Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

254. Ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Β΄

σύναξις τς περαγίας Θεοτόκου Β΄

Ὁ Θεός «ἑαυτόν ἐκένωσεν»[1]

 

…γιά νά φιλοτιμήσει τόν ἄνθρωπο

 

Πολλά ἀκοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες, πολλά λέγονται, πολλά ψάλλονται. Ἕνα εἶναι τό γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἑαυτόν ἐκένωσεν[2] καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κενώσει, ἄν θέλετε, καί ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, ὥστε νά γίνει θεός. Ἀφήνει, τρόπον τινά, ὁ Θεός τή θεότητά του, χωρίς νά τήν ἀφήσει. Ἐνῶ εἶναι μόνο Θεός, ἀποφασίζει νά γίνει καί ἄνθρωπος, καί αὐτό εἶναι κένωση. Ἄν θέλετε, παραιτεῖται ἀπό τό νά εἶναι αὐτό πού ἦταν μέχρι τότε, Θεός, καί γίνεται ἄνθρωπος καί εἶναι Θεάνθρωπος. Ἀλλά ὅμως καί ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός κενοῦται, διότι ἔρχεται στή γῆ νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο, νά δώσει παράδειγμα στόν ἄνθρωπο, νά θυσιαστεῖ γιά τόν ἄνθρωπο.

Αὐτά ὅλα σημαίνουν κένωση ὡς πρός τή θεία του φύση, ἀλλά καί κένωση ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση. Διότι γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος καί Θεός, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος ζεῖ, ὡς ἄνθρωπος πάσχει, ὡς ἄνθρωπος προσφέρει ἑαυτόν θυσία. Θανατώνεται, γιά νά φιλοτιμήσει τόν ἄνθρωπο νά σκεφτεῖ ἀνάλογα, καί νά μπεῖ καί ὁ ἄνθρωπος στήν ἴδια πορεία, στό ἴδιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ἁπλῶς νά καρπωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τά ὀφέλη πού ἀπορρέουν ἀπό τήν πράξη καί τή συγκατάβαση αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἦταν ἔτσι, ὁ Χριστός μόνο ὡς Θεός θά ἔκανε ὅ,τι θά ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο καί δέν θά γινόταν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ὅμως ὄχι. Γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά κάνει ὡς Θεάνθρωπος τό σωτηριῶδες ἔργο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά νά καταλάβει καλά ὁ ἄνθρωπος πώς ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός, τό κάνει στή θέση αὐτοῦ, καί ἐπίσης γιά νά μπεῖ καί ὁ ἄνθρωπος στή θέση τοῦ Χριστοῦ.

 

Καί τότε καί σήμερα λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι…

 

Ἑκατοντάδες χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀπό τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁ αὐτουργός τοῦ σωτηριώδους αὐτοῦ ἔργου γιά τόν ἄνθρωπο. Καί λίγο πολύ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τότε μέχρι τίς ἡμέρες μας, πῆραν κάποια εἴδηση ὅτι ἔγινε αὐτό. Τελικά ὅμως λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού θέλησαν νά ἐννοήσουν καλά τί ἔκανε ὁ Χριστός, γιατί τό ἔκανε, καί μπῆκαν μαζί του στόν δρόμο αὐτό, στήν πορεία αὐτή, μπῆκαν στή ζωή του, καί ἔτσι σώθηκαν καί ἁγίασαν. Καί πολλοί ἄλλοι πῆραν εἴδηση, ἀλλά ἔμειναν ἀπ᾿ ἔξω μέχρι καί σήμερα.

Πόσοι καί πόσοι στίς ἡμέρες του καί τόν εἶδαν καί τόν ἄκουσαν καί τόν πλησίασαν καί ἔδειξαν ἐνδιαφέρον, ἀλλά τελικά ὅμως δέν εἶχαν πραγματική κοινωνία, πραγματική συνάντηση μαζί του. Τελικά δέν τόν ἀποδέχτηκαν ὅπως ἔπρεπε καί ἔμειναν ἀπ᾿ ἔξω. Πολλοί εἶδαν τόν Χριστό μετά τήν ἀνάστασή του, ἀλλά ὄχι ὅλοι. Πολλοί πίστεψαν στόν Χριστό μετά τήν ἀνάστασή του, ἀλλά ὄχι ὅλοι. Πολλοί τόν ἀκολούθησαν, ἀλλά ὄχι ὅλοι.

Καί στίς ἡμέρες μας, τώρα πού γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε αὐτό τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, πόσοι καί πόσοι δέν εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι κάπως παίρνουν εἴδηση; Τελικά ὅμως μένουν σκέτοι ἄνθρωποι, πάλι μέ τά βάσανά τους, πάλι μέ τή δυστυχία τους, πάλι μέ τήν ἴδια νοοτροπία, πάλι μέ τήν ἴδια σκέψη. Γιατί; Διότι παίρνουν ἐπιπόλαια τό ὅλο θέμα, τό παίρνουν λαθεμένα. Ἀκοῦν γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἁπλῶς ζητοῦν ἀπό τόν Χριστό, ἁπλῶς θά ἤθελαν νά πετύχουν ὁρισμένα πράγματα.

 

Θά δώσεις τόν ἑαυτό σου σέ θυσία

 

Νά θυμηθοῦμε τώρα καί τούς δύο ληστές. Ὁ ἕνας, ὁ μή καλός ληστής, δέν τόν ἀγνοεῖ τόν Χριστό· ἔκανε πώς τόν ἀναγνωρίζει, τοῦ κάνει μιά κάποια τιμή, ἀφοῦ ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτόν, ἀλλά μέ ὅλη ἐκείνη τήν ἀμφιβολία: «Ἄν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τόν σταυρό καί ἐλευθέρωσε καί ἐμᾶς».[3] Ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχει ἐντελῶς διαφορετική στάση· δέν ζητάει τίποτε.

Ὁ πιό καλός χριστιανός σήμερα –πάντοτε ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις– ἄν ἦταν ἐκεῖ, ὅπως ζήτησε ὁ μή καλός ληστής, περίπου ἔτσι θά ζητοῦσε. Βέβαια, δέν θά εἶχε ἴσως τέτοιο θράσος, ἀλλά περίπου ἔτσι. Τί θά ζητοῦσε; Νά πετύχει ὅ,τι μποροῦσε: νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τόν σταυρό, ἀπό τόν πόνο, νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ὅποιο πάθημά του. Ὁ πιό καλός χριστιανός ἔτσι περίπου θά ἔκανε.

Ὁ ἄλλος ὅμως ληστής τό ἔμαθε τό μάθημα, καθώς βλέπει νά κορυφώνεται αὐτή ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστός μποροῦσε νά μήν ἀνέβει στόν σταυρό, μποροῦσε ἀλλιῶς νά οἰκονομήσει τά πράγματα, ἀλλά, βλέπετε, θυσιάζει καί τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί μάλιστα τή δική του ἀναμάρτητη ἀνθρώπινη ζωή. Θυσιάζει τόν ἑαυτό του, τόν ἀναμάρτητο ἑαυτό του, γιά νά δώσει παράδειγμα. Ἐκτός τῶν ἄλλων, νά δώσει παράδειγμα στόν ἄνθρωπο ὅτι πρέπει τόσο πολύ νά κενωθεῖ ἀπό τήν ἀνθρωπότητά του, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, τόσο πολύ νά ἀδειάσει, τόσο πολύ νά θυσιαστεῖ, ὥστε νά δώσει καί τή ζωή του ἀκόμη.

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος, αὐτός πού θέλει νά πιστέψει, πού θέλει νά γίνει τοῦ Χριστοῦ, καθώς δίδεται στόν Χριστό, καθώς θέλει νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, κάνει κάποιους λογαριασμούς, κάποιους ὑπολογισμούς –«αὐτό τό δίνουμε, αὐτό ὄχι, αὐτό τό κρατοῦμε, αὐτό τό χαιρόμαστε, τό ἀπολαμβάνουμε, τό γευόμαστε»– δέν γίνεται δεκτός. Ἄν θέλεις νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό, θά δώσεις ὅλο τόν ἑαυτό σου. Ὄχι γιά νά ἀπολαύσει, νά εὐχαριστηθεῖ καί μήν τυχόν χάσει τίποτε, ἀλλά θά τόν δώσεις σέ θυσία· καί μάλιστα, τόν ἑαυτό σου πού εἶναι ἁμαρτωλός. Καί ἀναμάρτητος νά ἤσουν, μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, μετά τή σταύρωσή του, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, πρέπει νά πεθάνεις μαζί του ἔτσι ὁλοκληρωτικά, χωρίς ἐπιφυλάξεις, χωρίς ὑπολογισμούς καί λογαριασμούς. Πολύ περισσότερο πού εἶσαι ἁμαρτωλός.

Ὁ καλός ληστής τό κατάλαβε αὐτό καί καταλαμβάνεται ἀπό ἕναν φόβο εὐλαβείας, ἀπό ἕνα δέος: Πῶς ἀξιώνεται μαζί μέ τόν Θεό, τόν Θεάνθρωπο, τόν Χριστό νά πάσχει καί αὐτός! Οὐδέ φοβῇ σύ τόν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Γι᾿ αὐτό δέν ζητάει οὔτε νά ἐλευθερωθεῖ οὔτε νά λυτρωθεῖ, ἀλλά λέει: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.[4] Καί μέ αὐτό πάλι δέν ἐννοεῖ: «Τή δικαιοῦμαι τή βασιλεία». Ὄχι. Ὁπωσδήποτε δέν θά εἶχε ἀκούσει τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἐμεῖς τό ἀκοῦμε καί τό ξέρουμε: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.[5] Αὐτός δέν τό εἶχε ἀκούσει, ἀλλά ἐκείνη τήν ὥρα ἔμαθε ὅλη τή θεολογία καί ὅλο τό Εὐαγγέλιο καί ὅλη τήν ἀποκάλυψη. Τά ἔμαθε ὅλα, ἀκριβῶς ἐπειδή, καθώς εἶχε διάθεση μέσα του, φωτίστηκε καί μυήθηκε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Δέν χρειαζόταν χρόνο γιά νά τά μάθει. Τό ἔμαθε τό μάθημα καί ἐνεργεῖ ὅπως πρέπει νά ἐνεργήσει, καθώς βλέπει τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος νά κενοῦται· νά κενοῦται καί ὡς ἄνθρωπος. Θυσιάζει ὁ Χριστός καί τήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ καλός ληστής τό θεωρεῖ ὄχι ἁπλῶς τιμή, ὄχι ἁπλῶς εὐλογία, ἀλλά καί σάν νά λέει ἀπό εὐλάβεια καί πιό πολύ ἀπό δέος: «Θεέ μου, Θεέ μου! Ἐγώ πῶς βρέθηκα ἐδῶ μαζί σου;» Τό θεωρεῖ πολύ μεγάλο τό ὅτι βρέθηκε ἐκεῖ καί μαζί μέ τόν Χριστό καί αὐτός κενοῦται, πεθαίνει. Καί φυσικά ὄχι ἁπλῶς γίνεται καλός ἄνθρωπος, ἀλλά γίνεται θεός κατά χάριν, μπαίνει πρῶτος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν Χριστό.

 

Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι θυσία σ᾿ ἐκεῖνα τά ὁποῖα στοιχίζουν

 

Τό νόημα τῶν Χριστουγέννων μπορεῖ νά τό δεῖ κανείς καί ἀπό ἄλλες πλευρές, ἀλλά καί ἀπό αὐτή. Ὅμως χωρίς ἐπιφυλάξεις, χωρίς, ὅπως εἴπαμε, ὑπολογισμούς καί λογαριασμούς. Δέν γίνεται ἔτσι. Ἅμα ἀρχίσεις νά κάνεις ὑπολογισμούς καί λογαριασμούς, τελείωσε· σκοτίζεται ὁ νοῦς, ἀμβλύνεται ἡ συνείδησή σου, κρυώνει ἡ καρδιά σου, δέν καταλαβαίνεις μετά ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅσο κι ἄν στύψεις τό μυαλό σου. Ἀνάμεσα σ᾿ ἐσένα καί στόν Θεό ὑψώνεται τεῖχος καί δέν καταλαβαίνεις τίποτε. Ἄν ὅμως ἔχεις εἰλικρινή διάθεση, θά καταλάβεις.

Μακάριοι ὅσοι, ἄς ποῦμε, ἀπό αὐτή τήν πόρτα πού εἴπαμε τώρα –ὑπάρχουν καί ἄλλες πόρτες– ἀπό αὐτό τό παράθυρο, ἀπό αὐτό τό ἄνοιγμα, ἀπό αὐτόν τόν δρόμο μυηθοῦμε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί σκύψουμε καί προσκυνήσουμε τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, προσκυνήσουμε τήν κένωσή του, τή θεία κένωση ἀλλά καί τήν ἀνθρώπινη κένωση, καί χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη κενώσουμε κι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Καί αὐτό στήν πράξη σημαίνει ὅτι δέν ἔχεις τίποτε, δέν ζητᾶς καί δέν διεκδικεῖς τίποτε. Τά φέρνει ὅλα ὁ Θεός, ἀλλά ἐκεῖνος ξέρει τί θά φέρει, κι ἐσύ ζητᾶς μόνο τή βασιλεία του. Γι᾿ αὐτό ἡ χριστιανική ζωή εἶναι αὐταπάρνηση, εἶναι θυσία. Ὄχι θυσία ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια νά κουραστεῖς, ἄς ποῦμε, γιά τόν ἄλλο. Εἶναι θυσία σ᾿ ἐκεῖνα τά ὁποῖα στοιχίζουν.

Πολλές φορές δέν εἶναι δύσκολο νά κάνεις πράγματα πού δέν στοιχίζουν. Χρειάζεται νά κάνεις ὅμως ἐκεῖνα πού κοστίζουν, πού σέ κάνουν νά κόβεις τό θέλημά σου, πού σέ κάνουν νά ζεῖς αὐτή τήν κένωση τήν ἀνθρώπινη, γιά νά συναντηθεῖς μέ τόν κενωθέντα Θεό, μέ τόν κενωθέντα Θεάνθρωπο Κύριο. Ἔτσι θά μυηθεῖς στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, τῆς ζωῆς του, στό μυστήριο τοῦ πάθους του καί στό μυστήριο τῆς σωτηρίας.

 

Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τώρα νιώθει νά σώζεται

 

Ὁ Κύριος, πού μᾶς ἀξίωσε ἀκόμη μιά φορά νά γιορτάσουμε αὐτή τή μεγάλη γιορτή, τά Χριστούγεννα, εἴθε νά μᾶς φωτίσει καί νά ἀνοίξει τήν ψυχή μας. Φωτίζει ὁ Κύριος. Ἀλλά ποιούς φωτίζει; Τούς τυφλούς. Ἄν σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σάν τυφλοί, σάν αὐτοί πού δέν ξέρουμε, δέν καταλαβαίνουμε, δέν βλέπουμε, θά μᾶς φωτίσει. Τό εἶπε ὁ ἴδιος: Αὐτοί πού λένε ὅτι βλέπουν, αὐτοί μένουν τυφλοί, καί μένει ἡ ἁμαρτία τους.[6]

Ἀποροῦμε γιατί, ἐνῶ κάνουμε ἕναν ἀγώνα, μιά προσπάθεια, τελικά ἡ ἁμαρτία μένει μέσα μας. Γιατί; Διότι νομίζεις ὅτι βλέπεις. Ἐνῶ, σ᾿ ἐκείνους πού αἰσθάνονται ὅτι εἶναι τυφλοί, ὁ Κύριος δίνει τό φῶς του καί βλέπουν. Εἴθε λοιπόν νά μᾶς φωτίσει, καθώς ἔτσι θά καταφύγουμε σ᾿ αὐτόν, νά μᾶς ἐνδυναμώσει καί νά μᾶς μυήσει στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς του καί στό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ὄχι στό μυστήριο τῆς σωτηρίας πού θά γίνει κάποτε. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τώρα σώζεται. Νιώθει ὅτι συναντήθηκε μέ τόν Θεό, βρῆκε τόν Θεό, τόν βρῆκε ὁ Θεός καί νιώθει ὅτι μπῆκε μέσα του ἡ σωτηρία· νιώθει νά σώζεται. Ὄχι ἁπλῶς ἐλπίζει –ἔτσι βέβαια ἀρχίζει κανείς– ἀλλά νιώθει τή σωτηρία. Καί φυσικά σ᾿ ἐκεῖνον πού σώζεται, σ᾿ ἐκεῖνον πού νιώθει τή σωτηρία, ὄντως μέσα του περνάει ὁ Σωτήρας Χριστός, καί δέν εἶναι ὅπως ἦταν πρῶτα οὔτε εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἔχει κάτι αὐτός, πού δέν τό ἔχουν οἱ ἄλλοι.

Τί εἴδους σωτηρία καί τί εἴδους σχέση μέ τόν Θεό καί τί εἴδους κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό ἔχεις, ὅταν ὡς πρός ὅλα τά ἄλλα πράγματα κάνεις ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Ὅπως καί νά τό κάνουμε, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πού βρῆκε τόν Χριστό, αὐτός πού δέχτηκε μέσα του τόν Σωτήρα Χριστό καί σώζεται καί ἔχει αὐτό τό βίωμα τῆς σωτηρίας καί αὐτή τήν καινούργια ζωή, ζεῖ μιά ἄλλη ζωή, μιά ἄλλη πραγματικότητα, πού αὐτή ἡ πραγματικότητα δέν πουλιέται πουθενά καί δέν ἀγοράζεται μέ τίποτε. Τή δίνει ὁ Θεός. Ἀλλά ποιός τήν παίρνει; Τό θέμα εἶναι ποιός τήν παίρνει.

Ἄς εὐχηθοῦμε κι ἐμεῖς νά τύχουμε αὐτῆς τῆς σωτηρίας. Ὄχι ἁπλῶς κάποτε. Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ.[7]Νά ζήσουμε σωζόμενοι ὅλο καί περισσότερο καί νά φύγουμε σεσωσμένοι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, καί μαζί μ᾿ ἐμᾶς καί ἄλλοι, καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία.

 

26-12-1987

[1]. Ἡ ὁμιλία ἔγινε τή δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βλ. ἐπίσης καί Συνάξεις Δωδεκαημέρου, σσ. 134-142.

 

[2]. Φιλιπ. 2, 7.

 

[3]. Βλ. Λουκ. 23, 39.

 

[4]. Λουκ. 23, 40-43.

 

[5]. Ματθ. 6, 33.

 

[6]. Βλ. Ἰω. 9, 41.

 

[7]. Λουκ. 2, 11.