Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

236. Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 19o

Παραδίδεσαι στόν Θεό ἐν λευκῷ καί ἄνευ ὅρων;

 

Τά τῶν ἐσχάτων τά ἄφησε ὁ Θεός νά εἶναι ἀκαθόριστα, διότι ἔτσι συμφέρει, γιά νά εἴμαστε συνεχῶς ἕτοιμοι. Ἀφοῦ τά ἔκρυψε ὁ Θεός, εἶναι καί ἕνα εἶδος ἱεροσυλίας νά τά ψάχνουμε ἐμεῖς τάχα. Ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός εἶναι, ὅταν τά ἀκοῦμε, ὅταν τά σκεπτόμαστε αὐτά, νά μετανοοῦμε, νά εἴμαστε μαζί του, κοντά του. Τά ἄλλα εἶναι δικά του· πότε θά γίνουν, πῶς θά γίνουν καί ποιοί θά σωθοῦν.

Οἱ χριστιανοί ἔχουμε μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα –ἄν τό ἔχουμε ζωντανό καί δέν τό θανατώσαμε– πού εἶναι ὁ ἀρραβών τῆς αἰωνίου ζωῆς, καί ὁ ἀρραβών αὐτός δίνει γεύση καί τῆς ὅλης πραγματικότητος τῆς οὐρανίου βασιλείας.

«Θεέ μου, νά μέ κάνεις ὅπως θέλεις ἐσύ, νά μέ φτιάξεις ὅπως θέλεις ἐσύ». Ἐσύ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶσαι, ναί μέν δέν καταλαβαίνεις, ἀλλά παραδίδεσαι στόν Θεό ἐν λευκῷ, ἄνευ ὅρων. Καί κάνοντας αὐτό, ἀμέσως γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Παύεις νά εἶσαι αὐτός ὁ συνηθισμένος ἄνθρωπος πού τρώγεται μέ τό ἕνα, τρώγεται μέ τό ἄλλο, πού στενοχωριέται μέ τό ἕνα, στενοχωριέται μέ τό ἄλλο, πού ἀγωνίζεται ἔτσι, πού ἀγωνιᾶ ἀλλιῶς, πού φροντίδα μεγάλη μήν τυχόν συμβεῖ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο. Παύουν αὐτά ὅλα. Ἐσύ καί ὁ Θεός καί οἱ ἀδελφοί σου γύρω σου, πού τούς βλέπεις σάν ἀγγέλους. Ἔστω ἔτσι νά ἀρχίσεις νά ἐκδηλώνεις αὐτή τή διάθεση νά σέ φτιάξει ὁ Θεός ὅπως θέλει. Καί θά σέ φτιάξει ὁ Θεός.

Ἐπιτρέπεται τώρα ἐμεῖς χριστιανοί νά ἔχουμε φοβερά πάθη, εἴτε εἴμαστε μόνοι μέ τόν ἑαυτό μας εἴτε εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴτε στή σχέση μας μέ τούς ἄλλους; Κάτι φερσίματα, κάτι κουβέντες, κάτι ἐκδηλώσεις, κάτι καταστάσεις… Δέν ἐπιτρέπεται αὐτό. Ἐμεῖς ἔχουμε τόν ἀληθινό Θεό. Ὁ ἀληθινός Θεός ἀποκαλύφθηκε, φανερώθηκε, φανερώνεται καί σέ παίρνει καί σέ κάνει, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅμοιό του. Γιατί, γιατί νά μή θέλει κανείς νά ταπεινωθεῖ, γιατί νά μή θέλει νά μετανοήσει χωρίς ὅρια; Νά γίνει ἀληθινή ἡ ψυχή του, νά γίνει καθαρή ἡ ψυχή του, νά γίνει ἔτσι ὅπως τή θέλει ὁ πλάστης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναμάρτητος καί ὁ ὁποῖος ξέρει ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μᾶς ἀνέχεται, μᾶς ὑπομένει, ἀλλά θέλει καί μπορεῖ, ἄν παραδοθοῦμε σ᾿ αὐτόν, νά μᾶς φτιάξει ὁμοίους του. Ποῦ τώρα ἀπό τό ἄλλο μέρος νά εἶναι ὁ καημός μας αὐτός: «Ἄχ Θεέ μου, νά ταπεινωθῶ ἐνώπιόν σου, νά μέ φτιάξεις ἔτσι πού θέλεις ἐσύ». Ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἴμαστε. Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωισμός, ναί, ὑπάρχουν. Ὅμως ὁ Χριστός πέθανε, καί ὅσο εἶναι ἀληθινό ὅτι πέθανε ὁ Χριστός, τόσο εἶναι ἀληθινό ὅτι ὅλα αὐτά πεθαίνουν στόν καθένα. Πεθαίνουν, τέλειωσε. Πάει καί ὁ ἐγωισμός, πᾶνε καί ὅλα· ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ τά θανατώνει. Γι᾿ αὐτό θανατώθηκε, ἀλλά μᾶς καλεῖ νά θανατωθοῦμε μαζί, νά πεθάνουμε μαζί του. Πόσοι καί πόσοι δέν πιστεύουν στόν Χριστό, πόσοι καί πόσοι δέν τόν ἀκολουθοῦν, πόσοι καί πόσοι δέν προσεύχονται, πόσοι καί πόσοι, ὅμως ἄλλα πράγματα ζητοῦν. Δέν παραδίδονται νά τούς φτιάξει ὁ Χριστός ὅπως θέλει, ὅπως πρέπει νά γίνει τό πλάσμα του. Ἐκεῖνο μήν τό ἀγγίξουμε. Καί ὑπάρχει λοιπόν ἡ ὅλη ἀρνητική κατάσταση, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σάν νά μήν ἔχει κανείς διάθεση νά μπεῖ σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.

Ὅποιος μάθει αὐτό τό μάθημα, νά ὑπομένει, νά περιμένει, νά τά ἀφήνει στόν Θεό… Ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια: ἔχω λαμβάνειν… Αὐτά θά τά κανονίσει ὁ Θεός. Ἀλλά μέ τήν ἔννοια: ξέρει ὁ Θεός, ξέρει ὁ Θεός καί τό ἐπιτρέπει. Δέν ὑπάρχει κακό ἄλφα, βῆτα, μέ ὅποιον τρόπο κι ἄν γίνεται εἰς βάρος σου, πού δέν θά σοῦ κάνει καλό. Εὐγνωμονεῖς, θά ἔλεγε κανείς, ἀπό μιά πλευρά τόν Θεό γιά τό κακό πού γίνεται, καθώς βγαίνει τό μεγάλο καλό ὅτι μαθαίνεις τό μάθημα αὐτό, νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν ἀδέκαστο Κύριο, ὁ ὁποῖος θά σέ ἀξιώσει μία ἡμέρα νά τόν προσκυνήσεις γιά τήν ἀγαθότητά του, γιά τήν εὐσπλαχνία του, γιά τή θεότητά του, γιά τό ὅτι σέ ἔκανε πλάσμα του.

Ἄν προσέξουμε, ἕνας χριστιανός πού δέν ἦρθε ἀκόμη αὐτός ὁ καημός μέσα του νά εἶναι στόν δρόμο τῆς ἁγιότητος, νά τόν φτιάχνει κάθε μέρα ὁ Θεός καί νά τόν μαλακώνει, ἀλλά εἶναι νά, ἐξωτερικά χριστιανός, μέσα του ὅμως ἔχει τό κατεστημένο του, πόσες φορές ἀδικεῖ, πόσες φορές δαγκάνει, πόσες φορές πληγώνει, πόσες φορές πλήττει.

Ἡ ὅλη ζωή μας εἶναι πένθος, εἶναι πόνος, εἶναι δυσκολία, εἶναι φοβερή μετάνοια, σάν νά στίβεται κανείς ἔτσι πού νά μή μείνει σταλαγματιά ἁμαρτία μέσα του. Καί ἔρχεται ἡ λύτρωση.

Νομίζω ὅτι ἀπό δῶ ἀκόμη, ἀπό τή ζωή αὐτή, πολύ περισσότερο στή μέλλουσα ζωή, δέν θά μείνει ψυχή πού δέν θά χορτάσει ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ, ἀπό αὐτό τό ἀνταπόδομα τοῦ Θεοῦ.

26/09/2003