Κυριακή τῶν Μυροφόρων
(Μάρκ. 15, 43 – 16, 81)
Δέν ξέρω τί θά θέλατε νά ποῦμε σήμερα ἀπό ἑορταστικῆς ἀπόψεως. Πάντως σήμερα ἡ Κυριακή αὐτή εἶναι ἀφιερωμένη στίς Μυροφόρες γυναῖκες. Καί ὅλη τήν ἑβδομάδα αὐτή μέχρι καί τό Σάββατο τό πρωί, πού θά γίνει ἡ ἀπόδοση, θά ψάλλονται τροπάρια πού θά ἀναφέρονται στίς γυναῖκες αὐτές. Στό τελευταῖο τροπάριο πού ψάλαμε ἀπόψε*, νομίζω στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων, ἔλεγε ὅτι οἱ γυναῖκες πῆγαν μέ φόβο· «μετὰ φόβου», λέει, γυναῖκες ἦλθαν στόν τάφο γιά νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί «μὴ εὑροῦσαι τοῦτο διηπόρουν πρὸς ἀλλήλας». Δέν τό βρῆκαν τό σῶμα καί δημιουργήθηκε ἀπορία. Τρόπον τινά ἡ μιά ἐξέφραζε τήν ἀπορία στήν ἄλλη· «διηπόρουν πρὸς ἀλλήλας, ἀγνοοῦσαι τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ», λέει ὁ ὑμνογράφος.
«Ἀγνοοῦσαι τὴν ἀνάστασιν»
Οἱ γυναῖκες λοιπόν αὐτές βρέθηκαν σέ μιά δυσκολία, βρέθηκαν σέ μιά ἀπορία, ἄν θέλετε σέ ἕνα ἀδιέξοδο. Τί θά ᾿πρεπε νά κάνουν; Διότι δέν εἶναι ὅτι δέν μπόρεσαν νά πλησιάσουν τόν τάφο, γιά νά «μυρίσουν», νά ἀλείψουν δηλαδή μέ μύρο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· τόν τάφο τόν πλησίασαν ἀλλά ὁ τάφος εἶναι κενός. Τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι ἐκεῖ. Καί ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν περίπτωση τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς πού εἶδε τόν ἴδιο τόν Χριστό στόν κῆπο, μᾶς τό ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐκεῖ ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Κύριος καί ὅπου ἐτάφη, ἦταν κῆπος.
Ἐκεῖνον τόν καιρό λοιπόν ἦταν κῆπος καί κατά πᾶσαν πιθανότητα ἦταν κῆπος τοῦ Ἰωσήφ. Γι᾿ αὐτό καί ὁ τάφος ἦταν δικός του. Τόν εἶχε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ἔβαλαν ἐκεῖ τόν Χριστό. Καί εἶδε κάποιον στόν κῆπο ἡ Μαρία, νόμισε ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός καί τοῦ λέει «εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτὸν κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ». Δηλαδή δέν πῆγε ἀκόμη τό μυαλό τους ὅτι ὁ Κύριος ἀνεστήθη.
Δέν τόν βρῆκαν μέσα στόν τάφο. Τό ὅτι δέν τόν βρῆκαν τίς δημιουργεῖ πρόβλημα καί ἐκφράζει ἡ μία στήν ἄλλη τήν ἀπορία της, διότι ἀγνοοῦν, λέει, τήν ἀνάσταση, «ἀγνοοῦσαι τὴν ἀνάστασιν». Ἀλλά παρουσιάζεται ὁ ἄγγελος καί τίς λέει ὅτι «ἀνέστη ὁ Κύριος». Ἀπό κεῖ καί πέρα πῆγαν ὅλα διαφορετικά.
Αὐτές τώρα οἱ γυναῖκες ἦταν, θά ἔλεγε κανείς, ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς, οἱ καλύτερες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἦταν οἱ καλύτερες Ἑβραῖες. Ἦταν αὐτές πού εἶχαν γνωρίσει τόν Χριστό. Ἦταν αὐτές πού ᾿χαν ἀκούσει τόν Χριστό. Ἦταν αὐτές πού ᾿χαν ὑπηρετήσει τόν Χριστό. Τόν εἶδαν ἀπό πολύ κοντά. Τόν ἄκουσαν. Τόν γνώρισαν θά ἔλεγε κανείς καί τόν ὑπηρέτησαν. Διότι πάλι λένε τά Εὐαγγέλια «διηκόνουν αὐτῷ». Διακονοῦσαν μέ τά ὑπάρχοντά τους τόν Κύριο καί τούς μαθητάς οἱ γυναῖκες αὐτές. Καί ἀγαποῦσαν τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη πού τίς κάνει πρωί-πρωί καί σηκώνονται τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, γιά νά πᾶνε στόν τάφο νά ἀλείψουν μέ μύρα τόν Χριστό.
Ὅσα λοιπόν κι ἄν εἶχαν ἀκούσει, ὅσο κι ἄν γνώριζαν τόν Χριστό καί τόν πίστευαν, ὅσο κι ἄν ἀγαποῦσαν τόν Χριστό, ὅσο καλές κι ἄν ἦταν _ἦταν αὐτές πού περίμεναν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἦταν κι αὐτές μέσα στό λεῖμμα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, στό ὑπόλοιπο τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ πού περίμεναν τόν Μεσσία_ ναί, τόσο ξέρουν. Πέθανε ὁ Κύριος. Τόν εἶδαν ὅτι πέθανε. Τόν εἶδαν ὅτι ἐτάφη, γιατί βοήθησαν κι αὐτές στό νά ταφεῖ. Καί πηγαίνουν λοιπόν σ᾿ ἕνα νεκρό Χριστό, γιά νά προσφέρουν ἀνθρωπίνως ὅ,τι μποροῦν νά προσφέρουν.
Καί βρίσκονται τώρα σ᾿ αὐτή τήν δυσκολία. «Διηπόρουν πρὸς ἀλλήλας», καθώς δέν τόν βρῆκαν τόν Κύριο, δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου μέσα στόν τάφο, «ἀγνοοῦσαι τὴν ἀνάστασιν». Ὅλο τό πρόβλημα λοιπόν, ὅλη ἡ δυσκολία, ὅλο τό ἀδιέξοδο δημιουργήθηκε ἀπό τό ὅτι ἀγνοοῦσαν τήν ἀνάσταση.
Ποῦ ὀφείλεται ἡ ἄγνοια τῶν Μυροφόρων
Πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Πῶς εἶναι τά πράγματα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς εἶναι τά πράγματα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ. Τό ἐπαναλαμβάνω, οἱ γυναῖκες αὐτές δέν ἦταν τυχαῖες· ἦταν ἀπό τίς καλύτερες, ὅμως τόσο μποροῦσαν νά δοῦν ἀνθρωπίνως καί τόσο μποροῦσαν νά καταλάβουν ἀνθρωπίνως καί πνίγονται μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἄγνοιά τους. Ἤ ἄν θέλετε, βουλιάζουν μέσα σ᾿ αὐτήν τήν γνώση τήν ἀνθρώπινη ἁπλῶς πού ἔχουν καί χάνονται ἐκεῖ μέσα. Χάνονται μέ τήν ἔννοια δηλαδή μπαίνουν σέ πρόβλημα, μπαίνουν σέ ἀπορία καί φθάνουν σ᾿ ἕνα ἀδιέξοδο. Διότι ἀγνοοῦν τά πράγματα πῶς ἔχουν ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ δέν ὑπῆρχε λοιπόν κανένα πρόβλημα καί δέν ἔπρεπε νά ἀποροῦν καί οὔτε ἀδιέξοδο ὑπῆρχε, οὔτε καμία δυσκολία. Ὁ Κύριος εἶχε ἀναστηθεῖ. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἄρχιζαν ὅλα κατά ἕνα καινούργιο τρόπο. Ὅμως αὐτό τό ἀγνοοῦσαν οἱ γυναῖκες. «Ἀγνοοῦσαι, λέει, τὴν ἀνάστασιν».
Ἐμεῖς τώρα ἐδῶ, αὐτήν τήν ὥρα, ἀδελφοί μου, πού κάνατε τόν κόπο καί ἤρθατε ἀπό κάτω ὡς ἐδῶ, εἴμαστε μέσα σ᾿ αὐτήν τήν αἴθουσα. Προηγουμένως ἤμασταν στόν ναό καί ὅλοι λίγο πολύ μπήκαμε μέ κάποια πίστη μέσα στόν ναό, ὅλοι λίγο πολύ κάτι καλό πρέπει νά ᾿χουμε μέσα στήν ψυχή μας, κάποια καλή διάθεση πρέπει νά ἔχουμε, κάποιες γνώσεις πρέπει νά ἔχουμε. Μπήκαμε ἐκεῖ καί γιατί μπήκαμε; Μπήκαμε γιατί λίγο πολύ πιστεύουμε στόν Χριστό, λίγο πολύ ἔχουμε μιά ἀναφορά στόν Χριστό, πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία, προσπαθοῦμε, ἄν θέλετε νά πῶ καί ἔτσι, νά εἴμαστε κάπως χριστιανοί. Ἄν θέλετε, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι καί μπήκαμε στόν ναό. Ἀλλιῶς, ἄν δηλαδή καθόλου καθόλου δέν πιστεύαμε στόν Χριστό, οὔτε ναό θά εἴχαμε, οὔτε στόν ναό θά μπαίναμε, οὔτε τώρα θά ᾿μασταν ἐδῶ μαζεμένοι ὅλοι νά συζητοῦμε καί νά παρακολουθοῦμε.
Κάτι λοιπόν ὑπάρχει ἀπό μέρους μας, ἀλλά δυστυχῶς πρέπει νά τό τονίσουμε· ὅπως καί οἱ Μυροφόρες οἱ ὁποῖες πίστευαν στόν Θεό, εἶχαν ἀναφορά στόν Θεό, περίμεναν Μεσσία, πίστευσαν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν Μεσσίας λίγο πολύ. Τόν ἄκουσαν καί τόν εἶδαν. Ἦταν θρησκευτικότατες. Ναί, πάλι θά τό πῶ ἡ ἀφρόκρεμα τῶν Ἑβραίων, τῶν καλῶν Ἑβραίων, ἀλλ᾿ ὥς ἕνα σημεῖο μποροῦν καί φθάνουν· ἀπό κεῖ καί πέρα δέν μποροῦν νά δοῦν τίποτε, δέν μποροῦν νά ξέρουν τίποτε, δέν μποροῦν νά καταλάβουν τίποτε· ἀγνοώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, δέν μποροῦν νά δοῦν πέρα ἀπό τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ἔχουν φθάσει.
Ἡ θρησκευτικότητά μας σταματᾶ στό σημεῖο πού σταματᾶ καί ἡ ἀνθρώπινη δυνατότητα γιά γνώση
Ναί, ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε θεοφοβούμενοι ἄνθρωποι, ὅλοι χριστιανοί, ὅλοι θρησκευτικοί ἄνθρωποι, ὄχι ἀδιάφοροι. Δείχνουμε ἕνα ἐνδιαφέρον. Δυστυχῶς ὅμως καί ἡ θρησκευτικότητά μας καί ὅλο αὐτό τό ἐνδιαφέρον τό χριστιανικό, περιορίζεται, σταματᾶ στό σημεῖο ἐκεῖνο στό ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει ἡ ἀνθρώπινη γνώση κι ἡ ἀνθρώπινη δυνατότητα. Ἐκεῖ σταματοῦμε, δέν πηγαίνουμε πιό πέρα.
Καλά· δέν γνωρίζουμε ἐμεῖς τήν Ἀνάσταση; Δέν τήν γνωρίζουμε. Δέν τήν γνωρίζουμε τήν Ἀνάσταση. Καί οἱ γυναῖκες Μυροφόροι ὅπως καί οἱ μαθηταί τό εἶχαν ἀκούσει ἀπό τόν Χριστό. Ἐπανειλημμένως ὁ Χριστός εἶχε πεῖ ὅτι θά μέ συλλάβουν καί θά μέ κακοποιήσουν κλπ. οἱ ἄνθρωποι, «παραδοθήσομαι εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν»1, τούς ἔλεγε, καί θά θανατώσουν τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά τήν τρίτη ἡμέρα θ᾿ ἀναστηθεῖ.
Τό ἔλεγε πάντοτε αὐτό. Δηλαδή δέν σταματοῦσε ἁπλῶς στό ὅτι θά τόν συλλάβουν καί θά τόν βασανίσουν ἀλλά πάντοτε προχωροῦσε καί στό ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα θ᾿ ἀναστηθεῖ. Τό εἶπε αὐτό πολλές φορές ὁ Κύριος. Δηλαδή ἀρκετές φορές τό βρίσκουμε μέσα στό Εὐαγγέλιο γραμμένο καί ἄλλες φορές, πολλές ἀκόμη, πού δέν γράφτηκε, γιατί ὅσα εἶπε ὁ Κύριος δέν γράφτηκαν ὅλα μέσα στά Εὐαγγέλια καί ὁπωσδήποτε δέν τό ἄκουσαν αὐτό μόνο οἱ μαθηταί ἀλλά τό ἄκουσαν κι οἱ γυναῖκες.
Λοιπόν κάτι ἤξεραν γιά τήν Ἀνάσταση. Κάτι εἶχαν ἀκούσει γιά τήν Ἀνάσταση. Τό ἴδιο τό στόμα τοῦ Κυρίου καί μάλιστα ἐφόσον ὁ Κύριος παραδόθηκε καί ἤδη σταυρώθηκε καί ἐτάφη, τά μισά τουλάχιστον _γιά νά μήν ποῦμε τά περισσότερα_ ἀπ᾿ ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Κύριος γιά τόν ἑαυτό του ὅτι θά γίνουν, ἤδη ἔγιναν, καί αὐτό θά ᾿πρεπε νά τίς κάνει νά πιστεύουν ὅτι θά γίνουν καί τά ὑπόλοιπα, δηλαδή θά ἀναστηθεῖ.
Ἔχουν ἀκούσει λοιπόν γιά τήν Ἀνάσταση. Ὁπωσδήποτε ὅταν μιλοῦσε ὁ Κύριος δέν ἀμφέβαλλαν μέσα τους. Ἀφοῦ τά λέει ὁ Κύριος, ἔτσι θά εἶναι. Δέν ἐξεδήλωσαν ποτέ, κατά κάποιο τρόπο θά μπορούσαμε νά ποῦμε, τήν ἀμφιβολία, μολονότι οἱ δύο ἀδελφές κάτι εἶπαν στόν Κύριο, ὅταν πῆγε ἐκεῖ νά ἀναστήσει τόν Λάζαρο2· ἀλλά γενικότερα πίστευαν στόν λόγο τοῦ Κυρίου καί ἑπομένως καί σ᾿ ὅσα ἔλεγε γιά τήν Ἀνάστασή του. Τά ἤξεραν λοιπόν ἀλλά καί δέν τά ἤξεραν. «Ἀγνοοῦσαι τὴν ἀνάστασιν». Δέν ἐγνώριζαν τήν Ἀνάσταση καί γι᾿ αὐτό λοιπόν προβληματίζονται.
Μιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση, ὅμως ἀγνοοῦμε τήν Ἀνάσταση
Ἐμεῖς κι ἐμεῖς τώρα. Πόσα δέν ἔχουμε ἀκούσει γιά τήν Ἀνάσταση. Οἱ ἴδιοι ἐμεῖς μιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση. Οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ψάλλουμε τήν Ἀνάσταση. Ὅλα τά τροπάρια αὐτόν τόν καιρό, ἀπό τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μέχρι καί τήν ἀπόδοση, σαράντα ἡμέρες, ὅλα θά ἀναφέρονται στήν Ἀνάσταση καί θά λέμε κάθε μέρα τουλάχιστον μιά φορά «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» ἀλλά καί ὅλο τόν χρόνο κάθε Κυριακή στήν Ἀνάσταση ἀναφερόμεθα· τά τροπάρια ὅλα στήν Ἀνάσταση ἀναφέρονται, τήν Ἀνάσταση ὑμνοῦν.
Ἀκούσαμε λοιπόν καί ἀκοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση, ὁμιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση, ὅμως ἀγνοοῦμε τήν Ἀνάσταση. Μένουμε κι ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως στά ἀνθρώπινα μέτρα. Μένουμε στά ἀνθρώπινα ὅρια. Θρησκευτικοί μέν ἀλλά μέσ᾿ στά ἀνθρώπινα ὅρια. Ἔχουμε ἀναφορά στόν Θεό ἀλλά μέσα στά ἀνθρώπινα ὅρια δυστυχῶς. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, οἱ πιό πολλοί χριστιανοί γιά νά μήν ποῦμε ὅλοι, οἱ πιό πολλοί χριστιανοί τήν εὐλάβεια πού ἔχουν πρός τόν Θεό, τήν πίστη πού ἔχουν, τήν ὅλη σχέση πού ἔχουν πρός τόν Θεό, τήν ἔχουν μόνο καί μόνο γιά νά βολευτοῦν στή ζωή αὐτή. Πάλι δηλαδή μένουν στά ἀνθρώπινα περιθώρια καί στά ἀνθρώπινα ὅρια καί αὐτό εἶναι μεγάλο σφάλμα.
Καί γι᾿ αὐτό καί οἱ χριστιανοί, οἱ ῾῾καλοί᾿᾿ χριστιανοί, αὐτοί πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ ἀφρόκρεμα τῆς ἀνθρωπότητος, ὅπως ἦταν οἱ Μυροφόρες τότε, οἱ καλοί χριστιανοί λοιπόν πού ψάλλουν τήν Ἀνάσταση, πού ἀκοῦν καί διαβάζουν γιά τήν Ἀνάσταση, πού θά ἔλεγε κανείς ὅτι ποθοῦν τήν ἀνάσταση, τελικά μένουν μέσα στά ἀνθρώπινα ὅρια καί περιθώρια καί ἡ ζωή τους εἶναι ὅλο ἀπορία, ἡ ζωή τους εἶναι ὅλο ἀμφιβολία, ἡ ζωή τους εἶναι πρόβλημα, ἡ ζωή τους εἶναι δυσκολία, ἡ ζωή τους εἶναι λίγο πολύ ἕνα ἀδιέξοδο.
Σημασία ἔχει νά περνάει ὁ ἄνθρωπος τά ἀνθρώπινα ὅρια καί νά μπαίνει στά ὅρια τοῦ Θεοῦ
Δέν ἔχει σημασία, ἀδελφοί μου, τί ἐμεῖς εἴμαστε, τί ἐμεῖς καταλαβαίνουμε, τί ἐμεῖς δεχόμαστε, τί παραδεχόμαστε, τί γνωρίζουμε, τί ζοῦμε, σέ ποιά κατάσταση εἴμαστε. Δέν ἔχει αὐτό σημασία. Τά ἀνθρώπινα ἔτσι εἶναι. Σημασία ἔχει τί κάνει ὁ Θεός, τί ἔκανε ὁ Θεός, καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν τρόπο νά περνάει τά ὅρια τά ἀνθρώπινα καί νά μπαίνει στά ὅρια τοῦ Θεοῦ. Νά περνάει ὁ ἄνθρωπος τά σκοτάδια τά ἀνθρώπινα, τήν γνώση τήν ἀνθρώπινη πού ᾿ναι ἕνα σκοτάδι στήν περίπτωση αὐτή, νά τά περνάει καί νά μπαίνει στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν γνώση τοῦ Θεοῦ πού ᾿ναι φῶς, πού ᾿ναι λύτρωση, πού ᾿ναι χαρά, πού ᾿ναι εὐτυχία, πού ᾿ναι Παράδεισος.
Οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες, ζοῦν αὐτήν τήν κατάστασή τους, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά ὅμως ὁ Χριστός ἔκαμε αὐτό πού εἶχε νά κάνει. Δέν ἐπηρεάζεται ὁ Χριστός ἀπό τήν πεποίθηση τῶν γυναικῶν. Δέν ἀλλοιώνεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν μειώνεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐξαφανίζεται καί δέν καταργεῖται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή οἱ γυναῖκες ἀγνοοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν τήν ξέρουν καί ἑπομένως ἀνάλογα συμπεριφέρονται, ἀνάλογα ἐνεργοῦν.
Δέν δικαιολογεῖται ἡ ἄγνοια τῶν Μυροφόρων
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει. Καί ἐνόσω οἱ Μυροφόρες ἀγνοοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πιέζονται καί δυσκολεύονται καί βρίσκονται σέ ἀπορία. Ἐάν δέν ἀγνοοῦσαν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον ὁ Χριστός τό εἶχε πεῖ, μποροῦσαν νά τήν γνωρίζουν. Δέν εἶναι δικαιολογημένες οἱ γυναῖκες, καί οἱ μαθηταί πιό μπροστά, ἀλλά καί οἱ γυναῖκες, ἰδιαίτερα αὐτές, δέν εἶναι καθόλου δικαιολογημένες ὅτι δέν ἤξεραν. Ὄχι.
Ὁ Χριστός ἐπανειλημμένως εἶχε μιλήσει ὅπως εἴπαμε καί ἔπρεπε αὐτά νά τά κρατήσουν μέσ᾿ στήν καρδιά τους, νά τά ζεσταίνουν μέ τήν ἐλπίδα, μέ τήν πίστη ὅτι ὁ Κύριος τά εἶπε καί, ἀφοῦ τά εἶπε, ἔτσι εἶναι. Καί τώρα τήν κατάλληλη ὥρα, καθώς θά τά εἶχαν ζωντανά μέσα τους ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Κύριος, τήν κατάλληλη ὥρα λοιπόν ἔπρεπε νά τά ζοῦν σάν μιά πραγματικότητα, διότι ἦταν πραγματικότητα. Ἀλλά μόνον διά τῆς πίστεως θά ἦταν καί γι᾿ αὐτές πραγματικότητα.
Αὐτή καθεαυτή ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μιά πραγματικότητα ἀλλά γι᾿ αὐτές ἦταν μή πραγματικότητα καί μόνον διά τῆς πίστεως, ἄν ἐνθυμοῦνταν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί πίστευαν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἄσχετα ἄν δέν ἔβλεπαν τόν Χριστό, ἄσχετα ἄν δέν εἶδαν τήν Ἀνάσταση, μποροῦσαν νά πιστεύουν στήν Ἀνάσταση καί νά τήν γνωρίζουν ἔτσι τήν Ἀνάσταση. Καί ἑπομένως νά μήν στριμώχνονται, νά μή φυλακίζονται μέσα στή δική τους γνώση καί στά δικά τους ἀνθρώπινα ὅρια καί νά δυσκολεύονται, ἀλλά νά ᾿ναι πέρα ἀπ᾿ αὐτά τά ὅρια, πέρα ἀπ᾿ αὐτό τό σκοτάδι, πέρα ἀπ᾿ αὐτή τήν ἄχαρη κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης γνώσης, μέσα στήν ἁπλωσιά τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν ἁπλωσιά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ᾿ναι ὅπως εἴπαμε ἡ λύτρωση, πού ᾿ναι ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία.
Ὅλοι ἐμεῖς, ὅσο κι ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ὅσο κι ἄν διαβάζουμε εἴτε τήν Ἁγία Γραφή εἴτε ἄλλα βιβλία εἴτε ἀκοῦμε, ὅπως καλή ὥρα τώρα ἐδῶ, ἤ τρέχουμε στούς ναούς κλπ., ὅσο κι ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἀλλά μένουμε τελικά σ᾿ αὐτό πού μποροῦμε νά καταλάβουμε, σ᾿ αὐτό πού μποροῦμε νά γνωρίζουμε, πού μποροῦμε νά δεχθοῦμε, μένουμε ἐκεῖ στά ἀνθρώπινα περιθώρια, δέν εἴμαστε τίποτε. Τό μόνο πού εἴμαστε στό φράγμα· λίγο ἀκόμη καί περάσαμε στήν ἄλλη κατάσταση· ἀλλά ἄν δέν περάσουμε καί μείνουμε ἀπό δῶ, δέν εἴμαστε τίποτε.
Ἡ συγκατάβαση τοῦ Κυρίου
Εἴπαμε δέν δικαιολογοῦνται οἱ γυναῖκες ἀλλά φαίνεται πώς, ἐπειδή αὐτές ἦταν οἱ πρῶτες _ἐνῶ γιά μᾶς σήμερα ἔχουν περάσει δυό χιλιάδες χρόνια καί ὅλα αὐτά εἶναι μιά πραγματικότητα_ γι᾿ αὐτές ἦταν στήν ἀρχή, ἦταν οἱ πρῶτες καί εἶχαν καί μιά δικαιολογία. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Κύριος συγκαταβαίνει. Ἐμφανίζεται πρῶτα ὁ ἄγγελος καί ἔπειτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί βεβαιώνονται πλέον γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί πανηγυρίζουν καί οἱ ἴδιες καί μεταφέρουν τό μήνυμα αὐτό καί στούς μαθητάς, κι ὅλοι μαζί πανηγυρίζουν.
Δέν τίς ἄφησε ὁ Χριστός στήν ἄγνοια, «ἀγνοούσας τὴν Ἀνάστασιν». Δέν τίς ἄφησε στό σκοτάδι αὐτό, δέν τίς ἄφησε ἁπλῶς μέσα στά ἀνθρώπινα περιθώρια καί μέσ᾿ στήν ἀνθρώπινη γνώση ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διεπέρασε αὐτό τό φράγμα, διεπέρασε αὐτά τά ὅρια, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰσῆλθε ἄς ποῦμε στήν ἄλλη πλευρά, στήν ἀνθρώπινη, καί ἐνεφανίσθη ἐνώπιόν τους, ὁπότε διεπίστωσαν, βεβαιώθηκαν ὅτι ἀνεστήθη καί ἐπίστευσαν στήν Ἀνάστασή του, δέχθηκαν τήν Ἀνάσταση, δέχθηκαν τόν ἀναστημένο Κύριο, καί ἔζησαν στό ἑξῆς ὡς μή ἀγνοοῦσαι τήν Ἀνάσταση. Ἔζησαν ὡς γνωρίζουσαι πλέον τήν Ἀνάσταση.
Ὅσο λοιπόν κι ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ἐάν μείνουμε ἐκεῖ πού εἴμαστε, ἁπλῶς στά ἀνθρώπινα μέτρα, καί εἶναι ἡ ὅλη ζωή μας ἔτσι σάν νά ἀγνοοῦμε τήν Ἀνάσταση, εἶναι ἀμφίβολη καί ἄχαρη ἡ χριστιανική μας ζωή. Βέβαια ἅμα μᾶς πεῖ κάποιος ῾῾Χριστός Ἀνέστη᾿᾿ θ᾿ ἀπαντήσουμε ῾῾Ἀληθῶς Ἀνέστη᾿᾿, ἄν συζητοῦμε μέ κάποιον θά τοῦ ποῦμε, ναί ὁ Χριστός ἀνεστήθη ἀλλά κι αὐτά μέσα σέ ἀνθρώπινα περιθώρια. Δέν μπορεῖ νά περάσει ὁ ἄνθρωπος μέ τίποτε ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια στά ὅρια τοῦ Θεοῦ, παρά ἄν κάνει τό ἅλμα τῆς πίστεως καί βρεθεῖ στόν χῶρο τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐκεῖ βλέπει ζωντανά πλέον τήν Ἀνάσταση, ὄντως ἐκεῖ γνωρίζει τήν Ἀνάσταση, ὄντως πιά εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως καί ζεῖ ὡς ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀναστάσεως, ὡς ὁ γνωρίζων τήν Ἀνάσταση. Δέν μπορεῖ νά περάσει μ᾿ ἄλλο τρόπο παρά μέ τήν πίστη. Πιστεύει κανείς.
Διερωτηθήκαμε;
Πρέπει νά διερωτηθοῦμε· πόσο πιστεύουμε; Πόσο πιστεύουμε στό Εὐαγγέλιο; Πόσο πιστεύουμε στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας; Πόσο πιστεύουμε στούς βίους τῶν ἁγίων; Πόσο πιστεύουμε στήν ὅλη ἁγία ζωή πού ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἔπειτα μέχρι σήμερα; Πόσο πιστεύουμε;
Ἄλλο εἶναι ν᾿ ἀκοῦμε, ἄλλο εἶναι νά διαβάζουμε, ἄλλο εἶναι νά γνωρίζουμε μερικά πράγματα ἀλλά μέ τό ἀνθρώπινο μυαλό καί, ἐπαναλαμβάνω, μέσα στά ἀνθρώπινα ὅρια καί περιθώρια· ἄλλο αὐτό καί ἄλλο διά τῆς πίστεως νά περάσουμε στήν ἄλλη περιοχή. Ἄλλο τό ᾿να κι ἄλλο τ᾿ ἄλλο. Πιστεύοντας _δέν ξέρω_ περνοῦμε στήν ἄλλη περιοχή ἤ ἡ ἄλλη περιοχή περνάει σ᾿ ἐμᾶς, πού μᾶλλον αὐτό εἶναι τό σωστότερο.
Ἡ ῾῾ποιότητα᾿᾿ ζωῆς κερδίζεται διά τῆς πίστεως
Ὅταν πιστεύουμε, ἀνοίγει ἡ ψυχή μας, ἀνοίγει ἡ ὕπαρξή μας, καί ἄπλετο πέφτει μέσα μας, χύνεται μέσα μας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἀναστημένος ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται στόν ἄνθρωπο αὐτόν ὁ ὁποῖος πιστεύει· καί ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ πλέον ὅτι δέν εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος κινεῖται μέσα στά ἀνθρώπινα μέτρα καί μέσα στήν ἀνθρώπινη γνώση ἔστω τήν θρησκευτική, ἀλλ᾿ εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖται πλέον ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, εἶναι αὐτός μέσα στόν ὁποῖο ζεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ Ἁγία Τριάδα.
Καί ἔτσι κανείς εἶναι ὄντως χριστιανός καί ἡ ζωή ἔχει ἄλλο νόημα μετά. Ἡ ἴδια ἡ ζωή, ποιοτικά, εἶναι ἄλλη ζωή. Πόσος λόγος γίνεται σήμερα π.χ. ν᾿ ἀλλάξει ποιοτικά ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων, νά ἀνεβάσουμε ποιοτικά τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι καί νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι πάλι ἀνθρώπινη ζωή θά ᾿ναι. Δέν μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Τήν ἄλλη ποιότητα ζωῆς τήν δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἄλλη ποιότητα ζωῆς τήν δίνει ὁ Χριστός, ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁ ὁποῖος κατήργησε τόν θάνατο, κατήργησε τόν διάβολο, κατήργησε τά σκότη, λύτρωσε ὄντως τόν ἄνθρωπο, τόν πέρασε σέ ἄλλη περιοχή. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, πού τρώει κλπ. _εἶναι καί αὐτό_ δέν εἶναι μόνο αὐτό ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ καί στήν περιοχή τοῦ Θεοῦ, στήν περιοχή τῆς Ἀναστάσεως, πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια καί περιθώρια, πέρα ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἁπλῶς δυνατότητες. Περνάει σ᾿ ἐκείνη τήν κατάσταση ὁ ἀληθινός χριστιανός, πού πιστεύει ἀληθινά στόν Θεό.
Ὅλοι ἐμεῖς τώρα θέλουμε, δέν θέλουμε, ζοῦμε ὁ καθένας μιά κάποια ζωή πού ζοῦμε. Μέ τά βάσανά μας, μέ τίς στενοχώριες μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τά προβλήματά μας, τά ἀδιέξοδά μας, μέ τήν τυραννία τήν ἐσωτερική ἴσως, τήν ἀναστάτωση, τήν ταραχή, τόν φόβο, τήν ἀνασφάλεια, τό δέν ξέρω τί, ὅλα αὐτά. Διερωτηθήκαμε μήπως ζοῦμε ὅποια ζωή ζοῦμε, καί αἰσθανόμαστε ὅπως αἰσθανόμαστε, καί εἴμαστε ἔτσι δυστυχισμένοι καί ταλαίπωροι, ἀκριβῶς διότι ἀγνοοῦμε τήν Ἀνάσταση; Ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἀνεστήθη καί ὅλα αὐτά τά κατήργησε, ὅλα αὐτά τά πέταξε πέρα καί ὄντως ἀνέστησε τόν ἄνθρωπο καί ὄντως ἔκανε τόν ἄνθρωπο νέον ἄνθρωπο, καινούργιο ἄνθρωπο;
Διερωτηθήκαμε μήπως ἀγνοοῦμε τήν Ἀνάσταση; Καί μήν προσπαθήσει κανείς νά γνωρίσει τήν Ἀνάσταση, νά γνωρίσει τόν ἀναστάντα Κύριο, ἁπλῶς μέ τό νά μελετήσει, ἁπλῶς μέ τό νά ἀκούσει, ἁπλῶς μέ τό νά πιέσει τό μυαλό του κλπ. Δέν γίνεται. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι νά πιστεύσει κανείς. Νά πιστεύσει ὅτι ὄντως ὁ Κύριος ἀνέστη κι ὁ Κύριος ἀφοῦ ἀνέστη, αὐτήν τήν στιγμή _δικά του λόγια εἶναι «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»3_ αὐτή τήν στιγμή ὁ Κύριος εἶναι παρών, ὁ Κύριος εἶναι ἐδῶ. Ὁ ἀναστημένος Κύριος, ὁ δοξασμένος Κύριος, ὁ μεταμορφωμένος Κύριος, ὁ Κύριος πού ἔπαθε τό πᾶν γιά μᾶς, γιά νά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς, γιά νά μεταμορφωθοῦμε κι ἐμεῖς, νά λαμπρυνθοῦμε, νά γίνουμε φῶς κι ἐμεῖς, γιά νά γίνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι εἶναι Αὐτός, Αὐτός ὁ Κύριος εἶναι ἐν μέσῳ ἡμῶν. Ὄχι ἀνάμεσά μας ἁπλῶς ἀλλά καί μέσα στίς ψυχές μας, μέσ᾿ στίς καρδιές μας.
Πόσοι, ἄς ποῦμε, τό ζοῦμε αὐτό; Δέν μπορεῖ κανείς νά τό ζήσει ἁπλῶς μέ μιά προσπάθεια. Χρειάζεται νά τό πιστεύσει ὅτι ἔτσι εἶναι. Μόλις τό πιστεύσει ἀνοίγει ἡ καρδιά του. Μόλις τό πιστεύσει ἀνοίγει ἡ ὕπαρξή του καί εἰσέρχεται ὁ Κύριος μέσα του καί ἀρχίζει κανείς νά τό αἰσθάνεται ὅτι ἔτσι εἶναι. Δέν εἶναι μόνο πίστη ὕστερα, ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλές φορές καί τό ξέρουμε. Δέν εἶναι ἁπλῶς πίστη, ἀλλά εἶναι μιά αἴσθηση, μιά γνώση πλέον ἐσωτερική, μιά πνευματική κατάσταση καί λέει κανείς·
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι»
Θεασάμενοι Ἀνάστασιν Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν, ἀδελφοί μου, αὐτό εἶναι τό πανηγύρι. Εἴμεθα οἱ πιό ταλαίπωροι ἄνθρωποι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ὅταν ἐνῶ ἔχουμε τήν δυνατότητα, ἐνῶ μποροῦμε, ἐνῶ ἔχει ἀνοίξει ὁ δρόμος, ἐμεῖς δέν περνοῦμε στήν ἄλλη ἐκείνη τήν ἀληθινή κατάσταση καί μένουμε στά ἀνθρώπινα ὅρια καί στήν ἀνθρώπινη περιοχή. Ναί «εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν»4. «Εἰ ἐν τῆ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῶ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν»5, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί εἴμεθα οἱ ἐλεεινότεροι πάντων τῶν ἀνθρώπων. Πιό ταλαίπωροι, πιό δυστυχισμένοι, ὅταν ἄς ποῦμε εἴμαστε χριστιανοί γιά νά βολέψουμε τήν ζωή μας ἁπλῶς. Δέν ὑπάρχει πιό ταλαίπωρο πλάσμα ἀπό ἕναν τέτοιο χριστιανό. Καί γι᾿ αὐτό, κατά κανόνα, ναί κατά κανόνα, οἱ πολλοί χριστιανοί εἶναι ἔτσι ταλαίπωροι ἄνθρωποι. Καί οἱ ἄλλοι τούς βλέπουν μ᾿ ἕναν οἶκτο ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί ταλαίπωροι ὅπως εἶναι, ζηλεύουν τούς κοσμικούς ἀνθρώπους, πού ἀπολαμβάνουν τοῦτο, ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνο. Τούς ζηλεύουν καί κρυφά-κρυφά θά ᾿θελαν κι οἱ ἴδιοι νά τά ἀπολαύσουν.
Πῶς μποροῦμε νά ποῦμε τώρα ὅτι βρῆκαν αὐτοί τόν Χριστό; Ὅτι βρῆκαν τήν χαρά τοῦ Κυρίου καί εἶδαν ῾῾Ἀνάστασιν Χριστοῦ᾿᾿, ὅταν κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ζοῦν, ὅταν εἶναι ἔτσι ταλαίπωροι; Γιατί; Γιατί μπορεῖ νά πιστεύουν στόν Χριστό, μπορεῖ νά ἀναφέρονται στόν Χριστό, μπορεῖ νά ᾿χουν μιά κάποια σχέση μέ τόν Χριστό τόσο, ὅσο γιά νά βολέψουν τήν ζωή αὐτή. «Εἰ ἐν τῆ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐσμέν»6. Τό τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἄν θυμᾶμαι καλά, στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή.
6-5-1984