Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

252. Ἡ κατά σάρκα γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Γ΄

Ἡ κατά σάρκα γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Γ΄

 

Ἡ ἀνθρωπότητα περίμενε τόν λυτρωτή, ἀλλά ὄχι ὅπως αὐτός ἦρθε

 

Ὁ Κύριος ἦρθε στή γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος περίπου πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια, καί ἀπό κάποια πλευρά δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο ὁ ἄνθρωπος, παρά νά αἰσθάνεται ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἑορτάζουμε, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λέγονται, ψάλλονται.

Εἶναι πάρα πολύ μεγάλη ὑπόθεση τό ὅτι τά ἔκανε ὁ Θεός ὅλα αὐτά γιά μᾶς, καί μᾶς ἀξιώνει νά τά προσεγγίζουμε, νά τά δεχόμαστε, νά τά γευόμαστε. Κάθε λέξη πού λέγεται, κάθε φράση πού ψάλλεται, ὅλα εἶναι παράδεισος. Ὅλα εἶναι ὅ,τι χρειάζεται, γιά νά ξεπεράσουμε τόν ἑαυτό μας, τό κατεστημένο μας, τό εἴδωλό μας, γιά νά ξεπεράσουμε ὅλη αὐτή τήν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα, στήν ὁποία μόνοι μας καταδικάσαμε τόν ἑαυτό μας, καί νά βρεθοῦμε ἔτσι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.

Ἀκούσαμε νά λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ.[1] Ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, καθώς ζοῦσε τήν ταλαιπωρία της, περίμενε, ζητοῦσε. Ἀκόμη καί ὁ Σωκράτης, καί ἄλλοι φιλόσοφοι, στό μέτρο πού τούς φώτισε ὁ Θεός, εἶπαν ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα θά ξεγλιτώσει ἀπό τόν ὕπνο της καί τήν ὅλη ταλαιπωρία της καί θά βρεῖ τόν δρόμο της, ἐάν ὁ Θεός πέμψει τόν Υἱόν αὐτοῦ.[2] Δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ζητοῦσε, περίμενε τόν λυτρωτή. Πλήν ὅμως, ὁ Χριστός ἦρθε, ὁ Θεός ἐξαπέστειλε τόν Υἱόν αὐτοῦ, ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, πού αὐτό εἶναι στήν ἀποκλειστική δικαιοδοσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἤξερε πότε ἦταν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ὁ Θεός γνωρίζει πότε θά κάνει τό ἕνα, τό ἄλλο.

Ἀπό τό ἕνα μέρος λοιπόν ἔχουμε τήν ἀνθρωπότητα νά περιμένει, ἀπό τό ἄλλο μέρος ἔχουμε τόν Θεό πού θέλει νά ἔρθει, ἀλλά ὅταν θά εἶναι τό πλήρωμα τοῦ χρόνου κατά τή δική του ἐκτίμηση.

Ὅμως, ὅταν ὁ Χριστός ἦρθε, ἡ ἀνθρωπότητα ἔδειξε ὅτι δέν περίμενε τόν λυτρωτή ὅπως ὁ λυτρωτής θά ἐρχόταν, ὅπως θά τά κανόνιζε ὁ Θεός. Ἀλλιῶς τόν περίμενε. Καί γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο ἦταν ἀφιλόξενη ἡ ἀνθρωπότητα –ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο: Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον[3]– ὄχι μόνο δέν μπόρεσε ἡ ἀνθρωπότητα νά συνεννοηθεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὅλη κίνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σταύρωσε, θανάτωσε κατά τόν πιό ἄγριο τρόπο αὐτόν πού ἦρθε ὡς λυτρωτής.

 

Ἄν δέν ἀφήσουμε τόν Χριστό νά μᾶς σώσει, ποιός ἄλλος θά μᾶς σώσει;

 

Αὐτό συμβαίνει πάντοτε. Ἐμεῖς τώρα χωρίς ἀμφιβολία δέν βρεθήκαμε τέτοια ὥρα μέσα στή νύχτα ἐδῶ ἔτσι τυχαῖα. Ζητάει ἡ ψυχή μας τόν Θεό της. Βαθιά μέσα στήν ὕπαρξή μας ὑπάρχει ἡ ἄβυσσος τῆς ψυχῆς μας πού ζητάει τήν ἄβυσσο Θεό. Καί ὁ Χριστός ἔρχεται· ἦρθε καί ἔρχεται. Σ᾿ ἐμᾶς τώρα συνεχῶς ἔρχεται. Καί θά λέγαμε ὅτι ἡ ἀποψινή βραδιά εἶναι ἡ κατεξοχήν βραδιά πού ἔρχεται ὁ Κύριος. Ὅμως δυστυχῶς, ἐνῶ περιμένουμε τόν Χριστό, τόν περιμένουμε ὁ καθένας ὅπως ἐμεῖς θέλουμε. Καί ἕνεκα αὐτοῦ δημιουργεῖται ὅλο αὐτό τό δράμα πού ζοῦμε.

Ὁ Χριστός ἔρχεται συνεχῶς, ἐμεῖς τόν ζητοῦμε συνεχῶς, ἀλλά τελικά δέν ἔρχεται τό ἀποτέλεσμα. Τελικά δέν εἴμαστε χριστιανοί ὅπως θά μπορούσαμε νά εἴμαστε, ὅπως θά ἤθελε ὁ Θεός νά εἴμαστε καί νά τό ἀπολαμβάνουμε αὐτό καί νά τό χαιρόμαστε καί νά εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό· νά πέφτουμε κάτω, νά λιώνουμε εὐγνωμονώντας καίεὐχαριστώντας τόν Θεό γι᾿ αὐτό πού ἔκανε.

Καθένας περιμένει τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὅπως αὐτός νομίζει. Καί τουλάχιστον, ἄν μέναμε σ᾿ αὐτό, κάτι εἶναι. Κάτι εἶναι καί αὐτό. Ἁπλῶς δέν ξέρουμε καί τόν περιμένουμε ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε. Ὅμως ὄχι! Σάν νά μή μᾶς φτάνει αὐτό,πεμβαίνουμε, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι τόν πιάνουμε τόν Χριστό, ὅτι θά τόν κάνουμε ὅ,τι θέλουμε, καί τά κόβουμε ὅλα στά μέτρα μας.

Ποιός σημερινός χριστιανός δέν φτιάχνει τό Εὐαγγέλιο ὅπως τό θέλει αὐτός; Ἔχει τέτοιο θράσος ὁ καθένας, εἶναι τόσο τολμηρός ὁ καθένας, πού δέν κάθεται τουλάχιστον στή γωνιά του, νά εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού εἶναι. Ἀλλά ἐπεμβαίνει καί τό κουτσουρεύει τό Εὐαγγέλιο, τό ἀλλοιώνει στή δική του ζωή –τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο δέν παθαίνει τίποτε. Ἐπεμβαίνει κανείς καί μέ τά λερωμένα χέρια του, μέ τή λερωμένη ψυχή του καί τό λερωμένο, τό «ἄμυαλο» μυαλό του φτιάχνει τόν Χριστό ὅπως θέλει. Καί τάχα τόν δέχεται, ἀλλά ὅπως θέλει. Καί ἐπιπλέον καμιά φορά θέλει νά τόν μεταδώσει καί τόν μεταδίδει πάλι ὅπως θέλει. Καί εἶναι συμφορά αὐτό· συμφορά! Ἄν δέν ἀφήσουμε αὐτόν πού ἔρχεται νά μᾶς σώσει, ποιός θά μᾶς σώσει ὕστερα; Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,[4] ποιός ἄλλος θά μᾶς σώσει;

Καί ἐμεῖς ἐδῶ καί ἄλλοι ἀλλοῦ καί ἀλλοῦ καί ἀλλοῦ, πού θά δείξουμε ἀπόψε μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ὅτι περιμένουμε τόν Κύριο –φεῦ!– τόν περιμένουμε, γιά νά τόν κλείσουμε μέσα στά δικά μας καλούπια. Τόν περιμένουμε, γιά νά τόν φτιάξουμε ὅπως ἐμεῖς θέλουμε. Καί ἔτσι ἔχουμε αὐτό τό ἀποτέλεσμα: Χρόνια καί χρόνια χριστιανοί, χρόνια καί χρόνια μέσα στήν Ἐκκλησία καί, ἄν θέλετε, καί μέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τελικά ὅμως τό ἀποτέλεσμα δέν εἶναι ἐκεῖνο πού θά μποροῦσε νά εἶναι.

 

Ἄν μιά φορά ὁ Κύριος μᾶς ἀγγίξει…

 

Μιά φορά νά δεῖς τόν Χριστό, μιά φορά νά βάλει τό χέρι του πάνω στό κεφάλι σου, μιά φορά νά ἔχεις μιά κοινωνία, ἐπικοινωνία μαζί του τέτοια, πού νά ἀνοίξεις τήν καρδιά σου καί νά πεῖς ἕναν λόγο, καί νά τόν ἀκούσει ὁ Κύριος καί νά δείξει ὅτι ἀνταποκρίνεται καί νά ἔχεις αὐτή τήν κοινωνία… Μιά φορά νά γίνει αὐτό· μιά φορά νά πάρεις ἀληθινά, σωστά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μιά φορά νά σέ ἀγγίξει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, θά γίνεις ἅγιος. Ἅγιος! Καί ὅλα αὐτά τά γήινα, ὅλα αὐτά τά δικά μας πνευματικά πράγματα πού δέν εἶναι ὁ Χριστός, ὅλο αὐτό τό «καλό» δικό μας κατεστημένο, τό πνευματικό μας κατεστημένο, ὅλα αὐτά θά ἐξαφανιστοῦν σάν σκιά, σάν νά εἶναι καπνός, ἄν μιά φορά ὁ Κύριος μᾶς ἀγγίξει.

Εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πῶς ἐμεῖς, ἄνθρωποι πού διαθέτουμε νοῦν, πού ἔχουμε ἁγίους στήν Ἐκκλησία, πού ἔχουμε ὅλη τήν ἀλήθεια ὁλοφάνερη, εἴμαστε τόσο ἄμυαλοι. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι κάποτε μίλησε ὁ Χριστός… Στή συνέχεια, ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ἔχουμε ἁγίους καί ἁγίους! Πού ἀκριβῶς σ᾿ αὐτούς ἔγινε αὐτό πού λέμε.

Πῶς εἴμαστε τόσο ἄμυαλοι καί τελικά δέν ὑπακοῦμε στόν Θεό, δέν προσκυνοῦμε τόν Θεό μας, δέν τόν δεχόμαστε ὅπως ἔρχεται ἐκεῖνος, καί νά ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας νά μᾶς φτιάξει ὅπως θέλει ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τή σωτηρία πού ἐκεῖνος θέλει; Πῶς εἴμαστε τόσο ἄμυαλοι καί τελικά κάνουμε τά δικά μας; Καί μένουμε ἁπλῶς μέ τό νά περιμένουμε καί νά ἔχουμε καί παράπονο ὅτι σάν νά μή μᾶς πρόσεξε ὁ Θεός, σάν νά μή μᾶς κοίταξε ὁ Θεός, σάν νά μή γίνονται τώρα αὐτά πού γίνονταν ἕναν καιρό. Ἔγιναν ἕναν καιρό καί τώρα δέν γίνονται.

Εἶναι πάρα πολύ ἁπλά τά πράγματα. Δέν χρειάζεται σκέψη πολλή. Καί δέν χρειάζεται νά τό ἀναβάλουμε καί …«γιά, νά δοῦμε· νά τά μελετήσουμε αὐτά λίγο καλύτερα· αὔριο, μεθαύριο…» Ὄχι. Ἀπόψε, αὐτή τήν ὥρα ὁ καθένας μας ἀληθινά μέσα στήν καρδιά του νά καταδικάσει τόν ἑαυτό του: «Ἀμάν! Θεέ μου, τί εἶναι αὐτό πού ἔκανα μιά ζωή! Τί ὕβρις ἦταν αὐτή! Τί βλασφημία ἦταν αὐτή! Τί ἀναίδεια ἦταν αὐτή! Τί θράσος ἦταν αὐτό! Πῶς κορόιδεψα τόν ἑαυτό μου καί νόμισα ὅτι θά ξεγελάσω καί ἐσένα, Θεέ μου;» Καί νά μετανοήσει κανείς. Καί νά δεχθεῖ τόν Θεό πού ἔρχεται, πού ἤδη ἔχει ἔρθει. Δέν τόν περιμένουμε τώρα· ἤδη εἶναι ἐδῶ. Νά δεχθεῖ λοιπόν κανείς τόν Θεό.

Ἀλλά νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀφεθοῦμε στόν Χριστό. Δέν θά γίνει ἀλλιῶς τίποτε, ὅσο κι ἄν τό ποῦμε μέ λόγια, ἄν δέν εἴμαστε ἕτοιμοι νά μᾶς ὁδηγήσει ὅπως θέλει ὁ Χριστός καί νά μᾶς δώσει τή σωτηρία πού αὐτός ξέρει ὅτι εἶναι ἡ σωτηρία μας καί ὄχι τί περιμένουμε ἐμεῖς. Ἄν δέν εἴμαστε ἕτοιμοι νά δοθοῦμε, γιά νά μᾶς φτιάξει ὅπως θέλει ἐκεῖνος, δέν θά γίνει τίποτε.

Ὅσο κι ἄν διάλεγε τήν Παναγία ὁ Κύριος γιά νά τήν κάνει Μητέρα του, δέν θά μποροῦσε νά τό κάνει, ἄν δέν ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ Παναγία ἀπό ἐκεῖ καί πέρα πιά θά ἦταν ἕτοιμη νά ἀκολουθήσει. Ὥς τότε ἦταν μιά κόρη, πούσκεπτόταν καί ἐκείνη ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά χωρίς κάτι ἰδιαίτερο. Καί ὅμως δέν διστάζει καθόλου ἡ Παναγία νά πεῖ τό ναί στόν Θεό καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα νά μπεῖ στόν δρόμο πού τή βάζει ὁ Θεός, καί ὄχι νά τά πάρει τά πράγματα ὅπως τυχόν θά ἤθελε, ὅπως τυχόν θά τά περίμενε ἐκείνη. Τά παίρνει ὅπως τά φανερώνει ὁ Θεός, ὅπως τά θέλει ὁ Θεός. Καί γίνεται ἔτσι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό ἔκαναν καί ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ὁ καθένας παραδόθηκε στόν Χριστό, δέχθηκε τή σωτηρία ὅπως τήν προσφέρει ὁ Χριστός, ἔμεινε μέ τόν Χριστό καί βάδισε τόν δρόμο στόν ὁποῖο τόν ἔβαλε ὁ Χριστός. Καί ἁγιάστηκε ἔτσι ἡ ψυχή τους, ἡ ὅλη ὕπαρξή τους, καί μένουν παράδειγμα καί γιά μᾶς.

Γιά ὅλους, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀνοιχτός ὁ δρόμος, ἀνοιχτή ἡ πόρτα. Γιά ὅλους ἔρχεται ὁ Κύριος, σέ ὅλους μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό θαῦμα. Ἄς τό δεχθοῦμε ὅπως ἐκεῖνος θέλει νά τό δεχθοῦμε καί ἄς τόν ἀφήσουμε νά μᾶς κάνει ὅπως ἐκεῖνος θέλει.

 

 

25-12-1992

 

[1]. Γαλ. 4, 4.

 

[2]. Ἡ φράση αὐτή τοῦ ὁμιλητῆ ἀπηχεῖ τόν λεγόμενο σπερματικό λόγο στά ἔργα ὁρισμένων ἀρχαίων φιλοσόφων.

 

[3]. Ἰω. 1, 11.

 

[4]. Βλ. Πράξ. 4, 12.