Ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Α΄
Θεός καί ἱστορία. Ἡ εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων[1]
Ὅλα ὅσα συμβαίνουν εἶναι γιά τή σωτηρία μας
Σήμερα εἶναι ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων· καί, ὅπως γνωρίζετε, τή δεύτερη ἡμέρα κάθε δεσποτικῆς ἑορτῆς ἑορτάζουμε τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ἔπαιξε τόν κύριο ρόλο στήν ἑορτή. Σήμερα ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτή ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία συνετέλεσε, ὥστε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νά γίνει υἱός ἀνθρώπου, νά γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος. Καί στίς ἄλλες μεγάλες ἑορτές τήν ἑπομένη ἔχουμε τή σύναξη τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὀργάνου πού συνετέλεσε, γιά νά γίνει τό ἔργο πού ἔγινε. Π.χ. τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων ἔχουμε τή σύναξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τήν ἑπομένη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιορτάζουμε τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί τήν ἑπομένη τῆς Πεντηκοστῆς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμη καί τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου ἐπιτελοῦμετή σύναξη τῶν Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
Ἐκείνη πού ἔπαιξε τόν κύριο ρόλο στό νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Παναγία, γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τελεῖ, ὅπως λέμε, τή σύναξη τῆς Παναγίας. Ὡστόσο ὅλα εἶναι χριστουγεννιάτικα. Ὅλα ὅσα ἐψάλησαν σήμερα ἐψάλησαν καί χθές καί, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί τό ἐξαποστειλάριο: Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν. Μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ Σωτήρ καί, σύμφωνα μέ αὐτό πού λέγεται στό κοινωνικό τῆς ἑορτῆς, ἔγινε αὐτό, καθώς ὁ Θεός λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ.
Ἤθελα σήμερα νά παρακαλέσω τήν ἀγάπη σας νά προσέξουμε ὅτι αὐτά ὅλα δέν εἶναι λόγια, δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιες γιορτές, δέν εἶναι κάποια γεγονότα πού ἔγιναν κάποτε, ἀλλά πάντοτε ὁ Θεός ἐπισκέπτεται τόν λαό του καί ἀποστέλλει λύτρωση στόν λαό του.
Νομίζω ὅτι δέν πρέπει νά βγάλουμε ἔξω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἔξω ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα συμβαίνουν γενικότερα στήν ἀνθρωπότητα.[2] Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά κάνουμε βέβαια τά δικά μας, ἀνάλογα μέ τό πόσο εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία –ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς, ἄλλος λιγότερο, ἄλλος περισσότερο, κάνουμε ὅσο μποροῦμε τό κακό· ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι πού φτάνουν στό ἔσχατο σημεῖο τοῦ κακοῦ– ἀλλά ὅμως ὁ Θεός ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι πλάσματά του. Ἀγαπᾶ εἰδικότερα τόν λαό του –εἶναι πλάσματά του οἱ ἄνθρωποι πού ἀποτελοῦν τόν λαό– ἀλλά καί γενικά τούς ἀνθρώπους, διότι οἱ πάντες τελικά μποροῦν νά γίνουν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί μπορεῖ νά ἀφήνει ὁ Θεός νά παθαίνουμε αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἀξίζουν –τά ὁποιαδήποτε παθήματα– γιατί εἴμαστε ἄμυαλοι καί, ὅπως εἴπαμε, ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία καί κάνουμε τά δικά μας.
Δέν εἴμαστε μέσα στήν ἀλήθεια, ὅταν κατηγοροῦμε τόν ἄλφα ἤ τόν βῆτα, τούς ἄλφα ἤ βῆτα ὅτι αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι καταδυναστεύουν τόν λαό, τόν τυραννοῦν, αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάνουν κακό στόν λαό. Τό θέλει καί ὁ λαός λίγο. Ὄχι βέβαια ὅτι θέλει νά καταδυναστεύεται, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι πιστεύει εὔκολα τίς ψευτιές πού τοῦ λένε καί ὅλα τά δημαγωγικά συνθήματα. Τά πιστεύει καί ἔπειτα βέβαια ἀναγκάζεται νά ζεῖ κάτω ἀπό ζυγούς καί τυραννίες. Δέν νομίζω ὅτι ὁ λαός σέ ὅλη τήν οἰκουμένη –εἴτε στήν Εὐρώπη κατοικεῖ αὐτός ὁ λαός εἴτε στήν Ἀσία εἴτε στήν Ἀφρική– εἶναι ἀθῶος καί ἁπλῶς εἶναι θύμα κάποιων. Ὁ ἴδιος ὁ λαός βγάζει τούς δημίους του καί τούς τυράννους του. Βέβαια, κάποτε παραγίνεται τό πράγμα, καί κάπου ἐκεῖ μέ τόν τρόπο του βοηθάει ὁ Θεός, καί πάλι ἐλευθερώνεται ὁ λαός, γιατί ἀπό μιά πλευρά τόν ξεγέλασαν, τόν ἐξαπάτησαν. Δέν ἔπρεπε βέβαια νά πιστέψει, δέν ἔπρεπε νά παρασυρθεῖ, ὅμως δέν παύει νά εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν τό ἤθελε αὐτό μέ ὅλη του τήν καρδιά καί μέ ὅλη του τή γνώση, ἀλλά ἐξαπατήθηκε.
Καί θά λέγαμε ὅτι αὐτόν τόν καιρό, αὐτές τίς ἡμέρες, ἄν θέλετε, αὐτά τά Χριστούγεννα, ὁ Θεός ἐπισκέπτεται τόν λαό του –ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι τά πιό πολλά συγκλονιστικά γεγονότα συντελοῦνται σέ χριστιανικούς λαούς, σέ χριστιανικές χῶρες– καί τόν ἐνδυναμώνει καί τόν ἐνθαρρύνει, γιά νά ἀποτινάξει τόν ὁποιονδήποτε ζυγό.
Αἰσθητή ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας
Ὄχι μόνο τώρα ἀλλά καί ἄλλες φορές, πολλά πράγματα, ὄχι μόνο τέτοια πού συμβαίνουν αὐτόν τόν καιρό ἀλλά καί ἀλλιώτικα, χειροτερεύουν καί ὅλο χειροτερεύουν, σέ βαθμό τέτοιο πού ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά βλέπει κανείς, διαπιστώνει ὅτι δέν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα. Καί ὅμως ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀνθρωπίνως δέν φαίνεται νά εἶναι δυνατόν νά γίνουν, τά κάνει ὁ Θεός μέσα σέ λίγες μέρες, μέσα σέ λίγες ὧρες, μέσα σέ κάποιες νύχτες. Καί θά εἶναι μεγάλη παράλειψη, θά εἶναι ἀφροσύνη, θά εἶναι σκοταδισμός, ἐάν δέν δοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τή συγκατάβαση, τήν ἐπίσκεψη, τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στά ἀνά τόν κόσμο γεγονότα. Εἶναι αἰσθητή ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν καί μέ πολλούς τρόπους. Καί δέν ἐπιτρέπεται οἱ χριστιανοί νά μήν ἔχουν μάτια νά βλέπουν, νά μήν ἔχουν αὐτιά νά ἀκοῦν.
Νά πάρουμε τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου. Βέβαια, δέν ἔχει καί πάρα πολύ μεγάλη σημασία γιά τή χριστιανική μας ζωή ὁ ἥλιος, ἀλλά ὅμως ὁ ἥλιος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· ἔχει ἀσχοληθεῖ μαζί του ὁ Θεός, καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἀσχολεῖται. Κι ἐμεῖς ὀφείλουμε, καθώς δεχόμαστε τίς εὐεργεσίες πού στέλνει ὁ ἥλιος, νά γνωρίζουμε ὅτι προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί νά τό λαμβάνουμε αὐτό ὑπ᾿ ὄψιν, καθώς καί ἄλλα παρόμοια, καί νά εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό.
Ἔτσι νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας καί πολλά γεγονότα, τά ὁποῖα φαίνονται ὅτι εἶναι μακρινά καί ὅτι δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν ὡς χριστιανούς ἄμεσα. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πού συγκαταβαίνει καί ἐνεργεῖ. Δέν μποροῦμε οἱ χριστιανοί, πού θέλουμε νά εἴμαστε τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, νά τόν ἀφήνουμε, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἐκεῖ μόνο του –σάν νά μή μᾶς ἀφοροῦν ὡς χριστιανούς ἐμᾶς τά γεγονότα αὐτά πού συμβαίνουν σέ χριστιανικούς λαούς– καί νά περιμένουμε νά συμβεῖ σ’ ἐμᾶς κάτι παρόμοιο καί νά μᾶς ἐπισκεφτεῖ ὁ Χριστός μέ τήν ἐπέμβασή του, γιά νά ἐνδιαφερθοῦμε. Πρέπει νά εἴμαστε παντοῦ καί πάντοτε καί γιά ὅλα μαζί του.
Πολλές φορές, ὅταν λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τήν καθολική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, βοηθούμαστε νά καταλάβουμε καλύτερα μερικά πράγματα καί προσανατολιζόμαστε καλύτερα. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι πάντοτε στίς διάφορες εὐχές καί προσευχές καί ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πατέρες, πού ἔφτιαξαν αὐτά τά κείμενα, δέν περιορίζονται μόνο στό νά λένε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ προσωπικά καί ἀσχολεῖται προσωπικά μέ ἐμᾶς, ἀλλά ἀναφέρονται καί σέ ὅλα αὐτά πού ἔχει κάνει ὁ Θεός.
Εἶναι ὁ Θεός πού ἔκανε τά πάντα ἐκ τοῦ μηδενός. Εἶναι αὐτός πού ἔκανε καί τά οὐράνια σώματα καί τή γῆ καί τά ἐν τῇ γῇ. Εἶναι αὐτός πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο καί στέλνει τή βροχή. Εἶναι αὐτός πού ὁρίζει τούς καιρούς. Εἶναι αὐτός πού ὁρίζει τούς λαούς καί καθορίζει τά ὅρια τῶν λαῶν. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεός εἶναι γιά μᾶς φυσικά καί ὅ,τι κάνει πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει, εἴτε κάποτε τό ἔκανε εἴτε τώρα τό κάνει, ὅπου κι ἄν τό κάνει καί ὅσο κι ἄν φαίνεται αὐτό μακρινό καί ξένο.
Ἀλλά ὅμως θέλω νά τονίσω ὅτι ἡ ψυχή, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα αὐτά, βγαίνει, τρόπον τινά, ἀπό κάποια στενά ὅρια, μέσα στά ὁποῖα μερικές φορές κινδυνεύει νά πλανηθεῖ. Βγαίνοντας ἀπό αὐτά καί βλέποντας γενικότερα καί καθολικότερα, προσανατολίζεται σωστότερα ἡ ψυχή, βαδίζει καλύτερα, ἀσφαλέστερα τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί εἶναι πιό ἀληθινή ἡ σχέση της μέ τόν Θεό.
Ἡ στάση μας ἐπηρεάζει τή διάθεση τοῦ Θεοῦ
Μᾶς ἐπισκέφτηκε, λοιπόν, ὁ Θεός καί μᾶς ἐπισκέπτεται αὐτές τίς ἡμέρες, μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα συμβαίνουν καί πού εἶναι γιά τό καλό ὅλων. Θά εἶναι ὁπωσδήποτε πλάνη καί λάθος νά νομίσει κανείς ὅτι αὐτά ὅλα πού συμβαίνουν εἶναι ἁπλῶς μιά νομοτέλεια –πού καί αὐτό ἀκόμη νά εἶναι, πάλι ἀπό τόν Θεό εἶναι. Ὅμως δέν εἶναι. Δέν εἶναι δηλαδή ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ ἡλίου καί τῶν ἄλλων οὐρανίων σωμάτων, πού τά ἔβαλε ὁ Θεός νά κινοῦνται σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους.
Προκειμένου γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἐνεργεῖ διαφορετικά, διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει βούληση, ἔχει προαίρεση, ἐνεργεῖ, ἐκδηλώνεται ὡς λογικό ὄν, καί ἤ ἐναντιώνεται στόν Θεό ἤ μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει στόν Θεό. Καί ἔτσιἐπηρεάζεται, τρόπον τινά, ἡ βούληση, ἡ ὅλη, ἄς ποῦμε, διάθεση τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, ἀπό τή ζωή μας, τίς πράξεις μας, τίς ἐνέργειές μας, ἀπό τήν ὅλη στάση μας ἀπέναντί του. Καί ὁ Θεός ἐπεμβαίνει πολλές φορές, ὅπως τώρα στίς ἡμέρες μας, ἔτσι ὅπως αὐτός θέλει καί ἐνεργεῖ ἔτσι πού, ἄν ἔχουμε μάτια νά δοῦμε, ἄν ἔχουμε νοῦ νά καταλάβουμε, θά πρέπει νά μείνουμε ἐνεοί, καί φυσικά νά διδαχτοῦμε καί νά ὠφεληθοῦμε.
Καθώς ἐνισχυόμαστε καί ἀπό ὅλα αὐτά, μποροῦμε νά δοῦμε καλύτερα ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί τήν ἐπίσκεψη αὐτή τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε κάποτε, ἀλλά καί πού συνεχίζεται νά γίνεται καί νά ἰσχύει αὐτή ἡ ἐπίσκεψη, δηλαδή τό ὅτι ἦρθε ὁ Θεός καί ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Θεός δέν ἦρθε νά μιλήσει ἀφ᾿ ὑψηλοῦ ἤ ἁπλῶς νά δώσει κάποιες ἐντολές, ἀλλά ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί ἔζησε ὅλη τήν ἀνθρώπινη ζωή καί τήν ἁγίασε στιγμή πρός στιγμή καί ἔκανε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο.
Καί ὁπωσδήποτε τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά ἔχουμε πείρα αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, νά ἔχουμε ἐμπειρία. Δυστυχής εἶναι ἐκεῖνος πού ἀκόμη ἴσως δέν ἔχει καμιά ἐμπειρία καί ἀκόμη παλεύει μέ τίς ἀμφιβολίες: «Ἦρθε ὁ Θεός; Δέν ἦρθε ὁ Θεός; Ὑπάρχει Χριστός; Δέν ὑπάρχει Χριστός; Εἶναι ἀλήθεια αὐτά; Δέν εἶναι ἀλήθεια; Ἰσχύει τό Εὐαγγέλιο; Δέν ἰσχύει; Γίνονται αὐτά τά πράγματα;»
Εἶναι δυστυχής ὅποιος ἀκόμη παραπαίει καί ζεῖ μέ αὐτές τίς ἀμφιβολίες. Καί μακάριος ὅποιος τά ξεπέρασε αὐτά πρό πολλοῦ καί πίστεψε στόν Χριστό καί δέχτηκε ἑπομένως τήν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο γενικά καί καθολικά πού ἦρθε στή γῆ, ἀλλά καί προσωπικά. Διότι ὅλα αὐτά γίνονται, γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα του, γιά νά λάβει πείρα αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως. Καί ἔτσι βιώνει κανείς τί σημαίνει νά ἔχεις κοινωνία μέ τόν Θεό, τί σημαίνει νά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά σέ κάνει νά νιώσεις τήν ἀγάπη του, νά σέ κάνει νά τόν ἀγαπήσεις· τί σημαίνει νά ἔχεις τή χαρά τοῦ Θεοῦ, νά ἔχεις ὅλη αὐτή τήν εὐτυχία, ὅλη αὐτή τήν εὐφροσύνη πού δίνει ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος μέσα στή λατρεία μεθάει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Καί γι᾿ αὐτό, αὐτές τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, πού ζεῖ τά βιώματα κανείς ἐντονότερα, ὅλα αὐτά ζωντανεύουν πιό πολύ, γίνονται ἀληθινότερα, γνησιότερα, πλουσιότερα. Τά ἔχει μέσα του κανείς τά βιώματα, ἀλλά καθώς μέσα στή λατρεία, μέσα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ζοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τά βρίσκει ὅλο καί πιό πολύ μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ὁ ἄνθρωπος μεθάει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μεθάει ἀπό τήν ὅλη χαρά τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται μέσα του καί δέν ξέρει τί νά πρωτοσκεφτεῖ, δέν ξέρει τί νά πρωτοπεῖ, τί νά κάνει. Καί μόνο εὐγνωμονεῖ. Εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, εὐχαριστεῖ τόν Θεό. Ἀλλά δέν φτάνει αὐτό, οὔτε ἀρκεῖται κανείς στό νά εὐγνωμονεῖ ἔτσι ἀόριστα τόν Θεό.
Κάνει ἐντύπωση τό ὅτι στά ἔργα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουμε νά ἀναφέρονται οἱ πατέρες σέ λεπτομέρειες καί νά εὐγνωμονοῦν τόν Θεό ὄχι ἁπλῶς γενικά, ἀλλά καί εἰδικά. Δηλαδή, πού μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, πού μᾶς ἔκανε ἀνθρώπους, πού καθόλου δέν ἤθελε νά φύγουμε ἀπό κοντά του, πού μᾶς ἔδωσε τά πάντα, ἀλλά ἐμεῖς φύγαμε. Καί πάλι ὅμως δέν μᾶς ἄφησε καί τρέχει πίσω μας καί ἔκανε τοῦτο καί ἔκανε ἐκεῖνο καί κάνει αὐτό καί κάνει τό ἄλλο. Καί λένε καί λένε οἱ πατέρες ὅλα αὐτά τά πράγματα.
Καί καμιά φορά, ὅταν δέν ξέρει κανείς, ὅταν δέν ἔχει πείρα, διερωτᾶται κιόλας: «Γιατί κάθονται οἱ πατέρες καί τά γράφουν αὐτά; Χρειάζονται ὅλα αὐτά;» Νομίζει δηλαδή πώς εἶναι περιττές πολυλογίες. Ὅταν ὅμως κάπως κανείς θά προσεγγίσει αὐτή τήν πείρα τῶν πατέρων, ὅταν θά ἔχει τήν ἴδια πείρα τῶν πατέρων, τήν ἴδια κοινωνία μέ τόν Χριστό πού εἶχαν κι ἐκεῖνοι, ὅταν θά ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό ἴδιο Πνεῦμα πού εἶχαν κι ἐκεῖνοι, τότε ὅλα αὐτά τά καταλαβαίνει, βλέπει ὅτι ἔτσι εἶναι, καί ὁ ἴδιος τά αἰσθάνεται ἔτσι καί θέλει νά τά πεῖ καί νά τά ξαναπεῖ, νά τά λέει καί νά τά ξαναλέει.
Δέν κλαίει ὁ χριστιανός τή μοίρα του καί δέν πνίγεται μέσα στά ὁποιαδήποτε καθημερινά, ἄς ποῦμε, μή καλά πράγματα, τά ὁποῖα ἔχουν καί αὐτά τόν λόγο τους. Δέν εἶναι ἔτσι. Δέν κλαίει τή μοίρα του, ἀλλά εὐγνωμονεῖ τόν Θεό γιά ὅλα· γιά ὅλα μαζί καί γιά τήν καθεμιά λεπτομέρεια.
Μποροῦσε νά μήν ὑπάρχει κανείς καθόλου, μποροῦσε νά μήν εἶχε γίνει κάν ἄνθρωπος, νά μήν τόν εἶχε κάνει ὁ Θεός ἄνθρωπο. Ἀρχίζει ἀπό αὐτά ὁ ἄνθρωπος, καί εὐχαριστεῖ, εὐγνωμονεῖ, δοξάζει τόν Θεό πού τόν ἔκανε ἄνθρωπο, ἀλλά καί πού, ἐνῶ θά ἦταν χαμένος, χίλιες φορές χαμένος, τόν σώζει. Τόν βγάζει ὁ Θεός ἀπό τήν ὁποιαδήποτε κόλαση καί ἀπό ὅλα αὐτά στά ὁποῖα εἶναι τόσο βουλιαγμένοι οἱ ἄνθρωποι καί ὑποφέρουν καί πάσχουν καί ταλαιπωροῦνται. Βέβαια, ἐξαιτίας τους. Δέν τούς ἔσπρωξε κάποιος ἐκεῖ· ἐξαιτίας τους. Καί ὁ Θεός πού δέν συνερίζεται, πού δέν εἶναι προσωπολήπτης, ὅποιον βρεῖ μέ καλή διάθεση τόν ἐλευθερώνει, τόν σώζει.
Ἄς δεχτοῦμε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου μας
Ὅπως εἴπαμε καί γιά τά διεθνή γεγονότα, δέν φταῖνε μόνο κάποιοι δημαγωγοί καί κάποιοι δήμιοι, ἀλλά φταῖνε καί οἱ λαοί πού τούς ἀκοῦν, πού τούς ψηφίζουν, φταῖνε καί οἱ λαοί πού τούς ἀκολουθοῦν. Πόσα τέτοια ἔγιναν καί στή χώρα μας καί παλαιότερα, πού ὑπῆρχαν πραγματικά ἄνθρωποι δήμιοι καί κάποιοι τούς ἐξεθείαζαν, τούς ἐπαινοῦσαν καί τούς συνέδραμαν. Καί συγκαταβαίνει ὁ Θεός. Καίτοι φταῖνε, ὁ Θεός ἔρχεται καί λυτρώνει τούς λαούς.
Ἔτσι λοιπόν, καίτοι εἴμαστε χριστιανοί, ἐξαιτίας μας καί ἀπό δικό μας φταίξιμο εἴμαστε βουλιαγμένοι καί βουτηγμένοι στό κακό, στήν ἁμαρτία, στήν κόλαση τήν καθημερινή. Ἀλλά ὅπου ὁ Θεός βρεῖ καλή διάθεση, ἐλευθερώνει καί σώζει τόν ἄνθρωπο. Βέβαια ἕνας λόγος εἶναι αὐτό: καλή διάθεση. Ποιός δέν ἔχει καλή διάθεση; Ἀλλά ἡ καλή διάθεση θά φανεῖ στήν πράξη, ἄν ὄντως εἶναι καλή.
Ὅπου ὑπάρχει αὐτή ἡ καλή διάθεση καί ὅπου ὄντως κανείς θέλει τή λύτρωση καί τήν ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία, τά δίνει ὁ Θεός. Εἴπαμε, δέν εἶναι προσωπολήπτης καί δέν κάθεται νά πεῖ: «Νά, δέν μέ ἄκουσες· νά, ἔκανες αὐτά». Ἅπαξ καί τόν φωνάξουμε, ἅπαξ καί κραυγάσουμε, ἅπαξ καί ζητήσουμε νά γίνει σωτήρας μας, νά γίνει λυτρωτής μας, νά στείλει λύτρωση, νά μᾶς ἐλευθερώσει, νά μᾶς σώσει, ὁ Κύριος μᾶς σώζει.
Δέν θά σᾶς κουράσω περισσότερο. Παρακαλῶ κατά τήν πίστη μας ὁ καθένας, κατά τή φώτισή μας, κατά τή διάθεσή μας ὁ καθένας, ἄς δεχτοῦμε τόν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπισκέπτεται καί τίποτε ἄλλο δέν θέλει τόσο, ὅσο τό νά λυτρωθεῖ ὁ καθένας μας, πραγματικά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, νά σωθεῖ.
26-12-1989
[1]. Βλ. ἐπίσης καί Συνάξεις Δωδεκαημέρου, σσ. 143-153.
[2]. Ὁ μακαριστός π. Συμεών στό σημεῖο αὐτό καί στή συνέχεια τῆς ὁμιλίας ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του διεθνή γεγονότα ἐκείνου τοῦ ἔτους καί ἐκείνων τῶν ἡμερῶν, πού γνώριζαν βέβαια οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Τό 1989 εἶναι τό ἔτος ἀνατροπῆς τοῦ κομμουνισμοῦ σέ χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης μέ εἰρηνικά μέσα ἤ βίαια (στή Ρουμανία τά Χριστούγεννα ἔγινε ἡ ἐκτέλεση τοῦ προέδρου τῆς χώρας).