Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

225. Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 9o

 Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ: μιά συνεχής Λειτουργία ἐν Θεῷ πρός τόν Θεό

 

Θεωρῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό τώρα μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἐμᾶς ὁ Θεός· εἶναι μιά ἀποκάλυψη τῆς Ἀποκαλύψεως. Αὐτές τίς ἡμέρες ἡ Ἀποκάλυψη γιά μᾶς ἀρχίζει νά γίνεται Ἀποκάλυψη. Μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ Ἀποκάλυψη. Ἔτσι τά ἔφερε ὁ Θεός, καί ἑπομένως αὐτή τή φορά νά μήν ἀμελήσουμε, νά μήν ὀκνήσουμε, νά μήν γρήγορα τό ἐγκαταλείψουμε. Εἶναι τά πάντα ἐδῶ μέσα καί εἶναι ὅλα κατά σοφό τρόπο γραμμένα καί ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά καί παρουσιάζονται τόσο, μά τόσο ζωντανά, τόσο ζωηρά ὅλα. Καί αὐτά πού ἔγιναν καί αὐτά πού γίνονται καί αὐτά πού θά γίνουν. Δέν κρύβει τίποτε.

Ὅλοι μαζί ἐδῶ λοιπόν, προσευχόμενοι καί ζητοῦντες τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά προσπαθήσουμε νά τά καταλάβουμε. Νά καταλάβουμε διαφορετικῷ τῷ τρόπῳ. Ὄχι ἁπλῶς νά καταλάβουμε μέ τό μυαλό μας, ἀλλά νά περάσουν μέσα στήν ψυχή μας, μέσα στίς καρδιές μας. Ἐδῶ τώρα τά πράγματα παρουσιάζονται ὡς τετελεσμένα γεγονότα. Τό τέλος τοῦ κόσμου, ὅλοι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ στόν οὐρανό, πού ἡ ὅλη αὐτή πραγματικότητα εἶναι μιά συνεχής λατρεία, μιά συνεχής ἀγάπη, μιά συνεχής Λειτουργία ἐν Θεῷ πρός τόν Θεό. Καί μεταμορφώνεται ἔτσι ὁ κάθε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· μεταμορφώνεται κατά τέτοιον τρόπο, πού ἀκριβῶς ἐκεῖ μέσα εἶναι ὅλη ἡ ἀγαλλίαση καί ὅλη ἡ εὐφροσύνη καί ὅλο αὐτό τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά τό ἐκφράσει κανείς καί δέν μποροῦμε νά τό συλλάβουμε ἀπό δῶ.

Ἄν μή τί ἄλλο, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θά μᾶς βοηθήσει εἰς τό νά…, σάν νά ἀνοίξει τρόπον τινά κάποια ὀπή ἤ νά γίνει κάποιο ἄνοιγμα ἔτσι γιά νά δοῦμε αὐτά πού εἶναι πέραν τῆς ζωῆς αὐτῆς, πέραν τοῦ θανάτου, πέραν τοῦ τάφου, πέραν τῆς κτίσεως. Διότι ἐκεῖ δέν εἶναι τό σύμπαν ἁπλῶς. Δέν εἶναι τίποτε αὐτό. Ἕνα παιγνιδάκι τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό. Ἀλλά ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός κι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά εὐφραίνονται μετά τοῦ Θεοῦ καί θά ἀγάλλονται αἰωνίως καί θά εὐγνωμονοῦν καί…

Στό τέταρτο κεφάλαιο, μέ ὅσα λέει, παρουσιάζεται τρόπον τινά ἡ οὐράνια Λειτουργία. Τόσο εἶναι πεσμένος ὁ ἄνθρωπος, τόσο εἶναι αἰχμαλωτισμένος ἀπό τά γήινα, ἀπό τά κοσμικά, ἀπό αὐτά ὅλα ἔτσι ὅπως τά παρουσιάζει ἡ φιλαυτία, πού, καί νά διαβάζει τίς λέξεις αὐτές, τίς φράσεις, τά νοήματα, δέν καταλαβαίνει.

Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται νά πιστέψεις στόν Θεό, καί νά ἀρχίσει νά σοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη ὁ Θεός, ὥστε νά ἀρχίσει νά σέ φωτίζει, νά ζεσταίνει τήν ψυχή σου, γιά νά ἀρχίσεις νά καταλαβαίνεις αὐτά τά πράγματα. Ἄν εἶσαι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος καί τάχα φροντίζεις νά εἶσαι καλός ἄνθρωπος, μόνο καί μόνο γιά νά τά βγάλεις πέρα καλύτερα στή ζωή, τί μπορεῖ νά γίνει ἔτσι; Καί πρέπει ἰδιαίτερα νά ἀνησυχήσουμε.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση. Ἐμεῖς τώρα ἀκοῦμε τόσα πράγματα, ὑποτίθεται ὅτι ἔχουμε πολύ καλή διάθεση νά τά καταλάβουμε, νά τά δεχθοῦμε, νά ἐπηρεασθοῦμε ἀπό αὐτά, καί δέν γίνεται αὐτό πού θά μποροῦσε νά γίνει. Δέν γίνεται. Τό βλέπεις ἐκεῖ. Οἱ ψυχές εἶναι μαραμένες, μίζερες, γκρινιάζουν, παραπονοῦνται, τρώγονται μέ τόν ἑαυτό τους. Τί πράγμα εἶναι αὐτό! Νά μή λυτρώνεται κανείς ἀπό τά πάθη του, ἀπό τή φιλαυτία, ἀπό τό ἐγώ τό ἄθλιο πού ἔχει. Γιά νά ἀφήνει ἔτσι ὁ Θεός, γιά νά μᾶς ἀφήνει σ᾿ αὐτή τήν ἄγνοια, σ᾿ αὐτή τήν ἀναισθησία, σ᾿ αὐτή τή μιζέρια, κάτι φταίει ἀπό τή μεριά μας. Εἶναι πολύ ἄχαρη ἡ ψυχή δηλαδή, ὅταν, ἐνῶ μπορεῖ νά φωτισθεῖ, μπορεῖ νά ἀναγεννηθεῖ, μπορεῖ νά αἰσθάνεται τόν οὐρανό μέσα της, δέν γίνεται αὐτό. Πολύ ἄχαρο πράγμα αὐτό. Καί γιά νά μένουν ἔτσι τά πράγματα σημαίνει ὅτι δέν τό θέλουμε.

Ὅ,τι εἴμαστε ὁ καθένας –νά τό ξέρετε– πού εἴμαστε ἔτσι μίζεροι, πού εἴμαστε φτωχοί πνευματικά, πού εἴμαστε μέσα στό σκοτάδι, μέσα στήν ὅποια ἄθλια κατάσταση, ὀφείλεται σ᾿ ἐμᾶς. Καί συμβαίνει αὐτό τό φοβερό: Ὅσο χειρότερα εἶναι κανείς, πού φταίει ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του, τόσο κολλάει στό ὅτι οἱ ἄλλοι τοῦ φταῖνε καί κυριολεκτικά δαιμονίζεται, καθώς σκέπτεται ἔτσι καί λέει ὅ,τι θέλει καί κάνει ὅ,τι θέλει. Ἀπό ποῦ περιμένεις νά ἔρθει τό καλό; Ἀπό ποῦ θά ἔρθει τό καλό, ἀδελφέ μου, ἄν δέν στρωθεῖς κάτω καί πέρα γιά πέρα νά παραδεχθεῖς, τό καταλαβαίνεις δέν τό καταλαβαίνεις, ὅτι ὅλα ὀφείλονται σ᾿ ἐσένα;

Κανείς, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει κακό πλήν τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔγραψε ὁλόκληρη πραγματεία πάνω σ᾿ αὐτό. Νά δεῖς λοιπόν πῶς τά γράφουν οἱ πατέρες. Ἐκεῖ φαίνεται ὁ ἅγιος, ὁ φωτισμένος ἀπό τόν Θεό. Πόσο καλά τά βλέπει, πόσο καλά τά λέει. Καί ἔρχεται ὁ κάθε μελετητής, μελετάει καί ἀρχίζει νά λειτουργεῖ ὁ δικός του μετασχηματιστής καί τά μεταφέρει καί μέσα στό μυαλό του καί μέσα στήν καρδιά του ἐντελῶς ἀλλιῶς. Νά, γι᾿ αὐτό μᾶς ἔκανε ὁ Θεός νά ἔχουμε νοῦ, νά εἴμαστε λογικοί. Τό ζῶο δέν καταλαβαίνει. Ἐσύ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καταλάβεις καί νά βάλεις στή θέση του τόν ἑαυτό σου.

 

(Ἀναφέρεται στή θεία Λειτουργία) Ἐδῶ πάνω στή γῆ γίνονται τά πράγματα ὅπως γίνονται στόν οὐρανό. Εἶναι ἕνα ἀντίγραφο, ἄς ποῦμε, ὅσο μπορεῖ νά εἶναι, ἐκείνων πού συμβαίνουν στόν οὐρανό. Ἑπομένως, δέν θυμιοῦμε ἔτσι τυχαῖα. Καί ὅταν μᾶς θυμιᾶ ὁ ἱερεύς, λαμβάνουμε ἔτσι καί δι᾿ αὐτοῦ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι τό θυμίαμα εἶναι καί μιά θυσία. Ὅπως τό κερί εἶναι μιά θυσία. Ἡ κυρίως θυσία ὅμως εἶναι ἡ ἀναίμακτη θυσία, ἡ θυσία πού εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἐδῶ στόν βωμό πού λέγεται καί Ἁγία Τράπεζα, καί λέγεται ἔτσι ἐπειδή ἀκριβῶς τρεφόμαστε ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ· μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ τρεφόμαστε. Ὁ θυμιῶν ἱερεύς λοιπόν, ὡς ἄλλος ἄγγελος τρόπον τινά, μαζεύει τίς προσευχές τῶν πιστῶν, καθώς θυμιᾶ, καί τίς ἀναφέρει στόν οὐρανό.

Αὐτά ὅλα εἶναι συμβολικά, ἀλλά ὑπάρχει ἡ οὐσία πάντοτε. Καί νά μή μένουμε ἁπλῶς στόν συμβολισμό, ἀλλά νά περνοῦμε στήν οὐσία: Ὅτι μᾶς μεταδίδεται τρόπον τινά χάρη καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τοῦ θυμιάματος, ἀλλά καί ὁ λειτουργός ἱερεύς συγκεντρώνει τίς προσευχές, ἔτσι σάν –πῶς νά ποῦμε– μιά ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ. Στόν οὐρανό συμβαίνουν αὐτά, ἀλλά ὑπάρχει κι ἐδῶ ἔτσι μιά ἀντανάκλαση στή γῆ, καί ἔχουν σχέση ὅλα αὐτά καί δέν εἶναι ἁπλῶς τύποι. Ναί, συγκεντρώνουν τίς προσευχές τῶν πιστῶν, καί στέλνονται στόν οὐρανό.

Εἶναι μιά ἀποκάλυψη ὅλα αὐτά, ὅπως εἴπαμε, καί μέσα ἀπό αὐτά μᾶς φανερώνει ἀκόμη πιό πολύ ὁ Κύριος τή θεία Λειτουργία. Νά ἀγαπήσουμε τή Λειτουργία, πολύ νά τήν ἀγαπήσουμε. Ὅταν νιώθουμε ὅτι σάν νά μή μᾶς τραβάει, τόσο πρέπει νά ξεσηκωθοῦμε. Διότι εἶναι αὐτό πού εἶναι τό πᾶν, πού διά μέσου τῆς Λειτουργίας μᾶς προσφέρει τό πᾶν ὁ Θεός, κι ἐμεῖς σάν νά μήν τό καταλαβαίνουμε, σάν νά μήν ἔχουμε αἴσθηση. Δέν εἶναι καλό σημάδι. Σημαίνει ὅτι βρίσκεται σέ νάρκη, σέ ἀναισθησία ἡ ψυχή μας. Νά ξυπνήσουμε.

 

Νά κάνουμε αὐτό τό μοναδικό:

νά ἑτοιμαστοῦμε γιά τήν αἰώνια ζωή

 

Μπορεῖ νά μοιάζει ἡ ζωή –ἔτσι φαίνεται· ἔτσι γίνεται δηλαδή– ὅτι σάν νά κάνει ὁ καθένας ὅ,τι θέλει καί ὅλα εἶναι ἀνεξέλεγκτα καί σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ νοικοκύρης πού θά τά βάλει στή θέση τους τά πράγματα, καί μένει μιά ἐκκρεμότητα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μένει μιά ἐκκρεμότητα: ἡ ἀδικία. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὁ Θεός εἶναι φιλανθρωπία, ὁ Θεός ἀγαπᾶ, θυσιάστηκε, θυσιάζεται, προσφέρεται νά μᾶς ἐλεήσει, νά μᾶς συγχωρήσει κτλ., ἀλλά εἶναι δίκαιος. Θά ἀποκατασταθεῖ πλήρως ἡ δικαιοσύνη, πλήρως. «Καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν ἀναμένομεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ».

Ὁ Θεός τά κάνει ὅλα, ὁ Θεός ἁγιάζει τούς ἁγίους, ὁ Θεός σφραγίζει τούς πιστούς, ὁ Θεός σώζει τούς πιστούς, ἀλλά καί ὁ Θεός ἐπίσης θά βάλει τόν καθένα στή θέση του. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός ὅλων καί ὁ κυβερνήτης ὅλων καί μπορεῖ νά ἀφήνει ἐλεύθερους τούς ἀνθρώπους νά κάνουν ὅ,τι θέλουν καί νά πᾶνε ὅπου θέλουν, ἀλλά ἐλέγχει ὁ Θεός τά πράγματα καί στό τέλος θά συμβεῖ στόν καθένα αὐτό πού τοῦ ταιριάζει, αὐτό πού τοῦ χρειάζεται· ὁ καθένας θά λάβει αὐτά πού τοῦ πρέπουν.

Εἶναι πολύ ὡραῖο πράγμα νά τά καταλάβουμε ἔτσι, νά πιστέψουμε ἔτσι καί νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· νά στέλνουμε τίς προσευχές μας ἐκεῖ, νά δίνουμε τήν ὅλη ψυχή μας ἐκεῖ, τήν ὅλη μας ἐμπιστοσύνη καί νά καθησυχάζουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀναπαύεται ὁ ἑαυτός μας στό ὅτι ξέρει ὁ Θεός τί κάνει καί δέν θά ἀφήσει κάτι ἀτακτοποίητο, δέν θά ἀφήσει κάτι τό ὁποῖο νά μοιάζει ὅτι νά, αὐτό ξέφυγε ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, νά, αὐτό ξέφυγε ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, τελικά δέν θά ξεφύγει κανένας, δέν θά ξεφύγει τίποτε. Καί θά ἔρθει αὐτή ἡ πλήρης ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό, ἀλλά ἐφόσον ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἐφόσον τά ἀφήνουμε ὅλα στόν Θεό καί ἐφόσον πιστεύουμε ὅτι ξέρει τί κάνει ὁ Θεός.

Παρακαλῶ πολύ νά μή μείνουμε αὐτό πού εἴμαστε. Παρακαλῶ πολύ νά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί. Καί αὐτό θά φανεῖ ἀπό τό ἄν ὁ Θεός δείξει ἔτσι ἔμπρακτα ὅτι μᾶς ἀνέλαβε, μᾶς θεωρεῖ δικούς του καί μᾶς σφράγισε. Προσέξτε το αὐτό. Σφραγισμένοι ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια ὅτι βαπτιστήκαμε. Ἀπό κεῖ ξεκινᾶ ἡ σφραγίδα, ἀλλά γιά νά εἶσαι ὄντως σφραγισμένος, πρέπει νά ζεῖς κατά Θεόν, πρέπει νά πιστέψεις ἀληθινά στόν Θεό. Πρέπει νά τό ἀποφασίσεις ὅτι ἀνήκεις στόν Θεό. Ὄχι νά τήν παίρνουμε τή ζωή ὅπως ὅλος ὁ κόσμος: «Θά κάνουμε τοῦτο, θά κάνουμε ἐκεῖνο». Δέν εἶναι αὐτό ἡ ζωή. Εἶναι μιά ματαιότητα, ὅταν βλέπει κανείς τούς ἀνθρώπους νά προσπαθοῦν τό ἕνα, νά προσπαθοῦν τό ἄλλο. Ἄλλο εἶναι ὅταν προσπαθεῖς νά ζήσεις ὅσο χρειάζεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά κάνεις αὐτό τό μοναδικό: νά ἑτοιμαστεῖς γιά τήν αἰώνια ζωή. Εἶναι μιά ματαιότητα ἡ ζωή, καί ὅσοι θέλουμε νά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί, χρειάζεται νά πιστέψουμε στόν Χριστό ἔτσι. Καί ὅλα αὐτά λέγονται καί μέ καημό, ὅπως βλέπετε, καί μέ πόνο ψυχῆς, ἀλλά καί μέ πολλή πίστη στόν Θεό. Διότι ὁ Θεός θά τά κάνει. Δέν εἶναι θέμα δικό μας, γιά νά ἄγχεται κανείς. Ἔχει νά κάνει κάτι καί ἀρχίζει: «Δέν τό ἔκανα καί πότε θά τό κάνω καί πῶς θά τό κάνω». Ὄχι, ὁ Θεός τά κάνει ὅλα. Ὄχι μόνο νά πιστεύω ὅτι ὁ Θεός θά κάνει στήν ψυχή τοῦ καθενός καί νά μήν ἀγχώνομαι ἔτσι πού δέν θέλει ὁ Θεός, ἀλλά νά πιστεύω ὅτι καί στή δική μου ψυχή ὁ Θεός θά κάνει, καί ἑπομένως δέν πρέπει νά ἀγχώνομαι. Ναί, δέν βγαίνει τίποτε μέ αὐτό. Ἀλλά καθώς σκέπτομαι ὅμως ἔτσι, νά πιστεύω περισσότερο, νά μετανοῶ περισσότερο, νά τόν ἀγαπῶ περισσότερο, ὅλο καί περισσότερο νά βάζω τόν ἑαυτό μου νά πιστεύει ὅτι τά πράγματα εἶναι ἔτσι ὅπως τά λέει ὁ Θεός, καί ὅσο μπορῶ νά ξεφεύγω ἀπό τή ματαιότητα καί ἀπό τά θελήματά μου καί ἀπό τό ἐγώ, ὅπως καί ὁ καθένας.

Δέν εἶναι ἁπλῶς τά βάσανα στόν κόσμο πού ἁγιάζουν τόν ἄνθρωπο, δέν σώζουν αὐτά. Σώζουν αὐτά ὅλα ἤ σώζεται κανείς μέσα ἀπό αὐτά καί δι᾿ αὐτῶν, ὅταν ἀκριβῶς λέει «νά ᾿ναι εὐλογημένο» καί δέχεται ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Κύριος. Ἀλλά ἔχει σημασία ὅμως τελικά πού σέ σφραγίζει ὁ Κύριος, σέ κάνει δικό του, ἔχεις τήν αἴσθηση αὐτή, καί μετά δέν φοβᾶσαι ὅ,τι καί νά ἔρθει. Δέν φοβᾶσαι. Τουναντίον, ὅ,τι κι ἄν ἔρθει –καθώς πιστεύεις καί τό βλέπεις καί τό νιώθεις ὅτι τό ἐλέγχει ὁ Θεός, τό ξέρει ὁ Θεός– δέν θά σέ πειράξει, ἄν δέν ἀφεθεῖς νά σέ πειράξει. Καί ὠφελεῖσαι. Ἀντί νά σοῦ κάνουν κακό ὅλα αὐτά τά κακά, σοῦ κάνουν καλό, ἐσένα πού ἔχεις τή σφραγίδα τοῦ Θεοῦ.

Τελικά λοιπόν ὅλα τά ἔχει στά χέρια του ὁ Θεός καί δέν θά σέ βλάψει τίποτε, διότι δέν θά ἀφήσει ὁ Θεός νά σέ βλάψει ἔτσι πού νά κινδυνεύσει ἡ ψυχή σου. Μπορεῖ νά περάσεις χειρότερα ἀπό ἕναν ἄλλον, ἀλλά θά εἶναι γιά σένα ἁγιασμός. Γιατί ἡ βλάβη ἡ πραγματική εἶναι ὅταν βλαφτεῖ ἡ ψυχή.

Εἴπαμε καί ἄλλες φορές, εἶναι μεγάλο θέμα ἡ μετάνοια, σᾶς παρακαλῶ, πολύ μεγάλο θέμα. Κάθε λεπτό κανείς, ἄν ἔχει τόν νοῦ του ἔτσι στόν Θεό καί δίνει τήν ψυχή του ἔτσι: «Ὅ,τι θέλεις, Θεέ μου, νά ᾿ναι εὐλογημένο», κάθε λεπτό κανείς ὠφελεῖται, κάθε λεπτό. Ἄν θέλετε, κάθε δευτερόλεπτο. Καί ἡ ὠφέλεια κυρίως εἶναι αὐτό: μετανοεῖ. Καί ἀκόμη περισσότερο μετανοεῖ κανείς καί ἀκόμη περισσότερο μετανοεῖ. Βλέπει τόν ἐγωισμό του, τήν αὐθάδειά του, τήν προπέτειά του, τήν πονηριά του… Καί μετανοεῖ, διαλύεται, ἀναλύεται καί διαλύεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί μετανοεῖ ἔτσι μέ πόνο ψυχῆς, μετανοεῖ μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό πού τοῦ δίνει… Τί τοῦ δίνει; Τή μετάνοια. Χωρίς τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖς νά μετανοήσεις. Ἀλλά μετανοεῖς, καί αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία, ἐκεῖ εἶναι ἡ σωτηρία. Δέν εἶναι ἡ σωτηρία στήν ἀναμαρτησία μας –ὅτι εἴμαστε καλοί, θά εἴμαστε καλοί κτλ. Νά μετανοεῖς. Καί ἅμα μετανοεῖς, σέ γιατρεύει ὁ Κύριος. Καί «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ» –καί ὁ γιατρεμένος, θά λέγαμε, ἐκ τοῦ Θεοῦ– «οὐχ ἁμαρτάνει».

Ἀληθινή μετάνοια νά ἔχουμε. Εἶναι μερικοί πού δέν ξέρουν τί θά πεῖ μετάνοια. Καί βέβαια γιά νά μετανοήσεις, πρέπει νά παραδοθεῖς στόν Θεό, νά τό λιώσει τό κεφάλι τοῦ ἐγωισμοῦ. Πῶς χτυποῦμε ἕνα φίδι, καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι δέν κινδυνεύεις ἀπό τό φίδι, πρέπει νά τοῦ λιανίσεις, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τό κεφάλι. Τό ἐγώ, πού διαφεντεύει μέσα καί τό ἔχουμε περί πολλοῦ καί τό φυλάγουμε, ἡ μετάνοια τό θανατώνει, λιώνει αὐτό τό κεφάλι τοῦ ἐγωισμοῦ. Δέν μπορεῖ καί μετάνοια μέσα νά ἔχεις καί ἐγωισμό νά ἔχεις. Εἶναι μεγάλο θέμα, σᾶς παρακαλῶ, ἡ μετάνοια. Καί μετάνοια σημαίνει ὅτι σταματᾶς τήν ἁμαρτία, τή συγκεκριμένη ἁμαρτία.

 

16/09/2003