Ἡ σωτηρία εἶναι μεγάλο, ἄπιαστο γεγονός
Κάτι πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τήν ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία δέν ἀστειεύεται καί τόν κάνει χάλια τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁ διάβολος, πού πηγαίνει ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνει ὅ,τι μπορεῖ, ἀκριβῶς γιά νά καταποντίσει τόν ἄνθρωπο. Καί ἐπειδή ἡ σωτηρία εἶναι μεγάλο πράγμα, χρειάστηκε νά γίνει ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Γιορτάζουμε αὐτές τίς μέρες τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἅμα τό σκεφθεῖ κανείς, ποῦ νά σταθεῖ; Συγκλονίζεται κυριολεκτικά ὁ ἄνθρωπος, λίγο, λίγο νά σκεφθεῖ τί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. Πάντως, ἀπό μιά πλευρά, γιά νά γίνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄνθρωπος, σημαίνει ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα. Δημιούργησε ὁ Θεός αὐτό τό πλάσμα, τόν ἄνθρωπο, καί τόν ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα του καί καθ᾿ὁμοίωσιν. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πέρα γιά πέρα χρησιμοποίησε ὅλο αὐτό τό δεδομένο –ὅτι ἐπλάσθη κατ᾿εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ– γιά νά κάνει τά τῆς ἀφροσύνης του. Καί ἔπεσε ἐκεῖ πού ἔπεσε, καί εἶναι μεγάλη ὑπόθεση ἡ σωτηρία του. Ὅμως, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, δύσκολο ξεδύσκολο, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σωθεῖ. Καί σώζεται· εἶναι ἀσφαλής ἡ σωτηρία. Εἶναι δεδομένη ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, καί εἶναι δεδομένη ἡ σωτηρία, βεβαία.
Κι ἐδῶ εἶναι τώρα τό ὅλο θέμα. Εἴπαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός, καί δέν ἀστειεύεται ἡἁμαρτία. Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος πειράζεται ἀπό τόν διάβολο, καί πειράζεται ἔτσι πού δέν τόν λυπᾶται καθόλου ὁ διάβολος καί θέλει νά τόν καταποντίσει. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σωθεῖ –καί εἶναι βεβαία ἡ σωτηρία, ἀλλά ὄχι ἔτσι μαγικά, ὅπως θά περίμενε ὁ καθένας– πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει κάτι ἀπό τήν πλευρά του.
Ὁ δρυοκολάπτης –καί ἄλλα πουλιά, ἀλλά ἰδιαίτερα ὁ δρυοκολάπτης– πού κάνει τή φωλιά του μέσα σέ ἕνα ξύλο, μέ τό ράμφος του τό σκληρό ἀνοίγει φωλιά μέσα στό ξύλο, στό δένδρο, καί γεννᾶ ἐκεῖ τά αὐγά του, ἀπό τά ὁποῖα βγαίνουν πουλάκια, καί μετά φέρνει ἀκατάπαυστα τροφή. Ἀλλά ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια ὅτι τώρα θά δώσει στό ἕνα, ὕστερα στό ἄλλο, ὕστερα στό ἄλλο. Ὄχι. Φέρνει τροφή καί καρφώνεται ἐκεῖ, γαντζώνεται μέ τά νύχια του στό δένδρο, ἔξω ἀπό τή φωλιά, καί ἔρχονται τά μικρά μέ τά στοματάκια τους ἀνοιχτά, καί ὁ δρυοκολάπτης –ὁ πατέρας, ἡ μητέρα– ἁπλῶς δίνουν τροφή στά ἀνοιχτά στόματα. Ὅποιο τυχόν πουλάκι, εἴτε ἐπειδή βαριέται εἴτε γιά ἄλλους λόγους, δέν θά κάνει προσπάθεια νά βγεῖ ἐκεῖ καί νά ἀνοίξει τό στόμα του, θά πεθάνει· ναί, θά πεθάνει.
Νά, κάπως ἔτσι εἶναι καί ἡ σωτηρία. Δέν θά ἔρθει μαγικά. Ὅλοι μας καλούμαστε στή σωτηρία, καί γι᾿ αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός νά βαπτιστοῦμε, νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀλλά ὁ καθένας πρέπει νά ἀνοίξει τό στόμα του νά πάρει τροφή, τήν ὁποία προσφέρει ὁ Κύριος. Προσφέρει σωτηρία ὁΚύριος, ἀλλά πρέπει «νά ἀνοίξεις τό στόμα σου»· πρέπει νά χρησιμοποιήσεις τά δεδομένα σου καί νά κάνεις αὐτό τό ὁποῖο μπορεῖς. Κι ἐδῶ θά ἔλεγα ὅτι, γιά νά χρησιμοποιήσει κανείς σωστά τά δεδομένα πού ἔχει καί νά τύχει ἑπομένως τῆς θείας τροφῆς καί νά σωθεῖ, χρειάζεται ἕνα τρίτο. Κατ᾿ ἀρχήν, εἴπαμε, εἶναι ἁμαρτωλός κανείς, καί ἡ ἁμαρτία δέν ἀστειεύεται. Ὕστερα, ὁ διάβολος, πού καθόλου δέν λυπᾶται τόν ἄνθρωπο, κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά τόν καταστρέψει. Καί κατά κάποιον τρόπο –αὐτό εἶναι τό τρίτο– γιά νά καταλάβουμε, γιά νά συνειδητοποιήσουμε πόσο ἀληθινά εἶναι αὐτά καί πόσο δύσκολα, ἄν θέλετε, εἶναι τά πράγματα, ἀφήνει ὁ Θεός –ἐπειδή ἀλλιῶς δέν ἔχεις διάθεση νά σωθεῖς– νά περάσεις λαχτάρες. Δέν βγαίνει τίποτε ἁπλῶς μέ τήν ἐπιθυμία καί μέ τόν πόθο καί μέ τόν καημό. Χρειάζεται νά ταρακουνηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, χρειάζεται νά ξυπνήσει, νά σηκωθεῖ ἐπάνω, νά βγεῖ ἐκεῖ, νά ἀνοίξει τό στόμα του, ὅπως τό πουλάκι.
Σώζεσαι ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὅλα δείχνουν ὅτι πᾶς νά καταποντιστεῖς
Καί ἀφήνει ὁ Θεός –γιά καλό μας βέβαια, ὅσο κι ἄν φανεῖ παράξενο– νά ζωντανέψει μέσα μας καί νά ζωντανεύει μέσα μας ἡ ἁμαρτία σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της: ὡς ἀδυναμία, ὡς πάθος, ὡς κατάσταση, ὡς ἀρρώστια. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐγωισμός ἀναιδέστατος ἀπέναντι στόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀγρίεμα ἀπέναντι στόν Θεό. Εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη τῆς ἀγάπης· πού λέει τό Εὐαγγέλιο: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου…»1 Καί ἀφήνει ὁ Θεός –θέλεις δέν θέλεις, τό μπορεῖς δέν τό μπορεῖς, τό καταλαβαίνεις δέν τό καταλαβαίνεις– ναί, σ᾿ ἀφήνει νά δεῖς τήν ἁμαρτία σου. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ὁπότε, σέ τί κατάσταση ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἔχει μέσα του τήν ἁμαρτία, πού δέν ἀστειεύεται, ἀφοῦ ὁ διάβολος πιάνεται ἀκριβῶς ἀπό τήν ἁμαρτωλή σου κατάσταση καί σέ κάνει ὅ,τι θέλει, καί κατά κάποιον τρόπο καί ὁ Θεός σ᾿ἀφήνει! Γιατί; Γιατί δέν βάζεις ἀλλιῶς μυαλό, δέν ταπεινώνεσαι, δέν καταλαβαίνεις τί σημαίνει ἀπώλεια· ἀφήνεσαι στή ραθυμία, στόν ὕπνο, στήν ἄρνηση, στήν ἀρνητικότητα. Καί ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ζωντανέψει ἀκόμη περισσότερο ἡ ἁμαρτία, γιά νά ξυπνήσει ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ σωτηρία λοιπόν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεγάλο γεγονός, εἶναι ἄπιαστο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶναι βεβαία ἡ σωτηρία, ἀλλά ἔχει αὐτές τίς προϋποθέσεις. Δέν μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος πώς δέν ξέρει καί νά ξεφεύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Ναί, ὁλοζώντανα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά σταθεῖ, νά δεῖ τί εἶναι, νά ὁμολογήσει τί τοῦ συμβαίνει, νά κραυγάσει, νά ζητήσει σωτηρία μέ ἀπόλυτη πίστη. Ὅσο πιό ἀπόλυτα τό πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός θά σέ σώσει, τόσο πιό ὑπεύθυνα στέκεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καί ὅσο πιό ὑπεύθυνα στέκεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τόσο τό πιστεύεις αὐτό. Ὅταν ἡ πίστη τάχα φέρνει ραθυμία καί ὕπνο, δέν εἶναι πίστη αὐτή.
Ἀπόψε λοιπόν πού ἀποδίδουμε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, καί λίγο πολύ ὅλες αὐτές τίς μέρες μᾶς βοήθησε ὁ Θεός νά μυηθοῦμε σ᾿ αὐτό τό μυστήριο, πού λέγαμε καί χθές,2 νά τολμήσουμε νά ξεσκεπαστοῦμε ἐνώπιόν του. Νά τολμήσουμε νά δοῦμε τήν ἀλήθεια, ὅτι ὄντως ἦρθε ὁ Κύριος, ὄντως μᾶς ἀγαπᾶ, ὄντως θέλει τή σωτηρία μας, ὄντως μᾶς σώζει· ἀλλά αὐτό τό κάνει μέ ὅρους. Καί οἱ ὅροι δέν εἶναι ἄλλοι· εἶναι τό νά δεῖς ποιός εἶσαι, νά μήν ὑποκριθεῖς, καί νά πέσεις νά προσκυνήσεις τόν Θεό· νά τρέξεις στή χάρη του μέ ἀγάπη, μέ ἐμπιστοσύνη, μέ μετάνοια ἀληθινή, μέ πίστη, μέ ταπείνωση. Καί, ὤ τοῦθαύματος, νιώθεις τή σωτηρία ὡς βέβαιο γεγονός. Καί σώζεσαι, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὅλα δείχνουν ὅτι πᾶς νά καταποντιστεῖς. Ἐκείνη τήν ὥρα σέ σώζει ὁ Θεός ὄντως.
30/31-12-2002 Ἀγρυπνία