Υπακοη
A+
A
A-

201. Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἑνός ταλάντου

Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἑνός ταλάντου

 

Ἄν δέν μαθητεύσουμε στόν Θεό, θά μαθητεύσουμε ὁπωσδήποτε στή φιλαυτία μας

 

Νά συνεχίσουμε τό ἔργο μας. Εἴμαστε στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, στό 13ο κεφάλαιο, ὅπου ὁ λόγος περί ἀγάπης. Ἀπό τό ἕνα μέρος αἰσθάνομαι ὅτι, γιά νά ἔρχεστε ὅσοι ἔρχεστε καί ἐδῶ1 καί ἐπάνω στό Πανόραμα –ἤρθατε μιά, ἤρθατε δυό, ἤρθατε δέκα, ἑκατό φορές, καί συνεχίζετε νά ἔρχεστε– σημαίνει ὅτι κάπως ἔχουμε μιά ἐπικοινωνία, κάπως συνεννοούμαστε, κάπως ὑπάρχει ἀλήθεια, εἰλικρίνεια, καλή διάθεση. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, αἰσθάνομαι ὅτι σάν νά μή συνεννοούμαστε ἀκόμη καλά.

Βέβαια, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι παίρνατε ἀρνητική στάση καί δέν ἐρχόσασταν πιά, θά ἤμουν, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, σέ μεγαλύτερη δυσκολία, σέ περίσκεψη, σέ ἕνα δίλημμα· θά ἤμουν μέ ἕνα ἐρωτηματικό μεγάλο. Λίγο πολύ δηλαδή διερωτᾶται κανείς –καί χρειάζεται νά διερωτᾶται– μήπως σφάλλει, μήπως δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά βλέπει, ὅπως τά καταλαβαίνει. Ὅταν δέν ὑπάρχει δηλαδή ἀνταπόκριση ἀπό μέρους τῶν πιστῶν, ἔρχεται κανείς σέ μεγάλη δυσκολία, ὅπως εἴπαμε, καί διερωτᾶται μήπως σφάλλει, μήπως πέφτει ἔξω.

Παραδόξως ὅμως, παρά τό ὅτι, ὅ,τι λέμε –καί ἐδῶ καί μέσα στή θεία Λειτουργία καί σέ μικρότερες συνάξεις καί στήν κατ᾿ ἰδίαν ἐξομολόγηση καί στίς ὁμαδικές ἐξομολογήσεις– τό λέμε μέσα στό πνεῦμα αὐτό πού πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ὅτι ἔτσι χρειάζεται νά τά ποῦμε, ἐσεῖς ἐξακολουθεῖτε νά ἔρχεστε. Καί παρά τό ὅτι ὑπάρχει τό ἕνα πού εἴπαμε, ὅτι σάν νά μή συνεννοούμαστε ἀκόμη, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, στηρίζετε μέ τή στάση σας καί μέ τήν ἀνταπόκρισή σας –τήν ὅποια ἀνταπόκρισή σας– ἀκριβῶς αὐτό ἐδῶ: ὅτι ἔτσι μᾶλλον εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅπως τά λέμε. Καί λίγη καλή διάθεση νά ἔχει κανείς μέσα του, λίγη ἐντιμότητα, λίγη εἰλικρίνεια, λίγη διάθεση δηλαδή γιά τήν ἀλήθεια νά ἔχει, ἀκόμη κι ἄν δέν φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως, δέν φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά συμπνευματίζεται ἀληθινά καί νά ὑπάρχει συνεννόηση σωστή, ἀκόμη καί τότε, κάτι γίνεται. Καί γι᾿ αὐτό, ἐπαναλαμβάνω, στηρίζεται κανείς καί ἐνθαρρύνεται στό νά ἐπιμένει.

Εἶναι ἀνάγκη, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ὄχι ἁπλῶς νά μαζευόμαστε, ὄχι ἁπλῶς ἔστω νά ἔχουμε ἐνδιαφέρον καί ἀνησυχία, ἄς ποῦμε ἔτσι, πνευματική, καί νά δείχνουμε μιά ἐπιμέλεια. Εἶναι ἀνάγκη νά μυηθοῦμε στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, θά βρισκόμαστε σέ δουλειές, τά πράγματα θά πηγαίνουν ἔτσι πού θά τά πηγαίνει ὁ πονηρός, καί θά εἶναι εἰς βάρος τῆς ψυχῆς μας, εἰς βάρος τῆς ἀληθείας. Καί εἶναι κρίμα. Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά ἀρχίσουμε νά συνεννοούμαστε: νά λέμε ἔτσι ἁπλά-ἁπλά τήν ἀλήθεια, καί νά τήν καταλαβαίνουμε, νά τή δεχόμαστε καί νά ἀνταποκρινόμαστε. Ὅταν ὑπάρχει στασιμότητα, ἀδράνεια, τελικά ἀρνητικότητα, δέν εἶναι καθόλου καλό σημάδι αὐτό.

 

Δέν μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος κατά μαγικό τρόπο

 

Δέν ξέρω ἄν εἶναι κατάλληλη ὥρα τώρα νά διάβαζα ἀπό ἕνα σημείωμα μερικά πράγματα πού λέγονται ἐκεῖ, γιά νά βοηθηθοῦμε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή: ὄχι ἁπλῶς δηλαδή νά συγκεντρωνόμαστε καί νά ἔχουμε καλή γενικότερα ἐπικοινωνία, ἀλλά νά ὠφελούμαστε· πρέπει νά ὠφελούμαστε. Καί αὐτό δέν γίνεται ἁπλῶς μόνο μέ τό νά τό θέλει κανείς, οὔτε γίνεται ἁπλῶς μόνο μέ τό πού περνάει ὁ καιρός. Ἄν δέν καταλάβουμε μερικές ἀλήθειες καί, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας, δέν ζορίσουμε τόν ἑαυτό μας νά μπεῖ σ᾿ ἕνα δρόμο, δέν γίνεται. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά ὑπάρχεις ὡς πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Μεγάλη ὑπόθεση. Καί δέν ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς γιά νά τρέχει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, ψάχνοντας ποῦ θά βρεῖεὐχαρίστηση ἤ πῶς θά μπορέσει νά ζήσει περισσότερο. Πρέπει νά βρεῖς τόν πλάστη σου, τόν δημιουργό σου, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί νά μαθητεύσεις ἐκεῖ.

Κοντά στόν Χριστό εἶναι οἱ μαθηταί, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τούς διάλεξε, καί, βλέπετε, ὁ Ἰούδας δέν κατάλαβε τίποτε. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Ἔχουμε τό πάθημα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ἐνῶ θά περίμενε κανείς, καί θά ἔπρεπε –ἔφθασαν πιά στήν τελευταία μέρα– νά ἔχει γίνει μεγάλη πνευματική ἐργασία στήν ψυχή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καί ὅμως, ὑπῆρχαν ἀκόμη κρατούμενα, ὑπῆρχαν ἀκόμη ἀκατέργαστες καταστάσεις μέσα του. Ποῦ νά φανταστεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅτι τήν τελευταία βραδιά θά πάθαινε αὐτό πού ἔπαθε! Ἀλλά ἦταν διατεθειμένος ὅμως –ἐδῶ εἶναι τό θέμα· βέβαια, αὐτό τό γνώριζε ὁ Κύριος– ἦταν διατεθειμένος, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, νά ἀντέξει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Ὅπως καί ἄντεξε, καί ἔγινε ἡ ὁριστική μετάνοια μέσα του· καί τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν πανέτοιμος νά λάβει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ πιά.

Αὐτό πρέπει νά γίνει στόν καθένα μας. Δέν εἶναι δηλαδή κάτι πού ἔγινε μόνο στούς μαθητάς τοῦΧριστοῦ. Εἶναι γιά κάθε χριστιανό αὐτό. Καί βλέπουμε στή συνέχεια ὅτι αὐτοί πού ἀκοῦν τό κήρυγμα τοῦἀποστόλου Πέτρου, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μετανοοῦν πραγματικά καί λαμβάνουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅπως λένε οἱ Πράξεις.2 Ἀλλά ἀρχίζει ὕστερα ἡ διδαχή. Διότι δέν μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος κατά μαγικό τρόπο.

Ἄς δοῦμε τί λέει ἐδῶ τό σημείωμα. Ἐπειδή τό πρωί, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, πού ἦταν ἡ παραβολή τῶν ταλάντων, κάναμε λόγο γιά τό τί σημαίνουν τά τάλαντα, τί εἶναι τά τάλαντα, αὐτό τό σημείωμα ἀναφέρεται σ᾿ αὐτό τό θέμα. Ἀπό μιά πλευρά, ἡ δυσκολία ἡ μεγαλύτερη εἶναι σ᾿ ἐκεῖνον πού λίγο πολύ θά συνειδητοποιήσει ὅτι ἔχει ἕνα τάλαντο, καί θά δεῖ ὅτι πολύ φτωχό, πολύ λίγο εἶναι μόνο του τό ἕνα τάλαντο, τή στιγμή πού οἱ ἄλλοι ἔχουν περισσότερα: ἄλλος πέντε, ἄλλος δύο… Ἔτσι, ἐκεῖνος πού εἶχε τό ἕνα, ὁ καημένος, τά πῆρε πολύ ἀνάποδα τά πράγματα.

Καί ἐδῶ τώρα στό σημείωμα αὐτό γράφονται, ἐξ ἀφορμῆς βέβαια τῶν ὅσων εἴπαμε τό πρωί, ὁρισμένα πράγματα πού μποροῦν νά μᾶς ποῦν πολλά.

Κάποια ψυχή λοιπόν πρίν ἀπό χρόνια ἄκουσε τά περί τῶν ταλάντων καί πίστεψε ὅτι ἔχει ἕνα τάλαντο. Ἀλλά ὅμως ὑπῆρχε μέσα τάση, ὁρμή νά βρεῖ τό ἀπόλυτο. Ἕνα; Ἕνα· ἀλλά νά φτάσει ὅμως στό ἀπόλυτο. Καί πῶς νά βρεῖ τό ἀπόλυτο; Λέει λοιπόν: «Καί ὅταν μετά ἀπό ἔρευνα καί πάλη –ἀγώνα δηλαδή– πολλῶν ἐτῶν, ἀνακάλυψα ὅτι τό ἀπόλυτο θά τό βρῶ μέσα στήν ὑπακοή, χάρηκα πού βρῆκα, τάχα, τόν τρόπο καί τή μέθοδο γιά νά ξεπεράσω τόν κακό μου ἑαυτό καί νά γίνω ἡ σπουδαία καί ἡἐνάρετη χριστιανή».

 

«Τώρα καταλαβαίνω τί εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Πέταμα θέλει αὐτός»

 

Πρίν προχωρήσουμε, θέλω νά πῶ ἐδῶ τό ἑξῆς. Παρακαλῶ, μή δυσκολευθοῦμε νά ἔχουμε τήν ταπείνωση νά προσέξουμε καί νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι καί τά πιό καλά πράγματα, καί τά πιό ἅγια πράγματα, καί τίς πιό καλές σκέψεις, τίς γνώσεις κτλ., μπορεῖ κανείς νά τά χρησιμοποιήσει κακῶς. Καί δέν γίνεται αὐτό ἁπλῶς ἀπό ἄγνοια. Μάθαμε τώρα κάτι καί τό βάζουμε μπρός, καί νομίζουμε ὅτι αὐτό θά μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ πού βαθύτερα θέλει νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει πιό πάνω ἡ γράφουσα.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιά νά θεωθεῖ. Ἕως ὅτου ὅμως νά βρεῖ αὐτόν τόν δρόμο, θά περάσει πολλά. Καί θά τόν βρεῖ, ὅταν ἀφεθεῖ στό νά τόν θεώσει ὁ Θεός. Ὅταν κάνει ἀγώνα στηριζόμενος στίς δικές του ἱκανότητες –ναί μέν ἔχω κουσούρια, στεροῦμαι ταλάντων, ὑστερῶ, ἀλλά ἐγώ θά τό ξεπεράσω αὐτό– εἶναι ἕνας μάταιος ἀγώνας· ἕνας ἀγώνας πού ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ, ἀλλά βλάπτει. Διότι ὁἄνθρωπος παθαίνει αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς Ἑβραίους στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «Τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν».3 Παθαίνει δηλαδή αὐτό τό ἄχαρο πράγμα, αὐτό τό φοβερό πράγμα: καί τήν ὥρα πού θέλει κανείς νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί τήν ὥρα πού θέλει νά εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι μέ τόν Θεό, νά βαδίζει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά θεωρεῖται ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θέλει τά πράγματα νά τά κάνει ἔτσι, πού νά ἔχει μέσα του αὐτή τήν αὐτοδικαίωση: «Ἐγώ εἶμαι, ἐγώ τά ἔκανα, ἐγώ τά κατάφερα, ἐγώ τό κατόρθωσα». Βαθιά δηλαδή ἡ ρίζα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαυτία, πού κατατρώγει ὅλα αὐτά τά καλά πού κάνεις, καί στό τέλος ἔχουμε τό μηδέν.

Ἐδῶ εἶναι λοιπόν πού, ἐνῶ τά λέμε, τά ξαναλέμε, δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Ὁ καθένας, ἐπειδή δέν θέλει νά στρωθεῖ στή μαθητεία, στήν ὑπακοή, στόν ἀγώνα τόν σωστό –μέ τήν ἔννοια νά εἶναι ἕτοιμος νά περάσει ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός χωρίς νά σκανδαλίζεται μέ τόν Θεό, ἀλλά νά ἔχει ἐμπιστοσύνη καί χαρά μεγάλη πού βρῆκε τόν Θεό, πού τόν βρῆκε ὁ Θεός, πού τόν ἔβαλε στόν δρόμο, καί ὑπομονετικά νά κάνει τόν κανόνα του– ὅλα τά διαστρέφει. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι τό κάνει ἐπίτηδες. Ὄχι. Βαθύτερα ὅμως ἔχει εὐθύνη κανείς· διότι δέν θέλει νά δεῖ ὅτι εἶναι ἕνας ἐγωίσταρος –συγγνώμη πού τό λέω ἔτσι. Δέν θέλει νά τό δεῖ.

Σήμερα σκεπτόμουν πάλι ὅτι, ἀπό μιά πλευρά, ὅλο τό πρόβλημα στόν ἄνθρωπο εἶναι νά ἀποδεχθεῖ τήν ἁμαρτωλή κατάστασή του καί νά παραδοθεῖ στόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νά τόν σώσει. ὉΧριστός ἔγινε ἄνθρωπος, πέθανε στόν Σταυρό, ἔχυσε τό αἷμα του, γιά νά πεθάνει τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας. Καί καθώς ἐμεῖς θά πιστέψουμε στόν Χριστό, θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό καί θά περνάει μέσα μας ἡἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ, θά θανατώνεται ἡ ἁμαρτία. Ἡ ὁποία ἁμαρτία ὅμως δέν ἦρθε σάν πιτσίλισμα ἀπό κάπου, καί ἄντε νά τή διώξουμε. Ἐσύ, ὁ ὅποιος, καίτοι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, λογικό πλάσμα κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλασθέν, ἐσύ λοιπόν πῆρες καί παίρνεις στάση τέτοια καί ἐνεργεῖς ἔτσι, πού θέλεις, σώνει καί καλά, νά κρατήσεις αὐτόν τόν ἑαυτό σου ὁ ὁποῖος ἔκανε ἐπανάσταση ἀπέναντι στόν Θεό, ἔγινε ἀντάρτης· καί ρίζωσε αὐτό πιά μέσα σου. Αὐτός εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος.

Ναί, ὅπως κι ἄν τό κάνεις, εἶσαι παλαιός ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό λέει ὁ Χριστός νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου. Ἀλλά αὐτό τό «νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου» σημαίνει νά πεθάνει ὁ ἑαυτός σου. Καί γι᾿ αὐτό κάνει λόγο γιά σταυρό: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».4 Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά σηκώσει τόν σταυρό του. Ναί, νά σταυρωθεῖς ἐκεῖ μέ τόν Χριστό, νά σταυρωθεῖς ἀληθινά, ὥσπου νά βεβαιωθεῖς ὅτι πέθανε τελικά μέσα σου ὁ ἑαυτός σου. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»,5 ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Αὐτό ὅμως τό πράγμα, ἐνῶ θεωρητικά γίνεται σέ μιά στιγμή, στήν πράξη θέλει μιά ὁλόκληρη ζωή, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά παραδεχθεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του καί νά παραδοθεῖ στόν Θεό. Πόσοι καί πόσοι μπαίνουν σέ ἕναν ἀγώνα πνευματικό, καί καθώς διαπιστώνουν ὅτι ἔχουν μέσα τους διάφορα ἀρνητικά στοιχεῖα (πάθη, ἀκατέργαστες καί ἀρρωστημένες καταστάσεις κτλ.), αὐτό τούς ταλανίζει κυριολεκτικά. Θά ἤθελαν νά μήν τά ἔχουν, θά ἤθελαν νά εἶναι καλοί, ἀλλά στό βάθος γιά νά μποροῦν νά ἔχουν καλή γνώμη γιά τόν ἑαυτό τους καί νά μποροῦν νά σταθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦἀσπροπρόσωποι: «Τί καλός πού εἶμαι ἐγώ! Δέξου με, Θεέ, καί χαρίτωσέ με καί δῶσ᾿ μου τά δῶρα σου καί τά ἀγαθά σου». Γι᾿ αὐτό οἱ ἄνθρωποι δέν ἀσχολοῦνται μέ αὐτά. Δέν τούς νοιάζει καθόλου ἄν εἶναι ἀκατέργαστη ἡ ψυχή τους ἤ δέν εἶναι, ἄν ἔχουν μέσα τους τόν παλαιό ἄνθρωπο πού διαφεντεύει. Δέν τούς νοιά­ζει. Κάνουν ἁπλῶς μερικά πνευματικά καθήκοντα, βολεύονται κάπως, ἀπολαμβάνουν καί τή ζωή, τίς χαρές τῆς ζωῆς, καί ἐκεῖ ἐξαντλοῦν ὅλη τή θρησκευτικότητά τους καί τή σχέση τους μέ τόν Θεό.

Ἄλλοι πάλι πού θά τά πάρουν λίγο σοβαρότερα τά πράγματα, μόλις διαπιστώσουν ὅτι μέσα ἡκαρδιά τους εἶναι σπήλαιο ληστῶν, ὄχι ἁπλῶς τρομοκρατοῦνται, ὄχι ἁπλῶς πανικοβάλλονται, ἀλλά ἀγώνας μεγάλος νά περισώσουν τήν κατάσταση. Ἀντί νά πεῖ κανείς: «Τώρα καταλαβαίνω τί εἶναι ὁἑαυτός μου. Πέταμα θέλει αὐτός. Ὅ,τι κι ἄν πάθω στή ζωή μου, τίποτε δέν εἶναι, ἀφοῦ αὐτό τό πράγμα θά μέ βοηθήσει ἀκριβῶς νά ἀπαλλαγῶ τό συντομότερο ἀπό τόν ἑαυτό μου». Δέν τό παίρνουν ἔτσι. Ἀντίθετα, ἀγώνας μεγάλος νά περισώσουν τόν ἑαυτό τους.

 

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στή ρίζα του φίλαυτος. Νά γιατί χρειάζεται ἡ μαθητεία

 

Ὅποιος ἀποδεχθεῖ τόν ἑαυτό του, ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Καί δέν θά πεῖ ψέματα. Δέν εἶναι ψέμα δηλαδή ὅτι ὁ ἑαυτός του δέν εἶναι καλός, καί τόν βάζουν νά πεῖ ὅτι τάχα δέν εἶναι καλός καί ἑπομένως νά ὁμολογήσει κάτι πού εἶναι ψέμα. Ἅμα θελήσεις νά δεῖς τόν ἑαυτό σου, θά δεῖς τί εἶναι. Καί νά τόν ἀπαρνηθεῖς. Νά ἀποδεχθεῖς αὐτή τήν ἀλήθεια, αὐτή τήν πραγματικότητα: ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, καί μόνο ὁ Χριστός σέ σώζει. Ὅσες ἀρετές κι ἄν ἀποκτήσεις, ὅσα ἄλλα καλά κι ἄν κάνεις, ὅσο κι ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἐσύ εἶσαι καλός καί ἐνάρετος, ὅτι δέν εἶσαι σάν τούς ἄλλους –«οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων»,6 ὅπως εἶπε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς– δέν πρόκειται νά σωθεῖς. Ἀλλά πῶς θά γίνει αὐτό;

Καί λέει τώρα ἐδῶ ἡ ψυχή αὐτή: «Ὥσπου στίς 6-11-1979 ἔλαβα διά τῶν χειρῶν σας τήν ἀπάντηση-καταπέλτη ἀπό τόν Θεό, πού δέν παίζει ‒δηλαδή κάτι εἶχα γράψει ἐγώ στήν ψυχή αὐτή, γι᾿ αὐτό τό λέει ἔτσι– καί ἔνιωσα τό πρῶτο ὀδυνηρό, ἀλλά ὅμως εὐεργετικό, πλῆγμα κατά τῆς ἐξυπνάδας μου. Μοῦγράφατε: (Τό ᾿79 αὐτό. Κοντεύουν 30 χρόνια δηλαδή). “Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος θά κινεῖται πρός τήν ἀρετή μέ διάθεση νά φθάσει σέ κατάσταση πού αὐτάρεσκα θά νιώθει ὅτι δέν εἶναι φίλαυτος καί δέν ἔχει μέσα του ἀφέντη ‒εἶναι σατανική αὐτή ἡ διάθεση‒ ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά συνεργαστεῖ μαζί του. Καί θά τόν ἀφήσει νά παιδεύεται στή φιλαυτία καί στόν ἐγωισμό, ἕως ὅτου νά πεισθεῖ ὅτι αὐτός καθ᾿ ἑαυτόν εἶναι στή ρίζα του φίλαυτος. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ μαθητεία. Ἄν δέν μαθητεύσουμε στόν Θεό, θά μαθητεύσουμε ὁπωσδήποτε στή φιλαυτία μας”».

Καί συνεχίζει ἡ γράφουσα: «Τά πράγματα ἔδειξαν ὅτι δέν πολυκατάλαβα καί δέν πολυσυνειδητοποίησα…» Αὐτό θέλω, παρακαλῶ, νά τό προσέξουμε. Πόσα ἔχουμε πεῖ, καί γενικά μέ ὅλους καί μέ τόν καθένα χωριστά. Πόσα ἔχουμε πεῖ καί πόσα λέμε! Καί εἶναι ὅλα ἀλήθειες· δέν εἶναι λόγια γιά νά περνᾶ ἡ ὥρα. Καί δέν καταλαβαίνουμε. Εἶναι βέβαιο λοιπόν ἐδῶ ὅτι δέν κατάλαβε αὐτή ἡψυχή τότε τί ἀκριβῶς εἴπαμε. Ἀλλά φαίνεται πώς ὑπῆρχε αὐτό πού λέμε, ὅτι δηλαδή κάτι διαισθανόταν. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ θά ἔπρεπε κανονικά νά τό βάλει στά πόδια, ἔμεινε· καί ὠφελήθηκε βέβαια.

«…δέν πολυκατάλαβα καί δέν πολυσυνειδητοποίησα τότε τί μοῦ γράφατε. Ἄν καί ὁ κώδωνας πού μοῦ κτυπήσατε ἦταν πολύ δυνατός. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός, ἐν τῇ πανσοφίᾳ του καί ἐν τῇ φιλανθρωπίᾳ του, ἄφησε νά πάθω καί νά ξαναπάθω πάλι καί πάλι, νά παιδευτῶ γιά τά καλά, γιά νά μάθω. Καί πάλι φοβᾶμαι νά πῶ ὅτι ἔμαθα, γιατί τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως δέν μαθαίνεται μέ τό μυαλό οὔτε καί μέ καμιά ἀνθρώπινη μέθοδο, παρά μόνο μέ τή συνειδητοποίηση τῆς μηδαμινότητός μας καί τήν πλήρη ἀνάθεση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας στά ἅγια χέρια τοῦ Θεοῦ».

Στή συνέχεια, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά πού εἴπαμε σήμερα τό πρωί, λέει τά ἑξῆς: «Σήμερα συνειδητοποίησα, νομίζω, γιά μιά ἀκόμη φορά, τό ὀλέθριο λάθος μου, καί ἔκλαψα μέ πόνο καί δάκρυα πολλά. Πιστεύω δηλαδή ὅτι καί ἐγώ ἤμουν ἀπό τίς ψυχές ἐκεῖνες στίς ὁποῖες ἔδωσε ὁ Κύριος ἕνα τάλαντο. Ἀλλά τό λάθος μου ἦταν πού ὅλη ἡ φροντίδα μου καί ἡ προσπάθειά μου ἦταν νά τό καλλιεργήσω, νά τό ἀναπτύξω καί νά τό πολλαπλασιάσω μέ τό δικό μου κοφτερό μυαλό, καί ὄχι νά τό ἐκτιμήσω καί νά τό ἀφήσω ἁπλά καί ταπεινά νά τό αὐξήσει, σύμφωνα μέ τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μου, ὁΘεός πού μοῦ τό ἔδωσε ‒καί εἶχε ὅλη τήν ἐξουσία καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀνείπωτη ἀγάπη νά τό κάνει. Γι᾿ αὐτό καί μέχρις ἑνός σημείου ἔμεινε στάσιμο. Ὅταν δέ, πάλι μέ τό ἀτού τῆς ἐξυπνάδας μου, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἔπρεπε νά τό καταθέσω στήν τράπεζα (τῆς ὑπακοῆς), γιά νά εἰσπράξω τουλάχιστον τούς νόμιμους τόκους, τότε ἦταν πού ἔκανα τό πιό μεγάλο λάθος, πού στοίχισε πολλαπλά τήν ἀπροκοπιά μου. Ἀντί δηλαδή νά τό καταθέσω μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ αἴσθημα ἀσφαλείας ὅτι θά εἰσέπραττα σωτηρία, τό κατέθεσα ὑπολογιστικά· καί κάθε φορά πού εἰσέπραττα ἐκκοπή τοῦ θελήματος, τό ἀπέσυρα καί κέρδιζα, δυστυχῶς, τή φιλαυτία μου».

 

«Ναί, θά σέ ἐλεήσω!»

 

Ἐδῶ καταλαβαίνετε τώρα τί ἐννοεῖ· τά γράφει λίγο παραστατικά. Δηλαδή, βάζει ἀρχή κανείς, ὅπως λέμε συχνά, μπαίνει σ᾿ ἕνα δρόμο, μπαίνει στήν ἀληθινή ὑπακοή, στή μαθητεία. Βάζει δηλαδή τό ἕνα τάλαντο στήν τράπεζα –ὅπως λέγαμε καί τό πρωί– σύμφωνα μέ αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἀντί νά τό κρύψεις, δέν πήγαινες νά τό βάλεις στήν τράπεζα, ὥστε, ὅταν ἔρθω, νά εἰσπράξω τόν τόκο;»7

Κάποιος, ἄς ποῦμε, αἰσθάνεται τόσο φτωχά, ὄχι ἀπό πλευρᾶς προσόντων ἀλλά ἀπό πλευρᾶς ἐσωτερικῆς διαθέσεως, καί σκέπτεται: «Κι ἐμένα ὁ Θεός θέλει νά μέ σώσει καί μπορεῖ νά μέ σώσει. Ἔτσι, αὐτό τό λιγουλάκι πού ἔχω μέσα μου νά τό ἐμπιστευθῶ στόν Θεό». Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις, ἄν μείνει μόνος του κανείς, θά τά κάνει θάλασσα. Μπαίνει λοιπόν στήν ὑπακοή. Καί καλά εἶναι –γι᾿ αὐτό καί λέει ὁ Κύριος γιά τράπεζα καί γιά τόκους– νά κάνει κανείς μιά ὑπακοή ὅσο γίνεται καλύτερη. Ἀλλά στήν πράξη ὑπακοή σημαίνει, σύν τοῖς ἄλλοις, κυρίως ἐκκοπή τοῦ θελήματος: «Ὄχι, αὐτό δέν θά τό κάνεις. Ἔτσι θά κάνεις. Ὄχι, μή βιάζεσαι. Πρόσεξε». Καί λέει ἐδῶ τό σημείωμα παραστατικά: «Καί κάθε φορά πού εἰσέπραττα ἐκκοπή τοῦ θελήματος, τό ἀπέσυρα καί κέρδιζα, δυστυχῶς, τή φιλαυτία μου».

Αὐτό εἶναι κάτι πού συμβαίνει μέ ὅλους μας, εἴτε εἴμαστε στήν ὑπακοή μέ τή στενή ἔννοια εἴτε εἴμαστε στή γενικότερη ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Χριστιανοί τώρα ἐμεῖς, ἀκοῦμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, κάτι φουντώνει μέσα μας, ὁπότε φιλοτιμούμαστε καί ἀρχίζουμε πνευματικό ἀγώνα. Καί ὁΘεός, προκειμένου νά σέ φυλάξει ἀπό τήν ὑπερηφάνειά σου, ἀπό τή φιλαυτία σου, ἀπό τά ἀτού σου, ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα σέ καταστρέφουν καί δέν σέ σώζουν, θά ἐπιτρέψει νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ζοριστεῖς. Κι ἐσύ, μόλις συναντήσεις τίς πρῶτες δυσκολίες, κάνεις πίσω. Κάνεις πίσω ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπογοητεύεσαι, στενοχωριέσαι, ἀθυμεῖς, λίγο ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καμιά φορά λές: «Δέν γίνεται τίποτε. Δέν μπορῶ. Δέν μέ καταλαβαίνουν»· καί δέν κάνεις ὑπακοή. Ἐνῶ ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά σοῦἔρθει κάτι –Ἐκεῖνος ξέρει τί εἶναι αὐτό πού θά ἔρθει καί γιατί θά ἔρθει· ἀλλά πάντως εἶναι μέσα στήν ὑπακοή– ἐσύ ταράσσεσαι, ἀνησυχεῖς. Ἐμένα μοῦ κάνει ἐντύπωση. Ἄν θέλετε νά πῶ, σ᾿ αὐτό τό θέμα δέν συνεννοούμαστε.

Ὅ,τι κι ἄν ἔρθει, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, ὁ Θεός τό ξέρει καί τό ἐπιτρέπει, διότι, σύν τοῖς ἄλλοις, ἄκουσε τήν προσευχή σου, πού τόν παρακαλεῖς καί τοῦ λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί εἶναι σάν νά σοῦ ἀπαντᾶ: «Ναί, θά σέ ἐλεήσω. Ἀλλά γιά νά ἐλεηθεῖς, δέν φθάνει ἁπλῶς νά σοῦ δώσω ἐγώ τό ἔλεός μου. Ἐγώ ἔχω πλούσιο ἔλεος νά σοῦ δώσω, ἀλλά πρέπει ἐσύ νά πάρεις σωστή στάση. Ὅμως, γιά νά μάθεις αὐτό τό μάθημα καί νά πάρεις σωστή στάση, πρέπει νά πάθεις». Καί ἐπιτρέπει νά ἔρθει τό ἕνα, τό ἄλλο… Καί καμιά φορά, ἄν ὄχι ὅλες τίς φορές, ἔρχεται ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού δέν περίμενες. Ὅλα τά ἄλλα τά περίμενες, ἀλλά αὐτό δέν τό περίμενες. Κι ἐσύ, ὡς καλός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὑπάκουος μαθητής, ὡς καλός χριστιανός, ἀληθινός χριστιανός πού θέλει σωτηρία, νά μήν πάθεις τίποτε μέσα σου, νά μήν ταραχθεῖς, νά μήν ἀνησυχήσεις. Καί ὅμως, πολλές φορές τρέχει κανείς στά προσκυνήματα, στούς ἁγίους, στόν Θεό, νά παρακαλέσει, ὥστε τό γρηγορότερο νά πάρει αὐτό τό ὁποῖο ἐπέτρεψε ὁ Θεός. Καί τό ἐπέτρεψε –ἐσύ βέβαια δέν τό καταλαβαίνεις ἔτσι– γιά νά σοῦ κάνει καλό.

 

«Ἀποσύρω τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου…»

 

Σύμφωνα λοιπόν μέ αὐτά πού λέει ἐδῶ τό σημείωμα, πάει κάποιος καί βάζει στήν τράπεζα, στήν ὑπακοή δηλαδή, τό ἕνα τάλαντο πού ἔχει. Αὐτό μπορεῖ νά κάνει· περισσότερο δέν μπορεῖ νά κάνει. Δέν ἔχει δεύτερο ἤ τρίτο ἤ τέταρτο ἤ πέμπτο τάλαντο, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ἐκεῖ στήν παραβολή πού εἶχε ἕνα τάλαντο. Καθώς ὅμως ἀρχίζει ἡ ἐργασία ἡ πνευματική, ὁ Θεός δέχεται τό τάλαντό σου, πού τό ἔβαλες στήν τράπεζα τῆς ὑπακοῆς, καί ἐπιτρέπει κάποια πράγματα πού δέν σοῦ ἀρέσουν. Κι ἐσύ ἀποσύρεις τό τάλαντο, ὅπως κάνει κάποιος πού βάζει ἕνα ποσό στήν τράπεζα, καί ὅταν, κατά τή γνώμη του, δέν ἔχει κέρδος, τό ἀποσύρει. Ἔτσι κι ἐδῶ στά πνευματικά: ὅταν, κατά τή γνώμη του, δέν ἔχει κέρδος κανείς, πάει καί παίρνει τό τάλαντο, τό ἀποσύρει καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ τό κρύβει, ὅπως ἔκανε αὐτός πού ἔλεγε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή.

«Ἀντί δηλαδή νά τό καταθέσω μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ αἴσθημα ἀσφαλείας ὅτι θά εἰσέπραττα σωτηρία, τό κατέθετα ὑπολογιστικά, καί κάθε φορά πού εἰσέπραττα ἐκκοπή τοῦ θελήματος, τό ἀπέσυρα καί “κέρδιζα” δυστυχῶς τή φιλαυτία μου». Ἐντάξει· κέρδιζες. Τί κέρδιζες ὅμως; Ἡ φιλαυτία μένει. Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: ἡ ἁμαρτία μένει. Ἐπειδή λέτε ὅτι ἐσεῖς βλέπετε, ὅτι ἐσεῖς καταλαβαίνετε, ὅτι ἐσεῖς ξέρετε, καί δέν παραδίδεστε στό φῶς τό δικό μου, ἡ ἁμαρτία μένει. Διότι, ὅταν νομίζεις ὅτι ἐσύ ξέρεις, ὅτι ἐσύ εἶσαι καλός, εἶσαι ἐνάρετος, ὅτι σάν κι ἐσένα δέν εἶναι ἄλλος, δέν δέχεσαι τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί περιορίζεσαι στό δικό σου, δῆθεν, φῶς. Καί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή λέτε ὅτι βλέπετε, ἡ ἁμαρτία μένει.8

Ἔτσι ἐδῶ λοιπόν τί κερδίζει κανείς; Κερδίζει τή φιλαυτία του τελικά. Δέν φεύγει ἡ φιλαυτία. Εἶναι φοβερό αὐτό. Ἐνῶ, ἄν θελήσεις νά μπεῖς στήν ὑπακοή, στή μαθητεία, νά κόψεις τό θέλημά σου, καί ὁδηγηθεῖς ἔτσι, λυτρώνεσαι· διότι ὁ Θεός ὅλα τά ἔχει ἕτοιμα γιά τόν καθένα μας. Θά σέ τσούξει βέβαια, θά σέ πονέσει, ἀλλά θά κάνεις ὑπομονή μέ πολλή ἐμπιστοσύνη καί μέ εὐγνωμοσύνη. Εὐγνωμοσύνη. Δέν τό ἔχουν αὐτό οἱ χριστιανοί. Ἀντί ὅλοι νά χαιρόμαστε πού βρήκαμε τόν Θεό, πού γνωρίζουμε τόν ἀληθινό Θεό, πού εἶναι στή διάθεσή μας ὁ ἀληθινός Θεός, πού ζοῦμε ἀκόμη καί ἔχουμε περιθώριο νά μετανοήσουμε, μᾶς τρώει ἡ μιζέρια. Ναί, δυστυχισμένοι καί οἱ χριστιανοί, ἐπειδή δέν ἔχουν αὐτά πού θέλουν. Ἄφησέ τα αὐτά πού θέλεις. Ἀκολούθησε τόν Θεό καί δέξου αὐτά πού δίνει ὁ Θεός, τά ὁποῖα εἶναι ἀπείρως ἀνώτερα καί ἀληθινότερα, καί κυρίως ἔχουν σωτηρία.

Τελικά λοιπόν, ἐνῶ ἀγωνίζεσαι, δέν προκόπτεις. Καί λές: «Δέν μπορῶ νά ταπεινωθῶ. Δέν μπορῶνά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή φιλαυτία». Γιατί δέν μπορεῖς; Διότι, ὅ,τι κι ἄν κάνεις, καί αὐτή ἡ διαμαρτυρία σου τώρα, εἶναι γιατί ἀγαπᾶς τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωισμό, τή φιλαυτία σου· τά θέλεις αὐτά. Δέν τό ξέρει ὁΘεός ὅτι εἴμαστε φίλαυτοι, ἐγωιστές; Δέν τό ξέρει ὅτι μέσα μας εἶναι ὁ παλαιός ἄνθρωπος; Τί καθόμαστε καί διαμαρτυρόμαστε: «Ἄχ, δέν μπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἄχ, δέν μπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τά πάθη» –τάχα;

Ἅμα δέν σέ ἀπαλλάξει ὁ Θεός, δέν θά ἀπαλλαγεῖς. Ἀλλά καί τό ὅτι, ἐνῶ ἐσύ προσπαθεῖς νά ἀπαλλαγεῖς, αὐτά μένουν, εἶναι εὐλογία αὐτό τό πράγμα ‒συγγνώμη πού τό λέω ἔτσι. Μέ ποιά ἔννοια; Μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐπιτέλους, θά πεισθεῖς ὅτι εἶσαι παλαιός ἄνθρωπος, ὅτι εἶσαι ὅλος ἐγωισμό, ὅλος φιλαυτία. Καί νά τό δεχθεῖς ἥσυχα-ἥσυχα. Δέν χρειάζεται νά ταράσσεσαι καί νά ἀνησυχεῖς. Διότι, ἄν ποτέ γίνεις ταπεινός, ὁ Θεός θά σέ κάνει. Ἄν ποτέ φτάσεις στό σημεῖο νά μήν ἐπηρεάζεσαι ἀπό τή φιλαυτία, ὁ Θεός θά σέ κάνει ἔτσι. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τί ταράσσεσαι λοιπόν; Ἀλλά ποῦ νά καταλάβει ὁ ἄλλος, καθώς παραπονεῖται: «Δέν μπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Δέν μπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τόν ἐγωισμό, ἀπό τή φιλαυτία». Καί τοῦ λές: «Δέν πειράζει. Μή στενοχωριέσαι. Δέξου το ὅτι ἔτσι εἶναι: ῾῾Ναί, Θεέ μου, τώρα ἐγώ βλέπω τί ἐστί φιλαυτία καί τί ἐστί ὑπερηφάνεια. Τόσα χρόνια δούλεψα ὑπέρ τῆς ὑπερηφανείας᾿᾿. Καί ἡσύχασε».

Δέν μπορεῖ ὅμως. Γιά νά τό κάνει αὐτό, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει μέσα του διάθεση νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· πρέπει νά ἔχει διάθεση νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός νά ταπεινωθεῖ, ὥστε νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τή φιλαυτία, ἀπό τόν ἐγωισμό. Ἀλλά δέν ἔχει. Καί ὅταν θέλει κανείς νά μήν ἔχει ἐγωισμό, τό κάνει ἀπό ἐγωισμό. Καί ὅταν θέλει νά μήν ἔχει φιλαυτία, τό κάνει ἀπό φιλαυτία. Εἶναι ἁπλό νά τό καταλάβει κανείς. Καί ὅμως, πολλές φορές διαπιστώνω ὅτι δέν καταλαβαίνει ὁ ἄλλος καί συνεχίζει τά ἴδια.

 

Δέν μαθαίνονται ἀμέσως τά μαθήματα

 

«Πιστεύω πώς αὐτή ἡ συχνή τακτική τῆς “ἀνάληψης” τοῦ ποσοῦ, κάθε φορά πού διαπίστωνα ὅτι δέν ἔτρεφε τή φιλαυτία μου, ἦταν αὐτή πού ἀνέκοπτε τήν πορεία τῆς προκοπῆς μου. Καί ἀνάγκασε τόν μακρόθυμο καί ἄκρως ὑπομονετικό Θεό νά ἀφήσει νά πάθω ξανά καί ξανά, ὥσπου νά μάθω».

Ἔτσι εἶναι. Ἔχουμε πεῖ ὅτι, ὅταν δεῖ ὁ Θεός πρόθυμα-πρόθυμα νά ὑπακοῦς καί νά ἀνταποκρίνεσαι –διότι δέν εἶναι ὅλοι τό ἴδιο– δέν θά ἐπιτρέψει νά πάθεις ὅσα ἀρχικά ὁ Θεός εἶχε σκεφθεῖ νά πάθεις ἀφοῦθέλεις νά φθάσεις στή σωτηρία. Μπορεῖ ἀρχικά νά χρειαζόταν νά πάθεις ἑκατό πράγματα, ἄς ποῦμε. (Ἀναφέρω, τρόπον τινά, καί ποσά. Ὁ Θεός τά ξέρει αὐτά, ἀλλά νά, ἀπό τήν πείρα μου ὡς πνευματικοῦ τό λέω). Καί ὅταν δεῖ ὁ Θεός ὅτι πρόθυμα ἐσύ, μέ τό πρῶτο πού ἔπαθες –ἀντί νά σκανδαλιστεῖς, ἀντί νά πειραχτεῖς, ἀντί νά ἀνησυχήσεις, ἀντί νά στενοχωρηθεῖς, ἀντί νά τρέξεις τάχα νά ἐξομολογηθεῖς– καταλαβαίνεις καί ἀνταποκρίνεσαι, μπορεῖ νά τά μειώσει ὁ Θεός. Ναί, καμιά φορά πάει νά ἐξομολογηθεῖκανείς, ἀκριβῶς γιά νά αὐτοδικαιωθεῖ. Ἄλλο εἶναι νά μετανοήσεις καί νά πᾶς νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου, καί ἄλλο εἶναι νά τρέξεις τάχα νά ἐξομολογηθεῖς, ἐπειδή ταράχτηκες, ἐπειδή δέν ἔγινε αὐτό πού ἤθελες, καί στενοχωριέσαι τώρα καί νομίζεις ὅτι κάτι ἔπαθες. Καί γίνονται ὅλα παιγνίδια, ξέρετε, ἀντί νά εἶναι μιά καλή ἐργασία πνευματική. Αὐτά πρέπει νά τά ποῦμε, γιά νά μήν παίζουμε. Νά μιλοῦμε ἀληθινά, σᾶς παρακαλῶ. Καί, ἄν θέλετε, αὐτά πού λέμε τώρα εἶναι καί ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἀναφορά σέ ὅσα εἴπαμε τό πρωί καί γενικότερα σ᾿ αὐτά πού λέμε ὡς «διαθήκη».9

Ὅταν ἀνταποκριθεῖς λοιπόν, μπορεῖ ὁ Θεός νά τά μειώσει καί ἀπό ἑκατό νά τά κάνει εἴκοσι μόνο. Νά μή σοῦ χρειάζονται καί τά ἑκατό. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι γίνονται ὑπολογισμοί· παρακαλῶ, μήν τό παρεξηγήσετε. Στήν πράξη θά φανεῖ. Τί ἐννοῶ; Παθαίνεις ἄς ποῦμε κάτι, καί τό βλέπεις βέβαια ὅτι τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί μέσα ἀπό αὐτό σέ βοήθησε πάρα πολύ νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου καλύτερα, καί ἐπίσης νά γνωρίσεις τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τή συγκατάβασή του, τή φροντίδα του γιά σένα. Καί ἀπό κεῖπού θά ᾿πρεπε πιό πολύ νά φοβηθεῖς, ἐσύ παίρνεις ἀέρα.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἄρχισε λίγο-λίγο νά συνεννοεῖται μέ τόν Θεό, νά μπαίνει στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ, νά δέχεται μέ εὐγνωμοσύνη, μέ πολλή ἐμπιστοσύνη καί χωρίς νά σκανδαλίζεται καθόλου αὐτά πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, μόλις γίνει κάτι καί δεῖ εὐλογία Θεοῦ, ἀκόμη πιό πολύ ταπεινώνεται, ἀκόμη πιό πολύ συντρίβεται. Γεμίζει ἡ ψυχή του βαθύτερα μέ κατάνυξη καί ἔχει ἕνα φόβο, μέ τήν καλή ἔννοια. Ὁ ἄλλος ἕτοιμος εἶναι νά πάρει ἀέρα. Σέ εὐλόγησε, εὐλογημένε, ὁ Θεός. Καθώς τόν παρακάλεσες, κάτι ἔκανε στήν ψυχή σου. Ἐσύ ἕτοιμος εἶσαι νά πάρεις ἀέρα. Καί ἐπιτρέπει ἀκόμη πιό πολύ νά πέσεις ὕστερα. Καί μοιάζει μερικές φορές σάν νά ἔχουμε ἕνα φαῦλο κύκλο. Ὁπότε μπορεῖ νά πεῖ κανείς: «Μά, τί εἶναι αὐτά πού μᾶς λένε; Δέν ὑπάρχει πρόοδος πνευματική». Δέν ξέρεις τίποτε ἀκόμη, γι᾿ αὐτό μιλᾶς ἔτσι. Δέν τά ἔμαθες τά μαθήματα αὐτά. Καί ἄν μέ ρωτᾶτε ἐμένα, δέν μαθαίνονται ἀμέσως. Ἀλλά δέν θά μαθευτοῦν καθόλου, ἐάν δέν ἀρχίσει κανείς στήν πράξη ἔτσι νά ὑπακούει στόν Θεό καί νά εἶναι στόν δρόμο τοῦΘεοῦ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο.

 

Στά πνευματικά χαίρεσαι κάθε δευτερόλεπτο νά βάζεις ἀρχή

 

Γιά, νά δοῦμε πάλι τό σημείωμα καί νά τελειώ­σουμε, παρακαλῶ. «Δέν τολμῶ νά ξαναπῶ ὅτι ἔμαθα. Πρόδωσα τόσες φορές τήν ὑπακοή, πού δέν ἔχω πλέον καμιά ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου. Τολμῶ νά πῶ ὅμως ὅτι κατάλαβα, βίωσα, πώς ὑπακοή χωρίς ἐμπιστοσύνη δέν ἀντέχει στόν χρόνο. Καί ὅτι μία καί μόνη φορά νά νιώσει ἡ ψυχή τήν εὐλογία, τήν προκοπή ἀπό αὐτή τήν ὑπακοή, τότε ὅλος ὁἀγώνας της στρέφεται μέ ὅλο τόν ζῆλο καί μέ ὅλη τήν προθυμία της γύρω ἀπό αὐτήν. Σήμερα ἀποσύρω μόνο τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου καί καταθέτω ἐξαρχῆς τό κεφάλαιο τῆς ἄπειρης εὐγνωμοσύνης μου καί τῆς ἀπεριόριστης ἐμπιστοσύνης μου».

Νομίζω, τό καταλαβαίνουμε αὐτό. Δηλαδή, ἔβαλε κανείς τό φτωχό του τάλαντο –τή λίγη αὐτή καλή διάθεση πού ἔχει– στήν ὑπακοή, ἀλλά τά ἔκανε θάλασσα. Καί κυρίως εἶναι ὅτι ἐνεργεῖ κανείς ἀφρόνως. («Ἀποσύρω τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου», ὅπως λέει τό σημείωμα). Ἔμαθε ὅμως τό μάθημα καί ξαναβάζει ἀρχή. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή –πού ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς ὅτι βάζουμε ἀρχή στήν ἀρχή τοῦἔτους, βάζουμε ἀρχή ὕστερα ἀπό λίγες μέρες, ἤ συμβαίνει κάτι ἄλλο πού μᾶς δίνει ἀφορμή καί βάζουμε πάλι ἀρχή κτλ. Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, τελικά ἀνά πᾶσαν στιγμήν βάζει κανείς ἀρχή, διότι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ὁ ἄνθρωπος, ἄν εἶναι ἀπρόσεκτος, κινδυνεύει νά βγεῖ ἀπό τόν δρόμο.

Δέν ξέρω πῶς γίνεται ἐκεῖ στό χρηματιστήριο, ἀλλά ξέρουμε ὅτι οἱ μετοχές ἀνεβαίνουν, κατεβαίνουν, καί ἀνάλογα πῶς θά πᾶνε, κανείς κερδίζει ἤ χάνει. Ἐδῶ δέν εἶναι ἔτσι. Δέν μπορεῖ νά σωθεῖκανείς, ἐάν δέν ἀφεθεῖ στά χέρια τοῦ Θεοῦ μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ αὐτή τή βεβαιότητα: ὅτι μᾶς ἔδειξε, καί μᾶς δείχνει, ὁ Θεός τόν δρόμο· ἦρθε ὁ Χριστός καί μᾶς σώζει, ἀναλαμβάνει νά μᾶς σώσει. Εἶναι βεβαιότατο αὐτό. Ὅσο πιό πολλές ἁμαρτίες ἔχουμε, τόσο πιό βέβαιο εἶναι ὅτι θά σωθοῦμε. Δέν τό φοβᾶται αὐτό ὁ Χριστός. Ξέρει ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Προσέξτε το αὐτό: ὅσο πιό πολλά κουσούρια ἔχεις, ὅσο πιό πολλά ἐλαττώματα ἔχεις, τόσο πιό βέβαιο εἶναι ὅτι θά σέ σώσει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὅμως μπές στόν δρόμο αὐτόν. Μπές στόν δρόμο. Καί συνέχεια νά βλέπεις τίς ζημιές πού παθαίνεις ἕνεκα τῆς ἀφροσύνης σου καί νά ἐπανατοποθετεῖσαι. Νά μή σκανδαλιστεῖς ποτέ. Ἄς φαίνεται ὅτι σάν νά χάνεις, σάν νά ζημιώνεις, σάν νά μήν προχωράει τό πράγμα, σάν νά εἶναι ἄχαρη ἡ ὅλη κατάσταση. Ἄς φαίνεται ἔτσι. Νά μή σκανδαλιστεῖς μέ τόν Θεό, ἀλλά νά ἔχεις τό κουράγιο κάθε στιγμή νά μετανοεῖς καί νά βάζεις ἀρχή. Ἔτσι ἀποσύρεις τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης σου. Νά πεῖς δηλαδή: «Ἄχ, Θεέ μου, πόσα ἔπαθα, καί πόσο μέ εὐλόγησες μέσα ἀπό αὐτά. Τώρα κατάλαβα, τώρα καταλαβαίνω καί ἀρχίζω ἀπό τήν ἀρχή». Δέν ὑπάρχει ὡραιότερο ἀπό αὐτό στήν πράξη. Δέν εἶναι δηλαδή ὅπως ὅταν ἕνας μαθητής ἤ ἕνας φοιτητής δίνει μιά φορά ἐξετάσεις, δίνει δυό φορές, δίνει τρεῖς φορές· βαριέται ὕστερα: «Πάλι ἀπό τήν ἀρχή;» Ὄχι. Στά πνευματικά χαίρεσαι κάθε δευτερόλεπτο νά βάζεις ἀρχή. Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, κάθε δευτερόλεπτο αἰσθάνεται κανείς αὐτό τό βίωμα: ὅτι μετανοεῖ καί ξαναβάζει ἀρχή. Αἰσθάνεται ὅτι κάθε δευτερόλεπτο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἀγγίζει, τόν ἑλκύει, τόν ἀναλαμβάνει, τόν ὠθεῖ, τόν καθαρίζει.

 

6-2-2005 Κυριακή ἀπόγευμα