Αγ. Συμεων Νέος Θεολογος
A+
A
A-

230. Μόνο πίστεψα – Ἁγίου Συμεών Νέου Θεολόγου

Ὁ ἅγιος Συμεών μᾶς ἔδειξε πρῶτος τήν ἀγάπη του

 

Θεωρῶ κάπως ἀπαραίτητο, μιά καί εἶναι αὔριο ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου –εἶναι ἡ ἡμέρα δηλαδή τῆς κοιμήσεώς του, ἀλλά τήν ἑορτή τήν κάνουμε τόν Ὀκτώβριο, ἀκριβῶς διότι τώρα πέφτει μέσα στή Σαρακοστή– θεωρῶ ὅτι εἶναι καλό, ἄς μήν πῶ ἀπαραίτητο, νά θυμηθῶ πρωτίστως ἐγώ καί νά θυμίσω καί γενικότερα πῶς ξεκινήσαμε νά ἑορτάζουμε τή μνήμη του. Πρέπει νά ἦταν κάπου τό 1968 –εἶναι 33 χρόνια ἀπό τότε, ὅσα καί τά χρόνια τοῦ Κυρίου– πού ἔγινε ἡ ἀρχή. Βέβαια, ἀρκετές φορές πιό μπροστά θυμηθήκαμε τόν ἅγιο Συμεών, ἀρκετές φορές μιλήσαμε γι᾿ αὐτόν, ἀρκετές φορές λειτουργήσαμε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του. Ἀλλά τότε, τό 1968, ἔγινε μιά ἀρχή κατά εἰδικότερο τρόπο. Πρέπει νά ἦταν τό φθινόπωρο ὅμως τότε, στίς 12 Ὀκτωβρίου, καί νομίζω ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Συμεών ἦταν ἡμέρα Τρίτη. Δέν τά ἐνθυμοῦμαι πολύ καλά. Πήγαμε λοιπόν τή Δευτέρα τό ἀπόγευμα καί ζητήσαμε μιά πρόχειρη ἄδεια ἀπό τή Μητρόπολη, νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά κάνουμε ἑσπερινό στόν Ἅγιο Νικόλαο πού εἶναι στήν πλατεία Δικαστηρίων. Κάναμε τόν ἑσπερινό μέ ὅλη τήν ἄνεση· μείναμε ἐκεῖ δυό ὧρες, ἄν θυμᾶμαι καλά.

Νομίζω ὅτι μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Συμεών φωτισθήκαμε νά ἐνεργήσουμε ἔτσι, πού εἴπαμε ὅτι θά πᾶμε ἐκεῖ μόνοι μας, μέ τήν ἔννοια δηλαδή, ὄχι σέ κάποια ἐνορία πού θά ἦταν καί ἄλλος κόσμος –φυσικά, ἐκεῖ θά πηγαίναμε χωρίς νά μετρηθοῦμε καί χωρίς νά ποῦμε «ἐσύ κι ἐσύ ἔλα»· ὅσοι ἔμαθαν, ἦρθαν– καί νά κάνουμε τόν ἑσπερινό, ἀλλά νά τόν κάνουμε ἔτσι πού νά μείνουμε ὅσο γίνεται περισσότερο.

Δέν ὑπῆρχε τότε ἕνα τέτοιο πνεῦμα, νά κάνουμε π.χ. ἀγρυπνία, εἴτε ὁλονύκτια εἴτε μικρή ἀγρυπνία. Τότε ἀκόμη αὐτά δέν γίνονταν· ἔγιναν λίγο ἀργότερα. Ἀλλά θέλαμε νά μείνουμε ὅσο γίνεται περισσότερο –νομίζω ὅτι τό βάλαμε 8 μέ 10· ἀργά δηλαδή– μέ τήν ἑξῆς σκέψη: Μήπως εἶναι καλύτερα, ἀντί νά κάνουμε τόν ἑσπερινό νωρίς‑νωρίς, πού οἱ ἄνθρωποι δέν εὐκαιροῦν –τότε δέν θυμᾶμαι ἐάν τίς Δευτέρες τά ἀπογεύματα ἦταν ἀργία ὅπως εἶναι τώρα– νά τόν κάνουμε πιό ἀργά.  Ἑπομένως, εἶχε αὐτό τό πνεῦμα, δηλαδή νά κάνουμε ἕνα εἶδος ἀγρυπνίας, ἀλλά μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο: νά μείνουμε ὅσο γίνεται ἀργότερα, νά εἶναι νύχτα, νά ἔχει κάποια ἡσυχία. Καί μείναμε ἐκεῖ, ὅπως εἶπα, δυό ὧρες, κάναμε τόν ἑσπερινό καί μετά κυρίως διαβάσαμε ἀπό τά ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεών.

 

Κάτι πιό πέρα ἀπό τά συνηθισμένα

 

Τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή, νομίζω, δέν εἶχαν βγεῖ ἀκόμη τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεών. Εἶχε ἀρχίσει βέβαια πιό μπροστά, ἀπό τό 1960 ἀκόμη θυμᾶμαι, νά βγαίνει στό Παρίσι κριτική ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Συμεών, ἀλλά ἕως τότε λίγα εἶχαν βγεῖ, καί πιό πολύ διαβάζαμε ἀπό τά Ἅπαντα τοῦ Ζαγοραίου, ὅπου εἶναι μεταφρασμένα τά ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεών ἀπό τίς διάφορες βιβλιοθῆκες πού τά εἶχε βρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος μαζί μέ τόν Ζαγοραῖο καί ἄλλους καί τά ἑρμήνευσαν στή νεοελληνική τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού μερικές φορές ἔχει καί λέξεις δύσκολες. Ἀπό ἐκεῖ πρέπει νά διαβάσαμε. Διαβάσαμε καί ἄλλα, ἀλλά κυρίως τίς Εὐχαριστίες.

Ὅπως εἶχα πεῖ καί ἄλλη φορά, τουλάχιστον μέσα στή δική μου ψυχή ἔτσι εἶναι: ὅτι ἐκείνη τή βραδιά κάναμε κάτι τό ὁποῖο ἦταν πιό πέρα ἀπό τά συνηθισμένα. Μέχρι τότε κάναμε, θυμᾶμαι, πρωινές Λειτουργίες στόν Ἅγιο Στυλιανό, στόν Ἅγιο Δημήτριο –στό ἐκκλησάκι πού εἶναι μπαίνοντας ἀριστερά– στόν Ἅγιο Νικόλαο, στόν Ἅγιο Παντελεήμονα, στόν Ὅσιο Δαβίδ στήν Ἄνω Πόλη, σέ διάφορα ἐκκλησάκια. Ἀλλά νά σκεφθοῦμε ἕνα βράδυ νά μείνουμε κάπως ἀργότερα, σάν νά κάνουμε ἀγρυπνία, μέ ἄνεση νά κάνουμε τόν ἑσπερινό, νά μή βιαζόμαστε, μέ ἄνεση νά καθίσουμε νά διαβάσουμε, μέ ἄνεση νά ποῦμε ὅ,τι εἴπαμε, ναί, ἦταν ἔτσι σάν μιά πρώτη σκέψη νά κάνουμε κάτι πιό πέρα ἀπό τό συνηθισμένο. Καί ὅπως εἶχα πεῖ καί ἄλλη φορά –νομίζω πώς τό ἔχετε ἀκούσει, καί νά μέ συγχωρεῖται ἐάν τώρα μοιάζει νά τό ἐπαναλαμβάνω καί γίνεται βαρετό· ἐγώ αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά τό κάνω–  μᾶλλον ἀπό κεῖ ὕστερα ἦρθαν καί τά ἄλλα.

Ἐν τῷ μεταξύ, μέ διόρισαν ἐφημέριο μετά στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο καί ἑπομένως εἴχαμε καί ἐνορία πλέον καί ἦταν πιό εὔκολο. Μέχρι τότε δέν εἴχαμε ἐκκλησία· ποῦ νά πᾶμε, ποῦ νά σταθοῦμε. Καί ἀρχίσαμε νά κάνουμε ἐκεῖ στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀγρυπνίες καί τίς Δευτέρες καί τίς Τετάρτες. Ἀλλά τό πρῶτο ξεκίνημα ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Συμεών, καί μετά ἦρθε ὕστερα καί ἡ σκέψη νά κάνουμε τίς ἀγρυπνίες αὐτές τίς μικρές, ἀφοῦ πρῶτα εἴχαμε κάνει μερικές ἀγρυπνίες μεγάλες. Κάναμε μιά ἀγρυπνία στήν Γοργοϋπήκοο, ἐδῶ στήν Παναγούδα, καί εἴχαμε πάει μέχρι τίς 4 τό πρωί. Ἀργότερα, τήν ἑπόμενη χρονιά ἴσως, κάναμε ἀγρυπνία στήν Ἀνάληψη, καί πάλι εἴχαμε πάει μέχρι τίς 4 τό πρωί. Καί κάπως ἀπό κεῖ ὕστερα ἦρθε ἔτσι τό πράγμα, νά κάνουμε ἀγρυπνίες καί νά τελειώνουμε νωρίς, τουλάχιστον μία ἡ ὥρα.

 

Ὁ ἅγιος μᾶς ὤθησε

 

Ναί, τό αἰσθάνομαι ἔτσι μέσα μου, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών πρῶτος μᾶς ἔσπρωξε, μᾶς ὤθησε πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Πέρασαν ἤδη 30‑33 χρόνια, καί νομίζω ὅτι βγῆκε καλό. Βγῆκε καλό, διότι ἀπό κεῖ καί πέρα πολλά ἔγιναν, πολλά γίνονται. Βέβαια, ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς; Ἀλλά ὅμως ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός. Καί φαίνεται ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει, σώνει καί καλά, νά ἔχει στά χέρια του σπουδαίους, ἄς ποῦμε, ἀπό ἀνθρώπινη πλευρά, ἀνθρώπους, γιά νά κάνει τό ἔργο του. Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καθότι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατάλληλοι γιά τόν Θεό μέ τήν ἔννοια αὐτή, ὅτι νά, δέχονται νά τούς κάνει ὄργανά του ὁ Θεός. Ἑπομένως, ὅ,τι καλό γίνεται, εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τό κάνει μέ τούς ἀνθρώπους ὁ Θεός, τό κάνει διά μέσου τῶν γεγονότων, ἀλλά τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὁ Θεός τό κάνει. Καί καμιά φορά οἱ δικές μας οἱ ἱκανότητες γίνονται ἐμπόδιο, χωρίς νά σημαίνει… Καί τά φυσικά προσόντα τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αὐτά, ἀλλά νά, ὁ ἄνθρωπος τά ἔχει περί πολλοῦ καί πολλές φορές αὐτά γίνονται ἐμπόδιο. Καί μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐνῶ θέλει ὁ Θεός νά σέ χρησιμοποιήσει ὡς ὄργανό του, ἐσύ ἔχεις ἐμπιστοσύνη στά προσόντα σου καί ἐνεργεῖς ἔτσι πού ἐμποδίζεις τόν Θεό. Καί ἐπιπλέον ὁ Θεός ἔχει ἕνα φόβο νά σέ ἐμπιστευθεῖ, διότι ἐσύ μέ τά προσόντα σου θά ὑπερηφανευθεῖς εὔκολα.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, νομίζω ὅτι καλό εἶναι ἀπόψε νά τό θυμηθοῦμε αὐτό καί νά εὐχαριστήσουμε τόν ἅγιο πού μᾶς ἔσπρωξε κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καί μέχρι σήμερα συνεχῶς μᾶς βοηθάει μέ τίς πρεσβεῖες του νά μένουμε κοντά στόν Θεό.

 

Νά μυηθοῦμε στό πνεῦμα του

 

Νά δοῦμε τώρα τόν πρῶτο ὕμνο,[1] πού εἶναι μεγαλούτσικος. Εἶναι μεγάλοι οἱ ὕμνοι, δέν εἶναι μικρά ποιηματάκια. Κατ᾿ ἀρχήν ὁ τίτλος εἶναι: «Περί θείας ἐλλάμψεως καί φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας τόπος ὅπου μετά τό θάνατο βρίσκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι τήν ἀνάπαυσή τους. Καί ὅτι ὅποιος ἐκπίπτει ἀπό τό Θεό σέ ἄλλο τόπο δέ θά βρεῖ ἀνάπαυση στή μέλλουσα ζωή». Στή μετάφραση λοιπόν λέει αὐτός ὁ ὕμνος:

Τί νά ᾿ναι τό φριχτό μυστήριο πού  τελεῖται μέσα μου;

Δέν ἔχει δύναμη οὔτε ὁ λόγος νά τό πεῖ

καί μήτε νά τό γράψει

τό χέρι τό ταλαίπωρο ἐπαινώντας καί δοξάζοντας

αὐτόν πού ξεπερνᾶ κάθε ἔπαινο καί κάθε λόγο.

Κι ἄν ὅσα τώρα γίνονται σ᾿ ἐμέ τόν ἄσωτο

ἀνείπωτα εἶναι κι ἀνεκλάλητα,

πῶς τότε ἐκεῖνος πού ὅλα

αὐτά μᾶς δημιουργεῖ καί μᾶς χαρίζει, πές μου

ἔχει ἀπό ἐμᾶς ἀνάγκη δόξα κι ἔπαινο νά λάβει;

Ὁ δοξασμένος βέβαια δέ θά δοξαστεῖ,

ὅπως καί δέ θά γίνει πιό λαμπρός οὔτε θά λάβει φῶς

ὁ ἥλιος τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἀπό τά δικά μας βλέμματα·

φωτίζει δέ φωτίζεται, σκορπᾶ δέν παίρνει φῶς.

Ἔχει ὅ,τι ἔλαβε ἀπ᾿ τόν κτίστη του ἐξαρχῆς.

Κι ἄν ὁ τῶν ὅλων κτίστης Θεός τόν ἥλιο τίποτα

τόν ἔκανε νά μήν τοῦ λείπει μά ἄφθονο φῶς νά στέλνει

καί νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἄλλο περισσότερο,

πῶς γίνεται ἀπό μένα τόν ἀσήμαντο νά λάβει δόξα;

 

Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα ἐδῶ τά τοῦ ἁγίου Συμεών, πρέπει νά μυηθοῦμε στό πνεῦμα του, ἄς πῶ ἔτσι, πού εἶναι ὅμως τό ἀληθινό, αὐτό εἶναι τό σωστό. Δηλαδή ὁ ἅγιος, καθώς κατακλύζεται ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καθώς κατακλύζεται ἀπό τό φῶς τό θεϊκό, ἀπό ὅλη αὐτή τή θεϊκή χάρη, τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, ὁμιλεῖ καί ἀνάλογα. Δέν μποροῦμε νά τόν καταλάβουμε, ἐάν δέν ἔρθουμε λίγο στή θέση του.

 

Ἦταν τέτοιο τό δόσιμό του στόν Θεό…

 

Θυμᾶμαι πού λέει ἀλλοῦ κάποια λόγια, καί μοῦ εἶχαν κάνει πάρα πολύ μεγάλη ἐντύπωση. Τό εἶχα προσέξει αὐτό τό σημεῖο τά πρῶτα‑πρῶτα χρόνια –νομίζω, ἦταν οἱ πρῶτες ἡμέρες πού εἶχα γίνει μοναχός καί διάκονος, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1954. Καί καθώς ἤμουν μέσα στό δωμάτιο ὅπου μέναμε, κάπου στό κέντρο τῆς Θεσσαλονίκης, καί ἐκείνη τήν ἡμέρα διάβαζα αὐτό τό σημεῖο πού θά ποῦμε τώρα, μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τότε, πολύ μεγάλη ἐντύπωση μοῦ εἶχε κάνει. Λοιπόν, ὁ ἅγιος ἦταν μέσα στό κελί του, ὅπως τό ἀναφέρει στόν ὕμνο του. Καί ὅπως καθόταν ἐκεῖ καί ἔγραφε τόν ὕμνο αὐτόν, ἀλλά καί γενικότερα ὅπως καθόταν μέσα στό κελί του καί προσευχόταν, τέτοιο ἦταν τό δόσιμό του στόν Θεό, πού ἔβγαιναν ἀπό μέσα του αὐτά τά λόγια. Ἀλλά δέν ἦταν ἕνα κάτι πού τό ἔκαμνε ὁ ἴδιος.

Εἶχε αὐτό τό μεγάλο καλό ὁ ἅγιος Συμεών. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Μπάλφουρ, ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ ἄλλοι ἅγιοι δέν χρειάστηκε νά σπρώξουν τήν πόρτα, ἦταν ἀνοικτή ἡ πόρτα, ἐνῶ ἐμεῖς τί νά κάνουμε; Εἶχε αὐτό ὁ ἅγιος Συμεών, δηλαδή δέν προσπαθοῦσε νά κάνει ἀγώνα ὅπως ἐμεῖς τώρα. Βέβαια, ἕνας λόγος εἶναι ὅτι δέν προσπαθοῦσε. Ἔκανε καί παραέκανε ἀγώνα, ἀλλά εἶχε τέτοια ἀγάπη καί τέτοια πίστη μέσα στήν ψυχή του γιά τόν Χριστό, κατά τέτοιον τρόπο δέχθηκε τόν Χριστό καί κυριεύθηκε ἀπό αὐτόν, αἰχμαλωτίσθηκε μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, πού δέν καθόταν ὁ ἅγιος νά προσευχηθεῖ ὅπως κάνουμε ἐμεῖς τώρα. Δηλαδή, πᾶμε νά προσευχηθοῦμε καί θά ἔρθουν λογισμοί, θά ἔρθουν σκέψεις, θά ἔρθει κόπωση, θά ἔρθει καποια ἄλλη στενοχωρία, κάποια δυσκολία. Καί ἤ ζορίζεται κανείς πάρα πολύ νά συμμαζευτεῖ ἤ τά παρατάει ἤ, ὅπως  γίνεται συνήθως, μέσα στήν ἀκολουθία εἶναι κανείς, ἐντάξει, προχωράει ἡ ἀκολουθία, ἀλλά αὐτός εἶναι ἀλλοῦ. Αὐτό ἦταν τελείως ἀδιανόητο γιά τόν ἅγιο Συμεών. Λέει σέ μερικά σημεῖα: «Μπροστά στόν Κύριο εἶσαι, ψυχή μου» καί συνεφέρει τόν ἑαυτό του. Ἀλλά γενικά ἦταν ἀδιανόητο αὐτό γιά τόν ἅγιο Συμεών, καθώς ἦταν κυριευμένος ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τά τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως ὅλο τό θέμα ἦταν νά δοθεῖ ἐκεῖ καί νά ἀπολαύσει καί συγχρόνως νά διηγεῖται ὅλο αὐτό τό ὁποῖο ζεῖ, νιώθει καί ἀπολαμβάνει. Γι᾿ αὐτό λέει ἐδῶ: «Τί νά ᾿ναι τό φριχτό μυστήριο πού τελεῖται μέσα μου;» Καί λέει στή συνέχεια ὅλα αὐτά.

 

Μόνος μέ μόνο τόν Κύριο

 

Τότε λοιπόν μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση αὐτά τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεών: νά μήν ὑπάρχει ἥλιος, νά μήν ὑπάρχει σελήνη, νά μήν ὑπάρχει τίποτε. Ὅλα τά κτίσματα, τά πάντα νά σβήσουν, νά ἐξαφανιστοῦν. Νά μείνω μόνος μέ μόνο τόν Κύριο. Ὄχι ὅτι ἐπενέβαινε στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἤ διόρθωνε τόν Θεό, ἀλλά ἀπό τή δική του πλευρά ἤθελε τίποτε νά μήν ὑπάρχει ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στόν Κύριο, καθώς καί τά πιό ὡραῖα πράγματα ἀκόμη μπορεῖ νά σέ ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Καί ἄν θυμᾶμαι καλά, τρόπον τινά λέει: ἥλιε, νά σβήσεις, φεγγάρι, νά χαθεῖς, νά ἐξαφανισθεῖς· γιά κεῖνον δηλαδή, ἔτσι καθώς καθόταν ἐκεῖ καί συγκεντρωνόταν.

Αὐτά πού ζοῦν οἱ ἅγιοι εἶναι ἀλήθεια. Γιά μᾶς φαίνονται μακρινά, ἀκατόρθωτα καί σάν ἀνύπαρκτα, ἐνῶ εἶναι ἀλήθεια. Τί θά κάνουμε βέβαια ἐμεῖς; Τί θά κάνουμε; Τελικά, ἐάν τό κάνει ὁ Θεός θά γίνει, δέν μπορεῖς νά τό κάνεις ἐσύ. Ὅμως ἔχει μεγάλη σημασία νά ξέρουμε ὅτι νά, ἔτσι εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι τό ἀληθινό πνεῦμα, ἔτσι εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ζωή, καί ὅτι ὁ Θεός σέ ὅλους τό κάνει.  Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός, δέν χαρίζεται στόν ἕνα καί μέ τόν ἄλλο ἔχει κρατούμενα. Δέν ἔχει τέτοια πράγματα. Ἀλλά φαίνεται ὅμως ὅτι ὑπάρχουν χίλια δυό πράγματα –αὐτό λιγάκι νά τό καταλάβουμε, παρακαλῶ– πού τόν κρατοῦν τόν ἄνθρωπο στό σκοτάδι, τόν κρατοῦν μακριά –σάν νά θέλει κανείς νά ἀπολαύσει τό ἕνα, νά ἀπολαύσει τό ἄλλο, νά μή χάσει αὐτά τά γήινα, τά πρόσκαιρα, τά τίποτε, ἄς ποῦμε– καί τόν κάνουν νά μή θέλει νά δοθεῖ στόν Χριστό. Λίγο ἔτσι νά ἀρχίσεις νά κλονίζεσαι· νά νιώθεις ὅτι ἡ ἀληθινή ζωή δέν εἶναι ἁπλῶς νά χαίρεσαι τό ἕνα καί τό ἄλλο ἀλλά νά βρεῖς τόν Θεό καί πίσω ἀπό τόν Θεό ὕστερα ὅλα τά ἄλλα.

 

Ὁ ἅγιος Συμεών λέει ὅτι μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό ὅπου κι ἄν εἶσαι

 

Μπορεῖ κανείς, ἐάν θέλει, νά δοκιμάσει στήν πράξη. Σήκω πήγαινε σ᾿ ἕνα βουνό, ὅταν μπορέσεις, ἤ κάπου θά κλεισθεῖς, καί ἐκεῖ μόνος μέ μόνο τόν Θεό.[2] Ὄχι βέβαια γιά νά γίνεις ἐρημίτης ἤ ἀσκητής. Ὁ ἅγιος Συμεών δέν ἔχει τέτοιες τάσεις ἐρημιτισμοῦ, τάσεις νά φύγει μακριά κτλ. Ὄχι. Ὁ ἅγιος Συμεών λέει ὅτι μπορεῖς νά βρεῖς τόν Θεό ὅπου κι ἄν εἶσαι, ὄχι σώνει καί καλά νά πᾶς στήν ἔρημο. Ἐκεῖνοι πού τό κάνουν αὐτό εἶναι ἄλλοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι. Ἀλλά νά μήν τό δοῦμε ἔτσι, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών μᾶς στέλνει στήν ἔρημο, ὁπότε θά πεῖ κάποιος: «Πῶς θά βρεθῶ στήν ἔρημο;» Ὄχι, ὄχι. Μέσα στήν Ἐγνατία μπορεῖς νά εἶσαι, ἀλλά ὅλος ὁ θόρυβος τριγύρω μπορεῖ νά παίζει τόν ρόλο τῆς ἐρήμου, ἄς ποῦμε. Ὁ ὡρολογᾶς, π.χ., μπορεῖ νά εἶχε τό ἐργαστήριό του στήν Ἐγνατία, ἀλλά ὅταν συγκεντρωνόταν στή δουλειά του καί ἀφοσιωνόταν ἐκεῖ στό τίκ, τάκ, τίκ, τάκ τοῦ ρολογιοῦ –ὅπως ἔκαναν παλαιότερα τά ρολόγια– δέν ἄκουγε ἐάν χαλοῦσε ἔξω ὁ κόσμος· καί τάνκς νά περνοῦσαν.

Ὁ ἅγιος Συμεών φθάνει μέχρι τοῦ σημείου, καί ἐδῶ στά ποιήματά του, στούς Ὕμνους, ἀλλά καί στά πεζά του ἔργα, νά πεῖ ἔτσι πολύ χαρακτηριστικά: «Αὐτό πού σᾶς λέω τώρα δέν εἶναι ἁπλῶς γιά τόν ἄλφα, γιά τόν βῆτα, ἀλλά ἀκόμη καί γιά ἕναν πού ἔχει γυναίκα, παιδιά, οἰκογένεια, δουλειές». Τό λέει ἔτσι ξεκάθαρα. Κάπως διαφορετικά τό τοποθετεῖ τό θέμα.

Καμιά φορά ἔρχονται στό ἐξομολογητήριο ἄνθρωποι πού ἔχουν τέτοια προβλήματα –γυναῖκες περισσότερο– καί λένε: «Μοῦ συμβαίνει αὐτό, μοῦ συμβαίνει ἐκεῖνο. Δέν μπορῶ, δέν γίνεται». Καί λέω: «Γιά στάσου. Ἐνῶ νομίζεις ὅτι αὐτά πού λές τώρα, ἔτσι ὅπως τά λές, εἶναι πολύ λογικά καί ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνεται, δέν εἶναι ὅμως, εἶναι λάθος, δέν εἶναι χριστιανικό πνεῦμα αὐτό. Ἐδῶ, καί στή φυλακή νά σέ πᾶνε καί νά εἶσαι στίς χειρότερες συνθῆκες, δέν ἐμποδίζεσαι, δέν πρέπει νά ἐμποδίζεσαι νά εἶσαι μέ τόν Θεό καί νά εἶναι ἐκεῖ μαζί σου ὁ Θεός. Στή φυλακή μέσα. Ὑπάρχει χειρότερο; Ἤ νά εἶσαι αἰχμάλωτος ἐχθρικοῦ στρατοῦ καί νά εἶναι ἐκεῖ οἱ καταστάσεις ἔτσι πού νά λές: ῾῾Θεέ μου, μόνο ἀπό δῶ μέσα νά γλιτώσω καί ὅλα τά ἄλλα τά σηκώνω μετά᾽᾽».

Ὅταν σκεφθοῦμε ἔτσι, τίποτε δέν μᾶς ἐμποδίζει μετά νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τόν Χριστό, νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Ἀλλά τό θέμα εἶναι, ὅπως βλέπουμε ἐδῶ στόν ἅγιο Συμεών, ὅτι δέν κάνει προσπάθεια ὁ ἅγιος ἔτσι ὅπως τό παίρνουμε ἐμεῖς, ὅπως τό καταλαβαίνουμε ἐμεῖς καί μᾶς φαίνεται βαρετό καί ἀρχίζουμε: «Δύσκολα εἶναι, δέν γίνεται. Ἔτσι ὅπως εἴμαστε τώρα, ἔτσι ὅπως εἶναι ἡ ὅλη δική μου κατάσταση…» Δέν τό παίρνει ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών. Ὁ ἅγιος Συμεών τό παίρνει ὡς δεδομένο ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός καί ὁρμᾶ μέ ὅλη τήν ἀγάπη του, μέ ὅλη τή λαχτάρα του στόν Θεό. Καί κατακλύζεται ἀπό ὅλα αὐτά τά ἅγια βιώματα καί κάθεται ἔπειτα καί διηγεῖται μέ θαυμασμό, μέ ἔκπληξη, μεθυσμένος, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, ξετρελαμένος· ὄχι νά κουτσοσπρώχνει τόν ἑαυτό του, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς. Δέν γίνεται ἔτσι.

 

Θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά σέ ξυπνήσει

 

Καί εἶναι μέσα στό πνεῦμα αὐτό, πού ἔχουμε λίγο καιρό τώρα πού τό λέμε καί τό ξαναλέμε, ὅτι δηλαδή κάνουμε μεγάλο λάθος ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού ὅλοι ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας –καί δέν ξέρω ποῦ ἀλλοῦ ἀνήκουμε– καί ζοῦμε τή ζωή μας. Καί καθώς θυμούμαστε ὅτι πρέπει νά εἴμαστε χριστιανοί, μᾶς ἔρχεται δύσκολο, μέ τήν ἔννοια ὅτι τρόπον τινά κάτι πρέπει ν᾿ ἀφήσουμε. Καί ἀρχίζουμε: «Δύσκολο εἶναι τό Εὐαγγέλιο. Στά χρόνια μας δέν γίνονται αὐτά τά πράγματα. Δέν μπορεῖς νά ζήσεις ὡς χριστιανός». Λάθος, πέρα γιά πέρα λάθος.

Ὁ χριστιανός βρῆκε τόν Θεό, τόν ἀληθινό Θεό. Ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Τόν ἀληθινό Θεό τόν βρίσκεις, ἐάν μέσα σου, βαθιά μέσα στήν ψυχή σου, ἔχεις τιμιότητα, εἰλικρίνεια. Θά ἔρθει ὁ Θεός, θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά τρυπώσει ἐκεῖ μέσα, νά σέ ἀγγίξει, νά σέ ξυπνήσει, τρόπον τινά νά σέ αἰχμαλωτίσει μέ τήν καλή ἔννοια. Θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός, ἐάν ἔχεις ἐντιμότητα ἐσύ. Ὄχι ἐντιμότητα ἁπλῶς ὅπως ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἔντιμος, ἀλλά μέ τήν ἔννοια νά μήν μποροῦν νά τόν κατηγορήσουν, καθώς δέν δίνει σέ κανέναν δικαίωμα, καί τό εὐχαριστιέται αὐτό τό πράγμα. Ὄχι. Ἐντιμότητα εἶναι τό νά νιώθει κανείς αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔρχεται νά σώσει τό πλάσμα του, τό ἁμαρτωλό πλάσμα του, πού ἀλλιῶς πρέπει νά χαθεῖ· καί παίρνει εἴδηση τό πλάσμα, παίρνει εἴδηση ὁ ὅποιος ἄνθρωπος ὅτι ἔτσι εἶναι καί ὁρμάει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἐντιμότητα.

Ἅμα ἔχεις αὐτό, ὅσα ἐμπόδια κι ἄν ὑπάρχουν, θά σέ βρεῖ ὁ Θεός, θά σέ ἀγγίξει, θά σέ ξυπνήσει.  Αὐτό εἶναι πού ἔχει σημασία. Τί νά τά κάνουμε τά ἄλλα; Τά λέμε ἔτσι, τά λέμε ἀλλιῶς, ἁπλῶς γιά νά βρισκόμαστε σέ δουλειές ἤ γιά νά πλουτίζουμε τίς γνώσεις μας ἤ ὅ,τι ἄλλο;

Νά, αὐτή τήν ὥρα πού εἴμαστε ἐδῶ, θά γίνει ὅ,τι καλύτερο, ἐάν κάποιος βαθιά μέσα του κάπως ταρακουνηθεῖ, κάπως ξυπνήσει καί πεῖ: «Τί κάνω; Τί κάνω; Πῶς χάνω τόν καιρό μου;  Τόν βρῆκα τόν Θεό; Μέ βρῆκε ὁ Θεός; Τόν ἀγαπῶ τόν Θεό; Ἔχω αὐτή τή λαχτάρα μέσα μου;  Ἀρχίζει ὁ Θεός νά κάνει ἔργο μέσα μου κι ἐγώ ἐκπλήσσομαι καί τόν εὐγνωμονῶ;» Διότι ἔτσι ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα, ὁ Θεός πρωτίστως καί κυρίως θά μᾶς ξυπνήσει, θά μᾶς δείξει τό σκοτάδι πού ἔχουμε μέσα μας, τήν ἔπαρση καί τήν ὅλη πονηριά πού ἔχουμε μέσα μας. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα, νά ἀρχίσεις νά βλέπεις τήν ἁμαρτία. Καί ὄχι νά τή βλέπεις τήν ἁμαρτία γιά νά ταραχθεῖς, ἀλλά γιά νά ἀποκτήσεις αὐτογνωσία καί νά πάρεις σωστή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί νά μεγαλώσει ἡ ἐμπιστοσύνη σου στόν Θεό καί ἡ ἐλπίδα σου ὅτι ὁ Θεός θά σέ σώσει. Καί σέ σώζει.

 

Ἀσχολεῖται μαζί σου ὁ Θεός

 

Λοιπόν, ἔτσι πρέπει νά τή δοῦμε τή χριστιανική ἀλήθεια· ὄχι μέ τό στανιό, μέ τό ζόρι δηλαδή, νά προσπαθοῦμε νά εἴμαστε χριστιανοί. Δέν μπορεῖς νά γίνεις μέ τό ζόρι χριστιανός.  Καί μήν πεῖ κανένας μας ὅτι αὐτός δέν μπορεῖ. Ὅλοι ἔχουμε μιά ἐμπειρία ὅτι, ὅταν κάτι τό ἀγαπήσουμε, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐμποδίσει. Ἐκεῖ. Δέν φεύγει τό μυαλό μας ἀπό κεῖ, δέν φεύγει ἡ καρδιά μας ἀπό κεῖ· καί κάνουμε ἀνάλογες κινήσεις καί ἀνάλογες, πῶς νά πῶ, ἐνέργειες, ἐκδηλώσεις.

Ἔτσι νά τήν πάρουμε τή χριστιανική ζωή, ὅτι ὁ Θεός, ὅπως λέει ἡ Γραφή, πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἔρθει νά βρεῖ τό πλάσμα του· καί ὄχι ἁπλῶς νά τοῦ δείξει τήν ἀγάπη του καί νά τό περιμαζέψει, ἀλλά νά τό κάνει παιδί του, ἀκριβῶς ὅπως βλέπουμε νά γίνεται στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ[3]. Ὁ ἄσωτος ἦλθε εἰς ἑαυτόν, ξαναγύρισε καί τόν δέχθηκε ὁ πατέρας σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε. Καί δίνει ἐντολή νά τόν ντύσουν μέ τήν καλύτερη στολή καί νά τοῦ φορέσουν καί τό δακτυλίδι, σύμβολο ὅτι τόν ἀναγνωρίζει υἱό του. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει τό πανηγύρι, τό λατρευτικό πανηγύρι καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός. Ἅμα δέν τό καταλάβουμε ἔτσι καί ἄν δέν ἀρχίσουμε μέ εὐγνωμοσύνη νά ἀνταποκρινόμαστε στόν Θεό, πολύ μίζεροι θά εἴμαστε, πολύ φτωχοί, καί δέν θά ξέρουμε καί τί μᾶς φταίει.

Αὐτά τώρα ὅλα πού λέω, τά βλέπω μέσα στή ζωή. Τό βλέπεις ὅτι στά καλά καθούμενα ὁ ἄλλος ὑποφέρει, ἐνῶ πανηγύρι μποροῦσε νά ἔχει μέσα στήν ψυχή του. Ὄχι γιατί ἔγινε ἅγιος· ὄχι. Ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶσαι, ἅμα τά δεῖς σωστά τά πράγματα καί πάρεις τή σωστή στάση –ἄς σέ πονέσει λιγάκι αὐτό– ἀρχίζεις μέσα σου νά πανηγυρίζεις. Βλέπεις τόν Θεό νά ἀσχολεῖται μ᾿ ἐσένα. Ὁ Θεός σ᾿ ἀγαπάει, σέ ἔχει μοναδικό του παιδί, σάν νά μήν ἔχει ἄλλα παιδιά. Τί νά τά κάνουμε τά ἄλλα, ἐάν δέν δοῦμε ἔτσι τά πράγματα καί δέν δώσουμε τόν ἑαυτό μας πρός αὐτή τήν κατεύθυνση καί σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα;

Ὁ ἅγιος Συμεών, καθώς εἶναι καί ἡ γιορτή του, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, νομίζω ὅτι καί γενικότερα‑γενικότερα μᾶς μυεῖ στό ὅλο πνεῦμα αὐτό ἀλλά καί εἰδικότερα. Δηλαδή, ἄς τό πάρουμε καί ἔτσι: ἀφοῦ κάνουμε λόγο συνέχεια γιά τόν ἅγιο, ἀφοῦ τόν ἀγαποῦμε –καθώς ἐκεῖνος πρῶτος ἔδειξε τήν ἀγάπη του, γιά νά βροῦμε ἐμεῖς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ– δέν θά μᾶς ἀφήσει ἔτσι. Βλέπει τή φτώχεια μας, τή μιζέρια μας. Μιά φορά χρησιμοποιεῖ τή λέξη «μορμολύκεια». Ναί, οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς σάν νά μήν εἶναι τά κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα πλάσματα. Καί δέν εἶναι θέμα ἁπλῶς ὅτι τούς ἔκανε ζημιά ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ἡ ὅλη δειλία καί ἡ ὅλη τσιγκουνιά τοῦ ἀνθρώπου πού τόν κάνει νά βουλιάζει. Πῶς εἶναι δηλαδή ἕνας ψυχασθενής, ὁ ὁποῖος εἶναι κυριευμένος ἀπό τήν ὅλη ἡττοπάθεια, ἀπό τήν ὅλη καταθλιπτική κατάσταση, ἀπό ἕνα φόβο, καί σάν νά εἶναι ἕνα ἄχρηστο πλάσμα.

Θά ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἕνας πού, ἕνεκα καταστάσεων ἐσωτερικῶν, σάν νά ἀχρηστεύται, πέρα ἀπό τό ὅτι ὑποφέρει, ἄγχεται κτλ., παίρνει ἕνα φάρμακο ἀνάλογο καί συνέρχεται, γλιτώνει· καί δέν ξέρει ἀπό τί γλίτωσε ὁ ἄνθρωπος. (Γι᾿ αὐτό ἔχω πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι δέν εἶμαι ἐναντίον τῶν φαρμάκων. Πράγματι, τά φάρμακα μερικές φορές κρατοῦν τόν ἄνθρωπο στά πόδια του.) Ἔτσι καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει μιά ψυχασθένεια, ψυχοπάθεια. Καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως δηλαδή, ὅταν τά πάρει κανείς μέ δειλία, μέ τσιγκουνιά, μέ, πῶς νά ποῦμε, μέ μιζέρια –προπαντός πού αὐτοδικαιώνεται κανείς καί ψάχνει ἐάν ἔχει δίκαιο ἤ δέν ἔχει δίκαιο– βουλιάζει ἐκεῖ μέσα καί σάν νά ἀχρηστεύεται. Ὄχι. «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός».[4]

11.3.2001

 

 

[1]. Βλ. Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν, ἐκδ. Ἐλευθερίου Μερετάκη «Τό Βυζάντιον», Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1990, τ. 19Ε, σ. 51.

[2]. Πρβλ. Τό Μέγα Γεροντικόν, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 20092, τ. Γ´, § 14, σ. 278.

[3]. Βλ. Λουκ. 15, 11-32.

[4]. Ἐφ. 5, 14.