Αγιολογικα
A+
A
A-

258. Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου

Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου

 

Ἔχουμε σκληρή καρδιά στή σχέση μας μέ τόν Θεό;[1]

 

Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ … ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε.[2]

Καθηκόντως, ἀδελφοί μου, πρέπει νά ποῦμε, πρίν φτάσουμε στό «Δι᾿ εὐχῶν», λίγα λόγια στήν ἀγάπη σας καί, παρακαλῶ, νά κάνετε ὑπομονή.

 

Πῶς ὁ Θεός ἀσχολεῖται μέ ἕναν λαό σκληροτράχηλο καί ἀντιδραστικό!

 

Θεώρησα καλό νά ἀναφέρω αὐτά τά λόγια πού ἀκούσαμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, καί τά ὁποῖα εἶπε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος ἐκεῖ στό δικαστήριο, στούς ἀρχιερεῖς καί στούς πρεσβυτέρους πού τόν καταδίκασαν σέ θάνατο. Oἱ ὁποῖοι ἀρχιερεῖς καί πρεσβύτεροι ἀτένισαν στό πρόσωπό του καί τό εἶδαν νά λάμπει σάν πρόσωπο ἀγγέλου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, καί ὅταν κανείς φτάνει στό σημεῖο νά δεῖ μερικά ἀπό αὐτά πού ὁ Θεός φανερώνει, πάλι δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἀλήθεια.

Ἀναφέρθηκε ὁ πρωτομάρτυς στήν ὅλη ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ἀπό τότε πού ὁ Θεός κάλεσε τόν Ἀβραάμ. Στό τέλος ἀπευθυνόμενος σ᾿ αὐτούς πού εἶχε μπροστά του τούς εἶπε: Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ … ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε. «Εἶστε σκληροτράχηλοι, εἶστε ἀγύριστα κεφάλια. Ἡ καρδιά σας εἶναι σκληρή καί πάντοτε ἀντιτάσσεστε, ἀντιδρᾶτε, δέν ὑποτάσσεστε, δέν συγκατατίθεστε, δέν δίνετε τόν ἑαυτό σας στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν ἐπηρεάζεστε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».

Αὐτά τά λόγια ὁ πρωτομάρτυς τά λέει σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι ἀδιάφοροι στά θέματα τά θρησκευτικά. Ἔχουν πολύ ἐνδιαφέρον, ἔχουν πολύ ζῆλο, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ Ἰσραήλ. Καί ὅμως εἶναι σκληροτράχηλοι, ὅπως εἴπαμε, ἀγύριστα κεφάλια καί μέ σκληρή καρδιά στή σχέση τους μέ τόν Θεό, καί πάντοτε ἀντιδροῦσαν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλη τήν ἱστορία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἀπορεῖ κανείς ἀπό μιά πλευρά πῶς ὁ Θεός ἔχει τή μακροθυμία καί τήν ὑπομονή νά ἀσχολεῖται μέ ἕναν τέτοιο λαό, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο σκληροτράχηλος καί τόσο ἀντιδραστικός. Ὅμως, πάντοτε ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται, ὑπακούουν στόν Θεό, ἐκεῖνοι πού μαλακώνει ἡ καρδιά τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζονται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦνται ἀπό αὐτό. Εἶναι κάτι πού συμβαίνει πάντοτε.

 

Μήπως παραμένουμε ἀγύριστα κεφάλια;

 

Προσωπικά, θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ἡ μεγάλη ἁμαρτία πού ἔχουμε σήμερα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ καλοί χριστιανοί –ὄχι οἱ μή καλοί· ἐκεῖνοι εἶναι ἄλλη περίπτωση– ὅσο κι ἄν τυχόν μᾶς φανεῖ παράξενο, εἶναι αὐτή πού θά πῶ. Δέν εἴμαστε ἀδιάφοροι· ὄχι. Εἴμαστε θρησκευτικότατοι καί μέ πολύ ζῆλο. Εἴμαστε ἄνθρωποι πού συνεχῶς ἀναφέρουμε τόν Θεό, πού συνεχῶς ἐνδιαφερόμαστε γιά τά τοῦ Θεοῦ, γιά τή σχέση μας μέ τόν Θεό. Ὅμως, ἕνας πρωτομάρτυς Στέφανος, ἕνας ἅγιος, δέν θά δυσκολευόταν νά μᾶς πεῖ, ἤ μᾶλλον, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του θά μᾶς ἔλεγε:Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ … ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε.

Βέβαια, θά ἦταν σάν κεραυνός αὐτός ὁ λόγος ἐπάνω στά κεφάλια μας· κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ. Θά παραξενευόμασταν καί θά κοιτάζαμε γύρω μας μήπως τό λέει σέ ἄλλους καί ὄχι σ᾿ ἐμᾶς, καθώς ἔχουμε τόσο καλή, τόσο μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Ὅμως, βαθιά μέσα μας ἴσως δέν ἔχουμε ὑποταχθεῖ ἀκόμη στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Βαθιά μέσα μας ἴσως ἀκόμη δέν ἔχει λιώσει ἡ καρδιά μας μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχουμε σκύψει τόν τράχηλό μας, τό κεφάλι μας στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ.

Καθένας ἀπό μᾶς ἔχει φτιάξει τόν χριστιανισμό –γιά τόν ὁποῖο τόσο ζῆλο ἔχουμε– στά μέτρα του, ὅπως τόν βολεύει, ὅπως τοῦ ἀρέσει, καί δέν μᾶς βγάζει τίποτε ἀπό ἐκεῖ, ὅσο κι ἄν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιμένει καί προσπαθεῖ, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, νά μαλακώσει τήν καρδιά μας, νά κάμψει τόν τράχηλό μας. Ὅσο κι ἄν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά δικά μας τά καλούπια, ἀπό τό δικό μας τό κανάλι, τή δική μας τή θρησκευτικότητα, τήν ἔπαρσή μας, τήν καλή ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας καί νά μᾶς βάλει στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς μένουμε ἀγύριστα κεφάλια.

 

Πόσο μᾶς ἐπηρεάζει ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μας;

 

Γιορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας καί χωρίς ἐξαίρεση –μιλοῦμε γιά μᾶς τούς καλούς χριστιανούς– ὅλοι εἴμαστε ἐπί ποδός νά ἑτοιμαστοῦμε, νά δώσουμε ὅλες μας τίς δυνάμεις, ὅλο τόν ἐνθουσιασμό μας, ὅλο τόν ζῆλο μας, γιά νά γιορτάσουμε. Μάλιστα, τέτοιος εἶναι ὁ ζῆλος μας, τέτοιο εἶναι τό ἐνδιαφέρον μας, τόσο πολύ θρησκευτικοί εἴμαστε, ὥστε στενοχωρούμαστε, πού δέν εἶναι καί ἄλλοι σάν κι ἐμᾶς.

Γιορτάζουμε τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπό τήν ὁποία βέβαια καί μέσα στήν ὁποία ἐκδηλώνεται ὅλη ἡ ταπείνωση, ὅλη ἡ ἀγάπη, ὅλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στό σπήλαιο, στή φάτνη, ἐκεῖ στή φτώχεια, στήν παγωνιά καί στήν ἀφάνεια, ἀγνοημένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, γεννιέται ὁ Θεός μας, πού ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή εἶναι ἕνας ξένος. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι ἕνας πού δέν τόν δέχονται οἱ ἄνθρωποι. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι αὐτός πού κινδυνεύει, πού πρέπει νά ἀρχίσει νά φοβᾶται, πού πρέπει νά ἀρχίσει νά σκέπτεται πῶς θά γλιτώσει ἀπό τά χέρια τῶν ἀνθρώπων.

Τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας γιορτάζουμε, καί ὅμως δέν μᾶς ἐπηρεάζει. Ἤ, καλύτερα, ἄς τό πῶ πιό ἤπια: Ἄραγε, πόσο μᾶς ἐπηρεάζει αὐτή ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μας, αὐτή ἡ ταπείνωση, αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, αὐτή ἡ κένωσή του,[3] τό ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος καί ἀφήνει τή θεότητα χωρίς νά τήν ἀφήνει, ἀλλά ἀφήνει ἀκόμη καί τό ἀνθρώπινο θέλημα καί ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πόσοι ἄραγε ἐπηρεαζόμαστε; Πόσους ἄραγε ἐπηρεάζει τό πνεῦμα τοῦ σπηλαίου, τῆς φάτνης, τό πνεῦμα τοῦ σταυροῦ, πού ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή τῆς γεννήσεως;

Ὅλα αὐτά τά λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας, γιορτάζουμε ὅλα αὐτά τά γεγονότα, ἀλλά μέ ἄλλο πνεῦμα· μέ δικό μας πνεῦμα, μέ δική μας θρησκευτικότητα. Καί ἀπορεῖ κανείς: Σέ ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν Θεό λατρεύουμε; Ποιόν Χριστό προσκυνοῦμε; Ποιόν Χριστό ἀκολουθοῦμε; Αὐτόν τόν ἀληθινό Χριστό, πού ἔτσι ἦρθε καί ἔτσι ἔζησε καί ἔτσι ἔφυγε, ἤ ἕναν Χριστό πού τόν φτιάξαμε ἐμεῖς ὅπως θέλουμε, ἕναν Χριστό ὅπως τόν φτιάχνει ὁ καθένας;

 

Γιατί δέν νιώθουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας;

 

Δέν κατηγοροῦμε αὐτή τή στιγμή, ὥστε νά σπεύσει κάποιος νά πεῖ: «Εἴμαστε τόσο κουρασμένοι, τόσο ταλαιπωρημένοι! Καί αὐτά ἀπό πάνω;» Κουραζόμαστε, ταλαιπωρούμαστε, ὄχι γιά ἄλλο λόγο· ἡ ἁμαρτία μᾶς κουράζει, καί, ἄν θέλετε, ὄχι ἁπλῶς οἱ διάφορες πτώσεις καί τά διάφορα ἁμαρτήματα. Αὐτά τά τακτοποιεῖ ὁ Θεός, ἐφόσον μετανοεῖς, ὁπότε σέ παίρνει καί σέ κάνει ἀγγελούδι, σέ κάνει καινούργιο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνο πού κουράζει, ἐκεῖνο πού τυραννεῖ καί πού θά ἀφήσει τόν ἄνθρωπο στήν τυραννία του καί στήν κούρασή του εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό σκληροτράχηλο, αὐτό τό ἀπερίτμητο, αὐτή ἡ ἀντίδραση πού ἔχει μέσα του, καί δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θέλει νά κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του.

Ἑπομένως, δέν λέγονται αὐτά γιά νά κατηγορήσουμε κάποιον. Λέγονται, γιά νά δοῦμε, ἔστω τώρα, καλύτερα τά πράγματα καί νά χτυπήσουμε ἀλύπητα αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο μᾶς κολάζει, αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο μᾶς τυραννεῖ, μᾶς βασανίζει, πού κάνει τή ζωή μας τόσο δυστυχισμένη καί τόσο ταλαίπωρη, ἐνῶ εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι, βαπτισμένοι, μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία· δέν εἶναι ἀπό χθές. Καί αὐτός πού γεννήθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός γεννιέται γιά μᾶς καί πεθαίνει γιά μᾶς, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός παίρνει τόν ἄνθρωπο, ὅ,τι καί νά εἶναι, καί τόν κάνει αὐτό πού θέλει νά τόν κάνει: θεό. Καί λίγο πολύ ἔπρεπε ὅλοι μέσα μας νά νιώθουμε αὐτή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τή θέωση, τή σωτηρία. Λίγο πολύ ἔπρεπε νά νιώθουμε μέσα μας αὐτό τό κάτι ἄλλο, τό οὐράνιο καί νά μήν εἴμαστε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.

Νομίζουμε βέβαια ἐμεῖς ὅτι δέν εἴμαστε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί ὅτι εἴμαστε οἱ καλοί χριστιανοί. Τελικά ὅμως εἴμαστε ὅ,τι εἶναι καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, δηλαδή ταλαίπωροι καί δυστυχεῖς, ἀκριβῶς γιατί ἀκόμη δέν ὑποταχθήκαμε στόν Χριστό, δέν τόν προσκυνήσαμε, δέν τόν λατρεύσαμε, δέν παραδώσαμε τήν ψυχή μας, τή ζωή μας, τό εἶναι μας σ᾿ αὐτόν. Τόν πιστέψαμε βέβαια, ἀλλά τόν φτιάξαμε μέσα στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας ὅπως ἐμεῖς θέλουμε.

 

Νά γίνουμε καί νά εἴμαστε μαρτυρία Χριστοῦ στόν κόσμο

 

Ὡς χριστιανοί, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού βρήκαμε τόν ἀληθινό Θεό καί βαπτιστήκαμε στό ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νά εἴμαστε ἄγγελοι ἐπί τῆς γῆς, ἅγιοι, πραγματικά σεσωσμένοι, πραγματικά λυτρωμένοι· νά εἴμαστε ὅπως τό ἅγιο Ἀρτοφόριο, πού ἐκεῖ μέσα εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού κοινωνοῦν, καί ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κινητά Ἀρτοφόρια, πού φέρουν μέσα τους τόν Χριστό. Ἔτσι νά εἴμαστε καί αὐτό νά τό ζοῦμε, νά τό νιώθουμε, νά τό ἀπολαμβάνουμε καί νά τό γιορτάζουμε –γιορτές ἔχουμε, γιορτή τῶν Χριστουγέννων– καί ἔτσι νά ζοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους· πρῶτα μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένεια μέ τούς δικούς μας, τούς συγγενεῖς, ἀλλά καί μέ τούς πιό πέρα.

Λέμε καί ξαναλέμε τόν τελευταῖο καιρό νά γίνουμε καί νά εἴμαστε μαρτυρία Χριστοῦ στόν κόσμο. Καί τό λέμε ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τό νομίζουμε ἐμεῖς: νά κάνουμε τοῦτο, νά κάνουμε ἐκεῖνο, νά κάνουμε τό ἄλλο. Τί νά κάνεις, ταλαίπωρε ἄνθρωπε; Τί μπορεῖς νά κάνεις; Κάθισε κάτω νά σέ φτιάξει ὁ Θεός ὅπως σέ θέλει, ἄφησε τόν ἑαυτό σου στά χέρια του, δῶσε τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, ἄνοιξε τήν καρδιά σου, ὥστε νά εἶναι μέσα σου ὁ Θεός, καί ὁ Θεός διά σοῦ θά ἐνεργήσει. Ὁ Θεός, ὅ,τι θέλει νά κάνει, τό κάνει, ἀλλά θέλει νά ἐνεργεῖ δι᾿ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, καθώς θά μᾶς κάνει, ὅπως εἴπαμε, Ἀρτοφόρια. Δῶσε τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, ὥστε διά σοῦ ὁ Θεός νά θαυματουργεῖ. Καθώς ἐσύ θά εἶσαι ἕνα συνεχές καί καθημερινό θαῦμα, θά κάνει διά σοῦ θαύματα ὁ Θεός καί στούς κοντινούς καί στούς μακρινούς καί σέ ὅλο τόν κόσμο. Διότι ἔχουμε καί αὐτό τό μεγάλο χρέος ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἄν θέλετε, οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι χριστιανοί· καί τό ἔχουμε ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, ἔχουμε χρέος ὅπως καί ὅσο εἶχαν οἱ πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καθένας στήν ἐποχή του.

Οἱ Ἕλληνες πατέρες κατά ἕναν κλασικό, μοναδικό καί ὁριστικό τρόπο, ὄχι μέ τό μυαλό τους, ὄχι ἁπλῶς μέ κάποιες ἱκανότητες, ἀλλά διότι ἔγιναν φορεῖς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί φορεῖς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, διέδωσαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλο τόν κόσμο. Θά λέγαμε ὅτι, ὅπως τότε εἶχαν χρέος οἱ πατέρες, ἔτσι κι ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε μεγάλο χρέος, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε, νά ἑτοιμαζόμαστε ἤ νά ἀρχίσουμε νά τρέχουμε γιά νά κάνουμε τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Ὄχι. Δέν ἔκαναν αὐτό οἱ πατέρες. Οἱ πατέρες αὐτό πού ἔκαναν ἦταν ὅτι ἔζησαν τόν Χριστό καί μετά, ὡς ζωντανοί  φορεῖς τοῦ  Χριστοῦ πού ἦταν, μετέδωσαν, διέδωσαν τόν Χριστό.

Αὐτό τό χρέος ἔχουμε: νά ζήσουμε τόν Χριστό. Ὄχι ὅπως τόν θέλουμε ἐμεῖς καί ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε, ἀλλά νά καμφθεῖ ὁ τράχηλός μας, νά μαλακώσει ἡ καρδιά μας, νά ὑποταχθοῦμε σ᾿ αὐτόν, νά τόν προσκυνήσουμε, νά τόν λατρεύσουμε, νά τόν ἀφήσουμε νά ζήσει μέσα μας ὅπως αὐτός θέλει. Καί ἔτσι νά γίνουμε μαρτυρία Χριστοῦ, ὄχι ἁπλῶς στό σπίτι μας, ὄχι ἁπλῶς στούς πιό ἔξω, ὄχι ἁπλῶς στήν πατρίδα μας, πού ἔχει μεγάλη ἀνάγκη σήμερα ἀπό αὐτό, ἀλλά νά γίνουμε μάρτυρες Χριστοῦ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Ἀμήν.

 

27-12-1987

[1]. Ἡ ὁμιλία ἔγινε στή θεία Λειτουργία τήν Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα. Ἐκείνη τήν Κυριακή συνέπεσε ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Βλ. ἐπίσης καί Συνάξεις Δωδεκαημέρου, σσ. 173-181.

 

[2]. Πράξ. 7, 51.

 

[3]. Βλ. Φιλιπ. 2, 7.