὐλογημένο»
Μπορεῖ νά τό ἔχετε ἀκούσει σέ συζητήσεις, ἀλλά καί ἐδῶ μέσα ἔχουμε πεῖ, καί ἴσως ἔχετε διαβάσει σέ σχετικά βιβλία ὅτι ὑπάρχει μιά φράση πού λένε συνήθως οἱ μοναχοί· «Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Σοῦ συμβαίνουν τά χειρότερα πράγματα, τά δυσκολότερα, τά πιό πιεστικά, τά πιό ἄδικα, τά πράγματα πού σέ πονοῦν πολύ καί κυριολεκτικά ἀποθνήσκεις, θά ἔλεγε κανείς, κάτω ἀπό τό βάρος ὅλων αὐτῶν. Ἐκείνη τήν ὥρα νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Δηλαδή σάν νά λές «νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη σου».
Αὐτό τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» εἶναι δυό λεξοῦλες, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά τίς πεῖ κανείς, ἡ ὅλη στάση τῆς ψυχῆς ἐκείνη τήν ὥρα πού λέει αὐτά τά λόγια εἶναι τέτοια, πού ὅλο αὐτό τό βάρος, ὅλη αὐτή ἡ πίεση, ὅλος αὐτός ὁ ἐφιάλτης, ὅλος αὐτός ὁ θάνατος, πού εἶναι ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἐξαφανίζονται, καί φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ζωή, φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ καθαρότητα, ἡ χαρά, ἡ εὐτυχία, καί βρίσκει κανείς μέσα του τόν Θεό.
«Ὅς ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν». Ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά ὅτι συνήθως λέμε· «Σηκώνω τόν σταυρό μου» ἤ «Ἔχω βάσανα σ᾿ αὐτή τή ζωή καί σηκώνω τά βάσανά μου». Ἁπλῶς αὐτό δέν εἶναι ἡ ἄρση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ὅτι μέσα στά ὁποιαδήποτε βάσανα _διότι μέσα στά βάσανα ὁ καθένας μας θά θυσιάσουμε τόν ἑαυτό μας, θά πεθάνουμε καί θά βροῦμε τόν Χριστό καί θά ζήσουμε_ μέσα λοιπόν στά βάσανα αὐτά, μέσα σ᾿ αὐτές τίς δυστυχίες, πρέπει νά πεθάνει αὐτή ἡ ἀντίδραση πού ὑπάρχει μέσα μας, αὐτή ἡ ἀντίσταση πού ὑπάρχει μέσα μας, πού δέν θέλουμε νά ὑποταχθοῦμε στόν Θεό, πού δέν θέλουμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Θεό, σάν νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας θεός.
Ἔχουμε πεῖ τόσες φορές· παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἀλλά τόν παρακαλοῦμε ἔτσι πού σάν νά εἶναι αὐτός δοῦλος κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ὁ θεός καί τόν παρακαλοῦμε νά ἔλθει νά μᾶς βοηθήσει. Ὄχι. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός κι ἐμεῖς εἴμαστε τά παιδιά του, εἴμαστε τά πλάσματά του, καί ὑπάρχει μέσα μας ἁμαρτία, ὑπάρχει μέσα μας θάνατος, καί γιά νά πεθάνουν αὐτά, πρέπει νά πεθάνουμε, ὅπως ὁ Χριστός, γιά νά θανατώσει τόν θάνατο, πέθανε. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Δέν σταυρώθηκε τυχαῖα ὁ Χριστός, δέν πέθανε τυχαῖα ὁ Χριστός. Σταυρώθηκε καί πέθανε, γιά μᾶς. Ἐκεῖνος δέν εἶχε κανέναν λόγο νά πεθάνει. Πεθαίνει γιά μᾶς. Ἀλλά γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, γιά νά πεθάνει ὁ θάνατος, γιά νά καταστραφεῖ ὁ Ἅδης, γιά νά κατατροπωθεῖ ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά πεθάνει ὁ Χριστός. Ὁ θάνατος καταργεῖται, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ὁ Χριστός περνάει μέσα ἀπό τόν θάνατο. Ἔτσι εἶναι. Τήν ὥρα πού πεθαίνεις μέ τόν Χριστό, θανατώνεται μέσα σου ὁ θάνατος.
Καθώς λοιπόν στή ζωή μας ἔρχονται ὅλα αὐτά τά διάφορα, κι ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτά εἶναι ἡ καταστροφή μας, ἐάν μαζί μέ τόν Χριστό κι ἐμεῖς πεθάνουμε, θά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, θά πεθάνει ὁ θάνατος καί θά ἀναστηθοῦμε μέ τόν Χριστό καί θά ζήσουμε.
Ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου
Πιό συγκεκριμένα· ἀρρωσταίνει κανείς. Βέβαια, θά πάει καί στόν γιατρό, θά πάρει καί τά φάρμακά του, θά πάει καί στό νοσοκομεῖο καί ὅπου χρειάζεται. Αὐτή ὅμως εἶναι ἡ πρακτική, ἡ ἐξωτερική πλευρά τοῦ προβλήματος. Ἡ βαθύτερη, ἡ πνευματική πλευρά, εἶναι νά σκεφθεῖ κανείς καί νά πεῖ· «Γιατί ἀρρωσταίνει ὁ ἄνθρωπος; Γιατί ἀρρώστησα ἐγώ; Διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἐάν δέν ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ἐάν δέν εἴχαμε πέσει, δέν θά ἀρρωσταίναμε». Διότι ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀρρωσταίνει. Ἀλλά ἐπίσης ὁ Θεός δέν χαίρει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο νά τυραννιέται· ὄχι. Γιατί τότε ἀφήνει νά ἀρρωσταίνει; Ἀκριβῶς, γιά νά περάσει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τόν πόνο τῆς ἀρρώστιας καί νά καταλάβει καλά καλά τί σημαίνει νά φύγεις ἀπό τόν Θεό, νά καταλάβει καλά καλά τί σημαίνει νά πέσεις, νά καταλάβει καλά καλά τί σημαίνει νά εἶσαι ἁμαρτωλός, νά ἔχεις τήν ἁμαρτία, νά εἶσαι παιδί τοῦ Ἀδάμ.
Καθώς λοιπόν εἶσαι ἄρρωστος καί πονᾶς καί ὑποφέρεις, τά συνειδητοποιεῖς ὅλα αὐτά καί λές· «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Μᾶς ἀξίζουν αὐτά καί χειρότερα. Ἀλλά ἐσύ πού εἶσαι ὁ Θεός καί πού πέρασες μέσα ἀπό τόν πόνο καί ἀπό ὅλα αὐτά καί τά κατήργησες, ἐσύ βοήθησε κι ἐμένα, ὥστε μαζί μ᾿ ἐσένα νά ζήσω αὐτόν τόν πόνο, μαζί μ᾿ ἐσένα νά περάσω αὐτή τή θλίψη, μαζί μ᾿ ἐσένα νά κακοπάθω, ἀκριβῶς γιά νά καταργηθοῦν».
Τήν ὥρα ἐκείνη καταργεῖται ἡ ἀρρώστια. Τήν ὥρα πού εἶμαι ἄρρωστος, καταργεῖται ἡ ἀρρώστια, ὅπως τήν ὥρα πού πέθαινε ὁ Χριστός, καταργήθηκε ὁ θάνατος. Τήν ὥρα πού ὁ Χριστός πάθαινε ὅ,τι πάθαινε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, καταργοῦνταν οἱ ἁμαρτίες, καταργοῦνταν ὁ διάβολος. Τήν ὥρα λοιπόν ἐκείνη πού εἶσαι ἄρρωστος ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο πάσχεις, ἐκείνη τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀρρώστια καταργεῖται καί γιά σένα. Ὅλη αὐτή ἡ θλίψη, ὅλη αὐτή ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, καταργεῖται τήν ὥρα ἀκριβῶς πού τήν περνᾶς. Ἀλλά πρέπει νά τήν περνᾶς ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅποιος ἀποφασίσει ν᾿ ἀκολουθήσει τόν Χριστό, δέν θ᾿ ἀργήσει νά καταλάβει τί πεῖσμα ἔχουμε μέσα μας, τί ἀντίδραση ἔχουμε μέσα μας, τί θέλημα ἔχουμε μέσα μας, πῶς κλωτσάει κάτι ἀπό μέσα μας καί δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ. Καί ἐμεῖς, θέλει δέν θέλει, ὑποτάσσουμε τόν ἑαυτό μας στόν Χριστό καί ἀπαρνούμαστε τήν τάση πού ἔχουμε γιά νά ξεφεύγουμε. Γιατί τήν ἀρρώστια δέν μπορεῖς νά τήν ξεφύγεις, ἀλλά εἶναι ἄλλα πράγματα πού τά ξεφεύγεις. Ἄς ποῦμε, πρέπει νά καθίσεις νά προσευχηθεῖς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή δυσκολεύεσαι, ξεφεύγεις. Ἤ ξεφεύγεις, γιά νά μή νηστεύσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καθώς σέ ἀδικεῖ ὁ ἄλλος, νά προσπαθήσεις νά μή θυμώσεις, νά προσπαθήσεις νά μήν ἀγανακτήσεις, νά μήν ἔχεις μέσα σου μίσος, νά μήν ἔχεις ἐκδικητικότητα. Ξεφεύγεις ὅμως καί δέν προσπαθεῖς. Καί ἄλλα τέτοια. Ἐνῶ στήν ἀρρώστια, ὅπως καί στίς ἄλλες συμφορές πού ἔρχονται, θέλεις δέν θέλεις, δέν μπορεῖς νά ξεφύγεις. Ἐκεῖνα πού τά ὑφίστασαι, θέλεις δέν θέλεις, ἐάν δέν πάρεις σωστή στάση, πᾶνε χαμένα. Ἀλλά ἐκεῖνα πού μπορεῖς νά μήν τά ξεφύγεις καί τά ξεφεύγεις, ἀκόμη περισσότερο πᾶνε χαμένα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι τό θέμα· νά μήν τά ξεφύγεις καί νά προσπαθήσεις, ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό σου, πού θέλει νά ξεφύγει. «Ὄχι. Δέν θά ξεφύγεις. Ἐδῶ· θά πονέσεις». Θά προσπαθήσεις νά μήν ἐκδικηθεῖς. Θά προσπαθήσεις νά μή μισήσεις, ἐπειδή σέ ἀδικεῖ ὁ ἄλλος. Θά προσπαθήσεις νά μή θυμώσεις, ἐπειδή σέ ἀδικεῖ ὁ ἄλλος. Θά προσπαθήσεις, ἐνῶ σοῦ ἔρχεται νά ὑπερηφανευθεῖς, νά μήν ὑπερηφανευθεῖς. Θά προσπαθήσεις νά μήν ἀντιμιλήσεις κλπ.
Αὐτό εἶναι σταυρός, αὐτό εἶναι ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, αὐτό εἶναι ἄρση τοῦ σταυροῦ, αὐτό εἶναι θάνατος. Καί ἐπειδή αὐτό ὅλο τό κάνεις γιά τόν Χριστό, θά ἔλθει ἡ ζωή μέσα σου. Ὁ ἑαυτός σου δέν θά χαθεῖ, καθώς τόν χάνεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τότε εἶναι πού θά ζήσει ὁ ἑαυτός σου, τότε εἶναι πού θά ζήσει ἡ ψυχή σου.
Ἐάν, ἀδελφοί μου, δέν τά καταλάβουμε ἔτσι τά πράγματα, ἐάν δέν τά πάρουμε ἔτσι καί δέν ἀρχίσουμε ἔτσι νά ζοῦμε, ἔτσι νά ἀγωνιζόμαστε, ὅλο χριστιανοί θά εἴμαστε καί ὅλο δέν θά εἴμαστε. Ὅλο θ᾿ ἀκοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς λύτρωσε, ὁ Χριστός μᾶς ἔσωσε, ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε χαρά, ὁ Χριστός μᾶς ἔφερε εὐτυχία, ὅλο θά τ᾿ ἀκοῦμε αὐτά καί δέν θά τά βλέπουμε. Γιατί; Διότι θά ὑπάρχει μέσα μας αὐτό πού τά ἐμποδίζει. Θά ὑπάρχει μέσα μας ὁ παλαιός ἄνθρωπος, θά ὑπάρχει μέσα μας τό θέλημα, θά ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἁμαρτία, τά ὁποῖα δέν θέλουμε νά ἀπαρνηθοῦμε, τά ὁποῖα δέν θέλουμε νά θανατώσουμε. Πρέπει λοιπόν νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, νά πεθάνει μέ τήν ἔννοια αὐτή, γιά νά μπορέσει νά ζήσει.
Πέρασε ἡ ὥρα. Θά μπορούσαμε πολλά ἀκόμη νά ποῦμε. Δέν πειράζει. Τή Μεγάλη ἑβδομάδα θά μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία καί θά ποῦμε, νομίζω, ἀρκετά.
22-3-1987