Μοναχισμος
A+
A
A-

202. Τό μοναχικό ἰδεῶδες στόν Μ. Βασίλειο

Τό μοναχικό ἰδεῶδες στόν Μ. Βασίλειο

 

Εἶναι ἀδύνατο μέσα στά ὅρια μιᾶς ὁμιλίας νά ἀναφερθοῦν ὅλα ἐκεῖνα πού λέει ὁ Μ. Βασίλειος γιά τόν μοναχισμό. Θά χρειαζόταν σειρά ὁμιλιῶν γιά ἕναν χρόνο. Γι᾿ αὐτό θά ἀρκεσθοῦμε νά παρουσιάσουμε μερικά χαρακτηριστικά κείμενα τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι θεμελιωτής καί ὀργανωτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ κανόνες του, μέ τήν μεταρρύθμιση πού ἔκανε σ᾿ αὐτούς ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἰσχύουν μέχρι σήμερα.

Βέβαια, ὁ Μ. Βασίλειος δέν ἀσχολήθηκε μέ τόν μοναχισμό κατά ἐρασιτεχνικό τρόπο. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχός καί ἔζησε ἐπί ἀρκετά χρόνια τόν μοναχικό βίο. Ἀκόμα ἀπό τήν ἐποχή πού σπούδαζε στήν Ἀθήνα σχεδίαζε, μαζί μέ τόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, νά ἀποσυρθεῖ στήν ἔρημο μετά τίς σπουδές του. Ἀργότερα θά θεωρήσει σάν ἀπώλεια χρόνου ὅλο τόν καιρό πού διέθεσε γιά τίς σπουδές.

Γράφει σέ μιά ἐπιστολή του πρός τόν Εὐστάθιο Σεβαστείας· «Ἐγώ ἐδαπάνησα πολύν χρόνον εἰς τήν ματαιότητα καί ἠφάνισα ὅλην σχεδόν τήν νεότητά μου εἰς τήν ματαιοπονίαν, εἰς τήν ὁποίαν ἐπεδόθην, ἀσχολούμενος μέ τήν πρόσληψιν τῶν διδαγμάτων τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας. Ὅταν δέ κάποτε σάν νά ἐσηκώθην ἀπό βαθύν ὕπνον, ἐκύτταξα μέν πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, εἶδα δέ τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων, ἐθρήνησα διά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν καί ηὐχήθην νά μοῦ προσφερθῇ χειραγωγία, διά νά εἰσαχθῶ εἰς τά δόγματα τῆς εὐσεβείας. Καί πρίν ἀπό ὅλα ἐφρόντισα νά διορθώσω κάπως τό ἦθός μου, τό ὁποῖον εἶχε διαστραφῆ ἀπό τήν συναναστροφήν μου μέ τούς φαύλους. Ἀναγνώσας λοιπόν τό Εὐαγγέλιον καί συναντήσας ἐκεῖ τήν διδασκαλίαν, ὅτι ἡ σπουδαιοτέρα προϋπόθεσις πρός τήν τελείωσιν εἶναι ἡ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων καί διάθεσις αὐτῶν εἰς τούς πτωχούς ἀδελφούς1 καί γενικῶς ἡ ἀμεριμνησία διά τόν παρόντα βίον καί ἡ ἔλλειψις συμπαθείας τῆς ψυχῆς πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, προσηυχόμην νά εὕρω κάποιον ἀπό τούς ἀδελφούς, ὁ ὁποῖος νά εἶχε ἐκλέξει αὐτήν τήν ὁδόν τῆς ζωῆς, ὥστε νά διαπεράσω μαζί μέ αὐτόν τήν σύντομον ταύτην τρικυμίαν τοῦ βίου»2.

Καί ἐπειδή ὁ φίλος του Γρηγόριος, παρά τήν συμφωνία πού εἶχαν, δέν τόν ἀκολούθησε στήν ἔρημο, αὐτός μόνος, ἀφοῦ ἐμοίρασε στούς πτωχούς τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του, ἔφυγε τό 360 στόν Πόντο, στό πατρικό κτῆμα, ὅπου ἀσκήτευαν ἡ ἀδελφή του καί ἡ μητέρα του, στόν Ἶρι ποταμό. Ἐκεῖ εἶχαν δημιουργηθεῖ δύο μικρές μοναστικές ἀδελφότητες, μία γυναικεία καί μία ἀνδρική.

Ὁ φίλος του Γρηγόριος ἐζήτησε νά πληροφορηθεῖ πῶς διάγουν ἐκεῖ στήν ἔρημο, καί ὁ Μ. Βασίλειος τοῦ ἀπάντησε μέ τήν ἐπιστολή πού φέρει τόν ἀριθμό 23. Ἡ ἐπιστολή αὐτή, μποροῦμε νά ποῦμε, περιέχει τούς πρώτους μοναχικούς κανόνες τοῦ ἁγίου. Γι᾿ αὐτό καί θεωροῦμε σκόπιμο νά εἶναι ἕνα ἀπό τά κείμενα πού θά παρουσιάσουμε.

Στήν ἀρχή ὁ Μ. Βασίλειος ἀπό ταπεινοφροσύνη λέει ὅτι ντρέπεται νά γράψει τί κάνει στήν ἔρημο, γιατί ἄφησε μέν τόν κόσμο ἀλλά ὄχι καί τόν ἑαυτό του. Γράφει χαρακτηριστικά· «Ἐγὼ ἃ μὲν ποιῶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς ἐσχατιᾶς ταύτης νυκτὸς καὶ ἡμέρας, γράφειν αἰσχύνομαι. Κατέλιπον μὲν γὰρ τὰς ἐν ἄστει διατριβὰς ὡς μυρίων κακῶν ἀφορμάς, ἐμαυτὸν δὲ οὔπω ἀπολιπεῖν ἠδυνήθην»4. Ὡστόσο στή συνέχεια τονίζει ὅτι ὁ σκοπός τους εἶναι νά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ πού ἔδειξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τό νά πεῖ· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»5. Γιά τόν λόγο αὐτόν ὁ ἴδιος καί ἡ συνοδεία του προσπαθοῦν νά ἐφαρμόσουν ὅλα ἐκεῖνα, πού θά τούς καταστήσουν ἱκανούς νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό. Καί αὐτά εἶναι·

1) Ὁ νοῦς πρέπει νά κρατεῖται στήν κατάσταση τῆς ἡσυχίας. Ὅπως τό μάτι, γιά νά ἰδεῖ καθαρά ἐμπρός, δέν ἐπιτρέπεται νά περιφέρεται ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἔτσι καί ὁ νοῦς, ὅταν περισπᾶται ἀπό μύριες κοσμικές φροντίδες, εἶναι ἀνίκανος νά ἀτενίσει τήν ἀλήθεια. Ὅλες αὐτές οἱ φροντίδες μποροῦν νά ἀποφευχθοῦν μόνο μέ τήν ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο. Καί ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο δέν σημαίνει ἁπλῶς σωματική μετακίνηση ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλά ἀπόσπαση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν συμπάθεια πρός τό σῶμα, τόσο ὥστε νά γίνει κανείς ἄπολις, ἄοικος, ἄφιλος, ἀκτήμων, χωρίς προσωπική περιουσία, χωρίς μέσα συντηρήσεως, ἀμαθής κατά τά ἀνθρώπινα διδάγματα, ἕτοιμος νά δεχθεῖ στήν καρδιά του τήν θεία διδασκαλία. Καί ἑτοιμασία τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ ἀπομάθηση τῶν πονηρῶν διδαγμάτων. Γιατί οὔτε στήν κηρόπλακα εἶναι δυνατόν νά γράψει κανείς, ἄν δέν ἰσοπεδώσει τά γράμματα, πού εἶναι ἀπό πιό μπροστά γραμμένα σ᾿ αὐτήν, οὔτε στήν ψυχή εἶναι δυνατόν νά ἐναποθέσει κανείς τά θεῖα δόγματα, ἄν δέν βγάλει ἀπ᾿ αὐτήν τά πάθη της.

Γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ ἐρημία ὠφελεῖ πολύ, γιατί κατευνάζει τά πάθη καί δίνει στό λογικό τήν εὐχέρεια νά τά ξερριζώσει ἐντελῶς ἀπ᾿ τήν ψυχή. Γιατί, ὅπως τά θηρία εἶναι εὐκατάβλητα, ὅταν ἡμερωθοῦν, ἔτσι καί οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ὀργές καί οἱ λύπες, τά ἰοβόλα κακά τῆς ψυχῆς, ὅταν μέ τήν ἡσυχία κατευνασθοῦν καί παύσουν νά ἐξαγριώνονται μέ τόν συνεχῆ ἐρεθισμό, γίνονται εὐκαταγώνιστα μέ τήν δύναμη τῆς λογικῆς. Ἑπομένως, ὁ τόπος πρέπει νά εἶναι ἀκριβῶς σάν τόν δικό μας ἐδῶ, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ ἀνθρώπους, ὥστε ἡ συνοχή τῆς ἀσκήσεως νά μή διακόπτεται ἀπό κανένα ἐξωτερικό περισπασμό.

Ἡ πνευματική αὐτή ἄσκηση, συνεχίζει ὁ Μ. Βασίλειος, τρέφει τήν ψυχή μέ θεῖα διανοήματα. Γιατί, τί εἶναι μακαριότερο ἀπό τό νά μιμεῖται κανείς στή γῆ τούς ἀγγέλους; Ἀμέσως μέ τήν αὐγή νά ὁρμᾶ σέ προσευχή, γιά νά ὑμνήσει τόν Κτίστη μέ ὕμνους καί ὠδές; Ἀκόμα καί τίς ἐργασίες τῆς ἡμέρας νά τίς ἀρτύει μέ ὕμνους σάν μέ ἅλας, γιατί οἱ παρηγορίες τῶν ὕμνων δημιουργοῦν στήν ψυχή κατάσταση χαρᾶς καί ὄχι λύπης.

Ἡ ἡσυχία λοιπόν, προσθέτει ὁ ἅγιος, εἶναι ἀρχή τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς. Γιατί ἐκεῖ οὔτε ἡ γλώσσα συζητάει τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, οὔτε τά μάτια κυττάζουν ὅ,τι δέν πρέπει, οὔτε ἡ ἀκοή προσελκύει τήν ψυχή σέ ἀνεπίτρεπτα ἀκούσματα. Ἔτσι, ὁ νοῦς, ὅταν δέν διασκορπίζεται πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται μέ τίς αἰσθήσεις πρός τόν κόσμο, ἐπιστρέφει στόν ἑαυτό του καί ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Καί καθώς περιαυγάζεται καί φωτίζεται ἀπό ἐκεῖνο τό κάλλος, λησμονεῖ καί τήν δική του φύση.

Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι οἱ νηπτικοί Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πολύ χρησιμοποιοῦν τό τελευταῖο αὐτό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, προκειμένου νά θεμελιώσουν καί νά ἑρμηνεύσουν τήν κυκλική μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

2) Μετά ἀπό τά περί ἀναχωρήσεως καί ἡσυχίας, ὁ Μ. Βασίλειος συνεχίζοντας προσθέτει ὅτι χρειάζεται καί ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Γιατί σ᾿ αὐτές περιέχονται καί οἱ ἐντολές γιά τό τί πρέπει νά κάνουμε, καί οἱ βίοι τῶν μακαρίων ἀνδρῶν, πού μᾶς παραδίνονται μέ γραπτό τρόπο σάν ἔμψυχες εἰκόνες τῆς κατά Θεόν διαγωγῆς, ὥστε νά μιμούμαστε τά ἀγαθά ἔργα τους. Ἔτσι λοιπόν κάθε ἄνθρωπος σ᾿ ὅ,τι αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του ἐλλιπή, εὑρίσκει, μέ τήν μίμηση κάποιου παραδείγματος ἀπό τήν ἁγία Γραφή, τό φάρμακο πού ταιριάζει στήν ἀρρώστια του. Μπορεῖ νά μιμηθεῖ ἄλλος τόν Ἰωσήφ γιά τήν σωφροσύνη, ἄλλος τόν Ἰώβ γιά τήν ὑπομονή, ἄλλος τόν Μωυσῆ γιά τήν πραότητα καί ἄλλος τόν Δαβίδ γιά τήν ἀνδρεία καί πραότητα μαζί.

3) Τήν ἀνάγνωση τήν διαδέχονται οἱ προσευχές, μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχή κινεῖται ἀπό πόθο πρός τόν Θεό. Καλή προσευχή εἶναι ἐκείνη πού ἐμφυτεύει στήν ψυχή καθαρή τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νά ἔχει κανείς τόν Θεό μέσα του μέ τή μνήμη. Τότε γινόμαστε ναοί τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνοχή τῆς μνήμης δέν διακόπτεται ἀπό γήινες φροντίδες καί ὁ νοῦς δέν διαταράσσεται ἀπό ἀπροσδόκητα πάθη. Ὁ φιλόθεος ἀναχωρεῖ στόν Θεό, ἀποφεύγοντας ὅλα ἐκεῖνα πού παρακινοῦν στήν κακία, καί ἐνδιατρίβει σ᾿ ὅλα ἐκεῖνα πού ὁδηγοῦν στήν ἀρετή.

4) Καί πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, συμπληρώνει τώρα πιό πρακτικά ὁ Μ. Βασίλειος, σωστό εἶναι νά φροντίζει κανείς νά μή φέρεται μέ ἀμάθεια στίς συζητήσεις, ἀλλά νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του οὔτε νά ἐπιθυμεῖ νά παρεμβάλλει ἐπιδεικτικά τόν δικό του λόγο. Νά μαθαίνει χωρίς ἐντροπή καί νά διδάσκει χωρίς φθόνο. Τόνος τῆς φωνῆς νά προτιμᾶται ὁ μέτριος. Νά ἐξωτερικεύει τόν λόγο, ἀφοῦ πρῶτα ἐξετάσει μέσα του τί πρόκειται νά πεῖ. Νά εἶναι εὐπροσήγορος στίς συζητήσεις καί γλυκύς στίς ὁμιλίες. Νά ἀποβάλλει τήν τραχύτητα πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπιτιμήσει. Γιατί, ἄν πρῶτα δείξει μετριοφροσύνη καί ταπεινοφροσύνη, θά γίνει εὐπρόσδεκτος ἀπ᾿ αὐτόν πού ἔχει ἀνάγκη θεραπείας. Πολλές φορές, προκειμένου νά ἐπιπλήξουμε, μᾶς εἶναι χρήσιμος ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνήργησε ὁ προφήτης στήν περίπτωση τοῦ Δαβίδ6, ὅταν ἁμάρτησε.

5) Στό ταπεινό φρόνημα ἀκολουθεῖ βλέμμα θλιμμένο καί χαμηλωμένο, ἐμφάνιση ἀτημέλητη, κόμη ἀπεριποίητη, ἐνδυμασία ἀκάθαρτη. Χιτώνας σφιγμένος μέ ζώνη στό σῶμα. Καί τό βάδισμα νά μήν εἶναι νωθρό, σάν νά μαρτυρεῖ παράλυση τῆς ψυχῆς, οὔτε ζωηρό καί πομπῶδες, ὥστε νά δείχνει ἰσχυρές τίς ὁρμές της. Ὁ προορισμός τοῦ ἐνδύματος εἶναι νά καλύπτει τό σῶμα χειμῶνα καί θέρος. Νά μήν εἶναι οὔτε λαμπρό οὔτε λεπτό οὔτε μαλακό.

6) Ὅπως στήν ἐνδυμασία ἁρμόζει νά ἐπιδιώκει κανείς τό ἀναγκαῖο, ἔτσι καί στήν τροφή. Ψωμί, νερό καί φυτικά προϊόντα εἶναι ἀρκετά γιά ἕναν ὑγιή ἄνθρωπο. Ἀλλά, τονίζει ὁ Μ. Βασίλειος, πρό καί μετά τό γεῦμα νά γίνονται κατάλληλες προσευχές στόν Θεό πού δίνει τά ὑλικά ἀγαθά. Νά ὑπάρχει μία καθορισμένη ὥρα γιά τό γεῦμα, ἡ ἴδια κάθε ἡμέρα ἔτσι ὥστε ἀπό τίς εἰκοσιτέσσαρες ὧρες μόνο αὐτή νά ἀφιερώνεται στό σῶμα· οἱ ἄλλες νά εἶναι ἀφιερωμένες στίς ἐνέργειες τοῦ νοῦ.

7) Τελειώνοντας ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ καί γιά τόν ὕπνο. Αὐτός πρέπει νά εἶναι σύμμετρος μέ τήν τροφή. Καί εἶναι καλό νά διακόπτεται σκόπιμα γιά τήν μελέτη τῶν μεγάλων προβλημάτων. Ἡ παράδοση στόν βαρύ ὕπνο ὁδηγεῖ σέ πνευματικό θάνατο. Οἱ ἀσκητές ἐγείρονται τό μεσονύκτιο, ὁπότε ἡ νυκτερινή ἡσυχία χαρίζει στήν ψυχή ἄνεση, γιατί τότε οὔτε τά μάτια οὔτε τά αὐτιά μεταδίδουν στήν καρδιά βλαβερά ἀκροάματα καί θεάματα, ἀλλά ὁ νοῦς μόνος του ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό.

Αὐτό εἶναι περίπου τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου καί ἀναφέρεται, ὅπως εἴδαμε, στήν ἀναχώρηση καί τήν ἡσυχία, στήν μελέτη τῶν Γραφῶν, στήν προσευχή, στίς πνευματικές συζητήσεις, στή λιτότητα τῶν ἐνδυμάτων καί τῆς τροφῆς καί στή συντομία τοῦ ὕπνου γιά τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ἀργότερα ὁ Μ. Βασίλειος ἔγινε πρεσβύτερος καί μετά ἐπίσκοπος Καισαρείας, συνέχισε νά ζεῖ καί πάλι σάν ἐρημίτης. Ἵδρυσε μάλιστα ἀρκετές μοναστικές ἀδελφότητες, πού ἦταν ἀπομονωμένες ἀπό τήν κοσμική ζωή καί εἶχαν πρόγραμμα αὐστηρό. Τήν ἐποχή αὐτή ἔγραψε τούς ὅρους κατά πλάτος καί κατ᾿ ἐπιτομήν, πού προῆλθαν ἀπό εἰδικές συνάξεις τῶν προεστώτων τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων τῆς περιοχῆς του. Στούς ὅρους αὐτούς διαπραγματεύεται σέ πλάτος καί βάθος μέ τήν μορφή τῶν ἐρωταποκρίσεων ὅλα τά θέματα τῆς ἀσκητικῆς καί μοναχικῆς ζωῆς.

Θά δοῦμε ἐδῶ δύο, τόν 6ο καί τόν 7ο7 ἀπό τούς κατά πλάτος ὅρους, πού τό κείμενό τους εἶναι θεμελιακό.

Στόν 6ο ὅρο τίθεται τό θέμα τῆς ἀπομονώσεως ἤ μή ἀπό τόν κόσμο. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντᾶ ὅτι ἡ ἀπομακρυσμένη καί μοναχική κατοικία βοηθεῖ τήν ψυχή νά ἀποφύγει τούς περισπασμούς, γιατί τό νά ζεῖ κανείς μέ ἐκείνους πού διάκεινται ἄφοβα καί καταφρονητικά πρός τήν ἀκριβή τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι βλαβερό. Γι᾿ αὐτό, λέει, ἄς ἀναζητήσουμε πρῶτα μοναχική κατοικία μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιά νά μή δεχόμαστε ἐρεθισμούς γιά ἁμαρτία οὔτε μέ τά μάτια οὔτε μέ τά αὐτιά καί γιά νά μή συνηθίσουμε στήν ἁμαρτία, χωρίς νά τό καταλάβουμε. Ἐπίσης γιά νά μήν ἐναπομείνουν στήν ψυχή οἱ ἐρεθισμοί σάν τύποι καί εἰκόνες αὐτῶν πού ἀκοῦμε καί βλέπουμε, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἐπιμείνουμε στήν προσευχή.

Ἔτσι θά δυνηθοῦμε νά ὑπερνικήσουμε τίς προηγούμενες συνήθειές μας, μέσα στίς ὁποῖες ζήσαμε κατά τρόπο ξένο πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Θά μπορέσουμε ἀκόμα νά ἐξαλείψουμε τά στίγματα τῆς ἁμαρτίας μέ τήν φιλόπονη προσευχή καί μέ τήν ἐπίμονη μελέτη τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν μελέτη καί προσευχή δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχουμε, ὅταν ἀσχολούμαστε μέ πολλά πράγματα πού περισποῦν τήν ψυχή καί προκαλοῦν βιωτικές μέριμνες.

Πότε θά μπορέσει νά ἐφαρμόσει τό «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»8, ἄν κανείς ζεῖ μέσα σ᾿ αὐτά τά πράγματα; Πρέπει, προκειμένου νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἄρουμε τόν σταυρό μας. Ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι νά ξεχάσουμε ὅλα τά περασμένα καί νά ἐγκαταλείψουμε τά θελήματά μας, πράγμα πού εἶναι πολύ δύσκολο, γιά νά μήν πῶ ἐντελῶς ἀδύνατο, μέσα στόν κόσμο. Ἀλλά καί στό νά σηκώσει κανείς τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό γίνεται ἐμπόδιο ἡ ζωή πού εἶναι μπλεγμένη στίς βιοτικές μέριμνες. Τό νά σηκώσεις τόν σταυρό σου σημαίνει ἀκόμη νά ἑτοιμάζεσαι γιά τόν θάνατο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ· νά νεκρώσεις τά γήινα μέλη, νά εἶσαι ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσεις κάθε κίνδυνο γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀδιαφορεῖς γιά τήν παροῦσα ζωή. Ὅλα αὐτά βλέπουμε νά συναντοῦν πολλά ἐμπόδια μέσα στήν κοσμική ζωή.

Καί κοντά σ᾿ ὅλα τά ἄλλα, προσθέτει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ψυχή, βλέποντας τό πλῆθος τῶν παρανομούντων, ἀπ᾿ τό ἕνα μέρος δέν εὑρίσκει καιρό νά συναισθανθεῖ τά ἁμαρτήματά της καί νά συντριβεῖ μέ τήν μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες της, καί ἀπ᾿ τό ἄλλο μέρος συγκρίνοντας τόν ἑαυτό της μέ τούς χειρότερους, νομίζει ὅτι ἔχει κατορθώσει κάτι. Ἔπειτα, μέσα στίς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἐπειδή ἀποσπᾶται ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στερεῖται τήν ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη ἐν τῷ Θεῷ καί τήν ἀπόλαυση τοῦ Κυρίου καί τήν γλυκύτητα τῶν λόγων του μέ τό νά μπορεῖ νά λέει· «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ ηὐφράνθην»9 καί «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου»10, ἀλλά καί σέ παντελή καταφρόνηση καί λήθη τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ συνηθίζει. Μεγαλύτερο καί ὀλεθριότερο κακό δέν θά μποροῦσε νά πάθει ἡ ψυχή.

Γιά νά συμπληρωθοῦν καί ὁλοκληρωθοῦν τά ὅσα γράφει ὁ Μ. Βασίλειος στόν 6ο κατά πλάτος ὅρο, προσθέτει μετά ἀπό σχετική ἐρώτηση, καί τά τοῦ 7ου ὅρου, πού παραθέτουμε στή συνέχεια.

Αὐτός πού θά ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσμο καλό εἶναι νά ζεῖ ὄχι μόνος του ἀλλά μέ ἄλλους ὁμόφρονες ἀδελφούς. Ἡ συμβίωση περισσοτέρων ὁμοφρόνων προσώπων εἶναι χρησιμότερη καί ὠφελιμότερη γιά πολλούς λόγους·

1) Κανείς μας δέν εἶναι αὐτάρκης μόνος του οὔτε καί γιά τίς σωματικές του ἀνάγκες. Ὅπως τό πόδι ἔχει βέβαια κάποια δύναμη, ἀλλά τοῦ λείπει κάποια ἄλλη καί χωρίς τήν βοήθεια τῶν ἄλλων μελῶν ἡ δική του δύναμη δέν εἶναι ἀρκετή, ἔτσι καί ὅταν ζεῖ κανείς μόνος του· καί ἐκεῖνο πού ἔχει ἀχρηστεύεται, καί αὐτό πού τοῦ λείπει δέν μπορεῖ νά τό βρεῖ. Γιατί ὁ Θεός ὅρισε νά ἔχουμε ὁ ἕνας ἀνάγκη ἀπό τόν ἄλλο, γιά νά συνδεόμαστε μεταξύ μας. Ἄλλωστε «ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»11. Ζώντας κανείς μόνος του ἔχει σάν σκοπό τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν του μόνο. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀντίθετο στόν νόμο τῆς ἀγάπης, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσιν»12.

2) Μένοντας κάποιος μόνος του, οὔτε τά ἐλαττώματά του δέν θά γνωρίσει εὔκολα, γιατί δέν ὑπάρχει ἐκεῖνος πού θά τόν ἐλέγξει καί θά τόν διορθώσει μέ πραότητα καί εὐσπλαγχνία. Ὁ ἔλεγχος βέβαια μπορεῖ νά γίνει καί ἀπό τόν ἐχθρό, ἀλλά συστηματική θεραπεία τοῦ σφάλματος μπορεῖ νά γίνει μόνο ἀπό αὐτόν πού ἀγάπησε εἰλικρινά· «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν, ἐπιμελῶς παιδεύει»13. Αὐτός ὅμως εἶναι ἀδύνατον νά εὑρεθεῖ γιά ἐκεῖνον πού ζεῖ κατά μόνας. Καί συμβαίνει τότε ἐκεῖνο πού λέει ἡ Γραφή· «Οὐαὶ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καί μή ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν»14. Ἐπίσης, ἀπό τούς πολλούς πού μένουν μαζί ἐφαρμόζονται εὔκολα περισσότερες ἐντολές, ἐνῶ ἀπό τόν ἕναν, πού ζεῖ κατά μόνας, δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό, γιατί τήν ὥρα πού ἐκτελεῖ τήν μία ἐντολή, δέν μπορεῖ νά γίνει ἡ ἄλλη. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἐπισκέπτεται τόν ἀσθενή, δέν μπορεῖ νά ὑποδεχθεῖ τόν ξένο. Ὅταν ἀσχολεῖται μέ τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή, δέν μένει ζῆλος γιά ἄλλα ἔργα. Καί ἔτσι ὁ πεινασμένος δέν τρέφεται καί ὁ γυμνός δέν ἐνδύεται.

3) Ὅλοι ἐμεῖς, συνεχίζει τώρα θεολογικότερα ὁ ἅγιος, πού μᾶς προσκάλεσε ὁ Χριστός, εἴμαστε ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό καί μεταξύ μας μέλη. Ἄν δέν συμφωνήσουμε νά συνδεθοῦμε μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἁρμονικά σ᾿ ἕνα σῶμα, καί καθένας μας προτιμάει νά μένει μόνος, μή δουλεύοντας γιά τό κοινό συμφέρον, ὅπως εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό, πῶς ἔτσι χωρισμένοι μποροῦμε νά διατηροῦμε τήν μεταξύ μας σχέση ὡς μέλη ἤ νά ὑποτασσόμαστε στήν κεφαλή, πού εἶναι ὁ Χριστός; Γιατί ἔτσι οὔτε συγχαίρουμε οὔτε συμπάσχουμε μέ τούς ἄλλους, ἀφοῦ δέν μποροῦμε ὁ καθένας μας νά γνωρίζουμε τίς ὑποθέσεις τοῦ ἄλλου.

4) Ἔπειτα, εἶναι καί τοῦτο· Δέν ἐπαρκεῖ ἕνας γιά νά δεχθεῖ ὅλα τά πνευματικά χαρίσματα. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ἀνάλογα μέ τήν πίστη τοῦ καθενός. Σ᾿ αὐτούς ὅμως πού ζοῦν μαζί, τό ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ καθενός γίνεται κοινό χάρισμα. «Ὧ μὲν γὰρ… δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως…, ἑτέρῳ δὲ πίστις…, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων…, ἄλλῳ δὲ προφητεία…»15. Τό καθένα ἀπό αὐτά τό ἔχει κανείς ὄχι τόσο γιά τόν ἑαυτό του ὅσο γιά τούς ἄλλους. Ὥστε σ᾿ αὐτούς πού μένουν μαζί, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ἕναν εἶναι γιά ὅλους. Αὐτός πού ζεῖ μόνος του ἴσως ἔχει ἕνα χάρισμα, ἀλλά μέ τήν ὀκνηρία τό ἀχρηστεύει, ἐπειδή τό κρύβει μέσα του. Καί γνωρίζετε ὅλοι ἀπό τά Εὐαγγέλια τί κίνδυνο μεγάλο ἔχει αὐτό. Ἐνῶ ζώντας μέ ἄλλους καί τό δικό του ἀπολαμβάνει κανείς, πολλαπλασιάζοντάς το μέ τό νά τό μεταδίδει στούς ἄλλους, καί τά χαρίσματα τῶν ἄλλων τά καρποῦται σάν δικά του.

5) Ἡ ἀπό κοινοῦ ζωή ἔχει καί ἀγαθά περισσότερα, γιατί αὐτή ἡ ζωή βοηθεῖ περισσότερο ἀπό τήν κατά μόνας νά φυλάσσουμε τά ἀγαθά πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐπίσης στήν ἀπό κοινοῦ ζωή ἐκεῖνοι πού ἀγρυπνοῦν ξυπνοῦν τούς ἄλλους πού κινδυνεύουν ἀπό τόν ὕπνο, πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, γιά τόν ὁποῖο διδαχθήκαμε ἀπό τόν Δαβίδ νά εὐχόμαστε μή μᾶς βρεῖ· «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον»16. Ἀλλά καί ἀπό τόν ἁμαρτάνοντα ἡ ἁμαρτία φεύγει εὐκολότερα, γιατί ντρέπεται τήν ἀποδοκιμασία ἀπό τούς ἄλλους. Ἀντίθετα, ὁ ἐνάρετος σταθεροποιεῖται περισσότερο στό καλό, καθώς ἔχει τήν ἐπιδοκιμασία τῶν πολλῶν. Γιατί ἄν «ἐπὶ στόματος δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα»17, πολύ περισσότερο θά ἐνισχυθεῖ ἀπό τήν μαρτυρία τῶν πολλῶν αὐτός πού ἐπιτελεῖ τό ἀγαθό ἔργο.

6) Κοντά στά παραπάνω ὑπάρχει καί ἕνας κίνδυνος γι᾿ αὐτόν πού ζεῖ μόνος. Ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς αὐταρεσκείας. Ἐπειδή δέν ἔχει κανένα νά τοῦ ἐλέγξει τήν πνευματική ἐργασία, θά νομίσει ὅτι ἔχει φθάσει στόν τέλειο βαθμό ἐφαρμογῆς τῆς ἐντολῆς. Ἐπιπλέον, ἀφοῦ σχηματίσει τόν χαρακτήρα του χωρίς τήν ἄσκηση, οὔτε τίς ἐλλείψεις οὔτε τήν προκοπή του στά ἀγαθά ἔργα γνωρίζει, γιατί ἔχει ἀπομακρύνει κάθε εὐκαιρία γιά τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.

7) Πῶς θά ἐξασκήσει τήν ταπεινοφροσύνη, ὅταν δέν ἔχει κανέναν ἀπέναντι στόν ὁποῖο νά πάρει ταπεινότερη θέση ὁ ἑαυτός του; Σέ ποιόν θά δείξει τήν εὐσπλαγχνία, ὅταν δέν ζεῖ μέ πολλούς; Πῶς θά γυμνάσει τόν ἑαυτό του στήν μακροθυμία, ὅταν δέν ἀνθίσταται κανένας στά θελήματά του; Ἄν βέβαια κάποιος λέει ὅτι τοῦ φθάνει ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν γιά τήν τελειοποίηση τοῦ χαρακτῆρος του, αὐτός ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού μαθαίνει νά κτίζει, ἀλλά οὐδέποτε κτίζει, καί διδάσκεται τήν χαλκευτική τέχνη, δέν θέλει ὅμως νά θέσει σέ ἐνέργεια τά διδάγματά της. Σ᾿ αὐτόν ὁ Ἀπόστολος θά ἔλεγε· «Οὐχ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται»18. Ἰδού ὅτι ὁ Κύριος ἀπό μεγάλη φιλανθρωπία δέν ἀρκέσθηκε μόνο στήν διδασκαλία μέ τά λόγια, ἀλλά γιά νά μᾶς παραδώσει μέ ἀκρίβεια καί ἐνάργεια τό ὑπόδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης, τήν τελειότητα τῆς ἀγάπης, ὁ ἴδιος ζώσθηκε τήν ποδιά καί ἔνιψε τά πόδια τῶν μαθητῶν. Ποιόν λοιπόν θά νίψεις; Ποιόν θά ὑπηρετήσεις; Ἀπό ποιόν θά εἶσαι ἔσχατος, ὅταν ζεῖς μόνος σου; Ἐπίσης τό καλό καί τερπνό, δηλαδή ἡ συμβίωση ἀδελφῶν στό αὐτό μέρος, πού τήν παρομοιάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μύρο πού κατεβαίνει ἀπ᾿ τήν κεφαλή τοῦ Ἀρχιερέως19, πῶς θά ἐκπληρωθεῖ στήν κατά μόνας κατοίκηση;

Καί τελειώνει τόν 7ο ὅρο συμπεραίνοντας· Στάδιο γιά ἄθληση καί καλός δρόμος γιά προκοπή καί συνεχής ἄσκηση καί μελέτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ συγκατοίκηση τῶν ἀδελφῶν, πού ἀπό τό ἕνα μέρος σκοπό ἔχει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»20, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος διασώζει αὐτό πού ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων· «Πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά»21. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχή μία καί οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά»22.

Θά ἦταν μεγάλη παράλειψη, ἄν τελειώνοντας δέν παρουσιάζαμε ἕνα ἀκόμη κείμενο ἀπό τίς Ἀσκητικές διατάξεις23, στό ὁποῖο, ἀπευθυνόμενος ὁ Μ. Βασίλειος στούς μοναχούς τοῦ κοινοβίου, χαρακτηρίζει τήν ζωή τοῦ κοινοβίου σάν τήν πιό ἰδανική καί τέλεια κοινωνία ἀνθρώπων.

Γιά μένα, λέει, τελειότατη κοινωνία εἶναι ἐκείνη ὅπου ἰδιοκτῆτες δέν ὑπάρχουν, οἱ ἀντιθέσεις τῆς γνώμης λείπουν, κάθε ταραχή καί φιλονικία καί ἔρις ἔχει ἀπομακρυνθεῖ· ὅλα εἶναι κοινά· ψυχές, γνῶμες, σώματα καθώς καί ὅλα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα τρέφονται καί ὑπηρετοῦνται τά σώματα. Κοινός ὁ Θεός, κοινός ὁ θησαυρός τῆς εὐσεβείας, κοινή ἡ σωτηρία, κοινοί οἱ ἀγῶνες, κοινοί οἱ κόποι, κοινά τά στεφάνια. Οἱ πολλοί εἶναι ὁ ἕνας καί ὁ ἕνας δέν εἶναι μόνος ἀλλά μέσα στούς πολλούς.

Καί συνεχίζει συνεπαρμένος ὁ Ἅγιος· Τί εἶναι ἴσο μέ τήν ζωή τοῦ κοινοβίου; Τί εἶναι μακαριότερο; Τί εἶναι ὡραιότερο ἀπό τήν σύγκραση τῶν ἠθῶν καί τῶν ψυχῶν; Ἄνθρωποι ἀπό διάφορες φυλές καί χῶρες ἦλθαν καί συναρμόσθηκαν τόσο τέλεια, ὥστε νά εἶναι σάν μιά ψυχή σέ πολλά σώματα καί πολλά σώματα νά γίνονται ὄργανα μιᾶς γνώμης.Ὁ ἀσθενής στό σῶμα ἔχει πολλούς συμπάσχοντας μέ τήν διάθεση, ὁ ἄρρωστος καί ἀδύνατος στήν ψυχή ἔχει πολλούς πού τόν φροντίζουν γιά τήν θεραπεία καί ἐνδυνάμωσή του. Εἶναι ἐξ ἴσου δοῦλοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο καί κύριοι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Καί ἀπόλυτα ἐλεύθεροι συναγωνίζονται νά ἐπιδείξουν μεταξύ τους τέλεια δουλεία, πού δέν προῆλθε ἀπό κάποια βία καί ἀνάγκη, ἀλλά δημιουργήθηκε μέ χαρά άπό τήν ἐλευθερία τῆς γνώμης, γιατί ἡ ἀγάπη ὑποτάσσει τόν ἕνα στόν ἄλλο, διασώζοντας τήν ἐλευθερία τους.

Τέτοιους μᾶς θέλησε ἀπό τήν ἀρχή ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό μᾶς δημιούργησε. Αὐτοί ἐπαναφέρουν τό ἀρχαῖο καλό, γιατί σκεπάζουν τήν ἁμαρτία τοῦ προπάτορος Ἀδάμ. Γιατί, ἄν ἡ ἁμαρτία δέν ἐδίχαζε τήν φύση, δέν θά ὑπῆρχε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διαίρεση καί διάσταση καί πόλεμος. Αὐτοί λοιπόν μιμοῦνται τόν Σωτῆρα καί τήν ζωή του πάνω στή γῆ. Ὅπως Ἐκεῖνος στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν πού συνέστησε, τά κατέστησε ὅλα κοινά, καί τόν ἑαυτό του ἀκόμα, ἔτσι καί αὐτοί, ὑπακούοντας στόν καθηγούμενο, μιμοῦνται τήν ζωή τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ Κυρίου.

Συνεχίζοντας κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ Μ. Βασίλειος ἀνεβάζει τήν κοινοβιακή κοινωνία μέχρι τόν οὐρανό καί καταλήγει· Μέ ποιά εἰκόνα ἀπό τόν κόσμο θά μποροῦσαν νά παραστήσουν τό κοινόβιο; Μέ καμιά ἀπό τίς εἰκόνες τῆς γῆς. Μόνο ἡ ἄνω ἀπομένει. Ἀπαθής εἶναι ὁ ἄνω Πατήρ. Χωρίς πάθος καί αὐτός (ὁ καθηγούμενος), μέ τόν λόγο προσελκύει τούς πάντας. Τά παιδιά τοῦ ἄνω Πατρός δέν φθείρονται. Ἀφθορία καί τούτους υἱοθέτησε. Ἡ ἀγάπη συνδέει τά ἄνω. Ἡ ἀγάπη συνέδεσε ἁρμονικά καί αὐτούς μεταξύ τους. Πράγματι καί αὐτός ὁ διάβολος εἶναι ἀνίσχυρος μπροστά σ᾿ αὐτή τήν φάλαγγα, γιατί εἶναι ἀνεπαρκής σέ τόσους πολλούς ἀγωνιστές, πού ἐκστρατεύουν ἐναντίον του καλά συγκροτημένοι καί ὁπλισμένοι. Εἶναι τόσο πολύ συνησπισμένοι μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη καί τόσο πολύ προστατεύονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα σάν μέ φράγμα, ὥστε δέν ἀφήνουν καθόλου νά παρεισδύσουν τά βέλη του.

Πρόσεξε τήν ὁμόψυχη ἄθληση τῶν ἑπτά Μακκαβαίων καί θά εὕρεις σ᾿ αὐτούς ἐδῶ θερμότερη τήν συμψυχία καί ἑνότητα. Γι᾿ αὐτούς ὁ Δαβίδ στούς ψαλμούς λέει· «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;»24 Μέ τό «καλόν» ἐννοεῖ τόν ἀνεβασμένο σέ ὑψηλά μέτρα πνευματικό βίο. Μέ τό «τερπνόν» ἐννοεῖ τήν εὐφροσύνη πού γεννᾶ ἡ ὁμόνοια καί ἡ ἕνωση. Ὅσοι ζοῦν αὐτό τόν βίο μέ ἀκρίβεια, συμπεραίνει ὁ ἅγιος, μοῦ φαίνεται ὅτι μιμοῦνται τήν ὑψηλότατη ἀρετή.