Μυστ. Εξομολογησεως
A+
A
A-

209. Μετάνοια χωρίς ὅρους καί ὅρια

Μετάνοια χωρίς ὅρους καί ὅρια

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀδελφοί μου, τήν ἁγία αὐτή περίοδο πού διανύουμε, μέ ὅλα αὐτά πού ψάλλουμε καί ἀναγινώσκουμε στίς ἀκολουθίες, μᾶς καλεῖ συνεχῶς σέ μετάνοια. Ἀκόμη περισσότερο μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια μέ τόν Μέγα Κανόνα, πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐπίσκοπος Κρήτης, καί τόν ὁποῖο ψάλαμε χθές τό ἀπόγευμα.

Ἐάν δέν περάσεις ἀπό τή μετάνοια, δέν σώζεσαι

 

Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές ὅτι τό βασικό κήρυγμα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ μετάνοια. Καί ὁ προφήτης πού εἶναι μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Πρόδρομος, μετάνοια κηρύσσει. Ἀλλά καί ὁ Κύριος μετάνοια κήρυξε καί μετάνοια ἀπέστειλε νά κηρύξουν οἱ ἀπόστολοί του. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό τονίζει ἰδιαίτερα αὐτό στόν ἀπόστολο Παῦλο.

Μετάνοια ἀληθινή, γνήσια, μετάνοια ὅπως τή θέλει ὁ Θεός, καί, ἄν θέλετε ἀκόμη καλύτερα, μετάνοια ὅπως τή δίνει ὁ Θεός σ᾿ ἐκεῖνον πού τή ζητάει, σ᾿ ἐκεῖνον πού τή δέχεται. Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος νά ἐπιστρέψει κανείς στόν Θεό, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά βρεῖ κανείς τόν Θεό καί νά σωθεῖ, παρά μόνο ἡ μετάνοια.

Νά σᾶς θυμίσω αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὅπως ὅταν ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, τοῦ ἔδωσε μία ἐντολή καί ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος νά τηρήσει αὐτή τήν ἐντολή, γιά νά μείνει στόν παράδεισο, ἔτσι καί τώρα μία ἐντολή δίνει ὁ Θεός: τή μετάνοια. Κάνε ὅσα ἄλλα θέλεις. Ἐάν δέν περάσεις ἀπό τή μετάνοια, δέν σώζεσαι. Τή σωτηρία τή δίνει ὁ Χριστός, σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά γίνεται ὁ ἄνθρωπος κοινωνός αὐτῆς τῆς σωτηρίας, ὅταν μετανοεῖ. Ἔξω ἀπό τή μετάνοια εἶναι πλάνη νά νομίζει κανείς ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ὅτι βρῆκε τόν Θεό, ὅτι ἔχει κοινωνία ἀληθινή μέ τόν Θεό. Εἶναι πλάνη.

 

…μένουν ξένα χωρίς τή μετάνοια

 

Τί ἔκανε ὁ Χριστός; Ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὡς ἄνθρωπος σταυρώθηκε, ὡς ἄνθρωπος ἀνέστη καί ὡς ἄνθρωπος εἰσῆλθε στόν οὐρανό, ἀνέβηκε στόν οὐρανό. Δέν βγαίνει τίποτε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραδέχεται βέβαια ὅτι ἔτσι ἔκανε ὁ Χριστός, ὅμως μένει ἁπλῶς θεατής ὅλων αὐτῶν.

Πραγματικά πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὅπως ἦταν ἑνωμένη στό πρόσωπό του ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεία φύση. Νά ἑνωθοῦμε ἔτσι πού νά εἶναι ἀλήθεια, πραγματικότητα –ὄχι θεωρητικά– ὅτι εἶναι μέσα μας ὁ Χριστός, ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό.

Δέν ὑπάρχει κανείς μέχρι σήμερα πού μετενόησε ἀληθινά καί δέν ἔζησε αὐτή τήν πραγματικότητα. Καί δέν ὑπάρχει κανείς μέχρι σήμερα ὁ ὁποῖος δέν ἔζησε ποτέ αὐτή τήν κατάσταση, ἐνῶ τό ἐπιθυμοῦσε αὐτό πάρα πολύ, καί ὁ λόγος νά μήν ἦταν τό ὅτι δέν μετενόησε ἀληθινά.

Μέ τή μετάνοια συμμετέχουμε στόν σταυρό τοῦ Κυρίου. Μέ τή μετάνοια σταυρωνόμαστε μέ τόν Κύριο. Ἀλλιῶς, εἴμαστε ἁπλῶς θεατές, ἁπλῶς παραδεχόμαστε ὅτι ἔγινε ἔτσι, ἀλλά εἴμαστε ἔξω ἀπό τά πράγματα. Ἐνόσῳ κανείς εἶναι ἐν μετανοίᾳ καί σταυρώνεται διά τῆς μετανοίας μέ τόν Χριστό, ἀνασταίνεται καί αἰσθάνεται ὅτι μπαίνει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τό θέλαμε δέν τό θέλαμε ἐμεῖς, τό γνωρίζαμε δέν τό γνωρίζαμε, ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, σταυρώθηκε, ἀλλά μένουν αὐτά ξένα πρός ἐμᾶς χωρίς τή μετάνοια. Ποιός χριστιανός πού ἔχει μιά κάποια σχέση μέ τήν Ἐκκλησία δέν τά πιστεύει αὐτά; Ὅλοι τά πιστεύουν. Ποιός χριστιανός δέν πάει στήν Ἐκκλησία, δέν πάει νά κοινωνήσει, δέν παίρνει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ἀλλά πόσοι ἀπό αὐτούς πού τά δέχονται ὅτι ἔτσι εἶναι καί κοινωνοῦν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πραγματικά σταυρώνονται μέ τόν Χριστό καί ἀνασταίνονται μέ τόν Χριστό; Πόσοι πραγματικά εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό; Πόσοι ὄντως ἔχουν αἴσθηση ὅτι εἶναι ὁ Χριστός ὄχι ἁπλῶς μαζί τους ἀλλά μέσα τους; Πόσοι; Ἐλαχιστότατοι. Καί αὐτό, διότι ἁπλῶς τά παραδεχόμαστε.

Μπορεῖ νά ἐπιθυμοῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, νά ἔλθει μέσα μας ὁ Χριστός διά τοῦ Σώματός του καί τοῦ Αἵματός του. Μπορεῖ νά ἐπιθυμοῦμε νά πεθάνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί νά ζήσει ὁ νέος ἄνθρωπος. Ὅμως αὐτό δέν γίνεται. Γιατί; Διότι εἴμαστε ἁπλῶς θεατές, διότι εἴμαστε αὐτοί πού ἁπλῶς τά δέχονται αὐτά. Δέν ὑπάρχει ἡ μετάνοια στήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει ἡ μετάνοια αὐτή ἡ ὁποία θά κάνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ ποιός εἶναι, τί ἔκανε, πῶς συμπεριφέρθηκε ἀπέναντι στόν Θεό, ποιά εἶναι ἡ ὅλη στάση του ἀπέναντι στόν Θεό· καί νά πέσει κάτω χωρίς τήν παραμικρή δικαιολογία καί νά καταδικάσει τόν ἑαυτό του καί νά πονέσει καί νά μήν τοῦ φθάνει ὁ πόνος αὐτός καί νά μή διστάζει νά πεῖ στόν Θεό ἀκόμη πιό πολύ νά ζήσει τή μετάνοια, ἀκόμη πιό πολύ νά τή νιώσει τή μετάνοια, ἀκόμη πιό πολύ νά ἔλθει ὁ πόνος μέσα στήν ψυχή. Νά μετανοήσει κανείς ἀληθινά καί ὄχι νά ἔχει ἡ μετάνοιά μας ἕνα χαρακτήρα τέτοιο: πῶς θά ξεφύγουμε, πῶς θά ξεγλιτώσουμε ἀπό μερικά πράγματα, πῶς τελικά θά εὐχαριστηθοῦμε, πῶς θά φυλάξουμε τόν ἑαυτό μας νά μήν πάθουμε πολλά. Εἶναι μετάνοια αὐτή; Μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μετάνοια αὐτή;

 

«Κύριέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει…»

 

Κανένας ἀπό τούς μάρτυρες, ὅταν πήγαιναν νά μαρτυρήσουν, δέν ἔβαζε ὅρους καί ὅρια. Κανένας. Ἦταν ὁ καθένας τελείως παραδομένος στόν Θεό, νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός, νά ἀφήσει ὁ Θεός νά πάθει ὁ καθένας ὅσο ἤθελε ὁ Θεός. Δέν ἦταν παραδομένοι στόν Θεό μέ ὅρους: Δέχομαι τό μαρτύριο, ἀλλά νά γίνει τοῦτο καί νά μή γίνει ἐκεῖνο, νά συμβεῖ αὐτό καί νά μή συμβεῖ τό ἄλλο. Τελείως ἀνύπαρκτοι ἦταν οἱ ὅροι. Οὔτε τό πρόβατο δέν παραδίδεται στόν σφαγέα, ὅπως παραδίδονταν οἱ μάρτυρες.

Ἐμεῖς, καί ὅταν πᾶμε νά μετανοήσουμε, θέτουμε ὅρους καί βάζουμε τή μετάνοια μέσα στή δική μας σκέψη, στό δικό μας καλούπι, στό δικό μας πρόγραμμα καί σχέδιο· δέν ἀφήνουμε τόν Θεό νά βοηθήσει λίγο νά ἔλθει ἡ ἀληθινή μετάνοια μέσα μας, δέν ἀφήνουμε τόν Θεό νά μᾶς δώσει ἀληθινή μετάνοια, ὥστε νά γίνει μέσα μας τέλεια ἰσοπέδωση, τέλεια καταστροφή τῆς ἁμαρτίας, καί νά μή ζήσει τίποτε, νά μή μείνει τίποτε ὄρθιο ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ποιός θέλει, ποιός ζητάει τέτοια μετάνοια; Ποιός εἶναι ἀποφασισμένος νά σηκώσει, νά δεχθεῖ τέτοια μετάνοια;

Δέν εἶναι δύσκολο νά πᾶς στήν ἐκκλησία· δέν στοιχίζει. Ἅμα λίγο τό παραδεχθεῖς, δέν εἶναι δύσκολο νά κάνεις μιά ψευτονηστεία καί νά πᾶς νά κοινωνήσεις. Τό δύσκολο εἶναι νά μετανοήσεις· ἀληθινά νά μετανοήσεις. Μή φέρεις ὡς δικαιολογία: «Θέλω νά μετανοήσω, ἀλλά δέν μπορῶ». Πές το στόν Χριστό: «Ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, Κύριέ μου, ὅ,τι κι ἄν χρειάζεται νά πάθω, ὅ,τι κι ἄν χρειάζεται νά συμβεῖ, ὅ,τι κι ἄν χρειαστεῖ νά γίνει μέσα μου, μόνο δῶσε μου ἀληθινή μετάνοια, αὐτήν πού θά μέ κάνει νά μαρτυρήσω μαζί σου, νά σταυρωθῶ, νά πεθάνω μαζί σου, ὥστε νά ἑνωθῶ μαζί σου καί νά ἀναστηθῶ καί νά ζήσω γιά τόν οὐρανό».

Πόσο λίγοι εἴμαστε αὐτή τή στιγμή ἐδῶ ἐν σχέσει μέ τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά πόσο καλό θά γινόταν, ἐάν αὐτή τήν ὥρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας θά λέγαμε: «Ἦλθε ἡ ὥρα. Τέλειωσαν ὅλα. Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Καί ὄχι ἁπλῶς νά ποθήσουμε τή μετάνοια, ἀλλά νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει μετάνοια ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει –ἕτοιμοι αὐτή τήν ὥρα, ἄν χρειαστεῖ, ἐδῶ μέσα νά πεθάνουμε– καί νά μᾶς κάνει κοινωνούς του, νά μᾶς ἑνώσει μαζί του, νά ἑνωθεῖ μαζί μας· νά σταυρωθοῦμε μαζί του καί νά ἀναστηθοῦμε μαζί του.

 

Τό πρῶτο βῆμα πού θά ἔπρεπε νά κάνουμε

 

Δυστυχῶς, οὔτε αὐτό μποροῦμε νά κάνουμε: νά δοῦμε πόσο ἀναίσθητη εἶναι ἡ ψυχή μας, τί τάση αὐτοδικαιώσεως ἔχουμε, τί διάθεση ἔχουμε νά καλύπτουμε τόν ἑαυτό μας. Δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, δέν τό διανοούμαστε. Μάλιστα, μή μᾶς τό πειράξουν αὐτό. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, τό πρῶτο-πρῶτο βῆμα, τό πραγματικό βῆμα πού μποροῦμε νά κάνουμε, πού θά μπορούσαμε, πού θά ἔπρεπε νά κάνουμε αὐτή τήν ὥρα, εἶναι νά πιστέψουμε ἀκράδαντα ὅτι μπορεῖ αὐτή τήν ὥρα κιόλας νά ἀρχίσει ἡ ἀληθινή μετάνοια, ὥστε νά ταρακουνηθεῖ ἡ ψυχή μας· νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦμε νά συγκλονισθοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅτι μπορεῖ νά ἀρχίσει ἡ χάρη νά δουλεύει μέσα μας, νά ἀρχίσει νά ἐργάζεται μέσα μας ἡ μετάνοια, νά ὑπάρχει μέσα μας ἡ μετάνοια. Ὅλα γι᾿ αὐτό εἶναι. Ἄν ὅμως ἀφήνουμε χαλαρό τόν ἑαυτό μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό.

Ἄν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἄν ὑπάρχουν τά μυστήρια, ἄν ὑπάρχει ἡ λατρεία, ὅλα εἶναι γιά νά μετανοήσουμε. Ἀλλιῶς, εἴμαστε θεατές καί ἁπλῶς ἐπιθυμητές. Ἀλλιῶς, εἴμαστε ὑποκριτές, πού δείχνουμε τάχα ὅτι θέλουμε, ὅτι πάρα πολύ ἐπιθυμοῦμε, ἀλλά οἱ πόρτες τῆς ψυχῆς μας εἶναι κλειστές· δέν μπορεῖ νά περάσει τίποτε μέσα μας.

Μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Εἴμαστε αὐτή τήν ὥρα ἐδῶ μέσα στόν ναό, βρεθήκαμε ἐδῶ μέσα· ὅλους μᾶς ἀφορᾶ τό νά μετανοήσουμε. Ἐάν φύγουμε ἀπό ἐδῶ, καί δέν ἔχει γίνει κάτι πού νά μοιάζει ὅτι εἶναι ἀρχή μετανοίας, κακό σημάδι. Αὐτό σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχει κυριεύσει φοβερή ἀναισθησία, φοβερή ἀμετανοησία –ἄς μήν ποῦμε ὑποκρισία· ὅμως συνηθίσαμε στό ψεύτικο, συνηθίσαμε στό νά βολευόμαστε καί ἁπλῶς νά παίρνουμε ἐξωτερικά τό σχῆμα τοῦ εὐλαβοῦς καί τοῦ εὐσεβοῦς.

Ἀλλά εὔχομαι καί ἐλπίζω νά γίνει μιά ἀρχή αὐτή τήν ὥρα.

 

1-4-1993