ἩἘκκλησία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ
Στίς μέρες μας, μέ τίς τόσες ἐκδοτικές προσπάθειες στό θέμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν Ἁγία Γραφή–καί στό πρωτότυπο καί σέ μεταφράσεις καί ἑρμηνεῖες πού κυκλοφοροῦν– καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί τούς βίους τῶν ἁγίων καί ἄλλα βιβλία· τά πάντα ἔχουμε. Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
ἩἘκκλησία εἶναι αὐτή καθ᾿ἑαυτήν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, καί ταυτόχρονα μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται αὐτό τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἴπαμε πολλές φορές, ἀλλά αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά τά λέω συνέχεια. Μέσα ἐκεῖ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία, θά βρεῖ κανείς τό ἀληθινό νόημα τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τήν ἀληθινή ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, τήν ὅλη ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅπως δέν ὑπάρχει ὁ ἀληθινός Θεός ἔξω ἀπό τόν Χριστό, ἔτσι δέν ὑπάρχει ὁ Χριστός ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί δέν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά τά ξεκόψει –τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν ἀλήθεια– νά τά ἀπομονώσει κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά τά πάρει ὅπως θέλει. Ὅσο κι ἄν θελήσει νά καταλάβει, νά βρεῖ τόν Θεό ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν θά τόν καταλάβει, δέν θά τόν βρεῖ. Καί τόν Χριστό ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν θά τόν βρεῖ. Καί τό Εὐαγγέλιο ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει κανείς· θά πέσει ἔξω. Τό ἴδιο καί ὅλα τά τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί δέν ὑπάρχει τίποτε πού λείπει ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια πού ἐμεῖς τό ἐννοοῦμε, ἀλλά ὅπως ὁ Θεός τό οἰκονόμησε.
Θέλει τήν πίστη μας ὁ Θεός
Καθώς κάναμε τώρα τούς ἐξορκισμούς καί τό εὐχέλαιο, καί ἐν συνεχείᾳ θά κάνουμε τήν ὑπόλοιπη ἀκολουθία καί τή θεία Λειτουργία, θέλω νά πῶ ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ἐλευθερώνεται κανείς ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τήν ἐπήρεια τή δαιμονική, ἀπό τίς παγίδες πού ὁ διάβολος στήνει. Μέσα στήν Ἐκκλησία θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος. Δέν εἶναι λόγια αὐτά· εἶναι ἀλήθεια.
Τώρα κάναμε τό εὐχέλαιο, τό ὁποῖο εἶναι τό μυστήριο γιά τή θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν μας. Ἄν δέν θεραπευθοῦμε –καί ἄλλη φορά τό εἴπαμε αὐτό– δέν χρειάζεται νά θεραπευθοῦμε καί γι᾿αὐτό δέν θεραπευόμαστε. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος, ἐάν ὁ χριστιανός τό πάρει ἔτσι, ἤδη εἶναι θεραπευμένος. Ξέρει πολύ καλά ὅτι εἶναι πολύτιμη ἡ ἀσθένεια πού παραμένει καί δέν φεύγει. Ὅ,τι χρειάζεται νά φύγει, θά τό πάρει ὁ Θεός. Ὅ,τι δέν χρειάζεται –ἄς τό ποῦμε ἔτσι– νά μείνει, θά τό πάρει ὁ Θεός· εἴτε εἶναι ἀσθένειες εἴτε εἶναι δαιμονική ἐπήρεια. Καί γιά ὅ,τι μένει, παρακαλοῦμε τόν Θεό, καί πρέπει πολλές φορές, πάλι καί πάλι νά τόν παρακαλοῦμε· τόσο γιά τίς ψυχασθένειες καί τίς δαιμονοληψίες, ὅσο καί γιά τίς ἀσθένειες τίς σωματικές. Νά παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά ὅλα πολλές φορές. Ὄχι γιατί θέλει ὁ Θεός πολλές φορές νά τόν παρακαλοῦμε, ἀλλά γιατί ἐμεῖς χρειάζεται νά τό κάνουμε αὐτό πολλές φορές, ἐπειδή ἀκριβῶς θέλει νά δεῖ τήν πίστη μας ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος, προπαντός ὅπως τόν ξέρουμε σήμερα, ἐπαναλαμβάνοντας συνηθίζει κάτι, ἐπαναλαμβάνοντας μαθαίνει κάτι.
Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν πίστη. Ὅταν κάτι, μέ τό ὁποῖο ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας, τό κάνουμε μιά φορά καί τό ξανακάνουμε καί πάλι καί πάλι, καί κάθε φορά προσθέτουμε πίστη στήν πίστη, ἴσως φθάνει ἡ ψυχή σέ ἕνα ὅριο πίστεως πού ὁ Θεός περιμένει νά φθάσουμε, καί μετά ἐπεμβαίνει. Γι᾿αὐτό χρειάζεται ὄχι μιά φορά κανείς νά κάνει τούς ἐξορκισμούς καί τό εὐχέλαιο, ὄχι μιά φορά νά προσευχηθεῖ, ὄχι μιά φορά νά παρακαλέσει, ἀλλά πάλι καί πάλι. Δέν γίνεται αὐτό γιά τόν Θεό· γίνεται γιά μᾶς.
«Καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα». Ἡ εὐχή τῆς πίστεως, ἡ εὐχή τοῦ μυστηρίου, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας θά σώσει αὐτόν πού πάσχει, αὐτόν πού ὑποφέρει. Εἴπαμε, μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ὅλα· χρειάζεται ὅμως πίστη. Αὐτό πού ὅλοι λίγο πολύ θά τό θέλαμε –πόσο θά θέλαμε, π.χ., νά ἔχουμε τή δύναμη νά γιατρεύουμε τίς διάφορες ἀρρώστιες, τίς ψυχασθένειες, νά τακτοποιοῦμε τά διάφορα θέματα– τό ἔχουμε μέσα στό ὅλο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί στά ἐπί μέρους μυστήρια καί στήν ὅλη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν προσευχηθεῖς πάλι καί πάλι –καί χρειάζεται νά τό κάνεις– καί δέν πάρει ὁ Θεός τήν ἀσθένειά σου, νά τό ξέρεις: ἤ δέν ἔδειξες πίστη, ὅση ἐκεῖνος θέλει καί περιμένει, ἤ δέν πρέπει νά φύγει ἡ ἀσθένεια, γιατί εἶναι χρειαζούμενη. Ἄν τό σκεφθεῖς ἔτσι καί τό πάρεις ἔτσι τό θέμα τῆς ἀρρώστιας, τότε, μέ τό νά μένει, αἰσθάνεσαι γιατρεμένος δυό φορές. Ἄν σέ γιατρέψει, αἰσθάνεσαι μιά φορά γιατρεμένος. Ἄν μείνει ἡ ἀρρώστια, αἰσθάνεσαι γιατρεμένος δυό φορές, διότι καί ἀπό τήν ἀρρώστια θά γιατρευτεῖς, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, καί ἕως ὅτου νά ἔρθει ἡ ὥρα νά γιατρευτεῖς ἀπό αὐτή, θά γιατρευτεῖ ἡ ψυχή σου, θά γιατρευτεῖ ὁ ἐσωτερικός σου ἄνθρωπος, πού πάσχει ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τή λέπρα αὐτή. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς ψυχασθένειες.
Τό πᾶν εἶναι μέσα ἀπό ὅλα νά βρίσκει κανείς τόν Θεό
Πόσο καλό, πόσο ὠφέλιμο θά ἦταν, νά τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα· καί ὄχι μιά φορά, ἀλλά συνεχῶς ἔτσι νά τά παίρνουμε. Γι᾿αὐτόν τόν λόγο γιά τούς μάρτυρες καί γιά ὅλους τούς ἁγίους κάθε ἐποχῆς –ἐπειδή ἔτσι τά ἔπαιρναν– μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι τά πάντα. Γιατί τό πᾶν γιά ἕνα λογικό ὄν, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔρχεται σ᾿αὐτόν τόν κόσμο εἶναι νά βρεῖ τόν Θεό, νά βρεῖ τόν Χριστό καί ὄχι νά βρεῖ ὑγεία ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάπαυση ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο. Δέν εἶναι τίποτε αὐτά. Τό πᾶν εἶναι νά βρεῖ κανείς τόν Θεό. Οἱ μάρτυρες βρῆκαν τόν Θεό, βρῆκαν τόν Χριστό καί θυσίαζαν τά πάντα, προκειμένου νά μή χάσουν τόν Χριστό. Καί ἔτσι, καθόλου δέν τούς ἐνδιέφερε ἄν φυλακίζονταν ἤ ἄν ἦταν ἐλεύθεροι, ἄν καίγονταν ἤ ἄν ὑφίσταντο τό ὁποιοδήποτε ἄλλο μαρτύριο. Γι᾿αὐτό καί τήν ὥρα πού πάθαιναν ὅλα αὐτά ἦταν πιό ὑγιεῖς ἀπό τούς ὑγιεῖς, πιό ἐλεύθεροι ἀπό τούς ἐλεύθερους, πιό ἀναπαυμένοι ἀπό τούς ἀναπαυμένους. Καί οἱ ὅσιοι ἔπειτα μέσα στίς ἐρήμους ἔτσι ἔνιωθαν, γιατί εἶχαν τό ἴδιο πνεῦμα.
Ἐμεῖς –καί παρακαλῶ ἀκόμη μιά φορά νά τό προσέξουμε αὐτό– τά πήραμε στραβά, τά πήραμε λάθος τά πράγματα. Καί γι᾿αὐτό, ὄχι μόνο ὑποφέρουμε, ἀλλά ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχουμε συνέχεια μέσα μας τόν πόθο νά ὑπῆρχε ἕνας τρόπος νά γίνονται καί σήμερα θαύματα –πόσο τό θέλουμε– ὅπως κάποτε γίνονταν, καί νά ἐνεργοῦν τά μυστήρια κατά αἰσθητό τρόπο –πόσο θά τό θέλαμε– καί ἀπό τό ἄλλο μέρος κάνουμε συνέχεια τή διαπίστωση –ἐπειδή ἀκριβῶς τά πήραμε λάθος τά πράγματα· δέν ζητοῦμε δηλαδή τόν Χριστό, δέν ψάχνουμε γι᾿αὐτόν– ὅτι δέν γίνεται τίποτε. Ἐνῶ, εἴπαμε, ἕνα λογικό πλάσμα, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόν Θεό πρέπει νά γυρεύει καί ὄχι τίποτε ἄλλο. Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀνάπαυσή του καί ἡ χαρά του καί ἡ ζωή του.
Ἀδίστακτα καί χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη, ἀδελφοί μου, θά ἔλεγα ὅτι, ὅποιος ἀπό μᾶς ἐδῶ τά πάρει ἔτσι τά πράγματα αὐτή τή στιγμή–ἄν τά λόγια αὐτά φθάνουν στήν ψυχή του καί τόν ἀγγίζουν– καί πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Χριστέ μου, τίποτε ἄλλο δέν θέλω παρά ἐσένα. Βάλε με σ᾿αὐτόν τόν δρόμο τοῦ νά ζητῶ ἐσένα καί νά βρίσκω ἐσένα. Βάλε με σ᾿αὐτόν τόν δρόμο πού εἶσαι ἐσύ. Δέν θέλω τίποτε ἄλλο», αὐτός ἀπό αὐτή τήν ὥρα κιόλας ἔχει τά πάντα. Ὅποιος θά ἔχει τή δύναμη, θά ἔχει τό κουράγιο, καθώς θά μιλήσουν αὐτά τά λόγια μέσα του, νά πάρει αὐτή τήν ἀπόφαση καί νά κάνει αὐτή τήν ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί δείξει ἀληθινά, εἰλικρινά ὅτι τόν Χριστό θέλει, καί ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπαναλαμβάνω, αὐτός ἤδη ἀπό αὐτή τήν ὥρα ἔχει τά πάντα, διότι δέν θά τόν ἀπασχολεῖ ἄν εἶναι καλά ἤ ὄχι. Ἀρρώστησε; Θά παρακαλέσει τόν Θεό· δέν θά τό ἀποφύγει αὐτό. Ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός, ὁ φωτισμένος χριστιανός, αὐτός πού ζητάει τόν Χριστό, ξέρει καί στό καθετί τί νά κάνει.
Μερικοί, ἐπειδή δέν ζητοῦν τόν Χριστό, τά μπερδεύουν καί λένε: «Νά παρακαλέσω τόν Θεό νά μέ κάνει καλά ἤ νά μήν παρακαλέσω;» Ἡ ἀρρώστια εἶναι παράσιτο. Δέν φτιάχτηκε ὁ ἄνθρωπος γιά νά εἶναι ἄρρωστος. Ἡ δαιμονοληψία εἶναι παράσιτο. Δέν ἔγινε γι᾿αὐτό ὁ ἄνθρωπος. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί γιά ὁτιδήποτε ἄλλο δυσάρεστο. Ἑπομένως, γιά ὅλα θά παρακαλοῦμε τόν Θεό: νά πάρει τήν ἀρρώστια, νά πάρει τό ὁποιοδήποτε συμβάν πού μᾶς πιέζει, νά ἀπομακρύνει τόν διάβολο, νά φύγει ἡ ἐπήρεια ἡ δαιμονική. Γιά ὅλα θά παρακαλοῦμε.
Ὁ πιστός πού θά ὁμολογήσει καί θά ἀποφασίσει ἔτσι ὅπως εἴπαμε, ὁπωσδήποτε θά παρακαλέσει καί θά παρακαλεῖ, ἀλλά συγχρόνως δέν θά τόν ἀπασχολεῖ ἄν θά γίνει καλά ἤ δέν θά γίνει. Ὡς ἄνθρωπος ἔχει ὑποχρέωση νά τό πεῖ στόν Χριστό. Ὡς ἄνθρωπος ἔχει ὑποχρέωση νά δείξει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅτι ὡς ἄνθρωπος πονάει, ὑποφέρει, πάσχει, εἴτε ἐπειδή πεινάει ἤ διψάει εἴτε ἐπειδή εἶναι ἄρρωστος ἤ βρίσκεται ὑπό δαιμονική ἐπήρεια ἤ ἄλλη πίεση. Εἶναι ἄνθρωπος, καί γι᾿αὐτό θά τό πεῖ στόν Θεό· δέν εἶναι θεός. Ὁ Θεός δέν πεινάει, δέν διψάει, δέν ἀρρωσταίνει, δέν πονάει· ὁ Θεός δέν ἱδρώνει, δέν κουράζεται. Ὁ ἄνθρωπος κουράζεται καί παθαίνει ὅλα αὐτά.
Γι᾿αὐτό ὁ Χριστός εἶπε στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο». Εἶναι σάν νά ἔλεγε: «Εἶμαι στ᾿ἀλήθεια ἄνθρωπος· ἀλλά ὡς ἄνθρωπος ἀναμάρτητος πού εἶμαι, δέν ἔχει καμιά θέση ἐπάνω μου ὅλο αὐτό τό βάρος· νά φύγει. Εἰ δυνατόν, νά μήν πιῶ αὐτό τό πικρό ποτήρι· νά μή σηκώσω τό βάρος τοῦ Σταυροῦ». Τό λέει ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά, ἀπό κεῖ καί πέρα, ἀφήνει στόν Θεό νά κάνει αὐτό πού θέλει, γιατί τελικῶς ὁ Θεός ἀποφασίζει.
Ὁ ἄνθρωπος κάθε φορά θά δείχνει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καί θά παρακαλεῖ τόν Θεό νά πάρει τά παράσιτα, νά πάρει τά πρόσθετα, τά ἀρνητικά, τά ἄρρωστα, ἀλλά ὁ Θεός θά κανονίζει τί θά κάνει. Καί καθώς δέν τόν ἐνδιαφέρει ἀπό κεῖ καί πέρα τί θά γίνει –αὐτό δέν εἶναι θέμα δικό του· θέμα δικό του εἶναι νά παρακαλέσει, νά πεῖ στόν Θεό τί αἰσθάνεται, τί θέλει, ἀλλά τί θά γίνει εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ– μένει ἀναπαυμένος σ᾿αὐτό, ἄσχετα τί θά ἀκολουθήσει. Ἄν μέν ὁ Θεός τό πάρει τό ὅποιο πρόβλημα, ὁ ἄνθρωπος θά τόν δοξάσει, θά τόν εὐχαριστήσει. Ἄν ὅμως τό ἀφήσει, πάλι θά τόν εὐγνωμονεῖ καί θά ξέρει ὅτι τό ἄφησε ὁ Θεός, γιατί χρειάζεται, ὁπότε θά σκύψει κάτω ταπεινά, ἁπλά, μέ εὐγνωμοσύνη στόν Θεό λέγοντας «νά᾿ναι εὐλογημένο»· ἔτσι, θά ἀφήσει τήν ψυχή του ἐλεύθερη ἀπό τήν ὅποια πίεση, ἀπό τόν σκανδαλισμό καί θά τή δώσει μέ ἁπλότητα στόν Κύριο, γιά νά βγεῖ τό καλό πού πρέπει νά βγεῖ ἀπό τήν ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποιαδήποτε δαιμονική ἐπήρεια, ἀπό τό ὁποιοδήποτε κακό πού ἔπεσε ἐπάνω του.
Ἔχουμε ἀσφάλεια μέσα στήν Ἐκκλησία
Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὅλα τά ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλάνη καί δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὄχι ὅμως ἁπλῶς νά μπαίνουμε μέσα στούς ναούς. Ὄχι. Πρέπει νά πάρουμε τό ἀληθινό πνεῦμα, τήν ἀληθινή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἔχουμε τόν νοῦ μας ὅτι εἶναι ἐνδεχόμενο, ἀκόμη καί ἄνθρωποι πού μπορεῖ νά ἐμφανίζονται σάν ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, νά μᾶς διδάσκουν κολοβωμένη τήν ἀλήθεια, παραποιημένη, νοθευμένη μέ πλάνη. Χρειάζεται προσοχή.
Ἔχουμε ἀσφάλεια μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν εἶναι κάτι τό ἀόριστο καί θεωρητικό. Ἐμεῖς τώρα στόν εἰκοστό αἰώνα ἔχουμε ἀσφάλεια, γιατί ἔχουμε τούς συγκεκριμένους Πατέρες, τούς συγκεκριμένους ἁγίους, τή συγκεκριμένη ζωή πού ἔζησαν οἱ ἅγιοι μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν ὅλη ζωή τους καί τό ὅλο πνεῦμα τους. Ἔχουμε τά λόγια τους, τά ἔργα τους, τά συγγράμματά τους· ἔχουμε ὅσα συζήτησαν, ὅσα ἀποφάσισαν, ὅσα ἔγραψαν καί ὅσα διατύπωσαν. Ὅλα τά ἔχουμε. Ὅταν κανείς ἔχει διάθεση νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά τήν ἀκολουθεῖ καί νά δέχεται τό πνεῦμα της, νά δέχεται τήν ἀλήθεια ὅπως ἡἘκκλησία τήν προσφέρει, θά βρεῖ τήν ἀλήθεια μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ναός, δέν εἶναι τό ἕνα ἤ τό ἄλλο πρόσωπο, ἁπλῶς κάποιοι ἄνθρωποι. Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ καί πιό συγκεκριμένα οἱ ἅγιοι.
Νά εἴμαστε κοντά στούς ἁγίους, νά μελετοῦμε τή ζωή τους καί τό ἔργο τους, νά πιστεύουμε σ᾿αὐτούς, νά τούς μιμούμαστε καί ὄχι ἁπλῶς νά τούς παρακαλοῦμε νά μᾶς βοηθήσουν. Δέν θά καταλάβουμε πολλά πράγματα, ἄν κάνουμε ἔτσι, καί θά κινδυνεύουμε νά πέσουμε σέ πλάνη, καθώς, χωρίς νά τό καταλάβουμε, θά πάρουν ὅλα αὐτά–ἡ ὅλη σχέση μας μέ τούς ἁγίους– λίγο μαγικό, λίγο εἰδωλολατρικό χαρακτήρα. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς νά τούς παρακαλοῦμε, ὄχι ἁπλῶς νά ζητοῦμε τή χάρη τους ἀλλά, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, νά τούς μιμούμαστε. Κι ἐμεῖς μαζί τους στόν δρόμο τῆς ἁγιότητος.
Δέν ξέρω τώρα πόσο ἐσεῖς τά καταλάβατε αὐτά πού εἶπα καί πόσο ἐπηρεαστήκατε. Ὅμως, ἔτσι εἶναι, ὅπως τά εἴπαμε. Καί ἄν τά πάρει κανείς ἔτσι, θά νιώσει τέτοια ἀνακούφιση μέσα του, σάν νά λύθηκαν ὅλα τά προβλήματά του, διότι ἐν τῷ Θεῷ ὅλα εἶναι λελυμένα. Ἄν παραμένουν ὁρισμένα προβλήματα, παραμένουν, γιατί χρειάζονται. Θά βγεῖ ἀπό αὐτά μεγάλο καλό, ὥστε τελικά νά ἔρθει ἡ πλήρης ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς. Χρειάζονται αὐτά, διότι ὑπάρχουν ἄλλα βαθύτερα, τά ὁποῖα δέν θά φύγουν, ἄν δέν μείνουν αὐτά πού εἶναι πιό ἐξωτερικά, καί τά ὁποῖα θέλουμε νά φύγουν. Θά φύγουν καί αὐτά, ἀλλά ἀφοῦ θά ἔχουν πάρει μαζί τους καί τά ἄλλα, τά βαθύτερα, τά πιό ἐσωτερικά: τά ἐλαττώματα, τίς ἀδυναμίες, τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας, τό ὅλο κακό πού ἔχει κάνει ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος διά τῆς ἁμαρτίας.
19-12-1986