Πονος
A+
A
A-

211. Εὐχή τοῦ ἁγίου Γενναδίου

Εχή το γίου Γενναδίου

 

«Βάδιζαν τόν δρόμο τς ζως μέ τρόπο μεμπτο»

 

Ὑπεράγιε Κύριε, ἐσύ πού δημιούργησες τόν οὐρανό καί τή γῆ καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σέ αὐτά· ἐσύ πού εἶσαι ὁ πάνσοφος ἐπόπτης καί κυβερνήτης ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ φοβερός βασιλιάς, ὁ δίκαιος καί ἐπιεικής κριτής, ὁ πανεύσπλαχνος Πατέρας μας· ἡ ἀδιαίρετη ὡς πρός τή φύση της Μονάδα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς Ὑποστάσεις πού δέν συγχέονται μεταξύ τους (ὅπως εὐδόκησες νά ἀποκαλυφθεῖς σ᾿ἐμᾶς καί σέ αὐτή τή ζωή, στήν ὁποία δέν βλέπουμε τά πράγματα ξεκάθαρα)· ἐσύ, ὁ Νοῦς πού δέν ἔχει ἀρχή· ἐσύ, πού μέ τόν Λόγο τόν ἀληθινό καί τό Πνεῦμα τό γεμάτο ζωή καί πού ζωοποιεῖ τά πάντα καθίστασαι αὐτοτελῶς τέλειος καί ἔχεις ζωή αἰώνια καί μακάρια· ἐσύ, τόν Λόγο σου, τόν Κύριό μας ἸησοῦΧριστό, πού εἶναι καί ὁ ἴδιος Θεός, τόν ἔδωσες σ᾿ ἐμᾶς τούς ἀνάξιους δούλους σου, ἀφοῦ προσέλαβε τή δική μας φύση, ὡς σωτήρα καί ἰατρό καί διδάσκαλο· ἐπίσης, ἔστειλες τό Πανάγιό σου Πνεῦμα μέ ὁρατή μορφή καί στερέωσες τήν πίστη τῶν μαθητῶν μέ τά δῶρα τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ καί μέσῳ τῶν μαθητῶν ἐνισχύεις ὥς τίς μέρες μας ὅσους ἔχουν τήν ὀρθή πίστη.

Θεέ παντοκράτορ, πού ἡ δύναμή σου εἶναι ἀπέραντη, ἄναρχε, ἀσώματε, ἀκατάληπτε, πού προξενεῖς θαυμασμό στούς ἀγγέλους, φόβο σέ ὅλα τά κτίσματά σου καί πού σέ ἀγαποῦν ὅλοι, ὅσοι ἀγαποῦν τή ζωή καί τή σωτηρία τους· σ᾿ ἐσένα πιστεύουμε, ἐσένα παραδεχόμαστε ὡς Κύριο καί Πατέρα καί κριτή καί ὡς ἐκεῖνον πού προνοεῖ γιά μᾶς· σ᾿ ἐσένα ἔχουμε παραδοθεῖ ἀπό τότε πού ἤμασταν ἀκόμη στήν κοιλιά τῆς μάνας μας· ἐσύ μᾶς τρέφεις ἀπό τήν ἐμβρυϊκή ἡλικία, εἶσαι ὁ προστάτης μας καί ὁ χορηγός ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἀπό τή γέννησή μας ἴσαμε τώρα, καί ἐκείνων πού ἐξακολουθοῦμε νά ἔχουμε καί ἐκείνων πού χάσαμε. Κύριε, μέ τά ἴδια μας τά αὐτιά ἀκούσαμε, καί οἱ πατέρες μας μᾶς διηγήθηκαν τά ἔργα πού ἔκαμες στή δική τους ἐποχή καί σέ παλαιότερες ἐποχές. Γιατί, δέν κατέκτησαν τή γῆ πού ἔχουν μέ τό σπαθί τους, οὔτε τούς διέσωζε ἀπό κινδύνους ἡ δική τους δύναμη, ἀλλά τό δικό σου χέρι καί ἡ δύναμή σου καί ὁ φωτισμός πού προέρχεται ἀπό τό πρόσωπό σου· καί ἐνεργοῦσες ἔτσι, ἐπειδή ἤσουν εὐχαριστημένος μαζί τους, καί ἐπειδή ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅ,τι ἤθελες ἐσύ καί φύλαγαν τίς ἐντολές σου. Βάδιζαν στόν δρόμο τῆς ζωῆς μέ τρόπο ἄμεμπτο, καί ὅλα τους τά ἔργα ἦταν ἐνάρετα. Γι᾿ αὐτό εἶχαν στηρίξει τίς ἐλπίδες τους σ᾿ ἐσένα, καί ἐσύ τούς γλίτωνες ἀπό κάθε κακό. Πολλές φορές ἀπευθύνθηκαν σ᾿ ἐσένα μέ κραυγές ἱκεσίας, καί τούς ἔσωσες. Ἐσύ ἤσουν ἡ ἐλπίδα τους καί δέν τούς ντρόπιασες.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο, πόσες φορές ἔσωσες καί ἐμᾶς, τά παιδιά τους, ἀπό ἐκείνους πού μᾶς καταπίεζαν; Πόσες φορές ντρόπιασες ἐκείνους πού μᾶς μισοῦσαν; Ἐπέτρεπες νά περάσουμε δυσκολίες, ἀλλά μετά γιάτρευες τίς πληγές μας. Ὀργιζόσουν ἐναντίον μας, ὕστερα ὅμως πάλι μᾶς συμπονοῦσες. Ἐξαιτίας τοῦ θυμοῦ σου φτάναμε στό χεῖλος τοῦ θανάτου, ἀλλά τό ἔλεός σου ἀμέσως μᾶς ξαναέφερνε στήζωή.

 

«Περίμενες νά κάνουμε σταφύλια, λλά μες κάναμε πάντοτε γκάθια»

 

Τώρα ὅμως, Κύριε, μᾶς ἔδιωξες ἀπό κοντά σου ὁριστικά καί μᾶς καταντρόπιασες. Ἐπέτρεψες νά τραποῦμε σέ φυγή μπροστά στούς ἐχθρούς μας, πού μᾶς μισοῦσαν, οἱ ὁποῖοι, ἀντίθετοι μέ τίς συμφωνίες πού εἶχες συνάψει μαζί μας, ἅρπαξαν γιά λογαριασμό τους τούς πιό ἐκλεκτούς δούλους σου, σάν νά ἦταν πρόβατα προορισμένα νά σφαχτοῦν καί νά φαγωθοῦν. Σκορπίσαμε σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς. Γίναμε ὄνειδος ὄχι μόνο τῶν γειτόνων μας ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς χλευάζουν καί μᾶς περιγελοῦν τά ἔθνη πού βρίσκονται τριγύρω μας. Ἐμᾶς χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι ὡς παράδειγμα, ὅταν μιλοῦν γιά μεγάλη συμφορά. Γιά ποιόν λόγο ὅμως, Κύριε, ἐπέτρεψες νά συμβοῦν αὐτά σ᾿ ἐμᾶς; Γιατί ξέσπασε ἡ ὀργή σου ἐπάνω μας;

Ἀργήσαμε νά τό καταλάβουμε, Κύριε, παρόλο πού ὁ νόμος σου μᾶς εἶχε διαπαιδαγωγήσει στό παρελθόν· ἀλλά ἄναψε μέσα μας σάν φωτιά ἡ ἐπιθυμία γιά ἁμαρτωλά πράγματα, καί δέν βλέπαμε ἐσένα, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, πού ἔλαμπες μέσα ἀπό τίς ἐντολές σου. Τώρα ὅμως γνωρίζουμε καλά καί τό ὁμολογοῦμε· εἶναι φανερό ὅτι αὐτά ἔγιναν, ἐπειδή μέ τίς προκλήσεις μας βάλαμε σέ πειρασμό καί πικράναμε ἐσένα, τόν Ὕψιστο Θεό· σέ ἀγαπήσαμε μέ τό στόμα μας, ἀλλά ἡ γλώσσα μας σοῦ ἔλεγε ψέματα, καί ἡ καρδιά μας δέν ἦταν εἰλικρινής ἀπέναντί σου. Δέν μείναμε πιστοί στή συμφωνία πού εἴχαμε συνάψει μαζί σου καί δέν φυλάξαμε τίς ἐντολές σου, ἀλλά τίς ἀθετήσαμε καί γίναμε σάν τό στραβό τόξο πού δέν πετυχαίνει τόν στόχο του.

Διαφθαρήκαμε καί γίναμε μισητοί σ᾿ ἐσένα ἐξαιτίας τῶν ἔργων μας. Ὅλοι βγήκαμε ἀπό τόν σωστό δρόμο καί ἐξαχρειωθήκαμε. Ἀτιμάσαμε τίς γιορτές πού γίνονταν γιά σένα. Καταφρονήσαμε τή δόξα σου. Παραδώσαμε τό σῶμα μας στά διάφορα πάθη καί προσκολλήσαμε τήν ψυχή μας σέ ὑλικά πράγματα. Τά χέρια μας ἔγιναν χέρια ἀδικίας. Ἡ γλώσσα μας βλασφημοῦσε τούς ἁγίους σου. Τά χείλη μας ἔλεγαν λόγια γλυκά, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἦταν δόλια καί γεμάτα κακία. Ὁ καθένας μας ἔλεγε στόν διπλανό του λόγια μάταια καί ψεύτικα.

Ὁρκιζόμασταν στούς συνανθρώπους μας καί δέν κρατούσαμε τόν ὅρκο μας. Δανείζαμε τά χρήματά μας μέ τόκο καί δωροδοκούμασταν, γιά νά βλάψουμε ἀθώους. Αἰσθανόμασταν ἀποστροφή γιά τή δικαιοσύνη καί τήν κρίση. Οἱ ζυγαριές μας δέν ζύγιζαν σωστά. Τά χρήματά μας ἦταν νοθευμένα. Τό κακό πού μᾶς εἶχε κάμει ὁ διπλανός μας τό φυλάγαμε ὅλοι στήν καρδιά μας. Οἱ ποιμένες ξεγελούσαμε τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί δημιουργούσαμε δυσκολίες στή ζωή τῶν ἀνθρώπων· καί ἐνῶ φαινόταν ὅτι διδάσκουμε τήν ἀρετή, διδάσκαμε τήν κακία. Οἱ ἄρχοντες δέν ὑπακούαμε στούς νόμους σου· συνεργαζόμασταν μέ τούς κλέφτες, ἀγαπούσαμε τή δωροδοκία, ἐπιδιώκαμε τήν ἀνταμοιβή, δέν ἀποδίδαμε τό δίκαιο πού ἔπρεπε στά ὀρφανά καί ἀδιαφορούσαμε γιά ὑποθέσεις πού ἀφοροῦσαν χῆρες. Μέ λίγα λόγια, ἐξισωθήκαμε μέ τά ἄλογα ζῶα καί γίναμε ὅμοιοι μέ αὐτά.

Ἐσύ ὅμως, Κύριε, μακροθυμοῦσες ὥς τό τέλος, μᾶς ἀνεχόσουν· περίμενες νά κάνουμε ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή σταφύλια, ἀλλά ἐμεῖς κάναμε πάντοτε ἀγκάθια. Μᾶς βρῆκαν θλίψεις καί βάσανα, τά ὁποῖα ἔστειλες ἐσύ, θέλοντας νά μᾶς δοκιμάσεις γιά τελευταία φορά, ὥστε νά ἐπιστρέψουμε σ᾿ ἐσένα, ἀλλά ἡ καρδιά μας ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά σου. Συντάραζες τή γῆ, καί ἐμεῖς ζούσαμε μέσα στίς ἀπολαύσεις. Μᾶς ἀπειλοῦσες, καί ἐμεῖς ἀδιαφορούσαμε. Μᾶς δίδασκες, ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλαμε νά καταλάβουμε, ὥστε νά κάνουμε τό καλό. Πρόσταζες, καί καθόλου δέν δίναμε σημασία οὔτε ἐνεργούσαμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές σου, γιά νά μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εὐτυχία, ἀλλά ἔχοντας φτάσει στό βάθος τῶν πειρασμῶν καί κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ νά μᾶς ἐγκαταλείψεις, ἀντιμετωπίσαμε τήν κατάσταση μέ ὅ,τι μᾶς ἀπέμεινε ἀπό τήν ἀδιαντροπιά μας· κάναμε βαθυστόχαστα σχέδια ἀλλά ὄχι βασισμένα στόν Κύριο. Καί γι᾿ αὐτό πέσαμε στόν γκρεμό τῶν κακῶν ἀποφάσεών μας.

 

«Τώρα μως, Κύριε, σέ κολουθομε»

 

Τά ὁμολογοῦμε ὅλα αὐτά, Θεέ μας, ἐπουράνιε Βασιλιά. Δέν τά ἀρνιόμαστε. Παραδεχόμαστε ὅτι σέ κάναμε νά αἰσθανθεῖς ἀηδία γιά μᾶς, καί γι᾿ αὐτό ἔπαψες νά συγχωρεῖς τίς ἁμαρτίες μας. Καί ὅταν ὑψώναμε ἱκετευτικά τά χέρια μας πρός ἐσένα, γυρνοῦσες τά μάτια σου μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ὅταν πολλαπλασιάζαμε τίς προσευχές μας σ᾿ ἐσένα, δέν μᾶς ἄκουγες καί φανέρωνες τήν ἀγανάκτησή σου μέ σεισμούς. Γιατί, πῶς ἦταν δυνατό νά δεχτεῖς χέρια πού ἦταν βουτηγμένα στό αἷμα; Πῶς θά μποροῦσες νά ἀκούσεις χείλη, τά ὁποῖα τήν ἴδια στιγμή καί σέ βλασφημοῦσαν καί σέ ἀνυμνοῦσαν; Πῶς ἦταν δυνατό νά μᾶς λυπηθεῖς, τήν ὥρα πού φθάσαμε σέ σημεῖο νά μήν ἐλπίζουμε σ᾿ ἐσένα καί δέν εἴχαμε καμιά διάθεση νά μετανοήσουμε ἐξαιτίας τῆς πωρώσεώς μας; Εἶσαι ἄξιος νά ἐξυμνεῖσαι, Κύριε καί Θεέ μας, καί τό ὄνομά σου εἶναι δοξασμένο γιά πάντα. Τό δίκαιο εἶναι μέ τό μέρος σου γιά ὅλα ὅσα ἔκαμες ἐναντίον μας. Καί ὅλες οἱ πράξεις σου ἐναντίον μας ἔγιναν σύμφωνα μέ τήν ἀληθινή καί σωστή κρίση σου.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καί θέλει γενναιότητα, τήν ὥρα τῆς μεγάλης συμφορᾶς νά ἀναλάβεις τίς εὐθύνες. Προσέξτε το αὐτό· αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια καί αὐτό εἶναι ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό: νά ἀναλάβεις τίς εὐθύνες καί νά μήν ἀρχίσεις ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ νά δικαιολογεῖσαι ἤ νά παραπονεῖσαι ἤ νά μεταθέτεις τήν εὐθύνη.

Τώρα ὅμως, Κύριε, σέ ἀκολουθοῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά, τρέφουμε σεβασμό ἀπέναντί σου καί σέ ἀποζητοῦμε. Καταδικάζουμε τήν ἀναίδεια πού εἴχαμε στό παρελθόν. Καταριόμαστε τήν παρακοή πού δείξαμε στίς ἐντολές σου καί τίς πράξεις μέ τίς ὁποῖες ἐξοργίσαμε τήν ἀγαθότητά σου. Τώρα σέ ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρα μας, ἐπειδή δίκαια μᾶς ἔδιωξες ἀπό τόν τόπο πού εἴχαμε ὡς κληρονομιά στήν ἐπίγεια ζωή μας, ὥστε νά συνετισθοῦμε, γιά νά μή χάσουμε τήν ἀληθινή μας κληρονομιά πού μᾶς περιμένει στήν ἄλλη ζωή.

Ὁ Μωάμεθ γνώριζε, λένε, ἀπταίστως ἑλληνικά καί πιθανόν νά τό εἶδε αὐτό τό κείμενο.

Τώρα σέ ἀναγνωρίζουμε ὡς Δεσπότη, ἀπό τή φοβερή ἀπόφασή σου ἐναντίον μας, ἀπό τό γεγονός δηλαδή ὅτι ἐσύ ἀπό τόν οὐρανό ἐπέτρεψες νά μᾶς ἁρπάξουν τά ἀγαθά πού μᾶς εἶχες χαρίσει, ἐπειδή φανήκαμε ἀχάριστοι. Τώρα ἀναγνωρίζουμε τή δύναμή σου, ἀφοῦ οἱ ἐλπίδες μας στούς ἀνθρώπους ἀποδείχτηκαν ψεύτικες. Τώρα ἀντιλαμβανόμαστε πόσο ἔχει ντροπιαστεῖ τό πρόσωπό μας, ἔχοντας ὡς καθρέφτη τίς συμφορές πού μᾶς ἔστειλες, γιά νά μᾶς διαπαιδαγωγήσεις. Δέν ἔχασε τή δύναμή της ἡ πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σου, ἀλλά ἡ δική μας πίστη ἀδυνάτισε, καί γι᾿ αὐτό καταστραφήκαμε. Καί ὁ Χριστός, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς καί ἔπαθε γιά μᾶς, μᾶς ἄφησε ἕρμαιο στίς κακές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ τήν ἀχαριστία.

 

«ν πρόκειται, Κύριε, νά χουμε σένα, τίποτε δέν χάσαμε!»

 

Δέν ψυχράθηκε, Δέσποτα, ἡ πατρική σου καρδιά ἐναντίον μας, ἀλλά ἡ δυσωδία ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, πού ἀνέβηκε ὥς τόν οὐρανό, ἔκαμε τήν ἀγαθότητά σου νά μᾶς ἀποστραφεῖ, καί ἡ ζυγαριά τῆς δικαιοσύνης ἔγειρε ἐντελῶς εἰς βάρος μας· τελικά ὅμως αὐτό ἦταν γιά τό καλό μας, ἀφοῦ μᾶς εὐεργετεῖς ἀκόμη καί ὅταν μᾶς τιμωρεῖς, ἐσύ πού προνοεῖς γιά μᾶς μέ πολλούς τρόπους. Εἴδαμε τή δίκαιη κρίση σου, ὑπερθαύμαστε Βασιλιά· μακάρι νά δοῦμε καί τά σπλαχνικά σου αἰσθήματα, τά ὁποῖα γνωρίζουμε ἀπό τό παρελθόν, πράε καί φιλόστοργε Πατέρα μας, ἐπειδή ἡ μετάνοια γιά τά ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε εἶναι θερμή, ἐπειδή ὅλες μας τίς ἐλπίδες τίς ἐναποθέτουμε σ᾿ ἐσένα καί μόνο στή δική σου φροντίδα ἀναθέτουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας.

Μή μᾶς ντροπιάσεις λοιπόν, ἀλλά ἀντιμετώπισέ μας σύμφωνα μέ τήν ἐπιείκειά σου καί μέ τό ἄπειρο ἔλεός σου. Μή λησμονεῖς τά βάσανά μας, τή θλίψη μας, τή δυστυχία μας, τούς ἀγιάτρευτους πόνους, τήν ἀφόρητη πικρία μας. Γιατί ἡ ψυχή μας ταπεινώθηκε καί ἔγινε ἕνα μέ τό χῶμα, ἐνῶ τά σπλάχνα μας κόλλησαν στή γῆ. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀφήσουμε τήν τελευταία πνοή μας, θά πεθάνουμε. Ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων συμφορῶν ἔχουμε γίνει συντρίμμια σάν τά σπασμένα πήλινα σκεύη, ἀλλά δέν ξεχνοῦμε τό ὄνομά σου οὔτε ἁπλώνουμε τά χέρια μας σέ ξένο Θεό.

Ἄν λοιπόν ἐνδιαφερθεῖς καί πάλι γιά μᾶς, ἐσύ ὁ στοργικός Πατέρας μας καί Δεσπότης, γρήγορα θά σωθοῦμε, ἀλλιῶς θά καταστραφοῦμε. Βοήθησε νά νιώσουμε μέσα στούς πειρασμούς λίγη ἄνεση, ὅση θέλει νά μᾶς δώσει ἡ εὐσπλαχνία σου. Δῶσε μας ὑπομονή πού νά συνοδεύεται ἀπό εὐχαριστία, γιά ὅσο χρόνο ἡ δίκαιη καί θαυμαστή ἀπόφασή σου θέλει νά δοκιμαζόμαστε στό στάδιο αὐτό τῶν πειρασμῶν. Καί ἄν ἐπιτρέψεις νά βασανιζόμαστε μέσα στήν τρικυμία τῶν πειρασμῶν ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς μας, διαφύλαξε τουλάχιστον τίς ψυχές μας. Φέρε μας πίσω στή δική σου ἀγάπη καί στερέωσε πάνω της κάθε μας ἐπιθυμία. Μπορεῖ νά χάσαμε τά πάντα, ἀλλά μήν ἀφήσεις νά χάσουμε ἐσένα, γλυκύτατε καί αἰώνιε Πατέρα μας, πού προνοεῖς γιά μᾶς. Μᾶς θεώρησες ἀνάξιους τῶν πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τέτοιοι πού εἴμαστε, ἀλλά μή μᾶς ἀποκλείσεις ἀπό τήν εὐτυχία πού μᾶς περιμένει στό μέλλον καί ἀπό τήν ἀληθινή ζωή κοντά σου. Γιατί, ἄν πρόκειται, Κύριε, νά ἔχουμε ἐσένα, τίποτε δέν χάσαμε. Ἄν πρόκειται νά ζοῦμε γιά πάντα κοντά σου, κανένα κακό δέν ἔχουμε πάθει. Ἄν πρόκειται νά κερδίσουμε τήν αἰώνια πατρίδα, καθόλου δέν θά μᾶς λυπήσουν οἱ συμφορές τῆς πρόσκαιρης ζωῆς.

Ἐπάκουσέ μας, Κύριε, ἐπάκουσέ μας, καθώς μέσα στά βάσανα αὐτά σοῦ φωνάζουμε καί σηκώνουμε τά χέρια καί τίς ψυχές μας σ᾿ ἐσένα τόν ὕψιστο Θεό καί δημιουργό μας, καί σκύβουμε εὐλαβικά τό κεφάλι μας μπροστά στή δύναμή σου. Ναί, Κύριε, ἐπάκουσέ μας γιά χάρη τοῦ Μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό ἴδιο του τό αἷμα, καί γιά χάρη τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, μαζί μέ τούς ὁποίους, ἔχοντας τήν ἴδια οὐσία, ζεῖς καί βασιλεύεις στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.