Ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά ἐμφανιστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
«Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί». Μόνο ὅταν ἡ Ἐκκλησία ζεῖ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἄλλοτε ἐντονότερα ἄλλοτε ἠπιότερα, ὅτι ἔρχεται, ἔφθασε τό τέλος, ὅτι εἶναι ἡ ἐσχάτη ὥρα, μόνο ὅταν ζεῖ ἔτσι, εἶναι ὄντως στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί ζεῖ κατά Θεόν, ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅλοι ὅσοι συμμορφώνονται πρός αὐτό, ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας. Ἀλλιῶς, ἐάν καλοβολευτοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί τότε στά χρόνια τῶν ἀποστόλων καί ἔπειτα καί μέχρι καί σήμερα, δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτή τήν τάση, καί τό ξέρει ὁ Θεός, καί γι᾿ αὐτό τά οἰκονομεῖ ἔτσι τά πράγματα, πού νά ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἔφθασε τό τέλος· ὄχι μόνο τό τέλος τοῦ καθενός μας –πού ἅμα κάποιος πεθάνει, γι᾿ αὐτόν ἦρθε τό τέλος– ἀλλά καί τό τέλος τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος. Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι, διότι ἀκριβῶς ἔτσι συμφέρει, ἔτσι γίνεται τό καλό στούς πιστούς, ἔτσι οἱ πιστοί ἔχουν τήν ἔγνοια καί ἀγωνίζονται, προσπαθοῦν νά εἶναι ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά ἐμφανιστοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἄνθρωπος πού λοξοδρομεῖ, πού πέφτει στήν πλάνη, πού ὥς χθές ἦταν χριστιανός καί σήμερα δέν εἶναι, δέν σημαίνει ὅτι ὥς χθές ἦταν πραγματικός χριστιανός. Δέν ἦταν ποτέ πραγματικός χριστιανός, δέν ἦταν ποτέ πραγματικά τοῦ Θεοῦ. Δέν φεύγει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό.
Καί γενικά τό ὅτι χωλαίνουμε, τό ὅτι μᾶς καταλαμβάνει μιά ἀκηδία, μιά ἀπροθυμία καί βαριεστημένα ἄς ποῦμε εἴμαστε χριστιανοί, αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο. Βαθύτερα δέν εἴμαστε, κι ἔτσι φυτοζωοῦμε ἐξωτερικά. Καί ὄχι μόνο στούς περασμένους αἰῶνες ἀλλά καί στά χρόνια μας, ἤ ὄχι μόνο στά χρόνια μας ἀλλά καί στούς περασμένους αἰῶνες, ὁ Θεός ἐπέτρεπε κάθε φορά, καθώς ὡς Θεός γνωρίζει τί εἶναι συμφέρον, νά συμβαίνουν πολλά, γιά νά ταρακουνιοῦνται οἱ πιστοί, καί νά ξεκαθαρίζει ὁ καθένας τή θέση του. Ἀπό κεῖ πού νομίζει ὅτι εἶναι πιστός καί δέν εἶναι, τουλάχιστον νά τό δεῖ ὅτι δέν εἶναι καί νά μήν ξεγελιέται, καί νά σκεφτεῖ πιό ἀληθινά, πιό σοβαρά, πιό εἰλικρινά, πιό τίμια· νά μετανοήσει καί νά γίνει τοῦ Θεοῦ.
Νά γίνουμε πιό ἀληθινοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πιό τίμιοι μέ τόν Θεό. Ὄχι νά πιστεύουμε ἐπιφανειακά καί κατά ἕναν τρόπο πού μοιάζει νά εἶναι κάτι περιθωριακό στή ζωή μας ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό. Νά πιστέψουμε ὅτι τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός, ὁ καλός μας Θεός, ὁ ἀγαπητός Θεός, ὁ Πατέρας μας, ὁ σωτήρας μας, ὁ πλάστης μας, ὁ δημιουργός μας καί ἀναδημιουργός μας, καί νά τόν ἀγαπήσουμε καί νά βάλουμε ἀρχή.
Στά χρόνια τῶν διωγμῶν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, πού ἤ δεχόταν κανείς τόν Χριστό ἤ τόν ἀρνοῦνταν. Καί οἱ ψεύτικοι ἀρνοῦνταν τόν Χριστό. Στά χρόνια μας δέν μᾶς πιέζει κανείς νά ἀρνηθοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά ὅμως νά σκεφτοῦμε πολύ σοβαρά καί πολύ ἔτσι εἰλικρινά: Μήπως ἀρνούμαστε τόν Χριστό μέ τήν ὅλη στάση μας, μέ τήν ὅλη τακτική μας, μέ τήν ὅλη ζωή μας; Ὁπότε μέσα μας ἐνεργεῖ αὐτό τό πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου, τό πνεῦμα τοῦ διαβόλου, τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ, τό πνεῦμα τῆς ἁμαρτίας.
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστιν». Καί εὐθύς μόλις πιστέψουμε στόν Χριστό, καί μόλις βαπτιστοῦμε, καί μόλις λάβουμε τό Χρίσμα, καί εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά μυστήρια, ἤδη εἴμαστε μέσα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχουμε μέσα μας τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά συγχρόνως ὅμως ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται. Καί ἐνῶ ἔρχεται, εἶναι καί μέσα μας.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει, εἶναι μέσα στίς ψυχές μας, καί ἔρχεται κιόλας. Καί κάθε φορά ἡ Ἐκκλησία γενικότερα, ἀλλά καί οἱ πιστοί, στήν κάθε ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας, ζοῦν μέσα στήν πραγματικότητα. Δέν ζοῦν δηλαδή ἔτσι κατά φανταστικό τρόπο καί ἐκτός πραγματικότητος. Καλοῦνται ὅλη τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ νά τή ζήσουν μέσα στήν πραγματικότητα, ἀλλά ὄχι νά βουλιάξουν μέσα στήν πραγματικότητα. Καί θά ζοῦν ὅ,τι θά ζοῦν, ἀλλά καί συγχρόνως θά περιμένουν κιόλας.
Ἔτσι, καί ἦρθε τό κακό καί ὑπάρχει τό κακό. Ἀλλά νά περιμένει κανείς ὅτι ἀκόμη πιό πολύ θά φανερωθεῖ, καί νά ἑτοιμάζεται κανείς καί νά ὁπλίζεται ἀκόμη περισσότερο. Ἀλλά ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἦρθε, ἀλλά καί ἔρχεται.
Ὅταν ἀρχίσει κανείς νά προσεύχεται σάν νά ψάχνει τόν Θεό, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τό ᾿χασε τό παιγχνίδι. Διότι εἶναι σάν ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος φεύγει ἀπό τό σπίτι, τάχα κυνηγάει ἔξω τόν ἐχθρό, καί ὁ ἐχθρός ἀπό τήν πίσω πόρτα μπαίνει μέσα καί κυριολεκτικά λεηλατεῖ τό σπίτι καί τό καίει κιόλας. Εἶναι φρόνιμο, εἶναι συνετό, εἶναι σωστό, εἶναι ἀληθινό νά μένουμε μέσα στήν καρδιά μας, νά ἔχουμε μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, νά εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό, νά τηροῦμε τίς ἐντολές του ἥσυχα-ἤσυχα, καί δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀγγίξει κανείς, διότι ἔχει νά κάνει μέ τόν Χριστό. Τό ἄλλο εἶναι ἐπικίνδυνο.
Παθαίνει κανείς (ἀπό τόν διάβολο), ὅταν ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς μετάνοια, χωρίς Ἐκκλησία, χωρίς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, χωρίς τή θωράκιση τήν πνευματική πού ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ διάβολος, εἴτε ὁ ἴδιος εἴτε διά μέσου ὀργάνων πού ἔχει, διότι πολλοί ἄνθρωποι εἶναι ὄργανα τοῦ διαβόλου, μπορεῖ νά κάνει κακό. Ἀλλά σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶναι τοῦ Θεοῦ, τί κακό θά κάνει;
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη οὔτε νά φοβηθοῦμε οὔτε τίποτε. Ἔχουμε τόν Κύριο. Ἡ δουλειά μας δέν εἶναι νά βροῦμε τί κάνει ὁ διάβολος. Ἡ δουλειά μας εἶναι νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο. Καί ἄν εἴμαστε μέ τόν Κύριο, δέν μπορεῖ νά μᾶς πλησιάσει, ἄν εἴμαστε μέ τόν Κύριο, μᾶς φωτίζει καί καταλαβαίνουμε, ἄν εἴμαστε μέ τόν Κύριο, βλέπουμε μέσα ἀπό τά μάτια τοῦ Κυρίου, μέσα ἀπό τόν νοῦ τοῦ Κυρίου, μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ Κυρίου, καί δέν θά πέσουμε ἔξω, δέν θά κάνουμε λάθος, ἐνῶ ἀλλιῶς…
Μήπως λοιπόν εἶναι καλύτερο νά ἡσυχάσουμε. Ὄχι νά πέσουμε σέ ἀδράνεια, σέ λήθη, σέ ἀκηδία, σέ χαλάρωση. Ὄχι, ἀλλά νά μήν ἔχουμε ἀνησυχία. Τί λένε οἱ πατέρες; Ὅταν ἔρχεται κάποιος λογισμός, ἤ σέ ἀγγίζει ἕνα γεγονός, καί σέ ταράσσει, σοῦ φέρνει ταραχή, ἀνησυχία, ἀναστάτωση, εἶναι ἀπό τόν διάβολο αὐτό· μακριά ἀπό αὐτό.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν εἶναι ζόρικη, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό ποῦμε ἔτσι, ὅσο κι ἄν πονάει ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν στοιχίζει, ὅσο κι ἄν μπορεῖ νά μήν κάνεις ποτέ στή ζωή σου τόσο πόνο, ὅσο τήν ἑκάστη φορά πού σέ ἐπισκέπτεται ὁ Θεός, ὡστόσο δέν φέρνει τρόμο, ταραχή, ἀνησυχία· ἀντίθετα, φέρνει μιά γλυκύτητα, μιά ἀνάπαυση, μιά εἰρήνη, μιά χαρά, μιά ἐλπίδα. Μένεις μέ ἀνοιχτά τά μάτια καί ξέρεις ποῦ πᾶς.
23/24-9-1997