Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

278. Παράκληση 3η – Νά πέσει τό εἴδωλο

Παράκληση 3η – Νά πέσει τό εἴδωλο

 

Εἶναι πολύ εὐλογημένες αὐτές οἱ μέρες, πάρα πολύ εὐλογημένες.
Ἀρκεῖ νά ἀφήσει κανείς λίγο τό κατεστημένο του, τό εἴδωλό του, ὅλο αὐτό πού οἰκοδόμησε καί οἰκοδομεῖ ὁ ἴδιος, πού μοιάζει τάχα ὅτι εἶναι καί πνευματικό οἰκοδόμημα, κάτι νά σπάσει μέσα στήν ψυχή ἀπ᾿ αὐτό τό ἄχαρο πού δημιουργεῖ ἡ αὐτοδικαίωσή μας· νά πέσει τό εἴδωλο, πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ καλή ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας, νά σπάσει αὐτό τό ὁποῖο φτιάξαμε καί φτιάχνουμε ἐμεῖς, καί ὅταν ἀκόμη κάνουμε τόν καλό χριστιανό, καί πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἕνα ἔργο ματαιοδοξίας, κενοδοξίας, φιλαυτίας, ἕνα ἄχαρο ἔργο.
Καί νά ἀρχίσει νά παίρνει κανείς ἀληθινή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ταπεινή στάση, κουρασμένος πιά ἀπό τήν ματαιοδοξία του καί ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, καί ἀπογοητευμένος ἀπό ὅλο ἐκεῖνο πού μιά ζωή κανείς προσπαθεῖ νά στήσει ὄρθιο –καί αὐτό ὅσο στήνεται ὄρθιο, τόσο πιό ἄχαρη γίνεται ἡ ζωή– ἀπογοητευμένος λοιπόν, ἀπελπισμένος νά ἀποφασίσει νά πάει στόν Θεό. Παρατήρησα ὅτι ἔρχεται ἀμέσως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, αὐτό πού εἶναι ἀκριβῶς θεϊκή ἐνέργεια, πού εἶναι θεϊκό δῶρο, ἔρχεται καί χαριτώνει τόν ἄνθρωπο· παίρνει μιά ὄψη ἀγγέλου ὁ ἄνθρωπος.

 

Μετάγγιση θείας Χάριτος

Ὅσο κι ἄν φανεῖ παράδοξο, αὐτό θυμίζει ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος γνωστός πού εἶχε τίς ἀμφιβολίες του. Εἶναι παράξενος ὁ ἄνθρωπος. Ἐμεῖς τώρα ὅλοι δέν ἔχουμε καμιά πρόσβαση σ᾿ αὐτό πού διηγεῖται ἐκεῖ ὁ γράφων τόν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ὁ ἐπισκέπτης εἶχε τίς ἀμφιβολίες του, τίς ἐπιφυλάξεις του, δέν καταλάβαινε, καθώς ἄκουγε, τί εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό τό φῶς. Ἀλλά ὁ ἅγιος τόν ἀγαποῦσε φαίνεται πολύ, καί καθώς ὁ ἄλλος ἦταν βέβαια μέ τίς ἀμφιβολίες του, μέ τίς ἐπιφυλάξεις του, ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε ἐμπιστοσύνη στόν ἅγιο, ὁ ἅγιος μέ τή δύναμη πού τοῦ ἔδινε ὁ Θεός, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βρῆκε, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἕναν τρόπο. Καθώς καθόταν λοιπόν μαζί μέ τόν ἐπισκέπτη, ὑποθέτω σέ κάποιο κορμό δένδρου πού εἶχε πέσει, καί ἔξω ἔπεφτε τό χιόνι πυκνό –χειμώνας μέσ᾿ στό κρύο– ὁ ἅγιος μέ τήν παρουσία του, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχε συμπάθεια καί ἀγάπη στόν ἐπισκέπτη, ἀλλά ὑποθέτω ὅμως πιό πολύ ἐνήργησε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί ἔγινε τό θαῦμα:

 

Εἶναι μιά τελετουργία

Ξέρετε, ἐμεῖς χάνουμε πολλά πράγματα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀφήνουμε νά ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ὑποθέτω λοιπόν ὅτι δέν τόν δέχθηκε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τόν ἐπισκέπτη αὐτόν σάν νά ἦταν ἕνας ἁπλός ἐπισκέπτης, ἕνας γνωστός, ἕνας φίλος, ὅπως κάνουμε συνήθως, καί ἔχει ἐντελῶς ἀνθρώπινο χαρακτήρα, καλό βέβαια, ἀλλά ἀνθρώπινο. Ὁ ἅγιος, σ᾿ ὅλες του τίς ἐπισκέψεις κατά πᾶσαν πιθανότητα, καί ἰδιαίτερα σ᾿ αὐτήν ἐδῶ –νά τό προσέξουμε, σᾶς παρακαλῶ– δέν τόν δέχθηκε ὡς ἐπισκέπτη· τόν δέχθηκε ὅτι τόν ἔφερε ὁ Θεός ὥς ἐκεῖ. Καί φυσικά ἀφοῦ τόν ἔφερε ὁ Θεός, δέν τόν ἔφερε ἁπλῶς νά κάνει μιά ἐπίσκεψη ἤ ἁπλῶς νά ξαποστάσει, ἀλλά τόν ἔφερε γιά νά γίνει μετάγγιση θείας Χάριτος.
Ὁ ἅγιος δέν καθόταν ἁπλῶς ἐκεῖ στήν ἔρημο, τή ρωσική ἔρημο δηλαδή, πού εἶναι διαφορετική ἀπ᾿ ὅ,τι ἐδῶ σ᾿ ἐμᾶς. Ὁ ἅγιος εἶχε βαθιά συναίσθηση καί καθημερινή πείρα ὅτι ὁ Θεός τόν ἤθελε ἐκεῖ καί ὁ Θεός ἦταν μαζί του καί ὁ Θεός ἔφερνε τούς ἐπισκέπτες. Καί ἐκεῖ στή συνάντηση πάλι ὁ Θεός ἦταν παρών, ὁ ἴδιος, ἀφοῦ καί ὁ ἕνας ἦταν τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄλλος ἦταν τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνάντηση ἦταν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως δέν ἔχουμε ἐδῶ μιά ἐπίσκεψη, μιά συνάντηση, ὅπως εἶπα, ἀνθρώπινη ἁπλῶς, νά τήν πάρουμε ἀπό τήν καλύτερη πλευρά, στήν καλύτερη δηλαδή περίπτωση. Δέν εἶναι ἁπλῶς κάτι ἀνθρώπινο. Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μέ τά πλάσματά του διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι λοιπόν ἐκεῖ ὁ ἅγιος, ἔρχεται ὁ ἐπισκέπτης, πού τόν φέρνει ὁ Θεός, καί ὁ ἅγιος ἔχει μιά σιγουριά, μιά βεβαιότητα ὅτι θά κάνει ὁ Θεός αὐτό πού μπορεῖ καί θέλει νά κάνει ὡς Θεός, ἀκριβῶς σέ μιά συνάντηση δύο πλασμάτων του, πού αὐτός τά ἔφερε στήν ὕπαρξη καί αὐτός τά ὁρίζει· τόν ἅγιο τόν ἔχει ἐκεῖ, νά τος καί ὁ ἐπισκέπτης, τόν φέρνει ὁ Θεός. Εἶναι ὑπόθεση σπουδαία, εἶναι μιά τελετουργία. Καί χωρίς καλά-καλά νά τό καταλάβουν, κυρίως ὁ ἐπισκέπτης δηλαδή –ὁ ἅγιος τό ἔνιωθε συνεχῶς φαίνεται– ἔτσι καθώς συνομιλοῦν, καθώς εἶναι ἐκεῖ παρόντες καί οἱ δύο, ἀλλά ἐν Θεῷ, ὁδηγημένοι ἀπό τόν Θεό, ὁ Θεός δέν ἔχει δυσκολία, τό θέλει πάρα πολύ καί τό κάνει αὐτό ὁ Θεός: ἐνῶ πέφτουν οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ ἐκεῖ στό βαρύ κλίμα, στό τόσο ψυχρό κλίμα, τούς περιλούει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς περιλούει αὐτό τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, καί λάμπουν. Καί λέει ὁ ἅγιος: “Νά, βλέπεις τώρα; Εἴμαστε μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ”.

Θεϊκή παρουσία

Δέν χρειάστηκε νά κάνει ὁ ἅγιος κάτι ἰδιαίτερο, οὔτε ὁ ἐπισκέπτης. Νά, ὅπως δηλαδή αὐτή τήν ὥρα ἐμεῖς ἐδῶ εἴμαστε ἔτσι ἁπλά μέσα στήν ἀτμόσφαιρα αὐτοῦ τοῦ τοπικοῦ περιβάλλοντος, καί χωρίς νά κάνουμε τίποτε, καθώς φυσάει τό δροσερό ἀεράκι, εἰσέρχεται στούς πνεύμονές μας, μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει. Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα, πού ὁ ἥλιος δύει καί ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἔρχεται τό σούρουπο, ἡ νύχτα, καί εἴμαστε ὅλοι μέσα σ᾿ αὐτή τήν πραγματικότητα, νά, τόσο ἁπλά, αὐτό ὅλο πού εἶναι φυσικό, χωρίς νά τό καταλάβουμε, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, χωρίς νά κάνουμε κάτι ἰδιαίτερο, ὅλο αὐτό ἁπαλά-ἁπαλά θά γίνει, μπορεῖ νά γίνει θεϊκή παρουσία, ἀνάλογα τώρα πῶς θά τό νιώσει ὁ καθένας μας.
Λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθω, παρατήρησα ὅτι, καθώς κάποιες ψυχές –καί εὔχομαι σιγά-σιγά ὅλες οἱ ψυχές νά εἶναι ἔτσι, καί δέν θά δυσκολευόμουν νά πῶ ὅτι σχεδόν σέ ὅλες κάτι γίνεται– καθώς λοιπόν κάποιες ψυχές παίρνουν μιά στάση πού ἀκριβῶς δέν εἶναι ἡ συνηθισμένη στάση τοῦ ἀνθρώπου, πού μέ τή λογική του ἤ μέ τό συναίσθημά του ἤ ἁπλῶς μέ τόν καημό του ζητάει κάτι. Ὅπως ἐδῶ ὁ ἐπισκέπτης δέν ἦρθε σάν ἕνας ἁπλός ἐπισκέπτης, ἀλλά τόν ἔφερε ὁ Θεός· δέν τό συνειδητοποιεῖ πλήρως αὐτός, ἀλλά τόν ἔφερε ὁ Θεός· καί τόν ἔφερε ὁ Θεός ὄχι γιά νά περάσει μιά ὄμορφη ὥρα, ὄχι ἁπλῶς γιά νά βρεθεῖ στή φύση καί νά χαρεῖ τά χιόνια, ἀλλά τόν ἔφερε ὁ Θεός ἐκεῖ πού θά αἰσθανθεῖ ὅσο γίνεται ζωηρότερα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν παρουσία αὐτοῦ τοῦ θείου φωτός, τῆς θείας Χάριτος. Ναί, μήν τό θεωρήσετε ὅτι εἶναι ὑπερβολή, ὅτι εἶναι τραβηγμένο, ἐάν ποῦμε ὅτι μέ κάποιες ψυχές γίνεται ἕνα κάτι

 

Ὡς αὔρα λεπτή ἔρχεται ἡ Χάρις

Τώρα νά ποῦμε καί τό ἑξῆς. Ἐμεῖς δέν ξέρουμε ἀπ᾿ αὐτά τά πράγματα· εἴμαστε ἄνθρωποι κοινοί, συνηθισμένοι, μέ καημούς, μέ βάσανα, μέ προβλήματα, καί χάνεται κανείς μέσα σ᾿ αὐτά, βουλιάζει. Καί ἄν ἀναζητᾶ κανείς καί ἄν βρίσκει κάτι, εἶναι ἁπλῶς μιά ἀνθρώπινη βοήθεια. Δέν εἶναι τίποτε αὐτό. Δέν εἶναι κακό βέβαια νά ζητήσεις ἀνθρώπινη βοήθεια καί νά σοῦ δοθεῖ, ἀλλά δέν εἶναι τίποτε αὐτό. Εἶναι τό ἄλλο, τό θεϊκό, πού ἔρχεται ἔτσι ἁπαλά· δέν χρειάζεται νά γίνει κανένας θόρυβος οὔτε νά πετάξει κανείς ψηλά ἤ νά κατέβει χαμηλά. Τίποτε. Ὡς αὔρα λεπτή ἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Καί, ὤ τοῦ θαύματος, ὅλα τά ἄλλα μετά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχουν.
Λέγαμε σήμερα σέ κάποια περίπτωση κάτι πού ὅλοι τό ξέρουμε. Μόλις βγεῖ ὁ ἥλιος, δέν βλέπουμε τά ἀστέρια καί τό φεγγάρι. Ἔτσι πολύ φυσιολογικά ἐξαφανίζονται, δέν χρειάζεται νά γίνει τίποτε ἄλλο, νά ἁπλωθοῦν ἄς ποῦμε σύννεφα, γιά νά σκεπάσουν τά ἀστέρια. Ὅλα ἐξαφανίζονται· τό ἄπλετο φῶς τοῦ ἡλίου τά ἐξαφανίζει ὅλα. Ἔτσι κι ἐδῶ, μιά ἀκτίνα Χάριτος νά ἔρθει, ἐξαφανίζονται ὅλα τά ἄλλα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμασταν νέοι ἀκόμη, ὑπῆρχε ἕνα βιβλίο πού εἶχε τίτλο «Σταγόνες Χάριτος». Μικρούλικο ἦταν, λίγες σελίδες, ἀλλά τό διαβάζαμε. «Σταγόνες Χάριτος». Θά λέγαμε τώρα, νά, μιά ἀκτίνα, μιά λεπτούτσικη ἀκτίνα ἀπό τόν ἥλιο πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀπό τόν ἥλιο πού εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά ἁπλωθεῖ μέσα στήν ψυχή, καί ἔρχεται τό φῶς, ἀφοῦ εἴμαστε πλάσματα τοῦ Θεοῦ καί κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, καί ἀφοῦ ὁ Θεός δέν τή φοβᾶται τήν ἁμαρτία, νά τό προσέξουμε αὐτό, τήν ξεμπερδεύει, δέν τή φοβᾶται. Ὅλο τό θέμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἀφήσει τίς ἐξυπνάδες του, τό ἐγώ του, νά ἀφήσει ὅλα ἐκεῖνα πού τόσο πασχίζει ὁ καθένας νά τά στηρίξει, καί ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Δέν φοβᾶται ὁ Θεός οὔτε δυσκολεύεται νά τρυπώσει μέσα στήν ψυχή μας, καί νά ἔρθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέμε καί ὅπως εἶναι στή Θεία Κοινωνία, ἕνα ψιχουλάκι –μαργαρίτη τό λέμε– ἀνεπαίσθητο νά πάρουμε καί λίγο αἷμα, παίρνουμε ὅλο τόν Χριστό, ὅλο –δέν παίρνουμε ἕνα κομματάκι– τόσο πού δέν μποροῦμε νά τόν χωρέσουμε. Ἔτσι μιά ἀκτίνα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιά σταγόνα Χάριτος ὅταν ἔρθει στήν ψυχή, εἶναι ἕνας ἥλιος, πού μαραίνει ὅλα τά ἄλλα, τά σβήνει, τά ἐξαφανίζει· καί ἐκεῖνα πού μοιάζουν νά εἶναι φοβερά πράγματα καί μᾶς ἀπασχολοῦν καί βουλιάζουμε σ᾿ αὐτά, καί τά ἄλλα τά ὁποῖα ἀμαυρώνουν τήν ψυχή, σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτα. Νά τό προσέξουμε παρακαλῶ αὐτό. Πῶς λέγαμε ὅτι, ἅμα προσέξει κανείς καλύτερα, θά δεῖ: “Θεέ μου, τί ἀθλιότητα ἔχω μέσα μου!” Ὅμως ὁ ἥλιος αὐτός τῆς Χάριτος ὅλα τά ἐξαφανίζει, καί μένει μόνο ὁ ἥλιος, ἀνάλογα βέβαια μέ τή δεκτικότητα τοῦ καθενός, μέ τήν ὅλη στάση τῆς ψυχῆς.
Ἄν θά γίνει κάτι, θά τό κάνει ὁ Θεός

Δέν θά δίσταζα νά πῶ ὅτι πολλές εὐλογίες μᾶς δίνει ὁ Θεός, πολλές εὐλογίες. Τί κάνουμε ἄς ποῦμε αὐτή τήν περίοδο; Νά, καθόμαστε κάπου ἐκεῖ, δώσαμε ἀριθμούς, ἔρχεται ὁ καθένας, κάνουμε ἐξομολόγηση, καί τελειώνει ἡ περίοδος. Τί κάνουμε αὐτή τήν περίοδο; Νά, κάνουμε τόν Ἑσπερινό μας, τήν Παράκλησή μας, τήν ὁμιλία μας, καί τελειώνει. Ναί, ἀλλά ἐάν ὁ καθένας μας ζοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα, καί τώρα καί στήν ἄλλη περίοδο καί στήν ἄλλη, ὄχι ὡς κάτι ἁπλῶς ἀνθρώπινο ἀλλά ὡς κάτι πού τό κάνει ὁ Θεός, θά εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Σᾶς ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά, καί γενικότερα καί μέσα στό ἐξομολογητήριο ἀναγκάζομαι νά πῶ ἀρκετές φορές –γιά νά βοηθήσω τό λέω– ὅτι ἐγώ προσωπικῶς δέν θά μποροῦσα νά καθήσω ἐκεῖ μέσα· εἶναι ἀβάσταχτο, πῶς νά τό σηκώσεις, ποῦ νά βρεῖς ἄκρη. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ κούραση οὔτε πῶς θά σηκώσουμε αὐτά τά ὁποῖα θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι ἤ τί θά ποῦμε σ᾿ αὐτά πού ζητοῦν νά ἀπαντήσουμε. Δέν εἶναι αὐτό, ὄχι. Ὅ,τι γίνει πρέπει νά εἶναι ἕνα ἔργο πού τό κάνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Πῶς μπορεῖς νά σταθεῖς ἐκεῖ ἄς ποῦμε καί νά ἀντέξεις, ἄν δέν πιστέψεις ἔτσι καί ἄν δέν ἀφεθεῖς ἔτσι. Καί μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός θέλει νά καθήσουμε στό ἐξομολογητήριο καί σάν νά μήν ὑπάρχει χρόνος, σάν νά μήν ὑπάρχει κόπος, σάν νά μήν ὑπάρχει τίποτε, καί μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός πάλι θά φέρει τόν ἕνα, θά φέρει τόν ἄλλο κλπ. Ὁ Θεός ὅμως, προσέξτε, ὁ Θεός. Ὅπως κι αὐτή τήν ὥρα πού καθόμαστε τώρα ἐδῶ, ἄσχετα πῶς ξεκίνησε ὁ καθένας, ταπεινά φρονῶ ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔφερε. Κι ἄν ἐγώ τώρα λέω κάποιες κουβέντες, ἅμα δέν ἤθελε ὁ Θεός, τίποτε δέν μποροῦσα νά πῶ. Καθόμαστε λοιπόν καί ἀκοῦμε. Ὁπότε ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἔ, δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά μή βρίσκει τρόπο, κι ἐγώ ἀπό τή δική μου πλευρά καί καθεμιά ψυχή ἀπό τή δική της πλευρά, λιγάκι νά ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, λιγάκι νά τό πιστέψουμε αὐτό, λιγάκι νά ἀφεθοῦμε στήν Χάρι του. Καί ἔρχεται αὐτή ἡ Χάρις καίϜ Δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτε ἀπό κεῖ καί κάτω, ἀνάλογα πόσο τό αἰσθάνεται καί πῶς τό ζεῖ ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τήν ἀνταπόκρισή μας.
Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ ἀπόψε, γιά νά μή σᾶς κουράζω, εἶναι ὅτι νά, ἔτσι ἁπλά εἶναι τά πράγματα, ἁπλά, πολύ ἁπλά καί ἀληθινά, σᾶς παρακαλῶ· δέν εἶναι φτιαχτά οὔτε φανταστικά καί ὀνειρώδη. Εἶναι ἀληθινά καί ἁπλά. Σκέπτομαι καμιά φορά: ἀπό ποῦ μέ ἔφερε τώρα ἐμένα ὁ Θεός, ποιός ξέρει ποῦ θά ἤμουνα. Χωρίς νά αἰσθανθεῖ κανείς καθόλου ὅτι τόν ἁρπάζει ὁ Θεός καί τόν τραβάει, ἐνῶ ἔτσι γίνεται, ξαφνικά λοιπόν μᾶς μαζεύει ὅλους ἐδῶ, εἴτε αὐτή τήν ὥρα2 εἴτε μέσα στήν ἐκκλησία εἴτε ἐκεῖ στό ἐξομολογητήριο. Ὅλο τό μυστικό εἶναι, παρακαλῶ, αὐτό: νά ἔχουμε τήν αἴσθηση, τή συναίσθηση καί τήν πίστη ὅτι, ἄν θά γίνει κάτι, θά τό κάνει ὁ Θεός, δέν θά τό κάνει ἄνθρωπος. Ἄν θά γίνει κάτι, θά τό κάνει ὁ Θεός. Καί ἄν ἐρχόμαστε ἀπό κεῖ πού ἐρχόμαστε καί μαζευόμαστε ὅπως μαζευόμαστε, πάλι ὁ Θεός τό κάνει. Αὐτό θέλει ὁ Θεός νά τό πιστεύουμε, νά τό δεχόμαστε καί νά παραδινόμαστε στήν Χάρι του.
Θά ἀρχίσουμε νά κλαῖμε γιά ὅλη τήν ματαιότητά μας καί γιά ὅλο ἐκεῖνο τόν ἄχαρο κόπο πού κάναμε στή ζωή μας, γιά νά στήσουμε –τί ἄλλο;– τό εἴδωλό μας. Καί λέει κανείς: “Θεέ μου, ἀπό ποῦ μέ ἔβγαλες! Θεέ μου, πῶς μέ φώτισες καί μέ φέρνεις στή θέση πού μέ φέρνεις καί μέ ἀπαλλάσσεις ἀπ᾿ αὐτό τό ἄχαρο πράγμα!” Θά κλαίει κανείς γιά ὅλη τήν ματαιότητά του, ἀλλά καί θά χαίρει «χαράν ἀνεκλάλητον».

 

Ὅλα ὕστερα εἶναι διαφορετικά

Δέν ξέρω ἄν ἐνθυμεῖσθε πού ἀναφέρει στίς Πράξεις γιά τόν ἀπ. Πέτρο, ὅταν ἦταν στή φυλακή, ὅτι πῆγε ὁ ἄγγελος καί τόν ἐλευθέρωσε, καί ὁ ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη αὐτό πού ἐδέχθη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μαζί μέ τούς ἄλλους Ἀποστόλους, κι ὅμως –τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος!– ἐνῶ πῆγε ὁ ἄγγελος ἐκεῖ καί τόν λύνει καί τοῦ λέει “σήκω ἐπάνω καί φόρεσε τά σανδάλια καί τό ἐπανωφόρι”, καί ὁ ἀπόστολος νομίζει ὅτι βλέπει ὄνειρο. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό. Τόσο ξένος εἶναι κανείς πρός τά θεῖα πράγματα, ὅταν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος. Καί αὐτό νά τό ἔχουμε ὑπόψιν μας. Ὅπως ἐδῶ στήν περίπτωση τοῦ ἀπ. Πέτρου, ἔτσι καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅπως λέει γιά τόν ἑαυτό του ὁ ἀπ. Παῦλος, «καί ἤκουσε ἄρρητα ρήματα» κλπ., μετά ὅμως λέει ὅτι τοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν». Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ ἄνθρωπος πού παιδεύεται μέ τόν σκόλοπα, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ ἄνθρωπος πού ἀνέβηκε στόν τρίτο οὐρανό. Ἔτσι εἶναι.
Ἀλλά ἐδῶ εἶναι τό θέμα τό μεγάλο. Ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα πού ζεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅτι τοῦ ἔδωσε σκόλοπα ὁ Θεός, νά, πῶς τήν ἑρμηνεύει: Δέν κάθεται νά πεῖ, “τί θά γίνω ἐγώ, πόσο στενοχωριέμαι, πόσο παιδεύομαι”. Τίποτε. Μοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός, λέει, ἀλίμονο ἄν δέν μοῦ τό εἶχε δώσει, γιά νά μήν ὑπεραίρομαι, γιά νά μέ φυλάγει αὐτό τό πράγμα, καί μοῦ εἶπε «ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Καί ἐγώ ἀπό κεῖ καί πέρα «ἥδιστα καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου», «ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι». Καί τό πανηγυρίζει. Ἀπό τήν καθαρῶς ἀνθρώπινη πλευρά, καθώς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν θείων χαρισμάτων.
Ὁ ἀπ. Πέτρος ἀπό τό ἕνα μέρος δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος τοῦ λέει “κάνε τοῦτο, κάνε ἐκεῖνο”, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ἕνας ἄνθρωπος εἶναι, πού λέει “γίνονται αὐτά τά πράγματα;” Νόμιζε ὅτι βλέπει ὄνειρο. Καί μόνο ὅταν ὁ ἄγγελος τόν ἔβγαλε τελικά ἔξω στόν δρόμο καί τοῦ εἶπε “πήγαινε τώρα”, τότε συνειδητοποίησε τί ἔγινε καί ἔτρεξε νά βρεῖ τούς ἀδελφούς. Καί ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, δέν ἄλλαξε, δέν εἶχε τίποτε ἄς ποῦμε παράξενα πράγματα· πῆγε καί χτυποῦσε τήν πόρτα, καί δέν ἄνοιγε μόνη της, καί περίμενε ἐκεῖ νά τοῦ ἀνοίξουν κλπ.
Νά, αὐτό εἶναι. Μόλις κανείς νιώσει λίγο τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, καί τή νιώθει μόλις λίγο ξεφύγει ἀπό τό κατεστημένο τό δικό του, λάμπει ὁ ἥλιος, λυτρώνεται κανείς, καί ὅλα ὕστερα εἶναι διαφορετικά. Δέν γίνεται ἕνας νεφελώδης ἄνθρωπος κανείς, ἄς ποῦμε σάν φάντασμα· συνηθισμένος ἄνθρωπος εἶναι, ὁ ὁποῖος θά συνεχίσει τήν ἴδια ζωή: ἡ μητέρα θά πάει μέ τά παιδιά της, μέ τό μαγείρεμά της, μέ τό σπίτι της, ὁ ἄλλος θά πάει στή δουλειά του κλπ. Δέν θά γίνει κανένα φάντασμα κανείς, ἀλλά ὅλα ἔχουν ἄλλο χαρακτήρα μετά. Ὄχι ἁπλῶς, ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, σάν νά παύουν νά εἶναι ἄχαρα ἔπειτα, ἀλλά σάν νά εἶναι ὅλα εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, ὅλα. Κι αὐτό δέν εἶναι φανταστικό. Ὄχι. Τό νιώθει κανείς, τό ζεῖ. Τήν ἴδια ἀρρώστια πού εἶχε τήν ἔχει πάλι, ἀλλά εἶναι μιά εὐλογία Θεοῦ· τό ἴδιο κουσούρι πού εἶχε τό ἔχει πάλι, ἀλλά εἶναι μιά εὐλογία Θεοῦ.
Παρακαλῶ ὅλοι νά δοξάσουμε τόν Θεό, νά τόν εὐχαριστήσουμε καί νά δεχθοῦμε νά μποῦμε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, καθώς λίγο-λίγο μᾶς βάζει στό χέρι του καί λίγο-λίγο μᾶς ἀναλαμβάνει καί μᾶς ποτίζει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, μέ τήν Χάρι του. Γεύση φοβερή. Παρακαλῶ λοιπόν νά τόν εὐχαριστήσουμε, νά τόν εὐχαριστοῦμε καί νά τόν δοξάζουμε, ἀλλά καί νά σκουντήξουμε λίγο τόν ἑαυτό μας. Εἶναι ὅ,τι χειρότερο νά ξαναγυρίζει κανείς πάλι στά δικά του ἀπό ἀντίδραση, ἀπό δέν ξέρω τί, καί νά μήν ἀφήνεται στόν Θεό, καθώς τόν κρατάει ὁ Θεός ἀπό τό χέρι καί τόν ὁδηγεῖ.

3-8-2001