Αγιολογικα
A+
A
A-

265. Περιμένουν καί ἐμᾶς στόν οὐρανό

Περιμένουν καί ἐμᾶς στόν οὐρανό[1]

 

Σήμερα, αὐτή τήν ὥρα, ἔχω πάλι μιά ἐκκρεμότητα καί δέν ξέρω πόσο συμφωνεῖτε καί ἐσεῖς νά ἀσχοληθοῦμε λιγάκι μέ αὐτήν. Τό πρωί σκεπτόμουν ἡ ὁμιλία νά πάρει ἀφορμή ἀπό ἕναν στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, ἡ ὁποία αὐτή τήν ἡμέρα πάντοτε εἶναι ἀπό τό ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μετά πῶς ἦρθε τό πράγμακαί ἀναφερθήκαμε στήν εὐαγγελική περικοπή. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶπα: «Αὐτά πού θά ταίριαζε νά ποῦμε μέ βάση τήν ἀποστολική περικοπή, θά τά ποῦμε στήν αἴθουσα», ὅταν δηλαδή θά ἐρχόμασταν ἐδῶ στήν αἴθουσα γιά τήν ἑορταστική δεξίωση· θά ταίριαζαν λιγάκι μέ ὅσα θά λέγαμε ἐδῶ στήν αἴθουσα. Ἤρθαμε ἐδῶ, ἀλλά πάλι πῶς ἔγινε καί δέν εἴπαμε τίποτε μέ βάση τήν ἀποστολική περικοπή.[2] Καί σκέφτηκα τελικά νά μήν ἀφήσουμε νά περάσει ἔτσι ἡ ἐκκρεμότητα αὐτή· νά τά ποῦμε τώρα ἀπόψε ἐδῶ. Γιά, νά δοῦμε λοιπόν.

Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ἑνδέκατο κεφάλαιο. Εἶναι πολύ εἰδικό αὐτό τό κεφάλαιο. Διαβάζουμε ἀπό τή μετάφραση:

Πίστη σημαίνει σιγουριά γι᾿ αὐτά πού ἐλπίζουμε καί βεβαιότητα γι᾿ αὐτά πού δέν βλέπουμε. Μ᾿ αὐτήν ἀπέκτησαν κι οἱ προπάτορές μας τήν καλή μαρτυρία. Μέ τήν πίστη καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Θεός μέ τό λόγο του ἔφτιαξε τό σύμπαν κτλ. Μέ τήν πίστη ὁ Ἀβραάμ ἔκανε τοῦτο, μέ τήν πίστη ὁ Ἰακώβ ἔκανε τό ἄλλο, μέ τήν πίστη ἐνήργησαν οἱ ἄλλοι, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Γεδεών, ὁ Ἰεφθάε, ὁ Δαβίδ, ὁ Σαμουήλ. Ὁπότε φθάνει στόν τριακοστό τρίτο στίχο, ἀπό ὅπου ἀρχίζει ἡ ἀποστολική περικοπή.

Ὅλοι αὐτοί μέ τήν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τό δίκαιο, πέτυχαν τήν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν τή δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τή σφαγή, ἔγιναν ἀπό ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα, γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στή ζωή τούς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τό θάνατο, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν᾿ ἀναστηθοῦν σέ μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη καί δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολίθηκαν, πριονίστηκαν –ξέρουμε ὅτι ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἐσφάγη μέ τό πριόνι– πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μέ μάχαιρα, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μέ προβιές καί κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σέ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καί κακουχίες –ὁ κόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά ᾿χει τέτοιους ἀνθρώπους– πλανήθηκαν –ὄχι ἔπεσαν ἔξω ὡς πρός τήν πίστη, ἀλλά περιπλανήθηκαν· αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια– σέ ἐρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς.

Καί τελειώνει αὐτό τό κεφάλαιο ἔτσι: Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς.

 

Γιά μᾶς ἔχει προβλέψει ὁ Θεός κάτι καλύτερο

 

Τό πρωί πού εἶχε ἔρθει στή σκέψη μου νά ἀναφερθοῦμε σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν τελευταῖο στίχο, κάπως ὁ Θεός τά ἔφερε ἔτσι πλούσια τά νοήματα. Ἀλλά δέν ξέρω τί θά μπορέσουμε νά ποῦμε, καθώς ἀναβάλαμε μιά φορά, δεύτερη φορά καί σκεπτόμαστε τώρα νά σχολιάσουσμε αὐτόν τόν στίχο.

Φυσικά, ὅλοι αὐτοί γιά τούς ὁποίους κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος εἶναι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί ἐφόσον ἦταν στήν Παλαιά Διαθήκη –καί τελείωσαν ὅλοι μέ μαρτυρικό τρόπο– εἶναι φυσικό νά ἔγιναν τά πράγματα ὅπως λέει ἐδῶ: Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Εἶχαν τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν πῆραν ὅλο αὐτό τό ὁποῖο τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἀναφέρεται, ἐπαναλαμβάνω, σ᾿ αὐτούς πού μαρτύρησαν στήν Παλαιά Διαθήκη.

Καί εἶναι φυσικό στήν Παλαιά Διαθήκη νά εἶναι διαφορετικά τά πράγματα. Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καί μάλιστα μέ τόν σταυρό του. Τότε σχίστηκε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν, τότε ἄνοιξε μέ τήν εἴσοδο τοῦ ληστοῦ ὁ παράδεισος. Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ,[3] τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στή γῆ ὡς ἄνθρωπος, δέν εἶχε προσφέρει θυσία τόν ἑαυτό του, δέν εἶχε σταυρωθεῖ, δέν εἶχε χυθεῖ τό αἷμα του, καί ἑπομένως οἱ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν σέ ἐκκρεμότητα· δέν εἶχαν λάβει ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑποσχόταν καί σ᾿ αὐτούς ὁ Θεός, τά ὁποῖα ὅμως ἐν καιρῷ θά τά ἐλάμβαναν. Ὅλα ἐτελειώθησαν μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα ὅσα εἶχε νά κάνει ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους τά ἔκανε μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο· καθώς ἔγινε ἄνθρωπος Θεός ὤν, ἑνώθηκε ἡ θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα, καί ἔπειτα ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἔπαθε, σταυρώθηκε, ὁπότε θανατώθηκε ὁ θάνατος στόν ἄνθρωπο, θανατώθηκε ἡ ἁμαρτία.

Ὁ Χριστός ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος· δέν ἔπαθε ὡς Θεός. Ὁ Θεός μένει ἀπαθής. Ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος. Καί ὅλο αὐτό ἔγινε ἀκριβῶς γιά νά θανατωθεῖ ἡ ἁμαρτία. Καί θανατώθηκε ἡ ἁμαρτία. Ἐάν πέθαινε ἕνας ἄνθρωπος σκέτος, ὁ ὁποῖος δηλαδή θά ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ὅποιος καί νά ἦταν, δέν θά θανατωνόταν ἡ ἁμαρτία οὔτε στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του· πολύ περισσότερο δέν θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι θανατώθηκε ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός ὅμως, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν καί Θεός –Θεάνθρωπος– πάσχει ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ἀναμάρτητος ἄνθρωπος, φορτώνεται τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ἀνασταίνεται, καί μέ τήν ἀνάστασή του συντρίβεται ὁ ἅδης, συντρίβεται, θανατώνεται ὁ θάνατος, θανατώνεται ἡ ἁμαρτία. Θανατώθηκε ὁ Κύριος, ἀνέστη, ἀνελήφθη. Ἔτσι ἔγιναν ὅλα, καί ἄνοιξε ὁ δρόμος γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται σέ ὅλους αὐτούς τούς παραπάνω πού ἔζησαν στά χρόνια τῆς ΠαλαιᾶςΔιαθήκης, καί λέει ὅτι δέν ἔλαβαν ὅλο ἐκεῖνο πού τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Καί αὐτό ἔγινε, διότι ὁ Θεός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς –τοῦ Θεοῦ περί ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου– ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς. Δηλαδή, ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προσέφερε αὐτό πού προσέφερε. Γιά μᾶς εἶχε προβλέψει ὁ Θεός κάτι καλύτερο. Καί ἔτσι λοιπόν τούς ἄφησε σέ ἐκκρεμότητα, νά μήν τελειωθοῦν, νά μή φθάσουν δηλαδή στήν τελειότητα, χωρίς ἐμᾶς.

 

Ἔχουμε πολύ φτηνή πίστη

 

Δέν ξέρω τώρα πῶς θά τό καταλάβουμε αὐτό. Τό πρωί προπαντός μέ συνεῖχε πάρα πολύ, ἀλλά τελικά δέν ἔγινε ὁμιλία μέ βάση αὐτό. Τώρα δέν ξέρω τί θά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός νά ποῦμε. Γιά σκεφτεῖτε, αὐτή τήν ὥρα ἐμεῖς πού εἴμαστε τώρα ἐδῶ καί ὅποιος ἄλλος ἀλλοῦ, ὅλοι οἱ χριστιανοί, νά κάνουμε ἕνα τόλμημα καί νά σκεφτοῦμε ὅσο γίνεται σωστότερα καί καλύτερα παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτό ἐδῶ.

Ἐξ ὅσων ἐγώ ἔχω καταλάβει, δέν πιστέψαμε ἀκόμη στόν Χριστό ἀληθινά, δέν παραδοθήκαμε στόν Χριστό, δέν ἔγινε αὐτό τό τόλμημα, ὥστε νά ἀνήκουμε στόν Χριστό ἐν λευκῷ, ἀλλά εἴμαστε ἀκόμη κοινοί, συνηθισμένοι ἄνθρωποι. Μᾶς ἀρέσει ἡ ζωή, τρέχουμε νά ἐξασφαλίσουμε τά τῆς ζωῆς γιά μᾶς καί γιά τούς δικούς μας, καί κάπου ἐκεῖ εἴμαστε καί λίγο χριστιανοί. Εἴμαστε γήινοι, κοσμικοί ἄνθρωποι· ἡ πίστη μας στόν Χριστό εἶναι κάτι πολύ φτηνό, δέν εἶναι κάτι ἀληθινό.

Καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχουμε πολύ φτηνή πίστη, πολύ φτηνή σχέση μέ τόν Θεό –καθώς εἴμαστε κοσμικοί ἄνθρωποι– δέν τολμοῦμε νά ἀπαγκιστρωθοῦμε, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν κοσμική ζωή καί νά ἀνήκουμε στόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς αὐτοί ὅλοι πού μαρτύρησαν. Καί ὅταν εἶναι κανείς πολύ γήινος, αἰχμάλωτος στά γήινα, στήν κοσμική ζωή, καί ἁπλῶς ἔχει μιά ψιλή πίστη καί μιά κάποια ψιλή σχέση μέ τόν Θεό, τοῦ φαίνεται ὅτι δέν μπορεῖ νά σκεφτεῖ ὅπως θά μποροῦσε μέ βάση αὐτόν τόν στίχο ἐδῶ.

Ὅτι δηλαδή τώρα καί οἱ τῆς Παλαιᾶς καί οἱ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅλοι οἱ μάρτυρες, ὅλοι οἱ ὅσιοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι –σήμερα εἶναι Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων– εἶναι κοντά στόν Θεό, ὅπου τούς ἔχει βάλει ὁ Θεός, καί περιμένουν καί ἐμᾶς. Προσέξτε το αὐτό: Περιμένουν καί ἐμᾶς. Δηλαδή τό ὅτι θά ἔρθει ἡ δευτέρα παρουσία καί κατά ὁριστικό τρόπο θά γίνει ἡ κρίση καί θά ἀποφασίσει ὁριστικά ὁ Θεός τί θά γίνει γιά τόν καθένα μας, ἔχει σύν τοῖς ἄλλοις καί αὐτό, ὅτι τότε θά τελειωθοῦν ὅλα, τότε θά ὁλοκληρωθοῦν ὅλα, τότε θά δοθοῦν ὅλα. Ἕως τότε, καί ἐκεῖνοι ἀκόμη πού εἶναι στόν ἄλλο κόσμο περιμένουν καί ἐμᾶς. Αὐτό τό θέμα νά τό δοῦμε ἀπό τήν πλευρά ὅτι ὁ Θεός τό κανόνισε ἔτσι. Ὁ Θεός.

Νά δοῦμε λίγο καί τήν Ἀποκάλυψη. Ὅταν ἄνοιξε τήν πέμπτη σφραγίδα, εἶδα κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο τίς ψυχές ἐκείνων πού σφαγιάστηκαν γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί γιά τή μαρτυρία πού ἔδωσαν γιά τό Ἀρνίο. Αὐτοί κραύγασαν μέ δυνατή φωνή: «Ὥς πότε, ἐπιτέλους, Δέσποτα ἅγιε καί ἀληθινέ; Πότε θά ἔρθει ἡ κρίση σου; Πότε θά πάρεις πίσω τό αἷμα μας ἀπ᾿ τούς κατοίκους τῆς γῆς;» Τότε δόθηκε στόν καθένα λευκή στολή, καί τούς εἶπαν ν᾿ ἀναπαυτοῦν λίγο ἀκόμα, ὥσπου νά συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν συνδούλων κι ἀδελφῶν τους πού τούς μέλλεται νά θανατωθοῦν ὅπως κι ἐκεῖνοι.[4] Τό ἴδιο ἀκριβῶς πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τό βλέπουμε ἐδῶ στήν Ἀποκάλυψη. Τά βλέπει ὁ Ἰωάννης αὐτά, τοῦ φανερώνονται ὅλα ἔτσι ἀκριβῶς: Κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο εἶναι οἱ ψυχές καί ἀπό κάποια πλευρά ἀνυπομονοῦν νά ἔρθει τό τέλος. «Πόσο ἀκόμη θά περιμένουμε;» λένε.

 

Λαχταροῦμε νά ἔρθει τό τέλος;

 

Ἐδῶ θά μπορούσαμε νά δοῦμε καί τό ἑξῆς, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔρθει, ἐάν δέν ἔρθει πρῶτα τό τέλος, ἡ τελική κρίση, ἐάν δέν γίνει αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, πού εἶναι δόγμα τῆς πίστεώς μας: Ὅλα κάποια στιγμή, χωρίς νά τό περιμένουμε, ὅλα θά καοῦν· ὅλα. Τότε οἱ οὐρανοί θά διαλυθοῦν στή φωτιά καί τά στοιχεῖα τῆς φύσεως θά καοῦν καί θά λιώσουν. Ἐμεῖς ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, προσμένουμε καινούργιους οὐρανούς καί καινούργια γῆ· καί συμπληρώνει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος: ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ. [5]

Στούς καινούργιους αὐτούς οὐρανούς, στήν καινούργια αὐτή γῆ, πού θά εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά ἐπικρατεῖ δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη, καί μέ τήν ἔννοια ὅτι πάει, ἔφυγε τό κακό καί ὑπάρχει ἡ ὅλη ἐκείνη λαμπερή ἀρετή πού δημιουργεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔννοια ὅτι θά ἐπικρατήσει δικαιοσύνη, ὅπως τήν καταλαβαίνουμε σήμερα.

Ὅλοι τό ξέρουμε αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος θέλει τή δικαιοσύνη. Δικαιολογοῦνται ὥς ἕνα βαθμό ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τό λένε ἔτσι: «Μοῦ τρώει τό δίκαιο, δέν μοῦ δίνει τό δίκαιο, μέ ἀδικεῖ». Δέν τό λέει τυχαῖα κανείς αὐτό. Εἶναι ἔτσι φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νά κατοικεῖ σέ ἕναν τόπο πού ἐπικρατεῖ δικαιοσύνη. Αὐτό θά πραγματοποιηθεῖ τότε ἐκεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά συμβεῖ, ὅταν πιά ὁριστικά ὅλα θά τελειώσουν καί θά λάβει χώρα ἡ τελική, ἡ ὁριστική κρίση καί θά τά βάλει ὅλα ὁ Θεός στή σειρά. Αὐτό ὅμως θά γίνει, ὅταν ὁ Θεός θά θελήσει· ἐκεῖνος ξέρει πότε.

Ἀπό κάποια πλευρά δηλαδή, ἐμεῖς ὡς χριστιανοί νά περιμένουμε νά ἔρθει τό τέλος, καί ὄχι νά τρομάζουμε ἐπειδή ἀκοῦμε: «Νά, κάπου σέ λίγο θά ἐμφανιστεῖ ὁ ἀντίχριστος», καθώς ξέρουμε ὅτι ὁ ἀντίχριστος θά προηγηθεῖ τοῦ Χριστοῦ. Θά ἔρθει ὁ ἀντίχριστος· αὐτός θά κάνει τά δικά του. Ἐμεῖς δέν θά ὑπακούσουμε σ᾿ αὐτόν, δέν θά παρασυρθοῦμε· θά μᾶς φυλάξει δηλαδή ὁ Χριστός, ἄν εἴμαστε μαζί του, καί ὄχι ἄν κυνηγοῦμε τόν ἀντίχριστο. Ἄν εἴμαστε μέ τόν Χριστό, θά μᾶς φυλάξει ὁ Χριστός. Καί θά τελειώσει ἡ βασιλεία τοῦ ἀντιχρίστου καί θά βασιλεύσει ὁ Χριστός. Οἱ χριστιανοί ὡς χριστιανοί πρέπει νά τό χαιρόμαστε αὐτό, νά τό περιμένουμε, νά τό λαχταροῦμε. Ὅμως ἀπό ἐδῶ πάλι φαίνεται πόσο κοσμικό πνεῦμα ἔχουμε καί πόσο εἴμαστε κολλημένοι ἐδῶ στά κοσμικά, στά γήινα, στά ὑλικά καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι πολύ φτηνή, ἄς ποῦμε, καί πολύ ἄχαρη. Τί νά σοῦ κάνει ἔπειτα ὁ Θεός;

 

Βολεύεσαι μέ τό νά λές: «Ἔ, ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος…»

 

Ἀλλά νά ἐπανέλθουμε. Γιά σκεφτεῖτε τώρα νά εἴχαμε τήν τόλμη νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά τόν ἀναγνωρίσουμε, ἄς ποῦμε, νά αἰσθανθοῦμε –καλύτερα ἄς πῶ ἔτσι– τόν ἑαυτό μας μεταξύ αὐτῶν ἀκριβῶς οἱ ὁποῖοι ὑπάρχουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς περιμένουν καί οἱ τῆς Παλαιᾶς καί οἱ τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶναι στόν οὐρανό. Νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει προβλέψει ὁ Θεός κάτι καλύτερο· ὄχι σέ σύγκριση μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν· ὄχι. Ἀλλά καθώς ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός θά δώσει αὐτό τό καλύτερο τελικά σέ ὅλους τούς σεσωσμένους, πρωτίστως νά σκεφτοῦμε αὐτούς οἱ ὁποῖοι βρίσκονται στόν οὐρανό καί δέν ἔχουν ἀκόμη αὐτό τό παραπάνω, τό ὁριστικό, γιατί ὁ Θεός ἀκριβῶς δέν θέλει νά τελειωθοῦν, νά ἔχουν τό τέλειο, τό ἀπόλυτο, τό ὅλο χωρίς ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἀκόμη καί μᾶς ἔχει στόν νοῦ του ὁ Θεός καί μᾶς ἑτοιμάζει.

Γιά σκεφτεῖτε νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας μέσα σ᾿ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων! Δέν τολμοῦμε νά τό κάνουμε.Μοιάζει δηλαδή ὅτι πολύ ἐγωιστές θά εἴμαστε ἅμα τό κάνουμε. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ταπεινοί, ὅταν θά ἀρχίσουμε νά λέμε: «Πώ πώ…! Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι γι᾿ αὐτό. Ποῦ νά πλησιάσουμε ἐμεῖς! Ποῦ νά εἶναι γιά μᾶς ἔτσι τά πράγματα!» Καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ταπεινοί, ὅτι ἔχουμε φόβο Θεοῦ καί ὅτι ἔτσι παίρνουμε σωστή στάση. Δέν εἶναι καθόλου ἔτσι. Βολεύεσαι μέ τό νά λές: «Ἔ, ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος, ἐγώ δέν εἶμαι γι᾿ αὐτά». Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ξενοιάζεις. Δέν αἰσθάνεσαι νά ἔχεις καμιά ὑποχρέωση ἰδιαίτερη ἀπέναντι στόν Θεό καί ξενοιάζεις. Καί νά, ζεῖς τήν κοσμική σου ζωή καί ἔχεις καί μιά ἐλπίδα σωτηρίας, ἐπειδή ἔχεις μιά κάποια θρησκευτικότητα καί μιά κάποια σχέση μέ τόν Θεό.

Γιά σκεφτεῖτε τώρα νά τό δοῦμε τό ὅλο θέμα καί λίγο μέσα σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα: Ὅτι μᾶς περιμένουν στόν οὐρανό· μᾶς περιμένουν. Ἀκόμη καί ὁ ληστής, πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό τόν παράδεισο, περιμένει.

Ἀπό τήν Ἀποκάλυψη καί ἀπό τόν στίχο αὐτό τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς βγαίνει καθαρά αὐτό τό συμπέρασμα: Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν παράδεισο καί ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου, μᾶς περιμένουν καί ἐμᾶς. Φυσικά, ἐδῶ ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί μποροῦμε νά τό ἐννοοῦμε καί ἐμεῖς ὅτι μᾶς περιμένουν, καθώς θά εἴμαστε οἱ τελευταῖοι ἐδῶ στή στρατευομένη Ἐκκλησία. Ἄν δέν εἴμαστε οἱ τελευταῖοι καί πᾶμε στόν οὐρανό πρίν τή δευτέρα παρουσία, θά περιμένουμε καί ἐμεῖς ἐκεῖ. Μακάρι νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά πᾶμε ἐκεῖ, κι ἄς περιμένουμε.

 

Νά μή δειλιάσεις. Νά ἀντέξεις

 

Ἀλλά ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία νά τά σκεφτοῦμε ὅλα αὐτά καί νά θελήσουμε νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας μέσα στό ποίμνιο τοῦ Θεοῦ, μέσα σ᾿ αὐτούς ἀκριβῶς πού ἑτοιμάζει ὁ Θεός· τούς ἑτοιμάζει καί αὐτούς νά μαρτυρήσουν. Μήν πάει τό μυαλό μας ὅτι θά μαρτυρήσουμε, σώνει καί καλά, ὅπως μαρτύρησαν οἱ μάρτυρες, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους.

Δέν ξέρω ἐσεῖς τί νομίζετε, τί φρονεῖτε, πῶς τό ἔχετε καταλάβει, ἀλλά προσωπικῶς κάπως ἔτσι τό καταλαβαίνω: Μερικές φορές πολλά πράγματα σέ σουβλίζουν ἴσως περισσότερο ἀπό τό σούβλισμα τό ὑλικό, περισσότερο ἀπό τίς φωτιές τίς ὑλικές πού καῖνε. Εἶναι κάποιες φωτιές πού καῖνε καί κάποια σπαθιά πνευματικοῦ, ἄς ποῦμε ἔτσι, περιεχομένου, πού σουβλίζουν καί κόβουν. Καί αὐτό εἶναι πραγματικό μαρτύριο. Νά τό καταλάβουμε καί νά τό δεχθοῦμε, ὅτι γιά νά σωθοῦμε θά μαρτυρήσουμε· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἐάν δέν νιώσεις μέσα στήν ψυχή σου ὅτι μαρτυρεῖς, δέν θά γίνεις τοῦ Χριστοῦ.

Κάνουμε λάθος, ὅταν ἀποφεύγουμε τό μαρτύριο, ὅταν γυρίζουμε πίσω. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι φυτοζωοῦμε, ὅτιἔχουμε φτηνή πίστη, γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι εἶναι ἄχαρη ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό: ἐπειδή ἀκριβῶς δέν θέλει νά μαρτυρήσει κανείς, δέν θέλει νά ματώσει μέσα του. Αὐτή ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, αὐτή ἡ ὑποταγή στόν Θεό, αὐτό, τό νά μή δειλιάσεις εἶναι τό μαρτύριο. Ἔρχονται μερικές φορές ἔτσι τά πράγματα πού σέ φοβίζουν, καί ὅμως δέν πρέπει νά δειλιάσεις, νά φοβηθεῖς, ἀλλά νά ἔχεις μιά τόλμη μέσα σου ἔχοντας τήν πίστη στόν Χριστό καί νά ἀντέξεις. Νά ἀντέξεις ὅσο χρειάζεται νά ἀντέξεις. Θά σέ βοηθήσει ὁ Κύριος, διότι μαζί μέ τόν πειρασμό ἔρχεται καί ἡ ἔκβαση· δέν ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε περισσότερα ἀπό ὅσα μποροῦμε νά σηκώσουμε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.[6]

Θά ἀντέξουμε ὅμως μόνο μέ αὐτή τήν πίστη· ὄχι ἁπλῶς σάν ἀνθρωπάκια, πού ἔχουν βάσανα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί ἀρχίζουμε καί λέμε: «Εἶναι δύσκολη ἡ ζωή, εἶναι σταυρός ἡ ζωή· νά, προσπαθοῦμε νά ἀντέχουμε». Τό λέμε ὅμως ἁπλῶς καθώς ζοῦμε μέσα στή ζωή καί, θέλουμε δέν θέλουμε, θά ὑποφέρουμε. Ὄχι ἔτσι, ἀλλά ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὡς τά πλάσματα ἐκεῖνα πού ὁ Θεός τά διάλεξε.

Εἴμαστε βαπτισμένοι –προσέξτε το αὐτό. Εἶναι σάν νά ἀρνεῖσαι τό βάπτισμα, σάν νά ἀρνεῖσαι ὅτι εἶσαι στήν Ἐκκλησία, ὅτι ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι εἶσαι μέλος της, ὅταν ἀρχίσεις νά ξεφεύγεις ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, ἤ λές: «Αὐτά δέν εἶναι γιά μένα, εἶναι γιά ἄλλους».

Ἐφόσον εἴμαστε βαπτισμένοι, ἐφόσον μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος, ἐφόσον εἴμαστε ἀκριβῶς στήν πορεία αὐτή πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ –δέν ἦρθε ἡ ὥρα μας ἀκόμη· εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο– νά ἔχουμε τόν νοῦ μας ὅτι στόν οὐρανό μᾶς περιμένουν. Ὅσο πιό γρήγορα θά τελειώσουν, ὅσοι πρέπει ἀκόμη νά τελειώσουν, τόσο καλύτερα. Μπορεῖ μετά ἀπό μᾶς νά πάει αἰῶνες ἀκόμη ὁ κόσμος –δέν ξέρουμε· ὁ Θεός τά ξέρει αὐτά τά πράγματα.

 

Εἴμαστε πιό εὐνοημένοι

 

Ἀλλά ἐκεῖνο πού θέλω ἐγώ νά τονίσω εἶναι ὅτι θά πρέπει μέ πολλή χαρά, μέ πολλή αἰσιοδοξία, μέ πολλή πίστη, μέ πολύ ἐνθουσιασμό νά δεχθοῦμε αὐτή τήν ἀλήθεια: εἶναι οἱ ἐν οὐρανοῖς, εἴμαστε καί ἐμεῖς ἐδῶ. Οἱ ἐν οὐρανοῖς δέν τά πῆραν ὅλα ὅσα τούς ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός, γιατί ἔχει προβλέψει αὐτό τό καλύτερο, τρόπον τινά, καί γιά μᾶς. Γιά ὅσουςὑπάρχουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἐφόσον δέν ξέρουμε πότε θά γίνει ἡ δευτέρα παρουσία, εἶναι ἐνδεχόμενο νά συνδυαστεῖ τό τέλος μας ἐδῶ μέ τή δευτέρα παρουσία. Καί τότε θά εἴμαστε ἀκριβῶς μεταξύ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν αὐτό τό καλύτερο· τό καλύτερο πού θά τό πάρουν ὅλοι ὅσοι σωθοῦν, ἀλλά τά κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε νά μήν τελειωθοῦν χωρίς ἐμᾶς.

Δυστυχῶς, δέν μπορῶ νά βρῶ κατάλληλα λόγια· δυστυχῶς μέσα μου ὑπάρχει καί φτώχεια. Ἀλλά παρακαλῶ ὅλους, παρακαλῶ πάρα πολύ τήν ἀγάπη σας νά μυηθοῦμε σ᾿ αὐτές τίς ἀλήθειες, νά μυηθοῦμε σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα.

Εἶναι πολύ ὡραῖα, πάρα πολύ ὡραῖα! Δέν εἶναι ἡ χριστιανική ζωή, παρακαλῶ, ἔτσι ὅπως τήν παίρνουμε, ἔτσι ὅπως τή νομίζουμε. Δέν εἶναι ἡ χριστιανική ζωή ἕνα ἄχαρο πράγμα· καί κάθε τόσο, ἄς ποῦμε, μπλοκάρεσαι, φρακάρεις καί λές: «Δέν μπορῶ αὐτό, δέν μπορῶ ἐκεῖνο». Αὐτά τελείως πρέπει νά λείψουν. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θά μποροῦμε ἤ δέν θά μποροῦμε. Αὐτά τά ἔχει κανονίσει ὁ Θεός καί σέ ἀναλαμβάνει καί σέ ὁδηγεῖ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος εἶναι δρόμος –ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός–[7] καί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ζωή καί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀνάσταση·[8] ὁ ἴδιος εἶναι τά πάντα.

Πάρα πολύ ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας πού δέν τά παίρνουμε ἔτσι, ἐνῶ εἶναι στή διάθεσή μας ἡ ὅλη ἀλήθεια ἡ χριστιανική, ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ καί δύο χιλιάδες χρόνια ἔχει πολλούς ἁγίους, μά πάρα πολλούς ἁγίους… Δέν ἔχουν μείνει δηλαδή οἱ ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου θεωρητικές, ἀλλά πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού πίστεψαν ἔτσι πέρα γιά πέρα, ἔζησαν σύμφωνα μέ τίς ἀλήθειες αὐτές, ἁγίασαν καί πρεσβεύουν γιά μᾶς.

Δέν ξέρω, νά τό ποῦμε καί αὐτό; Δέν ἀποκλείεται δηλαδή ἀπό τόν οὐρανό –παρακαλῶ νά τά προσέξουμε αὐτά– νά μᾶς θεωροῦν πιό εὐνοημένους. Πιό εὐνοημένους· δέν λέω: «πιό τυχερούς». Καταλαβαίνετε; Ἀλλά νά, φοβόμαστε νά τά πάρουμε ἔτσι καί νά τά πιστέψουμε ἔτσι. Νομίζουμε δηλαδή ὅτι, ἄν τά πιστέψουμε, θά μᾶς κυριεύσει ὁ ἐγωισμός. Ὁ ἐγωισμός εἶναι ἀκριβῶς στήν ἀπιστία, ὁ ἐγωισμός εἶναι τό ὅτι βγάζεις τόν ἑαυτό σου ἀπ᾿ ἔξω, καθώς δέν θέλεις νά ζοριστεῖς, δέν θέλεις ἐν λευκῷ νά παραδοθεῖς στόν Κύριο καί νά δεχθεῖς τό πῶς τά ἔκανε ἐκεῖνος. Δέν τά κάνεις ἐσύ, ὁ Κύριος τά κάνει.

Πιό εὐνοημένοι εἴμαστε –προσέξτε– πιό εὐνοημένοι. Γιά νά τό καταλάβουμε, ἄς ἀφήσουμε λίγο τούς ἁγίους καί ἄς πάρουμε ἀνθρώπους πού γνωρίσαμε. Ἔφυγαν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο· ὅ,τι ἔγινε ἔγινε. Ἀλλά δέν εἶναι ἁπλῶς μόνο αὐτό. Γιά νά τελειωθοῦν καί νά ὁλοκληρωθοῦν καί νά ἀποκαλυφθοῦν ὅλα, περιμένουν καί ἐμᾶς. Καί ἐμεῖς, τρόπον τινά, εἴμαστε ὑποψήφιοι. Καί, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἐνδεχόμενο τήν ὥρα πού φεύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο νά εἶναι καί τό τέλος τοῦ κόσμου, καί μιά καί καλή νά τά ἔχουμε ὅλα, πού αὐτοί ἀκόμη δέν τά ἔχουν.

Δέν ξέρω πόσο γίνομαι ἀντιληπτός· γιατί ἀμέσως πάει τό μυαλό κάποιου ὅτι «νά, οἱ ἅγιοι τώρα εἶναι μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀπολαμβάνουν τά οὐράνια ἀγαθά καί βλέπουν τόν Κύριο καθώς ἐστι, πρόσωπο πρός πρόσωπο…» Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἀλλά νά ὅμως πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀφήνει νά φανεῖ ὅτι ὁ Θεός γιά μᾶς ἔχει προβλέψει κάτι καλύτερο. Φαίνεται αὐτό καί στήν Ἀποκάλυψη.

 

Νά ποῦμε τό ναί παραδομένοι στόν Θεό

 

Ζοῦμε βέβαια ἀκόμη σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί περνοῦμε τά βάσανα πού περνοῦμε καί ἀνά πᾶσαν στιγμήν κινδυνεύουμε νά πέσουμε, ἄν δέν προσέξουμε. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά συμβεῖ ἔτσι. Ἐφόσον μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος, ἐφόσον μᾶς ἔκανε δικούς του, ἐφόσον μᾶς τρέφει μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήριά του, μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ὅπως ὁ πελεκάνος –ὥσπερ πελεκάν, πού λέει καί τό τροπάριο τοῦ ἐπιταφίου θρήνου– πού τρυπάει, ἄς ποῦμε, τό στῆθος του, βγαίνει αἷμα καί πίνουν τά μωρά του καί ζοῦν, εἴμαστε παιδιά του.

Ὁ Κύριος μᾶς τρέφει μέ τό Αἷμα του, μᾶς τρέφει μέ τό Σῶμα του, μᾶς τρέφει μέ τό εἶναι του, μᾶς προσφέρει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του τροφή. Γιά, λίγο νά ἀνοίξει ἡ καρδιά μας, γιά, νά ἀνοίξει λίγο ἡ ψυχή μας, παρακαλῶ, καί νά δεχθοῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια αὐτή. Μή φοβηθοῦμε· νά τό τολμήσουμε αὐτό τό πράγμα. Νά μήν εἴμαστε στενόψυχοι, στενόκαρδοι. Νά φύγει αὐτή ἡ μιζέρια πού ἔχουμε.

Πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἴμαστε. Ἐφόσον μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός καί μᾶς ἀνέπλασε, ἀλλά καί μᾶς ἀναλαμβάνει καί μᾶς ἔχει μέσα στήν Ἐκκλησία, περιμένει νά πιστέψουμε ἔτσι καί νά τόν ἀκολουθήσουμε. Φυσικά, αὐτό σημαίνει ὅτι πάει καί τό θέλημά σου, πάει καί ὁ ἐγωισμός σου, πάει καί ἡ φιλαυτία σου. Ὄχι βέβαια ὅτι κόβονται μέ τό μαχαίρι, ἀλλά ἔχει μεγάλη σημασία νά τό πάρεις κατά ὁριστικό τρόπο ἀπόφαση νά πεῖς τό ναί στόν Θεό μιά καί ἔξω. Στήν πράξη βέβαια θά δεῖς ὅτι θά περάσεις ἀπό πολλές τρικυμίες καί φουρτοῦνες, ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτή: Τοῦ Θεοῦ περί ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου. Εἶχε προβλέψει ὁ Θεός κάτι καλύτερο γιά μᾶς καί γι᾿ αὐτό δέν ἤθελε νά τελειωθοῦν χωρίς ἐμᾶς ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν.

Πόσο δηλαδή τώρα ὅλοι ὅσοι εἶναι στόν οὐρανό μᾶς ἀγαποῦν, πόσο μᾶς περιμένουν, πόσο προσεύχονται γιά μᾶς, πόσο πρεσβεύουν νά τελειωθοῦμε, νά γίνει, νά συντελεστεῖ στήν ψυχή μας ὅ,τι ἔχει νά γίνει, ὅ,τι μπορεῖ νά γίνει, ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει ὁ Θεός! Ἐξαρτᾶται ὅμως ἀπό τή στάση μας, ἀπό τήν πίστη μας, ἀπό τό ἄνοιγμά μας.

Ἄς νιώσουμε λοιπόν τούς ἁγίους ἔτσι νά μᾶς περιμένουν, νά μᾶς ἀγαποῦν, νά προσεύχονται, νά ἐπιθυμοῦν πάρα πολύ νά γίνει ὅ,τι καλύτερο σ᾿ ἐμᾶς καί νά πᾶμε τό συντομότερο ἐκεῖ, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἔτσι τό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ πού ἔχει νά κάνει στίς ψυχές καί πού ὁπωσδήποτε αὐτή ἡ τελείωση εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ὁριστική κρίση τοῦ Θεοῦ.

 

Κάνεις ἀγώνα νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός;

 

Νά μοῦ ἐπιτρέψετε μόνο νά πῶ ὅτι, ἐάν οἱ ἀλήθειες αὐτές πού εἴπαμε κάτι ἔκαναν μέσα στήν ψυχή μας, κάτι κάνουν –καί δέν μπορεῖ· κάτι θά ἔκαναν· ἐξαρτᾶται βέβαια πόση ἁπλότητα, πόση ἀγαθότητα, πόση πίστη ἔχουμε μέσα μας, πόση διάθεση νά ἀνταποκριθοῦμε– εἶναι ἀδύνατον νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ ἔτσι ὅπως ἤρθαμε.

Κάτι πρέπει νά ἔχει γίνει. Καί αὐτό εἶναι τό μεγάλο θέμα. Ἐρχόμαστε. Ἀφοῦ ἐρχόμαστε, ἔχουμε διάθεση· ἀφοῦ ἐρχόμαστε, κάτι περιμένουμε. Ἀφοῦ ἐρχόμαστε, κάτι, κατά κάποιον τρόπο, ἔγινε τήν προηγούμενη φορά καί ξαναήρθαμε· δέν βαρεθήκαμε νά ἔρθουμε. Ὅμως πρέπει νά τό τονίσουμε αὐτό, πού καί ἄλλες φορές τονίζαμε: ὅτι πρέπει κανείς ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά εἶναι παραδομένος στόν Θεό.

Ὁ Θεός ἔχει τήν πρωτοβουλία, ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη, τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χάρη, τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλο αὐτό τό οὐράνιο ἀγαθό πού θά μεταμορφώσει ἐμᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι, δέν εἶναι δικό μας, ἀλλά περιμένει τήν ἀνταπόκρισή μας ὁ Θεός. Ἄν ἐσύ εἶσαι τσιγκούνης, διστακτικός, ἐπιφυλακτικός, ἄν εἶσαι μεμψίμοιρος, ἄν μουρμουρίζεις καίπαραπονεῖσαι… Θά μποροῦσε ὁ καθένας νά προσέξει στόν ἑαυτό του τί γίνεται.

Φεύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἄς ποῦμε. Ἐφόσον εἴμαστε ἄνθρωποι καί ἐφόσον τριγύρω μας εἶναι ἄνθρωποι, ὅλο καί κάτι θά συμβεῖ. Μπορεῖ νά μή μᾶς μιλήσουν ὅπως θά ἔπρεπε, μπορεῖ νά μή μᾶς φερθοῦν ὅπως θά ἔπρεπε, ἤ μπορεῖ ξαφνικά νά μᾶς εἰδοποιήσουν γιά κάτι κακό πού συνέβη καί πρέπει νά τρέξουμε. Αὐτό δέν ἔχει σημασία. Δέν ἔχει καμιά σημασία! Μήν ποῦμε: «Νά, θέλεις νά ἁγιάσεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνουν αὐτά». Ὄχι, ὄχι. Αὐτά θά ἔρθουν καί χειρότερα μπορεῖ νά ἔρθουν· θά τά ἐπιτρέψει ἐπίτηδες ὁ Θεός. Τό θέμα εἶναι ἐσύ τί θά κάνεις.

Εἶχα προηγουμένως στόν νοῦ μου κάποιον καί σκεπτόμουν, ἄν τό φέρει ἡ κουβέντα, μέ εὐλάβεια, διστακτικά –θά ζητοῦσα καί συγγνώμη– νά τοῦ ἔλεγα: «Κοίταξε τώρα· ἐάν προσέξεις, ἐάν προσπαθήσεις νά γίνεις πιό ἀγαθός…»

Πιό ἀγαθός. Διότι ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι μηχανή, ὥστε νά τά κάνει κανείς ὅλα τέλεια βέβαια ἀλλά κατά μηχανικό τρόπο· δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἀγαθότητα, εἶναι ἁπλότητα, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο· ὄχι μηχανή ἡ ὁποία εἶναι ρυθμισμένη καί δουλεύει τέλεια. Καί τέλειος νά εἶσαι –παίρνουμε τήν περίπτωση αὐτή– τίποτε δέν εἶσαι, ἐάν λείπει ἀπό μέσα σου αὐτό, τό ὅτι μαλακώνει τήν καρδιά ὁ Θεός, τή θεώνει, τήν κάνει ἀγαθή. Νά σοῦ παρουσιαστεῖ, ἄς ποῦμε, κάτι ἀναπάντεχο καί ἐσύ οὔτε νά θυμώσεις οὔτε νά ταραχθεῖς οὔτε νά νιώσεις σάν νά χάνεται ὁ κόσμος· τίποτε. Τί θά εἶναι; Ὅ,τι καί νά εἶναι, ὁ Θεός εἶναι παρών καί περιμένει νά δεῖ τί θά κάνεις.

Ὅπως ἔγινε μέ τόν ἅγιο Ἀντώνιο. Ἐνθυμεῖσθε πού εἶχε ἕναν πειρασμό κάποια φορά ὁ ἅγιος Ἀντώνιος –ὁ ὁποῖος πέρασε πολλούς πειρασμούς, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι– καί ἀγωνιζόταν, ἀγωνιζόταν καί φώναζε τόν Κύριο νά ἔρθει νά τόν βοηθήσει. Καί ὅταν πέρασε ὁ πειρασμός, τότε φάνηκε ὁ Κύριος. «Ποῦ ἤσουν, Κύριε –λέει– τόση ὥρα πού φωνάζω;» Καί τοῦ ἀπαντάει ὁ Κύριος: «Ἐδῶ ἤμουν, ἀλλά ἐσύ δέν μέ ἔβλεπες. Ἐγώ σέ ἔβλεπα καί παρακολουθοῦσα τόν ἀγώνα σου».[9] Αὐτό εἶναι.

Αὐτό θέλει νά δεῖ ὁ Θεός. Κάνεις ἀγώνα νά ὑπομένεις; Κάνεις ἀγώνα νά εἶσαι ἀγαθός; Κάνεις ἀγώνα νά μήν ἀφεθεῖς στόν πειρασμό; Κάνεις ἀγώνα ὅσο μπορεῖς νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός; Ἄς ποῦμε, ἄκουσες μερικά πράγματα πού εἶναι ἡ ἐλπίδα ἡ θεϊκή πού ἔρχεται καί ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Κάνεις ἀγώνα νά τό κρατήσεις αὐτό, ὥστε νά μήν πετάξει καί φύγει, ὅπως φεύγει ἕνα πουλάκι ἀπό τά χέρια σου; Αὐτά θέλει νά δεῖ ὁ Θεός. Τά ἄλλα, τά θεωρητικά δέν ἔχουν ἀξία. Εἴτε διαβάζουμε, εἴτε ἀκοῦμε, ἄν μένουν αὐτά ἁπλῶς λόγια, στή θεωρία, δέν ἐπηρεάζουν τήν ψυχή μας, δέν ὠφελοῦν, δέν προσφέρουν τίποτε.

 

10-6-2001

[1]. Ἡ ὁμιλία ἔγινε σέ ἀπογευματινή σύναξη τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.

 

[2]. Ἡ ὁμιλία τῆς δεξιώσεως εἶχε ἑορταστικό χαρακτήρα. Βλ. στό βιβλίο τῶν ἐκδόσεών μας Προσκαρτεροῦντες … γιά ἀναζωπύρωση τῆς Χάριτος, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 102-113.

 

[3]. Λουκ. 23, 43.

 

[4]. Ἀποκ. 6, 9-11.

 

[5]. Βλ. Β΄ Πέτρ. 3, 10,12-13.

 

[6]. Βλ. Α΄ Κορ. 10, 13.

 

[7]. Ἰω. 14, 6.

 

[8]. Βλ. Ἰω. 11, 25.

 

[9]. Βλ. Μ. Ἀθανασίου Ἔργα, ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τόμ. 11, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 38.