Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 3ο (στίχ. 14‑22)
(τά κύρια νοήματα τῶν ὁμιλιῶν)
Ὅταν μιλάει ὁ Θεός, σιωπᾶ κανείς, γίνεται μαθητής
Στίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό, στά τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐάν δέν βάλει κανείς τόν ἑαυτό του σέ τέτοια θέση –καί νά εἶναι συνεχής αὐτή ἡ θέση– νά ἀκούει τί λέει ὁ Θεός… Καί νά σιωπᾶς καί ὅταν ἀκόμη δέν καταλαβαίνεις. Δέν εἶναι τόσο ὅτι χρειάζεται νά ρωτήσεις τάχα ἤ νά σοῦ διευκρινίσουν αὐτά πού λέγονται. Ἐάν δέν καταλαβαίνεις, δέν εἶναι τόσο θέμα πρακτικό ἤ νοητικό. Χρειάζεται νά σταθεῖς ἐκστατικός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά κυριευθεῖς ἀπό φόβο Θεοῦ, ἀπό συντριβή, ἀπό ταπείνωση, καί θά καταλάβεις ὕστερα. Ὅποιος δέν μαθητεύει ἔτσι στή σχέση του μέ τόν Θεό –νά ἀκούει ἔτσι καί νά δέχεται– ἀλλά, τάχα, χρησιμοποιεῖ τήν ἐξυπνάδα του καί θέλει τάχα νά τά συζητήσει καί τάχα νά τά καταλάβει, δέν μαθαίνει. Διότι δέν εἶναι θέμα νοητικό. Εἶναι θέμα νά φθάσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βαθιά μέσα στήν καρδιά. Ἡ καρδία εἶναι πού καταλαβαίνει, ἡ καρδία εἶναι πού βλέπει, ἡ καρδία εἶναι πού βιώνει· δέν εἶναι θέμα μυαλοῦ. Ὁ ἄνθρωπος θά ἀρχίσει νά γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί τήν πραγματικότητα καί θά ἀρχίσει νά γίνεται ἐργασία ἀληθινή μέσα του, ὅταν ἀκριβῶς σοβαρά-σοβαρά ἀκούσει αὐτά πού λέει ὁ Κύριος, καί μέ πολλή σοβαρότητα καί μέ πολλή ἐντιμότητα καί μέ πολλή ἔτσι ἀποφασιστικότητα βάλει τόν ἑαυτό του νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ καί τόν ἑαυτό του θά γνωρίσει καί τό τί γίνεται γύρω θά γνωρίσει καί τί σημαίνει πειρασμός καί δυσκολία. Θά γνωρίσει καί τήν ὅλη, τήν ἄκρα δική του ἀδυναμία.
Δέν γνωρίσαμε τούς πειρασμούς, τούς φοβερούς πειρασμούς πού ἔχουν ἁλωνίσει, ἔχουν καταβάλει τήν ὅλη ἀνθρωπότητα καί ἔχουν θάρρος, ἄς ποῦμε, καί μέ τούς χριστιανούς. Πολύ εὔκολα, δηλαδή, τούς ρίχνουν καί τούς χριστιανούς, πού ἔχουν ἀνοιχτές ὅλες τίς πόρτες (τῆς καρδιᾶς τους). Ἕνα τέτοιο πράγμα εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ συμβιβασμοί πού γίνονται, ὅλα αὐτά: τό ἕνα δέν πειράζει, τό ἄλλο δέν βλάπτει, τό ἄλλο δέν εἶναι τίποτε κτλ. Ὅταν λοιπόν θά κλείσει τίς πόρτες κανείς, ὅταν θά σοβαρευτεῖ, ὅταν θά θελήσει νά γίνει ἀληθινός χριστιανός, τότε θά νιώσει τούς πειρασμούς. Πειρασμοί οἱ ὁποῖοι θά ἔρθουν νά κλονίσουν τήν ἀληθινή πίστη στόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τό θέμα τό μεγάλο. Ἐλάχιστοι, ἐλαχιστότατοι σήμερα ἔχουν πίστη. Ὄχι πίστη θεωρητική, πού ἁπλῶς δέχονται ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὑπάρχουν ὅλα ὅσα λέει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ ζωή τους ὅμως δέν συμμορφώνεται πρός αὐτή τήν πίστη καθόλου. Δέν εἶναι αὐτό πίστη. Ἀληθινή πίστη ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν. Καί ἔχουν καί πείρα τί εἶναι οἱ σημερινοί πειρασμοί, πού χυμοῦν ἔτσι ἀδιάντροπα καί ὁρμητικά καί ἀναίσχυντα νά ἀφαιρέσουν ἀπό τήν ψυχή τήν πίστη στόν Χριστό, τήν ἀληθινή πίστη. Ὅταν μιλάει ὁ Θεός –καί στήν ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό αὐτό εἶναι: ὁ Θεός μιλάει, ἐμεῖς ἀκοῦμε– σιωπᾶ κανείς, γίνεται μαθητής, καί ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐνδυναμώνεται ἡ πίστη καί μεγαλώνει ἡ πίστη καί κάθε ἄλλη ἀρετή μέσα στήν ψυχή.
Δέν πιστεύουμε. Δέν πιστεύουμε. Ἄν πιστέψεις, ἀμέσως ἀλλάζεις. Ἀμέσως τρέχεις στόν Χριστό. Εἶναι ἀδιανόητο νά ἁμαρτάνεις μέ τόν τρόπο πού ἁμαρτάνει ὁ σημερινός ἄνθρωπος· πού ἁμαρτάνει σάν νά μή συμβαίνει τίποτε. Ἐάν φυτοζωοῦμε ὡς χριστιανοί, ἄν εἴμαστε ἔτσι χλιαροί, εἶναι γιατί δέν πιστεύουμε. Δέν πιστεύουμε. Μόνο πού πιστεύεις ἔτσι –πού ἡ πίστη αὐτή ἔχει ἀγάπη μέσα, ἔχει θαυμασμό πρός τόν Θεό· τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός– μόνο πού κινεῖσαι ἔτσι, ἀλλάζεις· πόσο μᾶλλον πού τήν ὥρα πού πιστεύεις ἔτσι ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ μέσα σου καί σέ ἐνδυναμώνει καί, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, σέ κάνει νά μπορεῖς νά κάνεις ὅσα κάνει ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστός νίκησε, γιά νά νικήσουμε κι ἐμεῖς· ὅπως ὁ Χριστός νίκησε, νά νικήσουμε κι ἐμεῖς τό κακό, τήν ἁμαρτία, νά νικήσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄς ποῦμε, ἔρχεται διάθεση νά θυμώσεις, νά κακιώσεις, νά πονηρευτεῖς, νά κατηγορήσεις, νά ὑποτιμήσεις. Ἔρχεται μιά τέτοια διάθεση. Ἀμέσως νά σκεφτεῖς: «Εἶναι δυνατόν ὁ Χριστός νά ἄφηνε τόν ἑαυτό του νά θυμώσει; Ἑπομένως, κι ἐμένα δέν θά μέ ἀφήσει». Καί, ὄντως, ὁ Χριστός σέ βοηθάει. Ἐσύ ὅμως εἶσαι ἐκεῖνος πού δέν θά θυμώσεις. Ὁ Χριστός θέλει καί ἑνώνεται μαζί μας καί μᾶς ἑνώνει μαζί του καί εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό. Μαζί μέ τόν Χριστό νικοῦμε τόν διάβολο, ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά τόν νικήσουμε.
Ὅταν μπεῖς σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα, ἐκεῖ θά συνειδητοποιήσεις τήν πλήρη ἀδυναμία σου. Καί θά δεῖς ὅτι, ἄν ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἀπό ἐγωισμό νομίζεις ὅτι ἐσύ θά νικήσεις τόν διάβολο, θά νικηθεῖς κατά κράτος. Θά μάθεις τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή στόν Χριστό, τήν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, καί ὁ Χριστός θά σέ βοηθήσει. Διότι αὐτός νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία, τό κακό, τόν ἐγωισμό, τόν παλαιό ἄνθρωπο, χύνοντας τό αἷμα του. Καί μᾶς ἀξιώνει κι ἐμᾶς, μᾶς βοηθάει κι ἐμᾶς, ἄν πιστέψουμε ἔτσι καί ἄν ἑνωθοῦμε μαζί του, νά νικήσουμε κι ἐμεῖς τόν διάβολο. Ἄν δέν τόν νικήσουμε, σάν νά μήν ἔγινε τίποτε γιά μᾶς μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνά πᾶσαν στιγμήν εἶσαι στήν ἀρχή, ἀνά πᾶσαν στιγμήν βάζεις ἀρχή, ἀνά πᾶσαν στιγμήν σάν νά μήν μετενόησες ποτέ καί τώρα μετανοεῖς, ἀνά πᾶσαν στιγμήν σάν νά μή βρῆκες τόν Κύριο, ἀλλά τώρα τόν βρίσκεις. Ἔτσι, νομίζω, εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό. Ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅταν λίγο καλοβολευτεῖς, καλοστρωθεῖς –καλά εἴμαστε– καί ξεχνιέσαι ὕστερα στά πλούτη, στήν ὅποια καλοπέραση, στό ὅποιο βόλεμα καί, κυρίως, σέ μιά αὐταρέσκεια καί αὐτάρκεια καί αὐτοδικαίωση, ποῦ νά σέ πλησιάσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἤδη μέ τή στάση σου αὐτή τήν ἀποκλείεις.
Ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κρίνεσαι. Ἀνά πᾶσαν στιγμήν! Καί κρίνεσαι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀκόμη πιό πολύ βλέπεις τόν ἐγωισμό σου, ἀκόμη πιό πολύ βλέπεις τήν αὐτοδικαίωσή σου, τό ὑπερήφανο πνεῦμα σου, τήν ἀμετανοησία σου, τή σκληροκαρδία σου, τήν πονηριά σου. Ἀνά πᾶσαν στιγμήν δέν εἶσαι τίποτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη τήν ὥρα γίνεσαι, τρόπον τινά, χριστιανός, ἐκείνη τήν ὥρα ἀκοῦς τόν Κύριο καί δέχεσαι τόν λόγο του, τή συγκατάβασή του, τή χάρη του, καί σέ ὁδηγεῖ κοντά του, σέ ἑνώνει μαζί του καί σέ ἀναλαμβάνει καί σέ προχωράει πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Δέν θέλουμε νά νιώθουμε τή φτώχεια τήν πνευματική. Δέν θέλουμε νά δοῦμε τή γύμνια τήν πνευματική. Ὁ Χριστός θέλει νά σέ βοηθήσει νά δεῖς λίγο τή φτώχεια τήν πνευματική, νά δεῖς τήν τύφλα τήν πνευματική, νά δεῖς τή γύμνια τήν πνευματική. Καί τήν ὥρα πού συναισθάνεσαι τή φτώχεια σου, τήν ὥρα ἐκείνη σέ γιατρεύει ὁ Κύριος.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι παρηγορητικός, ἐνθαρρυντικός, σέ στηρίζει, ἀλλά ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αὐστηρός, ὥστε νά μή σέ ἀφήσει στήν πλάνη, νά μή σέ ἀφήσει στήν κατάσταση, ἄς ποῦμε, πού θά χαθεῖ ἡ ψυχή σου.
Νά ξυπνήσει κανείς μέ ζῆλο, μέ ζῆλο. Δέν ὑπάρχει χριστιανός πού δοκίμασε αὐτό τό πράγμα καί δέν πῆγε καλά. Δηλαδή, κάποια στιγμή εἶπε: «Ἀφήνω κατά μέρος τήν ἀκηδία μου, τήν τεμπελιά μου, πού δικαιολογοῦμαι ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Ναί, μέ ζῆλο θά προσπαθήσω νά κάνω αὐτό: νά ἀνταποκριθῶ στόν λόγο τοῦ Κυρίου, στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, σέ ὅσα μᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος, μπορῶ δέν μπορῶ». Μέ ζῆλο. Δέν ὑπάρχει κανείς πού κινήθηκε ἤ κινεῖται ἔτσι, καί δέν θά ἔρθει ἡ ἀληθινή μετάνοια σ᾿ αὐτόν καί προκοπή πνευματική. Νά φιλοτιμηθοῦμε, λοιπόν, νά κινηθοῦμε μέ ζῆλο πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
12/09/2003