Πρωτοχρονιά
Α’
Νά προσπαθήσουμε τώρα νά ποῦμε ὅ,τι μᾶς φωτίσει ὁ Θεός τήν ἅγια αὐτή νύκτα, πού πρωτίστως ἑορτάζουμε τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου πού ἔγινε τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τή Γέννησή του. Ἑορτάζουμε ἐπίσης τήν ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἱεράρχες καί ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπίσης, θέλουμε δέν θέλουμε, ἐπειδή τά ἐκκλησιαστικά ὡς πρός τό ἀνθρώπινο καί ὡς πρός τήν πραγματικότητα ἐδῶ στή γῆ, ἄς ποῦμε ἔτσι, ἀκολουθοῦν τά πολιτικά, μπαίνουμε στόν καινούργιο χρόνο. Ἡ ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους εἶναι τήν πρώτη Σεπτεμβρίου· δέν εἶναι αὔριο. Καί τότε γιορτάζουμε ἀναλόγως καί λέμε τά δέοντα. Ἀλλά ὅμως, ὅπως καί νά ᾿χει τό πράγμα, ἀπόψε τελειώνει ὁ παλιός ὁ χρόνος καί ἀρχίζει ἀπό τά μεσάνυκτα καί ἕνα δευτερόλεπτο ὁ καινούργιος χρόνος, τό 1998.
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε φιλοσοφίες, θά μπορούσαμε νά ποῦμε θεωρίες, πού ἄλλη φορά τό κάναμε. Μιλήσαμε δηλαδή περί χρόνου, περί αἰωνιότητος. Καμιά φορά λέγοντας κανείς αὐτά, σάν νά ξεφεύγει ἀπό τήν πραγματικότητα. Καί μήπως ἀπόψε, αὐτή τήν ὥρα, εἶναι καλό νά μιλήσουμε ὅσο γίνεται πιό πρακτικά.
Νά ἀναθέσουμε τόν ἑαυτό μας καί τά τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν Θεό
Τό πρῶτο πού ἐγώ αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά πῶ, τό ὁποῖο εἶναι καί πρακτικό, εἶναι ἐπίσης καί θεολογικό, ἅμα θέλετε, καί θεωρητικό, εἶναι νά ἀναθέτουμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή, ἀλλά ἰδιαίτερα ὅμως ἀπόψε, αὐτή τήν ὥρα νά ἀναθέσουμε τόν ἑαυτό μας καί τά τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν Θεό. Γιά, σκεφθεῖτε πόσο ἀλλιώτικα θά εἶναι τά πράγματα, ἐάν αὐτή τήν ὥρα δέν φαντασθοῦμε, ἀλλά διά τῆς πίστεως μποῦμε στήν πραγματικότητα ὅτι εἶναι παρών ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔκανε καί τή γῆ καί τή θάλασσα καί τόν οὐρανό μέ τά ἀμέτρητα οὐράνια σώματα καί τά πάντα καί ὁ ὁποῖος ὅλα τά ἔχει στά χέρια του, ὅλα τά κυβερνάει, καί ἐμᾶς. Ὁ Θεός μᾶς κυβερνάει.
Καθόλου καθόλου ὁ Θεός, ὅπως τόν γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, δέν εἶναι ἀποσυρμένος κάπου στό χάος τοῦ σύμπαντος καί πιθανόν νά καταδέχεται νά ρίχνει καμιά ματιά καί σ᾿ ἐμᾶς. Ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι ἔτσι. Καί φυσικά ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός· δέν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοί. Ὁ Θεός μας εἶναι, π.χ., παρών αὐτή τήν ὥρα, ὅσο εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ὅπως εἶναι μία πραγματικότητα, καί οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μποροῦμε νά τήν ἀμφισβητήσουμε οὔτε ἄλλοι ὅτι εἴμαστε ἐδῶ αὐτή τήν ὥρα, ὅτι εἴμαστε παρόντες, ἔτσι παρών εἶναι καί ὁ Θεός. Ψηλαφητός. Καί ἄν τό σκεφθοῦμε αὐτό, ὅσο πιό ζωηρά καί ζωντανά μποροῦμε αὐτή τήν ὥρα διά τῆς πίστεως, πόσο ἀμέσως ἀμέσως ἀλλιώτικα θά νιώσουμε γιά ὅλα! Διότι ὅλα ἀνήκουν στόν Θεό καί ἐμεῖς ἀνήκουμε στόν Θεό. Καί ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει νά εἶναι μαζί μας. «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ὅπως ἀκούσαμε στό ἀνάγνωσμα τῶν Χριστουγέννων «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Καί εἶναι μεθ᾿ ἡμῶν γιά ὅλα.
Δέν εἴμαστε, ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά, ἕρμαια. Γνωρίζει ὁ Θεός ὅτι πέρα ἀπό τή θάλασσα εἶναι οἱ Τοῦρκοι καί γνωρίζει ὁ Θεός τί εἶναι αὐτοί καί τί σκέπτονται γιά μᾶς καί τί θέλουν νά κάνουν σ᾿ ἐμᾶς. Γνωρίζει τούς ἄλλους, γνωρίζει τούς ἄλλους. Τούς πάντες. Ὄντως _παρακαλῶ νά τό προσέξουμε_ δέν μπορεῖ νά γίνει τίποτε, ἄν δέν τό ἀφήσει ὁ Θεός νά γίνει. Τίποτε. Καί ἕνα πουλάκι δέν πέφτει, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ οὐράνιος Πατήρ. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἑπομένως, ὅλο τό θέμα εἶναι ν᾿ ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀφεθοῦμε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός, καθώς σέβεται τήν ἐλευθερία μας, δέν ἐπεμβαίνει κατά τρόπο πού νά παραβιάζει τήν ἐλευθερία μας. Πᾶς νά πέσεις ἀπό ἕνα βράχο _θέλεις νά πέσεις_ καί σ᾿ ἀφήνει νά πέσεις. Ἄν ὅμως, ὅ,τι κι ἄν σοῦ συμβαίνει, πεῖς ἐκείνη τήν ὥρα «Θεέ μου, παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα» καί τό πεῖς εἰλικρινά, τό πεῖς τίμια _ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, λίγο ἄν στέκεσαι στά λογικά σου, ξέρεις νά τό πεῖς καί μπορεῖς νά τό πεῖς_ ἀμέσως ἀφήνεσαι στόν Θεό, ἀλλά συγχρόνως καί τόν ζητᾶς, γιά νά ἐπέμβει. Νά ἔρθει μαζί σου νά σέ κρατήσει, νά σέ ἐνθαρρύνει, νά σέ παρηγορήσει καί νά μή γίνει αὐτό τό ὁποῖο σκεπτόσουν νά κάνεις.
Νά γνωρίζουμε καλά ὅτι, ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβεῖ, τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Τό ἐπιτρέπει καί μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐμεῖς τό θέλουμε, καί μᾶς ἀφήνει νά τό κάνουμε, καί τό κακό ἀκόμη, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι, καθώς πολλά πράγματα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, ἀλλά ἐξαρτῶνται ἀπό ἄλλους, τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά καλό μας. Ἡ δυσκολία στήν ὅλη ὑπόθεση εἶναι ὅτι τώρα ἐμεῖς ὅλοι ἐδῶ ἔχουμε θέλημα.
Μήπως ζητοῦμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ κατά πῶς ἐμεῖς τό σκεπτόμαστε;
Ὅλοι ὅσοι ἤρθαμε στήν ἐκκλησία ἀσφαλῶς ἔχουμε πίστη καί ἤρθαμε. Πιστεύουμε στόν Θεό καί ἤρθαμε στήν ἐκκλησία. Πιστεύουμε ὅτι, νά, ὁ Θεός εὐλογεῖ, ὁ Θεός βοηθάει, ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς προσέξει, νά μᾶς προλάβει, νά μᾶς σκεπάσει, νά μᾶς περιφρουρεῖ καί νά μᾶς σώζει ἀπό τό κακό. Ἔχουμε αὐτή τήν πίστη. Γι᾿ αὐτό ἤρθαμε τώρα ἐδῶ. Καί ἐπειδή εἶναι, ἄς ποῦμε, ἡ τελευταία μέρα τοῦ ἔτους καί μπαίνουμε στήν καινούργια χρονιά, θέλουμε λίγο-πολύ ὅλοι μας τήν ὥρα πού μπαίνουμε στήν καινούργια χρονιά νά εἴμαστε κάτω ἀπό τή σκέπη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί εἶναι λίγο σχηματικά αὐτά, ὅπως τά εἴπαμε ἄλλη φορά. Δέν διαφέρει δηλαδή ἡ ἀποψινή βραδιά ἀπό τή χθεσινή ἤ ἀπό τίς ἑπόμενες βραδιές ἤ ἀπό τίς προηγούμενες. Ὅλες εἶναι τό ἴδιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί γιά μᾶς. Ἀλλά, νά, ἐμᾶς μᾶς βολεύει νά τό βλέπουμε καί κάπως ἔτσι.
Ἤρθαμε ἐδῶ. Ἔχουμε πίστη καί ἤρθαμε. Καί θέλουμε νά εὐλογηθοῦμε. Ὅμως, ἄν προσέξουμε καλύτερα, θά δοῦμε ὅτι βαθιά μέσα στήν ψυχή μας πιστεύουμε στόν Θεό, ζητοῦμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ζητοῦμε τήν εὐλογία του, ζητοῦμε νά μᾶς περιφρουρήσει μέ τή δύναμή του, ἀλλά κατά πῶς ἐμεῖς, ἄς ποῦμε, τό σκεπτόμαστε. Κατά πῶς ἐμεῖς τό ἐπιθυμοῦμε, κατά πῶς ἐμεῖς τό θέλουμε. Ἐνῶ εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό. Διότι ὁ Θεός δέν συμμορφώνει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τό δικό μας. Ὅταν τό κάνει αὐτό, ὅταν μᾶς ἀφήνει δηλαδή νά κάνουμε τό θέλημά μας, εἶναι σάν νά μᾶς λέει «ἔ, αὐτό θέλεις, αὐτό κάνε καί βγάλ᾿ τα πέρα μόνος σου».
Καί γενικότερα ὁ Θεός θέλει νά ὑπακοῦμε σ᾿ αὐτόν, νά κάνουμε τό θέλημά του, ἀλλιῶς μᾶς ἀφήνει στό θέλημά μας καί περίπου μᾶς λέει «βγάλ᾿ τα μόνος σου πέρα», ἀλλά καί εἰδικότερα θέλει νά ὑπακοῦμε σ᾿ αὐτόν, ὅταν πνευματικά τά παίρνεις τά πράγματα καί θέλεις νά γίνεις καλός χριστιανός, θέλεις νά γίνεις καλός ἄνθρωπος, θέλεις νά καθαρίσει ἡ ψυχή σου, ν᾿ ἁγιάζεται ἡ ψυχή σου, νά εἶσαι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, στόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί τελικά νά καταλήξεις στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἔτσι ὅπως ἐσύ τό σκέπτεσαι. Δέν μπορεῖ νά γίνει, ὅσο κι ἄν τό ἐπιθυμεῖς, ὅσο κι ἄν τό θέλεις, ἅμα δέν ἀφεθεῖς στόν Θεό νά σέ ὁδηγήσει, ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια νά σέ ὁδηγήσει ἀπό τόν δρόμο πού αὐτός ξέρει ποιός εἶναι καί ἐσύ δέν τόν ξέρεις, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια νά σέ περάσει ὁ Θεός ἀπό ὅπου χρειάζεται, ὅπως λέγαμε ἄλλη φορά.
Χρειάζεται νά περάσεις ἀπό κάποια πράγματα, ἀλλιῶς δέν μαθαίνεις τό μάθημα, ἀλλιῶς δέν γίνεσαι ὄντως ὑπάκουος σ᾿ αὐτόν, ἀλλιῶς δέν ἐλευθερώνεσαι ἀπό τόν παλιό ἄνθρωπο καί θά χαθεῖς ἐκεῖ μέσα. Ὅλοι ἐμεῖς, ὅποια διάθεση κι ἄν ἔχει ὁ καθένας μας, ὅποια ἐπιθυμία κι ἄν ἔχει ὁ καθένας μας, ὅποιον πόθο κι ἄν ἔχει, ὅπως κι ἄν τά μελετᾶ τά μελλοντικά πράγματα γιά τή χρονιά αὐτή πού μᾶς ἔρχεται, αὐτή τήν ὥρα μποροῦμε νά ποῦμε· «Μόνο ἐσύ ξέρεις, Θεέ μου, πῶς πρέπει νά εἶναι τά πράγματα γιά μένα, πῶς θά εἶναι καλά γιά τήν ψυχή μου τά πράγματα. Μόνο ἐσύ ξέρεις, Θεέ μου, ἀπό ποιό δρόμο πρέπει νά μέ ὁδηγήσεις. Μόνο ἐσύ ξέρεις τί πρέπει νά πάθω, τί πρέπει νά μοῦ συμβεῖ, γιά νά φθάσω ἐκεῖ πού πρέπει νά φθάσω. Ἐγώ τί ξέρω, Θεέ μου; Γι᾿ αὐτό παραδίδομαι σέ σένα. Αὐτό μπορῶ νά τό πῶ, Θεέ μου, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό μένα».
Θέλω, Θεέ μου, ὅ,τι θέλεις
Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει βούληση· δέν τόν ἔκανε ἄβουλο. Ἀλλά ἔχει βούληση, ἀκριβῶς γιά νά πεῖ στόν Θεό· «Θέλω, Θεέ μου, ὅ,τι θέλεις». Αὐτό εἶναι βούληση. «Θέλω, Θεέ μου, ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Θέλω, Θεέ μου, νά μέ ὁδηγήσεις ἐκεῖ πού θέλεις. Θέλω νά μέ περάσεις ἀπό ἐκεῖ πού ἐσύ θέλεις. Θέλω νά εἶναι ἡ ζωή μου, ὅπως ἐσύ θέλεις». Νά τό πῶ μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου καί νά ἀφεθῶ ἔτσι στά χέρια τοῦ Θεοῦ, νά ἀφεθῶ ἔτσι στήν πρόνοιά του, στήν ἀγάπη του καί νά μήν ἔχω πρόβλημα. Νά μήν τό πῶ δηλαδή μέ δισταγμό, νά μήν τό πῶ μέ φόβο, σάν νά τόν ὑποψιάζομαι τόν Θεό, σάν νά τόν ὑποπτεύομαι, σάν νά καταλογίζω στόν Θεό ὅτι, νά, δέν τά ξέρει καλά καί θά κάνει κανένα λάθος, σάν νά καταλογίζω στόν Θεό ὅτι θά ἐνεργήσει πονηρά, μόλις μέ βάλει στό χέρι του καί ἀλίμονό μου. Αὐτά εἶναι δικές μας πονηριές καί ὀλιγοπιστίες. Δέν ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι Θεός ἀγαθός, ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος, Θεός ὅλος ἀγάπη, πού μόνο τό καλό μας θέλει, μόνο τή σωτηρία μας θέλει, μόνο τόν ἁγιασμό μας, τή θέωσή μας θέλει. Θέλει νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς, ὅπως εἶναι ἐκεῖνος.
Ὅσες προσευχές κι ἄν ποῦμε, ὅσο κι ἄν ἐκδηλώσουμε τόν πόθο μας ἀπόψε, ἄν τελικά φοβηθοῦμε νά ποῦμε, «Θεέ μου, ὅπως θέλεις ἐσύ νά γίνουν. Θεέ μου, ἐμπιστεύομαι σέ σένα», ὁπωσδήποτε θά ἔχουμε σύγκρουση. Ἡ ὅλη δική μας ἐπιθυμία θά ἔλθει σέ σύγκρουση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καί καθώς τά πράγματα θά ἔλθουν ὅπως ἔλθουν τίς ἑπόμενες ἡμέρες, θά ἔχουμε καί καινούργιες ἄσχημες καταστάσεις. «Ἐγώ τά ζήτησα ἀλλιῶς καί νά, πῶς μοῦ ἔρχονται. Πῆγα καί προσευχήθηκα, ἀλλά δέν μ᾿ ἄκουσε ὁ Θεός, δέν μ᾿ εὐλόγησε ὁ Θεός». Ἔτσι, σάν νά μαλώνουμε ὅλο τόν χρόνο μέ τόν Θεό.
Ἀλλιῶς ὅμως εἶναι, ὅταν εἶσαι διατεθειμένος καί ἀποφασισμένος νά λές «ὅ,τι σύ ἐπιτρέψεις Θεέ μου». Καί ἡλικία ἔχουμε ὅλοι, γιά νά τό ποῦμε καί γνώσεις ἔχουμε καί λίγο-πολύ, ὅταν ἔρχεσθε ἐδῶ, ξέρετε ὅτι μποροῦμε νά ποῦμε κανέναν λόγο παραπάνω. Καί πρέπει νά ποῦμε. Χρειάζεται νά ταρακουνηθοῦμε.
Χρειάζεται νά ταρακουνηθοῦμε
Ἐξ ὅσων ἐγώ καταλαβαίνω, μπορεῖ νά κάνω λάθος, τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά καταλαβαίνουμε ὁ καθένας, ὅπως τά νομίζουμε ὁ καθένας, οὔτε ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ὅπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας καί ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ τά βολεύει. Πόσοι καί πόσοι, ἄς ποῦμε, εἶναι βολεμένοι χριστιανικῷ τῷ τρόπῳ. Ζοῦν μιά ἤρεμη ζωή μέ τήν ἐκκλησία τους, μέ τίς μελέτες τους, μέ τίς προσευχές τους, μέ τή συμμετοχή, ἄν θέλετε, στά μυστήρια κλπ. Βολεμένοι. Ἀλλά, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔχουν μία βαθύτερη ἐντιμότητα, δέν δυσκολεύονται νά ποῦν «ναί μέν ἔτσι εἶναι· ὅλα πηγαίνουν καλά, ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ὅμως ὅτι βαθιά μέσα στήν ψυχή μου ἦρθε ὁ Θεός καί μέ ὁδηγεῖ ὁ Θεός, ὅτι ἐγώ ὑπακούω στόν Θεό, κάνω τό θέλημά του καί ὅτι νιώθω μέρα μέ τή μέρα ὁ Θεός νά μ᾿ ἁγιάζει». Δέν μπορεῖ νά τό πεῖ. Ἁπλῶς εἶναι βολεμένος. Καί εἶναι αὐτό ἡ ἀρρώστια τῆς σημερινῆς χριστιανικῆς κοινωνίας. Καί ὅπως ἔχουμε πεῖ, ὅταν πάρεις λάθος τά πράγματα καί βολευτεῖς καί δέν ἀνησυχεῖς καί δέν ἀφήνεις κάποιες χαραμάδες, κάποια ἀνοίγματα κάπως νά μπεῖ βαθύτερα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοὺ Θεοῦ νά σέ φωτίσει, γιά νά ταρακουνηθεῖς λιγάκι, μπαγιατιάζεις ἐκεῖ. Μπαγιατιάζεις καί δέν ἀλλάζεις εὔκολα.
Ἑπομένως, ἐάν μέ ἐντιμότητα, μέ φιλότιμο καί μέ ὅση καλή διάθεση μποροῦμε νά ἔχουμε, ποῦμε στόν Θεό «ἀφήνομαι στά χέρια σου, Κύριε, παραδίδομαι στά χέρια σου, ἀνάλαβέ με ἐσύ, ὁδήγησέ με ἐσύ καί ὅπως εὐλογήσεις ἐσύ», εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς ἔρθουν ἀσυνήθιστα πράγματα. Εἴτε ἀτομικά στόν ἄλφα, στόν βήτα, στόν γάμα, στόν καθένα δηλαδή, ἀλλά κατά ἀτομικό τρόπο εἴτε κατά οἰκογενειακό τρόπο εἴτε κατά ὁμαδικό τρόπο. Δέν εἶναι αὐτό ὑποχρεωτικό, ὅμως ὁ Θεός ἀφήνει νά μᾶς ἔρθουν, ἐπειδή σπανιότατα σπανιότατα ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἄνεσή της, μόνο μέ τή θέλησή της καί μέ τόν πόθο της παραδίδεται στόν Θεό καί δέχεται νά τήν ὁδηγήσει ὁ Θεός, ὅπως ἔκαναν σ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες οἱ ἅγιοι.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ θέλει νά ξεφεύγει. Ἀλλά ὅμως ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀπό μέσα του, ἄς ποῦμε, φιλότιμα φιλότιμα λέει· «Θεέ μου, βλέπω ὅτι δέν εἶναι καλά ἔτσι, γι᾿ αὐτό ἀνάλαβέ με ἐσύ, βοήθησέ με καί ὁδήγησέ με». Ὁπότε ὁ Θεός τότε θά ἐπιτρέψει… Αὐτά πού θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός, αὐτά πού συνήθως ἐπιτρέπει ὁ Θεός εἶναι ἀσυνήθιστα καί πρωτοφανῆ καί ταρακουνοῦν ἔτσι, πού θέλει δέν θέλει κανείς ταρακουνιέται. Ἀλλά νά θυμηθεῖ κανείς ὅτι «ἐγώ, τό βράδυ ἐκεῖνο πού περνούσαμε ἀπό τόν ἕναν χρόνο στόν ἄλλο, εἶπα αὐτά τά λόγια στόν Κύριο καί τά εἶπα μέ ἐντιμότητα. Προσευχήθηκα, παρακάλεσα καί παραδόθηκα στόν Θεό. Τώρα μᾶλλον ὅλα αὐτά εἶναι μιά ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ». Καί οὔτε νά ταραχθεῖ κανείς οὔτε νά ἀναστατωθεῖ οὔτε νά χάσει τήν ψυχραιμία του. Πολλές φορές πολλοί κάνουν τό λάθος καί νομίζουν ὅτι κάτι κακό ἔγινε καί ἀρχίζουν νά λένε· «Μά, τί καλά πού ἤμουν καί τώρα εἶναι πολύ χειρότερα τά πράγματα. Ἀκόμη καί τά πάθη μου ζωντάνεψαν πιό πολύ, ἀκόμη καί ἡ ἁμαρτία μου ζωντάνεψε πιό πολύ». Ἔτσι πελαγώνουν, χάνονται καί δέν ξέρουν τί τούς γίνεται. Ὄχι. Νά θυμηθεῖ κανείς αὐτά τά ὁποῖα λέμε τώρα, νά θυμηθεῖ αὐτά τά ὁποῖα ὁ καθένας μας ἀπό μέσα του θά πεῖ ἀπόψε στόν Θεό καί ὄντως νά ἀφεθεῖ στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὄντως νά ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὄντως νά πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος θά τόν ὁδηγήσει καί θά τόν πάει μέχρι τό τέλος. Μέχρι τή σωτηρία, μέχρι τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὅ,τι καί ἄν στοιχίσει
Λυποῦμαι ὅμως πού δέν ἔχουμε χρόνο. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον μία ὥρα ἀκόμη, γιά νά ποῦμε πολλά ἄλλα. Ὅμως παρακαλῶ πάρα πολύ, πολύ συγκεκριμένα ὁ καθένας μας νά ἔχουμε τό κουράγιο νά ἀρνηθοῦμε, νά ἐγκαταλείψουμε, νά ξεπεράσουμε ὁρισμένα πράγματα καί νά μποῦμε σέ κάποια καινούργια.
Μή λές ὅτι «ἐγώ ἔτσι εἶμαι. Ἐγώ θυμώνω». Τί θά πεῖ θυμώνεις; Καί μόνο πού πετᾶς τήν κουβέντα αὐτή _τό λέω αὐτό ἔτσι γενικά γενικά_ καλοβολεύτηκες μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πάρεις τήν ἀπόφαση νά μή θυμώνεις. Θά πάρεις τήν ἀπόφαση νά μήν κατηγορεῖς. Θά πάρεις τήν ἀπόφαση νά μή χάνεις τήν ὥρα σου κουτσομπολεύοντας, ἀργολογώντας, κατηγορώντας, περιφρονώντας τούς ἄλλους. Δέν θά πεῖς ὅτι ἔχω αὐτό ἤ ἔχω ἐκεῖνο ἤ ἔχω τό ἄλλο, ὡσάν νά συμφωνεῖς μέ τήν κατάσταση αὐτή καί ὡσάν νά μή θέλεις νά ἀπαλλαγεῖς ἀπ᾿ αὐτά. Νά σταθεῖς μέ εὐθύτητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖς· «Κύριέ μου, εἶναι ἀδύνατον ἐσύ νά θέλεις ἐγώ νά θυμώνω, νά θέλεις νά εἶμαι ἐγωιστής, ὑπερήφανος, ἐριστικός, νά εἶμαι ἄνθρωπος πονηρός, μοχθηρός. Εἶναι ἀδύνατο νά θέλεις ἔτσι νά εἶμαι. Γιά νά εἶμαι τέτοιος καί νά παραμένω τέτοιος καί γιά νά μοῦ φαίνεται ὅτι σάν νά μήν μπορῶ νά ἀλλάξω, σημαίνει, Θεέ μου, ὅτι ἐγώ δέν ἐμπιστεύθηκα μέχρι τώρα σ᾿ ἐσένα καί δέν σοῦ εἶπα τόν πόνο μου, γιά νά μέ γιατρέψεις, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει». Καί γιά νά σέ γιατρέψει ἀπό ἕνα πάθος, μπορεῖ ὁ Θεός νά ἐπιτρέψει νά πάθεις κάτι πού θά σοῦ στοιχίσει, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀλλιῶς δέν μαθαίνεις τό μάθημα.
Ὁ δάσκαλος δέν χρειάζεται νά καταβάλει ἰδιαίτερες προσπάθειες, γιά νά μάθει ἕνας ἐπιμελής μαθητής. Τόν ἄλλο τόν μαθητή ὅμως _καί μιλοῦμε γιά τόν μαθητή ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά μάθει, ὄχι δέν μπορεῖ νά μάθει_ ὁ ὁποῖος δέν μαθαίνει καί δέν θέλει νά κάνει τήν ὅποια ἐργασία, ὁ δάσκαλος γιά νά τόν βοηθήσει νά μάθει, τουλάχιστον τά παλαιότερα χρόνια χρησιμοποιοῦσε διάφορα μέσα. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνας δάσκαλος, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ἐμεῖς πηγαίνουμε καί τοῦ λέμε· «Θεέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, ἐγώ θέλω νά γίνω δικός σου· ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, ἐγώ θέλω νά βαδίσω τόν δρόμο σου· ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, ἐγώ θέλω νά ἀφιερωθῶ σ᾿ ἐσένα, νά ἀνήκω σ᾿ ἐσένα. Παραδίδω τόν ἑαυτό μου σ᾿ ἐσένα». Ἐπειδή τοῦ λέμε αὐτά, τρόπον τινά ἐμεῖς, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, προτρέπουμε τόν Θεό νά ἀφήσει νά μᾶς συμβεῖ καί τοῦτο καί ἐκεῖνο καί τό ἄλλο, ἀκριβῶς γιά νά μάθουμε τό μάθημα. Τό ὁποῖο μάθημα εἶναι ἡ ταπείνωση, εἶναι ἡ μετάνοια, εἶναι ἡ ὑπακοή, εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι τό νά γίνουμε τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, τοῦ Κυρίου μας ἄνθρωποι. Ἔτσι, νά μήν εἴμαστε ὅπως εἶναι οἱ διάφοροι ἄνθρωποι σήμερα, πού παρουσιάζονται ἄλλοι νά πιστεύουν ἐδῶ, ἄλλοι νά πιστεύουν ἐκεῖ, ἄλλοι νά φρονοῦν ἔτσι, ἄλλοι νά φρονοῦν ἀλλιῶς.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τή σημερινή ἐποχή πού συμβαίνουν ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν, πρέπει νά τό πάρουμε ἀπόφαση. Ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει, εἴτε σέ σχέση μέ τούς ἄλλους εἴτε σέ σχέση μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο ὑποτασσόμενοι στόν Κύριο, ἀλλά καί παραδίδοντας τούς ἑαυτούς μας στό Κύριο. Καί ὁ Κύριος ἐν ἀσφαλείᾳ θά μᾶς ὁδηγήσει στή Βασιλεία του.
Β’
Εὐχές γιά τό νέο ἔτος
Εὔχομαι πρῶτα καλή χρονιά καί μάλιστα μέ τά λόγια πού εἴπαμε μόλις μπήκαμε στό νέο ἔτος· «Εἰρήνη πᾶσι». Νά ἔχουμε εἰρήνη. Εἰρήνη καί μέσα στήν καρδιά μας, εἰρήνη καί μεταξύ μας, εἰρήνη καί μέ ὅλο τόν κόσμο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε «τήν εἰρήνη πού σᾶς δίνω ἐγώ, αὐτή τήν εἰρήνη νά ἔχετε». Καί ἐμεῖς φυσικά ὡς χριστιανοί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θέλουμε, αὐτή ζητοῦμε καί αὐτή θά ἔχουμε. Διότι, βλέπετε, ὁ Κύριος ἔδωσε στήν Ἐκκλησία, ἄς πῶ ἔτσι, τό δικαίωμα καί τήν ἐξουσία νά εἰρηνεύει τόν κόσμο, νά παρέχει εἰρήνη στόν κόσμο. Αὐτό σημαίνει τό «Εἰρήνη πᾶσι».
Καί στή συνέχεια εἴπαμε «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους». Καί ὄχι τυχαῖα· «ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ». Μέ ὁμόνοια, μέ ἀγάπη, μέ ἑνότητα νά ἀπαγγείλουμε τό «Πιστεύω» καί νά ὁμολογοῦμε τήν ὅλη πίστη μας, ὅπως εἴδαμε στή συνέχεια καί στίς εὐχές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού τό τονίζουν ἰδιαίτερα. Γι᾿ αὐτό κοινωνοῦμε ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο· γιά νά ἑνωθοῦμε, νά εἴμαστε ἑνωμένοι. Νά τό προσέξουμε αὐτό.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα μοιάζουν μέ ἐκεῖνα τά ὑλικά, πού πᾶς νά τά κολλήσεις, καί δέν κολλοῦν μέ τίποτε. Π.χ., τά πετραδάκια, ὅσο κι ἄν τά σφίξεις, ὅσο κι ἄν προσπαθεῖς, δέν κολλοῦν. Θά μένουν ἔτσι, ἐνῶ τό χῶμα θά κολλήσει. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔγιναν τόσο ἀτομιστές, πού δέν βρίσκει καθόλου ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί δέν κολλοῦμε. Μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἑνωνόμαστε, δέν ἀγαπιόμαστε, δέν ἀλληλοκατανοούμαστε, δέν ἔχουμε κοινωνία. Ἐνῶ ὁ ἀπώτερος σκοπός εἶναι αὐτός· νά ἑνωθοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Νά εἴμαστε ἑνωμένοι, ὅπως εἶναι τά τρία πρόσωπα στήν Ἁγία Τριάδα, καί ὅλοι μαζί ἑνωμένοι μέ τόν Θεό.
Παρακαλῶ, αὐτά εἶναι εὐχές. Ἀληθινές εὐχές. Καί εἶναι γιά μᾶς. Νά τό προσέξουμε.
1-1-1998