Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους τοῦ θαυματουργοῦ
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Χαραλάμπης ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Σεβήρου καί Λουκιανοῦ ἡγεμόνος, ἐν ἔτει 198, ἱερεύς τῶν χριστιανῶν ἐν Μαγνησίᾳ τῇ πόλει. Οὗτος λοιπόν διδάσκων τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας καί κηρύττων τήν εἰς Χριστόν πίστιν κατεδικάσθη ὑπό τῶν ἄνωθεν τυράννων καί ἐξεδύθη τήν ἱερατικήν στολήν, ἔπειτα ἐξέδαραν τό δέρμα ὅλον τοῦ σώματός του. Ἐπειδή δέ ἔβλεπεν αὐτόν ὁ ἡγεμών Λουκιανός πώς ὑπομένει γενναίως τά βάσανα, ἐθυμώθη καί ἐπεχείρει νά ξεσχίσῃ τόν ἅγιον μέ τάς ἰδίας του χεῖρας καί παρευθύς ἐκόπησαν αἱ χεῖρές του καί ἐκρεμάσθησαν ἐπάνω εἰς τό σῶμα τοῦ μάρτυρος· ὁ δέ ἅγιος προσευχηθείς ἔκαμεν αὐτόν ὑγιῆ. Τοῦτο τό θαῦμα βλέποντες οἱ δήμιοι, Πορφύριος καί Βάπτος ὀνομαζόμενοι, ἠρνήθησαν τά εἴδωλα καί ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν. Ὁμοίως ἐπίστευσαν καί τρεῖς γυναῖκες, αἵτινες παρίσταντο ἐκεῖ καί ἔβλεπον, τούς ὁποίους ὅλους πιάσας ὁ ἡγεμών καί βασανίσας μέ διάφορα παιδευτήρια ἀσπλάγχνως αὐτούς ἀπεκεφάλισεν, διότι ἄν καί ἰατρεύθη ἀπό τόν ἅγιον κατά τό σῶμα, ἀλλ᾿ ὅμως κατά τήν ψυχήν ἔμεινεν ὁ ἄθλιος ἀνιάτρευτος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ τιμωροῦντες δήμιοι τόν ἅγιον Χαραλάμπη, Πορφύριος καί Βάπτος, πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.
Αἱ διά τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους πιστεύσασαι ἅγιαι τρεῖς γυναῖκες ξίφει τελειοῦνται.
Αὐτά λέει τό σημερινό συναξάρι. Βέβαια, ἐάν βλέπαμε ἕναν-ἕναν τούς ἁγίους καί τούς μάρτυρες, θά εἴχαμε νά ποῦμε πολλά. Θά μείνουμε ὅμως σήμερα στόν ἅγιο Χαράλαμπο, τόν ἱερομάρτυρα. Καί νομίζω καλό εἶναι νά προσέξουμε δύο σημεῖα, ἤ ἕνα καί τό αὐτό, πού παρουσιάζεται ὅμως μέ δυό ὄψεις, ἀλλά εἶναι τελείως διαφορετική ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.
Βλέπουμε ἀπό τό ἕνα μέρος ὅτι οἱ δήμιοι Πορφύριος καί Βάπτος ἀρνήθηκαν τά εἴδωλα καί πίστευσαν στόν Χριστό, καθώς εἶδαν τό θαῦμα πού ἔγινε πάνω στόν ἅγιο Χαράλαμπο.
Ἀπό τό ἕνα μέρος βλέπουμε τούς δημίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶναι δήμιοι –εἶναι ὅ,τι χειρότερο· τυραννοῦν, σφάζουν ἀνθρώπους– ἀλλάζουν ριζικά. Ποιός ξέρει πόσους βασάνισαν καί πόσους τυράννησαν! Καί βέβαια εἶναι μεγάλο θέμα αὐτό. Πῶς,δηλαδή, δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ὅτι δέν εἶναι καλό νά τυραννοῦν τούς ἀνθρώπους; Εἶναι τά μυστήρια αὐτά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὅταν ὅμως κάτι ἄλλο βγῆκε στό φανερό, τό εἶδαν, τό κατάλαβαν, τό δέχθηκαν καί ἄλλαξαν ἀμέσως.
Μοῦ ἔρχεται νά πῶ ὅτι στά χρόνια τά δικά μας, δέν δικαιολογεῖται κανένας νά εἶναι κακός ἄνθρωπος, διότι μπορεῖ νά ἀκούσει, μπορεῖ νά μάθει καί νά καταλάβει τί θέλει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί ὅμως, καί ὅμως, ὑπάρχουν κακοί ἄνθρωποι. Μπορεῖ δηλαδή καί στά χρόνια τά δικά μας κάποιοι νά παρασυρθοῦν ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους βέβαια, καί νά γίνουν κακοί. Ὅσο κι ἄν ἐπηρεάσει τό περιβάλλον, δέν γίνονται οἱ ἄνθρωποι κακοί, παρά ἄν παρασυρθοῦν ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους.
Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, πῶς συνταιριάζονται αὐτά, τά ἐξωτερικά (τό περιβάλλον) καί τά ἐσωτερικά (ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός τοῦ ἀνθρώπου), καί σάν νά ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν ἕνας δρόμος –ὁ μοναδικός– ὁ δρόμος νά εἶναι ἕνας τύραννος, ἕνας δήμιος, ἕνας κακός, καί χωρίς λύπη νά βασανίζει τούς ἄλλους, ἔτσι ἤ ἔτσι.
Καί ὅμως, κάπου τόν παραμονεύει ὁ Θεός, κάπου ὁ Θεός θά τοῦ δείξει τό θαῦμα αὐτό πού χρειάζεται, γιά νά τόν βγάλει ἀπό τό σκοτάδι, ἀπό ὅλη ἐκείνη τήν κακοδαιμονία, ἀπό ὅλο ἐκεῖνο τόν κατήφορο πού πῆρε. Σάν φῶς λαμπερό τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀστράφτει μπροστά στά μάτια του –πού εἶναι στό σκοτάδι– καί βλέπει, ἐπειδή βαθύτερα, ἄσχετα ποῦ τόν πήγαινε ἡ ὅλη κατάστασή του, ἤθελε νά δεῖ τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί βαθύτερα περίμενε, τρόπον τινά, νά δεῖ τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἀμέσως νά τό ἀκολουθήσει.
Καί ἔτσι αὐτοί οἱ δήμιοι δέν δίστασαν. Δέν ἄλλαξαν ἁπλῶς ζωή, καί μετά ἦταν ὡραία ἡ ζωή τους. Ὄχι. Τό γνώριζαν ὅτι θά μαρτυρήσουν, ὅπως καί μαρτύρησαν. Τήν ἴδια ἡμέρα καί αὐτοί ξίφει ἐτελειώθησαν. Ὅταν ἔρθει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔρθει ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τίποτε, δέν ἐμποδίζεται, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίποτε, καί δέν γυρίζει μέ τίποτε πίσω. Εἶναι μυστήρια αὐτά· μυστήρια, ἀλλά πάντοτε μένει ὅμως στόν ἄνθρωπο ἕνα κάτι.
Ὁ Θεός γνωρίζει τήν ψυχή τοῦ καθενός, τόν παραμονεύει, καί θά κάνει τό θαῦμα. Ἐκεῖνος πού θέλει νά δεῖ τό θαῦμα, νά δεῖ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, θά τό δεῖ, καί θά ἀκολουθήσει τόν Θεό, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει αὐτό, ὅπως συνέβη ἐδῶ μέ τούς δημίους, Πορφύριο καί Βάπτο.
Εἴπαμε νά προσέξουμε στό συναξάρι πού διαβάσαμε ἕνα σημεῖο, πού παρουσιάζεται μέ δύο ὄψεις. Ἀπό τή μιά πλευρά λοιπόν οἱ δύο δήμιοι. Ἔχουμε ὅμως καί τήν ἄλλη πλευρά. Ὑποθέτω ὅτι ὅλοι τό προσέξαμε ἐδῶ αὐτό πού τόσο πείραξε τόν Λουκιανό, ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος γενναία ὑπέμεινε τά βάσανα. Ἐπειδή δέ ἔβλεπεν αὐτόν ὁ ἡγεμών Λουκιανός πώς ὑπομένει γενναίως τά βάσανα –διότι τοῦ ἔβγαλαν τήν ἱερατικήν στολήν καί ἔπειτα ἐξέδαραν τό δέρμα ὅλον τοῦ σώματός του· οὔτε λίγο οὔτε πολύ τόν ἔγδαραν τόν ἅγιο μέ δική του ἐντολή– ἐθυμώθη καί ἐπεχείρει νά ξεσχίσῃ τόν ἅγιον μέ τάς ἰδίας του χεῖρας, καί παρευθύς ἐκόπησαν αἱ χεῖρες του.
Οἱ μέν, Πορφύριος καί Βάπτος, θά ἔλεγε κανείς ὅτι εἶναι τό ἴδιο πράγμα, δηλαδήδήμιοι εἶναι καί αὐτοί ὅπως ὁ ἡγεμόνας.
Νά, ὅμως πού δέν εἶναι! Αὐτοί βλέπουν τό θαῦμα, βλέπουν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, βλέπουν τήν ἀλήθεια, συγκλονίζονται, καί εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἀκολουθήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Οὔτε κἄν βλέπουν τί τούς περιμένει.
Ὁ ἡγεμόνας, καθώς εἶπε νά τόν βασανίσουν καί νά τόν γδάρουν, περίμενε στή δική του ἐντολή ὁ ἅγιος νά λυγίσει· βλέποντας ὅμως τή γενναιότητά του καί ὅτι δέν λύγισε, αὐτό τόν ἔθιξε καί ὥρμησε νά τόν ξεσχίσει μόνος του. Καί τέτοια εἶναι ἡ κατάστασή του πού, καίτοι θεραπεύτηκε –τόν θεράπευσε ὁ ἅγιος μέ τήν προσευχή, καθώς κόπηκαν τά χέρια– δέν καταλαβαίνει τίποτε. Ἔμεινε ἐκεῖ ἀμετάπειστος, καί θανάτωσε ἀργότερα τόν ἅγιο, ἀφοῦ θανάτωσε πρῶτα τούς δημίους πού πίστευσαν.
Οἱ μέν δηλαδή, ὅσο καί ἄν τό κακό τούς εἶχε παρασύρει καί ὅσο καί ἄν δούλεψαν στό κακό, ἔχουν βαθιά μέσα τους, ἕνα κάτι ἀνθρώπινο, πού ἀφ᾿ ἑνός ἐπιτρέπει στόν Θεό νά κάνει ἕνα θαῦμα καί ἀφ᾿ ἑτέρου, μέ τήν ἐσωτερική κατάσταση πού ἔχουν μέσα τους, βλέπουν αὐτό τό θαῦμα, βλέπουν τήν ἀλήθεια, μεταστρέφονται καί σώζονται, ὁ ἄλλος ὅμως ἀγριεύει.
Πρέπει νά τό τονίσουμε καί νά τό ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας αὐτό: ἤ τόν συναντήσουμε τόν διάβολο στόν ὅποιο ἄνθρωπο, καθώς ὁ διάβολος γίνεται ἕνα μέ τόν ἄνθρωπο, καί τρόπον τινά ὁ ἄνθρωπος ταυτίζεται μέ τόν διάβολο – δέν εἶναι ἀθῶος ὁ ἄνθρωπος, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν κυριεύεται ἔτσι τυχαῖα ἀπό τόν διάβολο, σάν νά τό θέλει, σάν νά συμφωνεῖ–, ἤ τόν συναντήσουμε καί μέσα μας, πού σ᾽ ὅλες τίς περιπτώσεις κάπου ἐκεῖ μαζί μέ τά πάθη μας, μαζί μέ τά ἐλαττώματά μας εἶναι καί ὁ διάβολος καί προπαντός σέ περιπτώσεις ἔτσι ἀρρωστημένες ἐκεῖ φαίνεται πώςφωλιάζει, λοιπόν καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος θά ἀγριέψει. Ἀλλά δέν λέγεται πόσο θά ἀγριέψει καί ὁ διάβολος, ὅταν μᾶς συναντήσει, ὄχι κατά ἄλλο τρόπο, ἀλλά ἔτσι ἁπλῶς πού κάνουμε τόν σταυρό μας, τήν προσευχή μας, πού δείχνουμε ὑπομονή, πού ἀνεχόμαστε, πού κάνουμε τόν ἀγώνα μας τόν πνευματικό. Θά ἀγριέψει τόσο πού θά θέλει νά σέ στραγγαλίσει.
Ἀλλά, καί μέσα μας ἄν τολμήσουμε νά χτυπηθοῦμε κατά μέτωπο μέ τά πάθη μας, μέ τήν ὅλη ἁμαρτωλή κατάστασή μας, θά ἀγριέψει ὁ ἑαυτός μας. Αὐτά τά ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, ὅτι εἶναι πάρα πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν τολμοῦν νά προχωρήσουν, δέν τολμοῦν νά πάρουν στά σοβαρά τήν ὅλη ὑπόθεση καί νά πλήξουν τό κακό, ὅποιο κακό καί ὅσο κακό εἶναι μέσα τους, νά τό πλήξουν. Ποῦ νά τολμήσουν! Σάν φίδι φαρμακερό ἐπιτίθεται ἀπό μέσα τό κακό, καί ἀγριεύει ὁ ἄνθρωπος καί τ᾽ ἀφήνει.
Νά μήν παραξενευόμαστε λοιπόν, ὅταν συναντήσουμε ἔτσι κατά ὠμό τρόπο τό κακό, κατά ὠμό τρόπο τήν ἀντίδραση, πρῶτα ἀπό τούς ἔξω. Νά μήν παραξενευθοῦμε. Ἔτσι εἶναι· αὐτό εἶναι τό κακό, αὐτός εἶναι ὁ διάβολος. Ἐμεῖς δέν θά θυμώσουμε, ἐμεῖς δέν θά παρασυρθοῦμε νά ἀκολουθήσουμε τόν ἴδιο κακό δρόμο καί τήν ἴδια κακή ἀντίδραση, ἀλλά μέ προσευχή, μέ ἀγάπη, μέ ἀνοχή, νά ἀντιμετωπίσουμε τήν ὅποια κατάσταση.
Καί μέ τόν ἑαυτό μας δέν χρειάζεται νά ἀγριέψουμε, δέν χρειάζεται νά θυμώσουμε. Προπαντός, προπαντός νά μή φοβηθοῦμε· δέν χρειάζεται νά φοβηθοῦμε, ἀλλά καί δέν χρειάζεται ἐπίσης νά θιγοῦμε. Ὅταν διαπιστώνεις μέσα σου θηρία, θίγεσαι. Ἐσύ, καθώς ἔχεις τόσο καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου, ποῦ νά τό δεχθεῖς! Θίγεσαι. Δέν χρειάζεται οὔτε νά θιγοῦμε οὔτε νά θυμώσουμε.
Καί πάντοτε νά θυμόμαστε αὐτό ἐδῶ: Καί δήμιος ἀκόμη νά ἐχρημάτισες, καί βαθιά μέσα σου νά συναντᾶς κακία, αὐτό εἶναι θέμα δικό σου, δέν εἶναι θέμα ὅτι ἄλλος σοῦ τό δημιούργησε ἤ ἄλλος σοῦ τό ἔδωσε· ὄχι. Εἶναι θέμα δικό μας ὅση κακία κι ἄν συναντήσουμε βαθιά μέσα μας· ὅ,τι κι ἄν ἔχει κάνει ὁ ἑαυτός μας, ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Πολλές φορές κανείς θά διαπιστώσει βαθιά μέσα του ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερος ἄνθρωπος ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἐμεῖς ὅμως νά χαιρόμαστε, διότι μέσα ἀπό αὐτά βρίσκουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί ἐδῶ, ποῦ βρῆκαν τήν ἀλήθεια; Νά, στό μακελειό αὐτό ἐδῶ· στό μακελειό πού εἶναι βασανιστές. Κι ὅμως, μέσα ἀπό κεῖ βρῆκαν τήν ἀλήθεια καί ὅ,τι χρειάστηκε ὕστερα τό ἔκαναν, ἀρνήθηκαν τά εἴδωλα, ἐπίστευσαν στόν Χριστό, μαρτύρησαν καί σώθηκαν.
Μᾶς βοηθάει λοιπόν ἐδῶ ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, καθώς μᾶς φωτίζει, νομίζω, ὁ Θεός, νά δοῦμε ἀκριβῶς καί τή μιά πλευρά καί τήν ἄλλη. Ὅσο περισσότερο τό κακό, ἡ ἁμαρτία, ὁ διάβολος βλέπει τήν ἀρετή, βλέπει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόσο ἀγριεύει. Ἀγριεύει. Καί ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν εἴμαστε ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά δοῦμε τί μᾶς συμβαίνει καί νά μετανοήσουμε γιά νά σωθοῦμε, θάπαρασυρθοῦμε ἀπό τό κακό καί θά μείνουμε στό κακό μέχρι τέλους. Ἀλλά ἐδῶ πιό πολύ τό λέμε ἀπό τήν πλευρά ὅτι ὅσο κακό κι ἄν συναντήσουμε, νά ξέρουμε ὅτι ἀγριεύει ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος εἴτε γενικότερα ὁ διάβολος. Ἐμεῖς ὅμως νά μή φοβηθοῦμε καί νά κάνουμε τό καθῆκον μας.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως νά ξέρουμε ὅτι μέσα ἀπό ὅποιο μακελειό καί ἄν περάσουμε, τίποτε δέν μᾶς κλείνει τόν δρόμο, τίποτε δέν μᾶς φράσει τόν δρόμο, ἐάν ἐμεῖς βαθύτερα, ὅπως ἐδῶ οἱ δήμιοι, ἔχουμε ἔτσι ἀνοιχτή τήν ψυχή μας στόν Θεό καίεἴμαστε ἕτοιμοι νά δοῦμε τό φῶς. Θά δεῖτε ὅτι θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός, ἄν ἐσύ βαθιά μέσα σου θέλεις. «θέλω, Θεέ μου, ταπείνωση!»· θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά σοῦ τή δώσει. Θέλεις νά μετανοήσεις ἀληθινά; θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά σοῦ τό δώσει. Θέλεις ἔτσι νά φωτισθεῖς, θέλεις νά ἀπαρνηθεῖς ὄντως τόν ἑαυτό σου; θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός. Μή φοβᾶσαι πού τό κακό, ὁ διάβολος καί τά πάθη σου ἔκαναν ὅ,τι ἔγινε μέσα σου. Θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά σοῦ ἀνοίξει τά μάτια καί, ἄν χρειαστεῖ, θά μαρτυρήσεις κιόλας.
Βέβαια, δέν μᾶς περιμένει ἐμᾶς τώρα κάποιο ξίφος, δέν μᾶς περιμένει τέτοιου εἴδους μαρτύριο. Τό μαρτύριο εἶναι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους. Διότι πολλές φορές, γιά νά ἀκολουθήσεις τόν Θεό, γιά νά ἀκολουθήσεις ἀκριβῶς τόν φωτεινό δρόμο πού σοῦ δείχνει, καί ὄντως γιά νά μετανοήσεις, ὄντως γιά νά πᾶς κόντρα στό κακό, στήν ἁμαρτία, καλεῖσαι νά ματώσεις. Θά ματώσεις· δέν εἶναι ἀστεῖα. Καί αὐτά δέν γίνονται ἐπειδή εἴμαστε ἕρμαια. Ὄχι. Τά οἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός, διότι τελικά ἔτσι σώζεται ὁ ἄνθρωπος, περνώντας ἀπό μαρτύριο. Ἀλλιῶς εἶναι ψεύτικη ἡ σωτηρία. Καί ὅποιος δέν ἔχει σκοπό νά ὑπομένει, νά ταπεινωθεῖ, νά δεχθεῖ ταπεινώσεις μήν περιμένει σωτηρία·δέν γίνεται ἀλλιῶς ἡ σωτηρία.
Εἴθε ὁ ἅγιος Χαράλαμπος νά πρεσβεύσει νά φωτισθοῦμε καί νά ἀκολουθήσουμε κατ᾿ ἀρχήν τό δικό του παράδειγμα, τή δική του ζωή, καί μέσα ἀπό αὐτά πού συνέβησαν ἤ μέσα ἀπό παρόμοια, καθώς αὐτός ἦταν ὅ,τι ἦταν καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, καί ἐμεῖς ὅλο καί περισσότερο νά βρίσκουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά σωθοῦμε.