Αγιολογικα
A+
A
A-

200. Τῆς ἁγίας πρωτομάρτυρος καί ἰσαποστόλου Θέκλης

Τῆς ἁγίας πρωτομάρτυρος καί ἰσαποστόλου Θέκλης

 

Αὐτός σε σῴζει, Θέκλα, ῥήξας τήν πέτραν,

οὗ τῷ πάθει πρίν ἐρράγησαν αἱ πέτραι.

 

Σέ σώζει, Θέκλα, σχίζοντας τήν πέτρα ὁ Κύριος, μέ τοῦ ὁποίου τό πάθος ἐρράγησαν αἱ πέτραι. (Ὅταν ὁ Κύριος ἄφησε τήν τελευταία του πνοή πάνω στόν Σταυρό, ἔσπασαν οἱ πέτρες τῶν τάφων, καί βγῆκαν καί πολλοί τῶν κεκοιμημένων.)

 

Ἡ καθεμιά ψυχή εἶναι πλασμένη νά ἀκούσει τή φωνή τοῦ Θεοῦ

 

Αὕτη ἦτον ἀπό τήν πόλιν τοῦ Ἰκονίου, θυγάτηρ μέν Θεοκλείας, εὐγενοῦς τινός καί ἐπιφανοῦς γυναικός Ἑλληνίδος, ἠρραβωνισμένη δέ μέ ἄνδρα Θάμυριν ὀνομαζόμενον, ὅτε ἦτο χρόνων δεκαοκτώ. Ὅταν δέ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆγεν ἀπό τήν Ἀντιόχειαν εἰς τό Ἰκόνιον, ἐξενοδοχεῖτο εἰς τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου, καί ἐκεῖ ἐδίδασκε τήν εἰς Χριστόν πίστιν ὅλους ἐκείνους, ὅσοι πρός αὐτόν συνέτρεχον. Τότε καί ἡ μακαρία αὕτη Θέκλα ἐν τῇ γειτονίᾳ ἐκείνῃ καθημένη, ἤκουεν ἀπό τήν θυρίδα τά γλυκύτατα λόγια τοῦ μακαρίου Παύλου, μέ τόσην ἡδονήν καί ἐπιθυμίαν, ὥστε ἐλησμόνει καί φαγητόν καί πιοτόν καί ὅλα της τά πρός τό ζῇν ἀναγκαῖα· ἐλησμόνει δέ καί αὐτήν ἀκόμη τήν μητέρα καί τόν ἀρραβωνιαστικόν της, μ᾿ ὅλον ὅτι ἡ μήτηρ καί ὁ ἀρραβωνιαστικός της ἐσπούδαζον νά ἐμποδίσουν αὐτήν ἀπό τήν ἀκρόασιν τῶν γλυκυτάτων λογίων τοῦ Παύλου.

Θά ἔλεγα στό σημεῖο αὐτό ὅτι, ὅπως ἐγώ νομίζω, δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση ἡ ἁγία Θέκλα καί ἄλλες παρόμοιες ψυχές. Γιά ὅλες τίς ψυχές ἰσχύει τό ἴδιο, καθώς ἡ καθεμιά ψυχή εἶναι πλασμένη ἔτσι, πού νά ἀκούσει τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί νά εὐφρανθεῖ καί νά ἀνταποκριθεῖ. Λίγες ψυχές ὅμως κάπως ἔτσι εἶναι διατεθειμένες. Οἱ πολλές ψυχές βιάζονται νά κορέσουν τήν ἐπιθυμία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά χαρεῖ –δέν εἴπαμε ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιά τή χαρά;– καί πηγαίνουν νά χορτάσουν τήν ὕπαρξή τους μέ ὅ,τι βροῦν. Καί δέν εὐκαιροῦν νά ἀκούσουν, ἄν μιλήσει ὁ Θεός· δέν εὐκαιροῦν νά προσέξουν, νά δοῦν τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι κρίμα.

Στά χρόνια μας ἐλαχιστότατες εἶναι οἱ ψυχές ἐκεῖνες πού θά ἀκούσουν τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ καί θά πάθουν, θά συγκλονιστοῦν ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα καί πέρα. Οἱ πολλοί παιδεύονται καί παιδεύουν. Ὅμως, ἔστω λίγο ἄν αἰσθανθεῖ κανείς μέσα στήν ψυχή του μιά κλήση τοῦ Θεοῦ, νά σπεύσει. Βέβαια, θά λέγαμε, αἰσθανθεῖ δέν αἰσθανθεῖ κανείς, νά τρέξει στόν Χριστό. Ἀλλά εἰδικότερα τώρα ἐδῶ, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἁγία Θέκλα, ἔστω λίγο νά αἰσθανθεῖ κανείς αὐτό τό κάτι ἄλλο –πού λίγο πολύ καταλαβαίνει ὅτι δέν εἶναι κάτι συνηθισμένο· εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιά κλήση τοῦ Θεοῦ, μιά πρόσκληση, ἕνα μήνυμα, ἕνα ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ– ἔστω λίγο νά εἶναι αὐτό, νά σπεύσει. Ὅσοι κι ἄν τόν ἐμποδίζουν, νά σπεύσει.

Καί θά τόν ἐμποδίσουν ὄχι λίγοι. Ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του πρωτίστως. Θά ξεσηκώσει μέσα ὁ διάβολος ὅλα τά δικαιώματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὅ,τι καί νά γίνει, ἅμα κανείς λίγο λογικά σκεφθεῖ, ὡς λογικό πλάσμα δηλαδή πού ἔχει καρδιά –καί τόν νοῦ ἀγγίζει ὁ Θεός, ἀλλά κυρίως κατευθείαν ἐκεῖ τήν καρδιά, καί αὐτό εἶναι μιά ἕλξη– πρέπει νά ἀνταποκριθεῖ. Νά μή χάνουμε τέτοιες εὐκαιρίες.

 

Ἀνταποκρίσου ἀμέσως στά μηνύματα τοῦ Θεοῦ

 

Τότε πού ἤμουν φοιτητής ἀκόμη ἤ μόλις εἶχα τελειώσει, κάποια μέρα εἶπα στόν π. Τιμόθεο ὅτι μοῦ εἶχε ἔρθει διάθεση γιά προσευχή. Καί ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Καί δέν σηκώθηκες ἀμέσως νά προσευχηθεῖς;» Νά, αὐτό περιμένει ὁ Θεός: τήν ἄμεση ἀνταπόκριση. Ὁ Θεός θά βρεῖ τρόπο νά σέ ἀγγίξει, νά σέ γλυκάνει, νά σέ κάνει νά αἰσθανθεῖς τήν παρουσία του, τήν ὕπαρξή του, τό ἄγγιγμά του. Θά βρεῖ τρόπο. Μήν κάνεις τόν ἀδιάφορο· μήν ξεφεύγεις ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Ἀνταποκρίσου ἀμέσως. Αὐτό εἶναι πού ἔχει μεγάλη ἀξία. Νά τό ξέρουμε. Αὐτό ὕστερα μᾶς δίνει καί δύναμη στίς δύσκολες ὧρες, ὥστε, κι ἄν ἀκόμη κινδυνεύουμε, τρόπον τινά, νά πεθάνουμε, νά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε, καθώς θά προβάλουμε ἀντίδραση στό κακό.

Βέβαια, τέτοια ἀγγίγματα ἔχουμε ἀπό τόν Θεό κάθε τόσο. Γίνεται μέν τό πρῶτο –καί μακάριος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τήν πρώτη κιόλας θά ἀνταποκριθεῖ– ἀλλά ἐπανέρχεται ὁ Θεός.

Σύμφωνα μέ αὐτό πού ἀκούσαμε τώρα στήν εὐαγγελική περικοπή, ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ὀφείλουμε νά σηκώσουμε τόν ζυγό αὐτό. Αὐτό πού λέμε συχνά: νά βάλουμε κάτω τόν ἑαυτό μας καί πολύ συγκεκριμένα νά σηκώσουμε τόν ζυγό. Ἀλλά πέρα ἀπό αὐτόν τόν γενικό ἀγώνα, νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας καί αὐτές τίς εἰδικές εὐκαιρίες, πού μᾶς ἀγγίζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς χρειάζεται ἀμέσως νά ἀνταποκρινόμαστε. Ὅποιος δέν σπεύδει νά ἀνταποκριθεῖ, νομίζω πώς κάνει ἔγκλημα στήν ψυχή του. Πέφτεις μετά. Κάτι παθαίνει ἡ ψυχή. Λέγαμε καί ἄλλη φορά: σέ ἀγγίζει, τρόπον τινά, κάτι ζεστό, κι ἐσύ δέν καταλαβαίνεις· αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχεις πάθει ἀναισθησία. Νά μᾶς φυλάγει ὁ Θεός.

 

 

Τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ὥστε οἱ δικοί του νά παθαίνουν

 

Ὅταν δέ ὁ Παῦλος ἐφυλακίσθη, τότε ἡ ἀοίδιμος αὕτη πορευομένη τήν νύκτα εἰς τήν φυλακήν, ἐνετρύφα εἰς τήν οὐράνιον διδασκαλίαν τοῦ ἀποστόλου, καί ἀπό τότε ἠκολούθει αὐτῷ. Ἐπειδή δέ καί οἱ δύο παρεστάθησαν εἰς τόν ἀνθύπατον, ὁ μέν Παῦλος δαρείς, ἐδιώχθη ἔξω ἀπό τήν χώραν τοῦ Ἰκονίου· ἡ δέ Θέκλα, ἐβλήθη εἰς τήν φωτίαν, καί διά τῆς θείας χάριτος μείνασα ἀβλαβής, ἐκβῆκε διά νά ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τοῦ ἀποστόλου. Ὅθεν εὑροῦσα αὐτόν κρυπτόμενον μέσα εἰς τάφον ὁμοῦ μέ τόν Ὀνησιφόρον τόν ξενοδόχον του, ἐπῆγε μέ αὐτόν εἰς τήν Ἀντιόχειαν.

Νά ποῦμε γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς σύν αὐτῷ πάλι αὐτό πού ἔχουμε ἀναφέρει καί ἄλλες φορές: Ὁ Χριστός τούς κάλεσε καί ὁ Χριστός τούς ἀνέθεσε τό ἔργο αὐτό, καί κοιτάξτε τί παθαίνουν! Πῶς τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ὥστε οἱ δικοί του νά παθαίνουν, σάν νά μήν εἶναι μαζί τους, σάν νά μήν τούς προστατεύει.

Ἐμεῖς τό ὅλο θέμα τό ἔχουμε συνδυάσει μέ τό ὅτι θά πηγαίνουν καλά ὕστερα τά πράγματα. Βρήκαμε τόν Χριστό, ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, τώρα μᾶς προστατεύει, τώρα μᾶς προλαμβάνει ἀπό αὐτό, μᾶς σκεπάζει ἀπό τό ἄλλο· τί ὡραῖα πού αἰσθανόμαστε! Καί μήν τυχόν πᾶνε τά πράγματα ἔτσι πού θά μᾶς δυσκολέψουν· τά χάνουμε τότε ὅλα. Ἐνῶ κάποτε, ὅσοι πίστευαν στόν Χριστό, ἦταν ἕτοιμοι ἀμέσως γιά μαρτύριο, ἐμεῖς ἄλλα πράγματα ἀναζητοῦμε. Φαίνεται καί ἀπό αὐτό πόσο εἶναι κοσμικό τό φρόνημά μας.

Εὐθύς δέ ἅμα ἐμβῆκαν εἰς τήν πόλιν, ὁ πρῶτος ἄρχων τῆς Ἀντιοχείας, Ἀλέξανδρος ὀνομαζόμενος, βλέπων τήν Θέκλαν, ᾐχμαλωτίσθη ἀπό τόν αὐτῆς ἔρωτα. Ὅθεν ἐπειδή παρεκάλεσε τόν Παῦλον διά νά πάρῃ αὐτήν εἰς γυναῖκα του, καί δέν ἐπέτυχε τοῦ ποθουμένου, διά τοῦτο ἐπίασεν αὐτήν ἀδιάντροπα εἰς τό μέσον τοῦ δρόμου καί κατεφίλησεν αὐτήν. Ἡ δέ ἁγία φωνάζουσα ἔσχισε τό ἐπανωφόριον τοῦ ἄρχοντος, καί ῥίπτουσα ἀπό τήν κεφαλήν του τόν στέφανον ὅν ἐφόρει, ἐζήτει μόνον τόν πνευματικόν νυμφίον της Παῦλον. Ὁ δέ Ἀλέξανδρος, μή ὑπομείνας τήν ἐντροπήν ταύτην καί ἀτιμίαν, ἐγκαλεῖ τήν Θέκλαν εἰς τόν ἡγεμόνα. Καί λοιπόν δίδεται ἡ μάρτυς τροφή εἰς μίαν λέαιναν, καί ἔπειτα δίδεται εἰς λέοντας καί ἄρκτους· διαφυλαχθεῖσα δέ ἀπό τά θηρία ἀβλαβής, βλέπει ἕνα λάκκον γεμάτον ἀπό νερόν. Καί ἐπειδή πρό πολλοῦ ἐπεθύμει νά βαπτισθῇ, διά τοῦτο ἐμβαίνει μέσα εἰς τό νερόν· αἱ δέ φῶκαι αἱ εὑρισκόμεναι εἰς τό νερόν εὐθύς ἀπό θείαν δύναμιν ἔμειναν νεκραί.

Ἔπειτα δίδεται πάλιν ἡ παρθένος εἰς τά θηρία· αἱ δέ γυναῖκες αἱ ἐκεῖ τριγύρω ἱστάμεναι, ἐφώναζον μέν, κατηγοροῦσαι τόν ἡγεμόνα, διότι τιμωρεῖ μίαν γυναῖκα ἀθώαν, πρός δέ τήν ἁγίαν ἐδείκνυον μεγάλην ἀγάπην καί φιλοφροσύνην, καί μάλιστα ἡ συγγενής τοῦ Καίσαρος Τρύφαινα, ἡ ὁποία ἐμπιστεύθη ἐξ ἀρχῆς διά νά φυλάττῃ τήν ἁγίαν, καί ἀντί τῆς ἀποθανούσης θυγατρός της Φαλκονίλλας εἶχε τήν ἁγίαν Θέκλαν.

Μετά ταῦτα ἐδόθη ἡ ἁγία πλησίον εἰς δύο φοβερούς ταύρους τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἀλλά καί ἀπό αὐτούς ἔμεινεν ἀβλαβής. Ὅθεν ἐπειδή καί ὁ ἡγεμών καί ὁ ἄρχων Ἀλέξανδρος ἐστοχάσθησαν ὅτι ἐπιχειροῦν ἀδύνατα πράγματα· μάλιστα δέ, ἐπειδή καί ἔβλεπον τήν εὐγενεστάτην Τρύφαιναν νά λιποθυμῇ ἀπό τήν ὑπερβολικήν λύπην τήν ὁποίαν ἐδοκίμαζε διά τά βάσανα τῆς Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, ἀφῆκαν τήν ἁγίαν ἐλευθέραν, διά νά ζῇ ὅπως θέλει. Καί λοιπόν ἐλευθερίαν λαβοῦσα ἡ ἁγία μετά παρέλευσιν καιροῦ ἐπῆγεν εἰς τά Μύρα καί ἀντάμωσε τόν μακάριον Παῦλον.

Καί ἀπό ἐκεῖ πάλιν ἐγύρισεν εἰς τό Ἰκόνιον μέ τήν γνώμην τοῦ ἀποστόλου, διδάσκουσα εἰς τούς ἀπίστους τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή δέ ἔβλεπε τήν κατά σάρκα μητέρα της ὅτι ἦτο κωφή εἰς τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, καί δέν ἤθελε νά πιστεύσῃ· διά τοῦτο τήν ἄφησε, καί ἐκβαίνουσα ἀπό τό Ἰκόνιον ἐπῆγεν εἰς τόν τάφον, ὅπου εὗρε πρότερον κεκρυμμένον τόν ἀπόστολον Παῦλον μαζί μέ τόν Ὀνησιφόρον. Καί τοῦτον προσκυνήσασα καί καταφιλήσασα, ἐπῆγεν εἰς τήν Σελεύκειαν· εἶτα ἐκβαίνουσα ἔξω ἀπό αὐτήν ἕως ἕν μίλιον, ἀνέβη εἰς τό βουνόν τό καλούμενον Καλαμών καί κατοικεῖ μέσα εἰς ἕν σπήλαιον· ἐκεῖ δέ πολλάς ἐνοχλήσεις ἐδοκίμασεν ἡ μακαρία ἀπό τούς δαίμονας.

 

Νά μή φοβηθοῦμε ὅ,τι καί νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας

 

Μᾶς φαίνονται ἀπίστευτα ὅλα αὐτά, ἀλλά ἔτσι εἶναι. (Στίς Πράξεις ἀναφέρεται πώς ἔδειραν τόν ἀπόστολο Παῦλο τόσο πού νόμισαν ὅτι τόν θανάτωσαν καί γι᾿ αὐτό τόν πέταξαν ἔξω.) Τώρα δέν ἔχουμε τέτοια μαρτύρια, ἔχουμε ὅμως ἐσωτερικά. Ἀπό κάποια πλευρά δηλαδή ὅλα αὐτά πού παθαίνει κανείς εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου. Πολλές φορές βέβαια τά πολλά παθήματα πού ὑφίσταται κανείς ἀπό τόν ἑαυτό του μοιάζουν σάν νά συμφωνοῦμε κι ἐμεῖς μέ τόν διάβολο, μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἄς μοιάζουν· δέν εἶναι πάντοτε ἔτσι. Δέν εἶναι.

Ἐγώ θά ἔλεγα νά τό προσέξουμε τό θέμα αὐτό καί ἀπό αὐτή τήν πλευρά. Ἄς φαίνεται ὅτι σάν νά συμμαχοῦμε μέ τήν ἁμαρτία, σάν νά εἴμαστε ταυτισμένοι, σάν νά μᾶς ἔχει αἰχμαλωτίσει ἡ ἁμαρτία. Ἄν ἦταν μόνο ἔτσι, θά ἀπομακρυνόταν κανείς ἀπό τόν Χριστό, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐφόσον ὅμως μένει καί κάνει μιά προσπάθεια νά μετανοήσει, νά γίνει πιό ἀληθινός, πιό γνήσιος, μποροῦμε νά δοῦμε τόν ὅλο αὐτόν ἀγώνα του ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά διάφορα μαρτύρια πού ἐπιτρέπει σήμερα ὁ Θεός νά παθαίνουμε, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχουν τά ἐξωτερικά μαρτύρια. (Τότε ἦταν τά ἐξωτερικά. Τό ζητούμενο ἦταν ἁπλῶς νά ἀντέξει κανείς τά ἐξωτερικά. Ὅλη ἡ ἀρετή ἐκεῖ συγκεντρωνόταν.) Καί νά τό πάρουμε λοιπόν ἐμεῖς τώρα ἔτσι φιλότιμα, νά τό πάρουμε ἀπόφαση νά μή φοβηθοῦμε, ὅ,τι καί νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ὅσα χάλια κι ἄν ἔχει μέσα του ἕνεκα τῶν παθῶν, πού ἄλλοτε μοιάζουν τά πάθη μας μέ λιοντάρια, ἄλλοτε μέ τίγρεις, ἄλλοτε μέ ταύρους καί ἄλλοτε εἶναι σάν φωτιές.

Μοῦ ἔλεγαν αὐτές τίς ἡμέρες γιά κάποιον πού ἔχει τόν πόλεμο τόν δικό του. Πόσες φορές κανείς νιώθει νά καίγεται σάν νά εἶναι μέσα σέ φωτιά. Νά μή φοβηθεῖ, νά ἀντέξει, καί –ὤ τοῦ θαύματος!– θά βγαίνει ἀβλαβής, ὅπως λέει ἐδῶ γιά τήν ἁγία Θέκλα. Ἀβλαβής ἡ ἁγία ἀπό τό ἕνα, ἀβλαβής ἀπό τό ἄλλο, ἀβλαβής ἀπό τό ἄλλο. Μή φοβηθοῦμε.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά μᾶς διαφυλάξει κι ἐμᾶς ἀβλαβεῖς. Θά περάσουμε τό ἕνα, θά περάσουμε τό ἄλλο, θά μπλέξουμε μέ τό ἕνα, μέ τό ἄλλο, θά γλιτώσουμε ὅμως· θά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Κύριος. Μακάριος ὅποιος θά μείνει πιστός, σταθερός. Θά ἀκούσει αὐτά πού λέμε τώρα, θά τά πιστέψει ὅτι ἔτσι εἶναι καί θά κάνει τόν ἀγώνα του νά μείνει σταθερός. Θά ἔρθει ὥρα πού θά ἔρθει φῶς στήν ψυχή. Θά ἔρθει καθαρισμός τῆς ψυχῆς, λύτρωση, ἁγιασμός. Δέν εἶναι λόγια αὐτά· εἶναι ἀλήθειες.

 

Ἅμα δέν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ…

 

Γενομένη δέ γνώριμος εἰς ὅλους, καί διά τάς ἀρετάς της καί διά τά θαύματα, ἐφείλκυσε πολλάς γυναῖκας εὐγενεῖς καί ἀρχοντίσσας εἰς τόν ὅμοιον ζῆλον καί μίμησιν τῆς ἀσκήσεως.

Κάνει ἐντύπωση τώρα ἐδῶ ὅτι, ἐπειδή ἦταν γυναίκα, ἐφείλκυσε πολλάς γυναῖκας εὐγενεῖς καί ἀρχοντίσσας εἰς τόν ὅμοιον ζῆλον καί μίμησιν τῆς ἀσκήσεως. Νά ἔχουν δηλαδή καί αὐτές ζῆλο, ὅπως εἶχε αὐτή, καί νά ἀσκοῦνται ὅπως αὐτή. Γίνονται αὐτά καί σήμερα. Σέ μιά γυναίκα δούλη τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσουν πολλές· ὄχι πολλοί. Δέν ταιριάζει. Κάνει ἐντύπωση ἐδῶ ὅτι δέν κάνει λόγο γιά ἄνδρες.

Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἐφαίνετο εἰς ὅλους ἄμισθος ἰατρός τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καί ἐδίωκεν ἀπό τούς ἀνθρώπους τούς δαίμονας, τούτου χάριν ἐφθονήθη ἀπό τούς ἰατρούς τῆς Σελευκείας.

Ἐφθονήθη… Μήν ἔχουμε παράπονο. Θά βρεθοῦν πάντοτε οἱ κατήγοροι, οἱ ἐχθροί. Μερικές φορές ἔρχονται ἔτσι τά πράγματα πού… τί νά πεῖ κανείς!

Πολύ παλιά, πρίν ἀπό καμιά σαράντα χρόνια, νομίζω, βρεθήκαμε κάπου καί κάναμε συζήτηση μέ ἕνα πρόσωπο. Ἔλεγε ὅ,τι ἔλεγε, πού δέν ἦταν καί πολύ σωστό, καί θυμᾶμαι πού εἶπα μιά στιγμή: Ἔτσι ὅπως τά λές τώρα αὐτά, μοιάζουν ὡσάν ὁ πλούσιος, πού ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς,πού εἶχε τά φαγοπότια καί τά πολλά φαγώσιμα, καί ἔβλεπε τόν Λάζαρο νά τρώει ψίχουλα –γιατί λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι προσπαθοῦσε κάπως νά συντηρηθεῖ ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου– νά ἔλεγε: «Πώ πώ! Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Λάζαρο. Τρώει. Τί φαγᾶς πού εἶναι!» Γίνονται αὐτά τά πράγματα.

Ἅμα δέν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ἅμα δέν θέλεις νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό, ἄν εἶσαι θύμα τοῦ ἑαυτοῦ σου καί τοῦ διαβόλου, καί τί δέν θά βγεῖ μέσα ἀπό τήν ψυχή σου! Καί σύμφωνα καί μέ τήν ψυχολογία, τά προβάλλεις ὅλα αὐτά σέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Θά ἔχετε ἴσως ἀκούσει ὅτι στήν ψυχολογία ὑπάρχει ὁ ὅρος «προβολή». Δηλαδή, αὐτά πού ἔχει κανείς μέσα του, τά βλέπει, τρόπον τινά, ὅτι τά ἔχει ὁ ἄλλος, καί τόν κατηγορεῖ: «Ἐσύ πού εἶσαι ἔτσι, πού εἶσαι αὐτό, πού εἶσαι ἐκεῖνο», καί ὁ ἄλλος, ὁ καημένος, ἰδέα δέν ἔχει. Τά βλέπει στόν ἄλλο, ἐπειδή τά ἔχει αὐτός μέσα του. Εἶναι πονηρός αὐτός, καί βλέπει πονηριές καί στόν ἄλλο. Πολλές φορές ἔτσι κακιώνουν οἱ ἄνθρωποι καί ἔτσι ἐναντιώνονται καί κάνουν κακό σέ ἄλλους, χωρίς νά ὑπάρχει πραγματική ἀφορμή.

Ὅθεν ἔστειλαν οἱ μιαροί ἐκεῖνοι μερικούς νέους ἀσελγεῖς διά νά ἀτιμάσουν αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ τιμία γραῦς –εἶχε γηράσει πιά– βλέπουσα αὐτούς ὁρμήσαντας κατ᾿ ἐπάνω της ἀδιάντροπα, ἐπεκαλέσθη τόν Θεόν εἰς βοήθειαν.

Ἐδῶ βλέπουμε πάλι αὐτό πού ἔχουμε προσέξει καί ἄλλες φορές, ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν ἄφησε ὁ Θεός νά γίνει κάτι κακό στούς ἁγίους ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα στίς γυναῖκες. Τούς συνελάμβαναν, τούς βασάνιζαν, τούς ἔσκιζαν, τούς μάτωναν, τούς ἔριχναν στά θηρία, τούς ἔδερναν, ἀλλά δέν ἄφησε ὁ Θεός νά ἀτιμάσουν κανέναν ἅγιο, καμία ἁγία.

Καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀκούει θείαν φωνήν λέγουσαν ἄνωθεν νά ἔμβῃ μέσα εἰς τήν πέτραν. Τό σπήλαιο εἶναι μεγαλούτσικο, ἔχει καί ἀνάλογο ὕψος· περπατάει κανείς μέσα ὄρθιος. Πῆγε πρός τό βάθος λοιπόν τοῦ σπηλαίου, ἄκουσε τήν ἄνωθεν φωνή νά τῆς λέει νά μπεῖ μέσα στήν πέτρα, ἡ ὁποία ἔχει νά σχισθῇ δι᾿ αὐτήν, καί ἐκεῖ νά ἀναπαυθῇ. Ὅθεν εἰσελθοῦσα εἰς τήν σχισθεῖσαν πέτραν, ἐγλύτωσε μέν ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἀκολάστων ἐκείνων νέων, ἀνέβη δέ ἡ μακαρία εἰς τόν νυμφίον της Χριστόν οὖσα χρόνων ἐνενήκοντα.

Δηλαδή συγχρόνως αὐτό ἦταν καί ὁ θάνατός της. Σχίστηκε ἡ πέτρα καί τήν ἔκρυψε, καί ἔτσι πρόλαβε νά ξεφύγει ἀπό τά μιαρά χέρια τους, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Καί εἶναι μεγάλη ἁγία στήν Ἐκκλησία μας, μεγαλομάρτυς καί ἰσαπόστολος.

 

24-9-2002