Αγιολογικα
A+
A
A-

245. Τῆς ἁγίας ἐνδόξου μάρτυρος Ἰουλιανῆς

Τῆς ἁγίας ἐνδόξου μάρτυρος Ἰουλιανῆς[1]

 

Αὕτη ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 299, καταγομένη ἀπό τήν Νικομήδειαν, θυγάτηρ πλουσίων γονέων, ἀπό τούς ὁποίους ἠρραβωνίσθη μέ ἕνα Συγκλητικόν, Ἐλεύσιον ὀνομαζόμενον. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Ἐλεύσιος ἤθελε νά κάμῃ τόν γάμον, ἡ ἁγία δέν κατεδέχθη, ἀλλ᾿ εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ὅταν κατασταθῇς ἔπαρχος, τότε ἄς γένῃ ὁ γάμος». Ὅτε δέ ἔγινεν ἔπαρχος, τότε πάλιν εἶπεν εἰς αὐτόν ἡ  ἁγία· «Ἄν δέν ἀφήσῃς τήν θρησκείαν τῶν εἰδώλων καί δέν ἐπιστρέψῃς εἰς τήν πίστην τῶν Χριστιανῶν, ἤξευρε ὅτι δέν καταδέχομαι τήν διά γάμου μετά σοῦ κοινωνίαν». Ὁ δέ Ἐλεύσιος εἶπεν ὅλα αὐτά τά λόγια τῆς παρθένου εἰς τόν πατέρα της. Ἐπειδή δέ δέν ἠδυνήθη ὁ πατήρ της νά τήν κάμῃ νά μεταβληθῇ ἀπό τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦτο παρεδόθη ἡ ἁγία εἰς αὐτόν τόν ἴδιον ἀρραβωνιστικόν της καί ἔπαρχον, διά νά τήν καταδικάσῃ ἐκεῖνος ὡς ἤθελεν. Παραλαβών λοιπόν αὐτήν ὁ ἔπαρχος τήν ἐξεγύμνωσε καί ἐπρόσταξε  δεκαέξ στρατιώτας νά καταξεσχίζωσι τό σῶμά της μέ ὠμά βούνευρα. Ἔπειτα ἐκρέμασεν αὐτήν ἀπό τάς τρίχας, ὥστε ἐξεκόλλησεν ἀπό τά κόκκαλα τό δέρμα τῆς κεφαλῆς της. Μετά ταῦτα κατακαίει τάς πλευράς της μέ πυρωμένα σίδηρα καί ρίπτει αὐτήν ἐντός τοῦ πυρός. Ὕστερον διεπέρασε πυρωμένον σίδηρον διά μέσου τῶν μηρίων της καί δέσας τάς χεῖρας της εἰς τάς πλευράς της ἔρριψεν αὐτήν εἰς τήν φυλακήν.

Ἡ ἁγία Ἰουλιανή, ἐπειδή ἦταν χριστιανή, συνάντησε στόν δρόμο της ἐμπόδια. Καί τί ἐμπόδια! Καί ὄχι ἁπλῶς μόνο ἐμπόδια, ἀλλά ὅλα αὐτά τά μαρτύρια. Καί δέν τήν ἐπηρεάζουν καθόλου αὐτά. Οὔτε προβληματίστηκε: «Τί θά γίνει; Τί θά κάνουμε; Πῶς θά τά ξεπεράσουμε;» Δέν ἔχει τέτοια. Καθόλου. Εἶναι τόσο σταθερή, τόσο ἀληθινή ἡ πίστη της στόν Χριστό, πού ἀψηφᾶ τά πάντα. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι ὅλο τό θέμα. Ὡς πρός τά ἄλλα, ὅ,τι θέλει ἄς γίνει. Τόσο δέν τά λογαριάζει· σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτα.

 

Ὁ Κύριος μᾶς ἔκανε τήν τιμή νά μᾶς κάνει δικούς του.

Πόσο μᾶς συνέχει αὐτό;

 

Ἐμεῖς βέβαια δέν ἔχουμε αὐτή τή μεγάλη τιμή, νά κινδυνεύουμε νά ὑποστοῦμε τέτοια μαρτύρια, ἀλλά ἀπό κάποια πλευρά ἡ ζωή τοῦ καθενός μοιάζει λίγο μέ μαρτύριο. Καί ὅλο τό θέμα, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, εἶναι νά μή μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό: «Τί θά κάνουμε μέ τό ἕνα; Τί θά κάνουμε μέ τό ἄλλο; Νά, ἦρθε καί αὐτό, νά, ἦρθε καί ἐκεῖνο. Ἐμποδίζομαι ἔτσι, ἐμποδίζομαι ἀλλιῶς». Τί πράγματα εἶναι αὐτά; Σάν νά τό ἔχουμε χάσει ἐντελῶς.

Τέτοιο πνεῦμα δέν βρίσκουμε στούς ἁγίους. Ἀντί δηλαδή νά μᾶς συνέχει αὐτό, ὅτι βρήκαμε τόν Χριστό, πιστέψαμε στόν Χριστό, ὅτι μᾶς ἔκανε τήν τιμή νά μᾶς κάνει δικούς του, ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς δίνει τά πάντα καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἀντί λοιπόν αὐτό νά μᾶς συνέχει, καί ὅλα τά ἄλλα νά εἶναι σάν ἀνύπαρκτα, οἱ χριστιανοί –μιλοῦμε γιά τούς χριστιανούς– κατατρίβονται, κατατρώγονται μέ μικροπραγματάκια, καταξοδεύονται, κατασπαταλῶνται σέ μικροπραγματάκια. Κυριολεκτικά ρημάζουν τίς ψυχές τῶν χριστιανῶν διάφορα τέτοια πράγματα.

Ἐκεῖ δέ εἰς τήν φυλακήν εὑρισκομένης τῆς ἁγίας καί προσευχομένης ἐφάνη εἰς αὐτήν ἐν σχήματι Ἀγγέλου ὁ πάντων ἐχθρός καί πολέμιος διάβολος, ὅστις ἐπαρακίνει αὐτήν νά θυσιάσῃ εἰς τά εἴδωλα καί νά ἐλευθερωθῇ ἀπό τά βάσανα. Ἡ δέ ἁγία ἀπέβαλεν αὐτόν καί τόν ἔκαμε καί μή θέλοντα νά ὁμολογήσῃ ὁ ἴδιος ὅτι εἶναι ὁ διάβολος. Μετά ταῦτα ἐφέρθη πάλιν ἡ μακαρία εἰς τόν ἔπαρχον καί, ἐπειδή ἔμεινεν ἀμετάθετος εἰς τήν πίστιν καί ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, βάλλεται εἰς κάμινον ἀνημμένην. Δέν νοιάζεται ἡ ἁγία μήν πάθει τίποτε, οὔτε πῶς θά μπορέσει νά ξεφύγει αὐτά τά μαρτύρια. Δέν νοιάζεται καθόλου. Τό νά διαφυλαχθεῖ ἀβλαβής τό κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Φυλαχθεῖσα δέ ἀβλαβής διά τῆς θείας χάριτος, διότι ἐσβέσθη ἡ κάμινος, ἔκαμε νά πιστεύσωσιν εἰς τόν Χριστόν ἄνδρες πεντακόσιοι, οἱ ὁποῖοι παρευθύς ἀπεκεφαλίσθησαν ὁμοῦ μέ γυναῖκας ἑκατόν τριάκοντα.

 

Πανηγύρι, γιορτή…  τό «μακελειό»

 

Βλέπετε ποιό εἶναι τό πνεῦμα πάλι ἐδῶ. Ἔκανε νά πιστέψουν πεντακόσιοι ἄνδρες. Καί τό ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν; Νά ἀποκεφαλισθοῦν ὅλοι. Ἔτσι ὅπως ἐμεῖς φρονοῦμε σήμερα, θά τό θεωρούσαμε μεγάλη συμφορά αὐτό. Καί ὅμως δέν εἶναι. Καί οἱ πεντακόσιοι εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Τό σημειώνει ὁ Συναξαριστής πιό κάτω: Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἅγιοι πεντακόσιοι μάρτυρες, οἱ διά τῆς ἁγίας Ἰουλιανῆς πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.

Πανηγύρι, πανηγύρι. Ποιό; Τό «μακελειό» αὐτό. Ἐμεῖς, εἴπαμε, δέν ἔχουμε αὐτή τή μεγάλη τιμή νά περάσουμε ἀπό τέτοιο μακελειό, ἀπό τέτοιο μαρτύριο, ἀλλά ἔχουμε ἄλλα. Μποροῦμε ὅμως καί ἐμεῖς, ἄν ἔχουμε τήν ἴδια πίστη καί ἄν μέσα ἀπό ὅλα αὐτά πού περνοῦμε ἐνισχύεται ἀκόμη πιό πολύ ἡ πίστη μας, μποροῦμε νά ἔχουμε τό ὁποιοδήποτε μακελειό –ἐντός εἰσαγωγικῶν ἤ τηρουμένων, ἄν θέλετε, τῶν ἀναλογιῶν– σάν γιορτή καί πανηγύρι. Τί ἔχουν πάθει οἱ χριστιανοί καί τά παίρνουν ἔτσι ἀνάποδα τά πράγματα! Τί ἔχουν πάθει!

Ὕστερον ἐβλήθη ἡ μακαρία εἰς πεπυρωμένον λέβητα, ὁ ὁποῖος ἔγινεν εἰς αὐτήν μέν λουτρόν, εἰς δέ τούς ἀπίστους φθοροποιόν, διότι ἐλύθη τό χάλκωμα τοῦ λέβητος ὡς διά μηχανῆς καί ἔφθειρε τούς ἐκεῖ τριγύρω παρεστῶτας Ἕλληνας.

Καί αὐτή παραμένει ἀπείραχτη. Τά διαβάζουμε βέβαια, καί σέ μερικούς φαίνονται ὑπερβολικά, ἤ διερωτῶνται κάποιοι μήπως δέν εἶναι ἔτσι. Τί ὑπερβολικά, τί ὑπερβολικά! Δέν λέει ὁ Χριστός: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει;[2] Δέν εἶπε ἁπλῶς δηλαδή ὅτι αὐτός πού πιστεύει σ᾿ ἐμένα θά κάνει τά ἔργα πού κάνω ἐγώ, ἀλλά καί μείζονα τούτων. Καί μείζονα. Εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀναφερόταν καί σ᾿ αὐτά. Διότι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός καί ἤξερε ὅτι θά γίνουν ὅλα αὐτά, θά γραφοῦν ὅλα αὐτά τά βιβλία, θά τά διαβάζουμε ἐμεῖς, καί ἄλλοι πρίν ἀπό μᾶς, ἄλλοι μετά ἀπό μᾶς, καί ὅτι κάποιοι θά λένε: «Πώ πώ! Τί ὑπερβολικά πράγματα!» Νά το. Ὁ Χριστός τό εἶπε: Καί μείζονα τούτων ποιήσει.

Τελευταῖον, ἐπειδή ἡ ἁγία ἔμεινεν ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά βάσανα, ἀπεκεφαλίσθη καί οὕτως ἔλαβεν ἡ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον.

Ὅλα τά βάσανα ἀποδείχθηκαν ἕνα τίποτε. Μήν πεῖ κανένας ὅτι, ναί μέν ἔμεινε ἀβλαβής ἀπό ὅλα τά βάσανα, ὅμως τελικά ἀποκεφαλίστηκε. Τελικά, τά πράγματα συνέβησαν στήν ἁγία ὅπως στόν Χριστό. Δέν εἶχε καμιά θέση ὁ θάνατος στόν Χριστό, καί πόσες φορές θέλησαν νά τόν θανατώσουν, ἀλλά πάντοτε, ἐφόσον δέν εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα, ξέφευγε. Καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, σταυρώθηκε καί μαρτύρησε πρῶτος. Καί ὅλοι αὐτοί πού τόν ἀκολούθησαν βαδίζουν τόν ἴδιο δρόμο: βασανίζονται καί τελικά μαρτυροῦν.

Τό θέμα λοιπόν δέν τίθεται ἔτσι, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τούς προστάτεψε, τούς διατήρησε ἀβλαβεῖς, ἀλλά τελικά δέν τά κατάφερε νά τούς σώσει ἀπό τόν θάνατο. Δέν εἶναι αὐτό τό ζητούμενο. Τό ζητούμενο εἶναι ὅτι ἔχουν τή χάρη, ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δέν λογαριάζουν καθόλου τό μαρτύριο, ὅτι κατά θαυμαστό τρόπο, ἐνῶ περνοῦν μαρτύρια, εἶναι σάν νά μήν περνοῦν καί μένουν ἀβλαβεῖς. Καί τελικά λαμβάνουν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Εἶναι μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό τελικά νά μαρτυρήσει κανείς καί νά μήν πάει μέ φυσικό θάνατο.

Ἦτο δέ ὅτε μέν ἠρραβωνίσθη μέ τόν Ἐλεύσιον χρόνων δεκαέξ, ὅτε δέ ἐνυμφεύθη τῷ Χριστῷ διά τοῦ μαρτυρίου χρόνων δεκαοκτώ.

Μέ ἄλλον ἀρραβωνιάστηκε καί μέ ἄλλον νυμφεύθηκε. Αὐτό εἶναι.

 

21-12-1989

 

[1]. Βλ. Συναξαριστής, σσ. 381-382.

 

[2]. Ἰω. 14, 12.