Ἀγάπη: ἡ βάση τῆς οἰκογενείας
Τό θέμα μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦμε φέτος στή σύναξή μας αὐτή εἶναι: «Γονεῖς καί παιδιά».
Τό θέμα αὐτό θά τό ἐξετάσουμε ἀπό ψυχολογική ἄποψη, ὅπως ἐπίσης καί ἀπό χριστιανική ἄποψη. Σήμερα, προπαντός αὐτές τίς ἡμέρες, πού θά γιορτάσουμε τήν ἑβδομάδα, ὅπως λέγεται, τοῦ παιδιοῦ, λέγονται πάρα πολλά γιά τούς γονεῖς καί γιά τά παιδιά ἀπό ψυχολογικῆς καί παιδαγωγικῆς ἀπόψεως.
Καμιά φορά ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι χωρίς τή χριστιανική ἄποψη, χωρίς τό χριστιανικό φῶς, τό εὐαγγελικό φῶς, χωρίς τήν ἀλήθεια τοῦ Κυρίου. Καί χωρίς αὐτή τήν ἀλήθεια εἶναι ἄψυχα καί δέν προσφέρουν τόσα, ὅσα ἐπαγγέλλονται καί ὑπόσχονται ὅτι μποροῦν νά προσφέρουν. Ὁ κόσμος ὅμως ἐλπίζει σ ̓ αὐτά. Ἐγώ προσωπικά πιστεύω ὅτι μόνη της ἡ ψυχολογία ἤ μόνη της ἡ παιδαγωγική, ἄν δέν ἁλατισθοῦν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τελικά δέν κάνουν τίποτε καί ἴσως βλάπτουν κιόλας.
Προϋποθέσεις γιά καλά θεμέλια στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου
Σύμφωνα μέ τή σύγχρονη ψυχολογία καί τήν παιδαγωγική ἐπιστήμη, τά θεμέλια τοῦ ἀνθρώπου τίθενται τά πρῶτα πέντε ἕξι χρόνια τῆς ἡλικίας του. Τρόπον τινά, ἡ φόρμα πού θά πάρει τό παιδί αὐτά τά χρόνια, τά βιώματα πού θά ζήσει τό παιδί καί μέ τά ὁποῖα θά συνυφανθεῖ ἡ ζωή του κατά τά πρῶτα αὐτά πέντε ἕξι χρόνια, εἶναι ἐκεῖνα πού καθορίζουν καί ἐπηρεάζουν τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τά βαθιά του γηρατειά, μέχρι τόν θάνατό του. Καί γνωρίζουμε καλά ὅτι τό παιδί στήν ἡλικία αὐτή, κατά κανόνα, εἶναι στά χέρια τῶν γονέων, καί μάλιστα στά χέρια τῆς μητέρας, καθώς ἀκόμη δέν ἔχει πάει στό σχολεῖο.
Ἐάν αὐτό πού λέει ἡ ψυχολογία καί ἡ παιδαγωγική εἶναι ἀληθινό, εἶναι σωστό, καί φαίνεται πώς εἶναι, ὄχι βέβαια σέ ἕναν ἀπόλυτο βαθμό –θά δοῦμε κάποτε γιατί– ἐάν, ἐν πάσῃ περιπτώσει, μέχρις ἑνός ὁρισμένου σημείου ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τότε αὐτό εἶναι πάρα πολύ σοβαρό, καί πρέπει ἰδιαίτερα νά τό προσέξουμε ὅλοι μας καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία φροντίζει γιά τή διαπαιδαγώγηση τῶν πιστῶν της καί ἰδιαίτερα τῶν μικρῶν παιδιῶν.
Ἐφόσον κατά τήν ἡλικία αὐτή, πού τίθενται τά θεμέλια τοῦ ἀνθρώπου, τό παιδί εἶναι στά χέρια τῶν γονέων, καί μάλιστα τῆς μητέρας, εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε νά ἔχουμε, ὅσο τό δυνατόν, καλύτερους γονεῖς καί μάλιστα μητέρες. Δηλαδή, νά εἶναι, ὅσο τό δυνατόν, καλύτερα καταρτισμένοι, καλύτερα ἐνημερωμένοι, καί νά εἶναι οἱ ἴδιοι, ὅσο γίνεται, ἰσορροπημένοι, ἀναγεννημένοι, τακτοποι- ημένοι ψυχολογικά, ὥστε νά βοηθοῦν τά παιδιά τους. Ὄχι μόνο νά μήν τά βλάπτουν, ὄχι μόνο νά μή δημιουργοῦν τραύματα σ ̓ αὐτά –κάτι πού συμβαίνει πάρα πολλές φορές– ὄχι μόνο λοιπόν νά ἀποφεύγεται αὐτό τό κακό, ἀλλά καί θετικά νά βοηθοῦν τά παιδιά, τά ὁποῖα ἔρχονται στόν κόσμο αὐτό μέ διάφορες προδιαθέσεις πρός τήν ἄλφα ἤ τή βῆτα κατεύθυνση, ὥστε νά διαφεύγουν τούς κινδύνους ἐκείνους πού θά διατρέξουν κατά τήν πορεία τῆς ζωῆς τους καί νά γίνονται ἰσορροπημένοι καί σωστοί ἄνθρωποι.
Θά ἦταν βέβαια εὐχῆς ἔργον ἡ Ἐκκλησία νά τό προσέξει αὐτό τό θέμα, ὅσο γίνεται περισσότερο, καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή νά κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατό. Νά ἱδρύσει, π.χ., σέ κάθε μητροπολιτική περιφέρεια ἕνα, ἄς τό ὀνομάσουμε, ἰνστιτοῦτο οἰκογενείας ἤ ἰνστιτοῦτο ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς τῆς οἰκογενείας, καί στό πνευματικό αὐτό κέντρο νά παρέχονται στούς μέλλοντες γονεῖς, στούς γονεῖς πού τώρα μεγαλώνουν παιδιά καί σ ̓ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κάποτε μεγάλωσαν παιδιά –καί οἱ γιαγιάδες ἔχουν ἀνάγκη νά ξέρουν μερικά πράγματα, γιατί τά κάνουν θάλασσα μερικές φορές μέ τά παιδιά– οἱ ἀπαραίτητες γνώσεις, καί νά γίνεται ἡ ἀπαραίτητη καί ἀνάλογη κατάρτιση, ὥστε τά παιδιά, πού ἔρχονται σήμερα στή ζωή καί διατρέχουν τόν κίνδυνο σ ̓ αὐτή τήν κοινωνία νά χάσουν τήν ἰσορροπία τους ἤ νά μήν τή βροῦν ποτέ, νά βοηθοῦνται ἀπό τούς γονεῖς τους, γιά νά γίνονται σωστοί καί ἰσορροπημένοι ἄνθρωποι.
Θά μποροῦσε, π.χ., ἄν θέλετε νά πῶ πιό συγκεκριμένα, κάποια Μητρόπολη νά ἔχει ἕνα τέτοιο ἐκκλησιαστικό κέντρο οἰκογενείας μέ αἴθουσες καί μέ διάφορα κατάλληλα μέσα, ὅπου θά συγκεντρώνονται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν πότε οἱ νεώτερες μητέρες, πότε οἱ κάπως πιό ἡλικιωμένες, πότε οἱ ὑποψήφιες μητέρες, ἀλλά καί οἱ πατέρες, οἱ μέλλοντες ἤ αὐτοί πού εἶναι τώρα πατέρες, ὅπου θά συγκεντρώνονται γενικά οἱ γονεῖς, γιά νά καταρτίζονται.
Ἀλλά καί παράλληλα σέ ὅλη τήν πόλη, στήν κάθε ἐνορία, θά μποροῦσαν νά ὑπάρχουν παρκάκια, μικροί κῆποι, ὅπου οἱ μητέρες θά πηγαίνουν τά παιδιά γιά νά παίξουν, καί εἰδικοί παιδαγωγοί, παιδαγωγοί ὅμως ἐν Χριστῷ, θά παρακολουθοῦν τίς μητέρες πῶς ἡ καθεμιά θά ἀντιδράσει ἀπέναντι στό παιδί της, πῶς θά φερθεῖ στό παιδί της, τήν ὥρα πού θά κυλιστεῖ κάτω καί θά ρίξει καί λίγο χῶμα ἐπάνω στό κεφάλι του καί θά λερωθεῖ. Θά ἀντιδράσει κατά ἕνα σωστό τρόπο ἤ θά ἀντιδράσει μή σωστά; Καί θά βρεῖ ἔτσι τήν εὐκαιρία, πάνω στήν πράξη, τό ἁρμόδιο καί κατάλληλο πρόσωπο νά πλησιάσει τή μητέρα, ἤ ἐκείνη τήν ὥρα ἤ μιά ἄλλη ὥρα, καί νά πεῖ: «Κυρία μου, σ ̓ αὐτή τήν περίπτωση ὄχι ἔτσι, ἀλλά κατ ̓ αὐτόν καί κατ ̓ αὐτόν τόν τρόπο ἔπρεπε νά μιλήσεις καί νά φερθεῖς».
Αὐτά, ὅσο κι ἄν φαίνονται ὅτι εἶναι ἁπλά πράγματα, καί, τρόπον τινά, σάν νά μήν ἔχουν ἀξία, ἐγώ προσωπικά πιστεύω ὅτι ἔχουν πάρα πολλή ἀξία, ὅταν γίνονται ἐν τῷ πνεύματι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνονται ἐν Χριστῷ καί μέ ἀγάπη Χριστοῦ. Διότι πολλές φορές πάρα πολλά πράγματα σχετικά μέ τό παιδί ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση πού θά πάρουμε καί ἀπό τόν τρόπο πού θά μιλήσουμε. Τό ἴδιο πράγμα μπορεῖ νά πεῖ καί ὁ ἕνας, τό ἴδιο πράγμα μπορεῖ νά πεῖ καί ὁ ἄλλος, ἀλλά ὁ ἕνας νά ὠφελήσει, καί ὁ ἄλλος νά βλάψει· ὁ ἕνας νά κερδίσει τό παιδί, καί ὁ ἄλλος νά τό ἀπωθήσει· ὁ ἕνας νά τό ἐνθαρρύνει τό παιδί, καί ὁ ἄλλος νά τό τραυματίσει, νά τό κάνει νά πάθει.
Συνδημιουργοί μέ τόν Θεό
Ἐάν δέν εἶχε παρεμβληθεῖ ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων, δέν γνωρίζουμε πῶς θά γινόταν ἡ αὔξηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκεῖνο δέν μᾶς πολυενδιαφέρει, ἀφοῦ δέν τό γνωρίζουμε, καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά πολυπραγμονοῦμε. Γνωρίζουμε ὅμως καλά τί γίνεται τώρα, μετά τήν πτώση· πῶς δηλαδή αὐξάνεται τό ἀνθρώπινο γένος. Μέσα στή φωλιά πού λέγεται οἰκογένεια, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα ἀξιώνονται ἀπό τόν Θεό νά γίνουν συνδημιουργοί καί νά ἀποκτήσουν παιδιά. Δέν γνωρίζω ἐάν ὅλοι οἱ πατέρες καί ὅλες οἱ μητέρες ἔχουν συνειδητοποιήσει σέ ὅλο τό βάθος αὐτό τό γεγονός, ὅτι γίνονται συνδημιουργοί μέ τόν Θεό, καθώς φέρουν στόν κόσμο ἕναν ἄνθρωπο, πού μέχρι χθές δέν ὑπῆρχε. Αὐτό τό γεγονός εἶναι ἕνα βαθύτατο μυστήριο. Βέβαια, τό ἔχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, ἐπειδή διαρκῶς τό βλέπουμε καί διαρκῶς τό ζοῦμε. Ὅπως ἔχουμε συνηθίσει τόν ἀέρα πού ἀναπνέουμε καί δέν σκεπτόμαστε κάν ὅτι ὑπάρχει· ὅπως καί τόσα ἄλλα ἀγαθά. Καί αὐτό λοιπόν τό ἔχουμε συνηθίσει τόσο πολύ, ὥστε δέν προσπαθοῦμε νά ἐμβαθύνουμε, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, καί νά κατανοήσουμε τό μέγα αὐτό μυστήριο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνδημιουργός μέ τόν Θεό.
Δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού κάνει κάτι μόνος του· εἶναι ὁ Θεός ὁ ὁποῖος κάνει, ἀλλά ὄχι πάλι μόνος του ὁ Θεός. Ὁ Θεός θέλησε νά γίνονται ἔτσι τά πράγματα, ὥστε αὐτός νά εἶναι δημιουργός, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος συνδημιουργός. Αὐτό ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, καί γονεῖς πού δέν τό ἔχουν καταλάβει καί δέν τό ἔχουν συνειδητοποιήσει, δέν μποροῦν νά φερθοῦν ἀνάλογα ἀπέναντι στά παιδιά τους, πού εἶναι δημιουργήματά τους, καθώς συνδημιουργοῦν μέ τόν Θεό, καί δέν μποροῦν νά πάρουν τή στάση ἐκείνη πού πρέπει νά πάρουν. Ἑπομένως, δέν μποροῦν νά δώσουν τήν κατάλληλη ἀγωγή καί νά ἐμπνεύσουν τή ζωή πού πρέπει στά παιδιά.
Ὁ γάμος, ὅπως μᾶς λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι μέγα μυστήριο. Αὐτό φαίνεται ἀκόμη ἀπό τά πρῶτα βήματα, ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἀρχή τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέγεται σαφῶς: «Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ…» Δηλαδή, τή στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει νά γίνει συνδημιουργός μέ τόν Θεό, φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά ἐγκαταλείψει τόν πατέρα καί τή μητέρα καί νά βρεῖ τή γυναίκα του καί νά δημιουργήσει ἔτσι οἰκογένεια. Ἐπαναλαμβάνω, πρό τῆς πτώσεως, ἄν δηλαδή δέν εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος, δέν γνωρίζουμε πῶς θά ἦταν τά πράγματα· ὅμως, μετά τήν πτώση ἔτσι ἔχουν. Καί ἔρχεται ὁ Κύριος καί εὐλογεῖ μέ εἰδικό μυστήριο τόν γάμο, ὅσο πεζός κι ἄν εἶναι σέ ὁρισμένες πτυχές του καί σέ ὁρισμένες ἐκδηλώσεις του.
Τό βαθύτερο στοιχεῖο τοῦ γάμου
Πάντως, τό βαθύτερο στοιχεῖο, τό κυρίαρχο στοιχεῖο, ἡ βαθύτερη συνεκτική οὐσία στόν γάμο –καί στή σχέση τοῦ ἀνδρογύνου πρός τόν Θεό καί στή σχέση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο καί στή σχέση τῶν γονέων πρός τό παιδί, πρός τόν καρπό πού θά γεννηθεῖ– εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν μπορεῖ δηλαδή νά ὑπάρχει γάμος, νά ὑπάρχει οἰκογένεια, δέν μπορεῖ αὐτό τό γεγονός, αὐτό τό μέγα μυστήριο νά εἶναι εὐλογημένο καί νά εἶναι μέσα στόν σκοπό του καί νά ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή του, ἐάν λείπει αὐτό τό στοιχεῖο πού λέγεται ἀγάπη.
Θά ἤθελα ἀπό τώρα ἀκόμη, εὐθύς ἐξαρχῆς –διότι ἀρκετές φορές θά ἐπανέλθουμε σ ̓ αὐτό τό στοιχεῖο πού λέγεται ἀγάπη– νά τονίσω ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δίνει νόημα στόν γάμο, δίνει νόημα στήν οἰκογένεια· ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία λύνει ὅλα τά προβλήματα. Ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀγάπη, ἡ σκέτη ἀγάπη, πού δέν ξέρω τί νόημα θά τῆς ἔδινε κανείς, ἀλλά ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά δημιουργεῖ, ἡ ἀγάπη πού ὁ Θεός φυτεύει μέσα στόν ἄνθρωπο, καί ἡ ὁποία τόν κάνει νά μήν εἶναι στραμμένος πρός τόν ἑαυτό του ἀλλά πρός τόν Θεό καί πρός τούς συνανθρώπους του.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἡ ἀληθινή αὐτή ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία λύνει ὅλα τά προβλήματα πού παρουσιάζονται, ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀποφασίζει κάποιος νά δημιουργήσει οἰκογένεια, ἀλλά καί καθώς ἀποκτᾶ καί μεγαλώνει παιδιά. Ἡ ἀγάπη ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, ἡ ἀληθινή, ἡ σωστή, αὐτή πού βγάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὄχι ἡ ἀγάπη ἐκείνη ἡ ὁποία κινεῖ γῆ καί οὐρανό, γιά νά ὑπηρετηθεῖ, ἀλλά ἡ ἀγάπη ἐκείνη ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό της καί δίνεται στόν ἄλλο.
Ἀπό πότε ἀρχίζουν τά βάσανα τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ καρπός τοῦ γάμου, τοῦ ἐν ἀγάπῃ γάμου, εἶναι τό παιδί. Τό παιδί ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἀπό τή στιγμή πού θά συλληφθεῖ στήν κοιλιά τῆς μάνας του. Ἐδῶ, παρακαλῶ, νά προσέξουμε τό ἑξῆς: ὑπάρχει τό παιδί, ὡς σῶμα καί ψυχή, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Δηλαδή, αὐτή ἡ ἄμορφη μάζα, πού ὑπάρχει ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεως, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἄμορφη αὐτή μάζα, ἡ ὁποία ἀκόμη οὔτε συνείδηση, θά λέγαμε, ἔχει οὔτε νοῦ οὔτε ἐκδηλώσεις ψυχῆς ἔχει, εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ἐκείνη τή στιγμή καί ὁ ὁποῖος θά ὑπάρχει αἰωνίως.
Ὑπάρχει λοιπόν ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως ὁ ἄνθρωπος ὡς σῶμα καί ψυχή. Ἐπίσης, ὡς σῶμα καί ψυχή ὁ ἄνθρωπος μένει ἐννέα μῆνες μέσα στήν κοιλιά τῆς μάνας του· ὡς σῶμα καί ψυχή ὑπάρχει ἀπό τή γέννησή του μέχρι τόν θάνατο, καί ὡς σῶμα καί ψυχή θά ὑπάρχει αἰωνίως μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι κάτι συμβαίνει στόν ἄνθρωπο κατά τόν θάνατο: γίνεται ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, πού διαρκεῖ καθ ̓ ὅλη τήν περίοδο ἀπό τόν θάνατο τοῦ καθενός μέχρι τήν ἡμέρα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού συλλαμβάνεται τό παιδί, ἀπό ἐκείνη κιόλας τή στιγμή τίθενται οἱ καταβολές τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος θά παρουσιασθεῖ ἔπειτα. Ἀπό ἐκείνη τήν πρώτη στιγμή δημιουργεῖται ἡ δομή τῆς ὑπάρξεώς του. Καί ἀπό αὐτή τή στιγμή ἀρχίζουν τά βάσανα τοῦ ἀνθρώπου. Καμιά φορά λέμε: «Τί ξένοιαστα πού εἶναι τά παιδιά!» Ὅταν θά ἔχουν μεγαλώσει ἀρκετά, τά ζηλεύουμε, πού εἶναι ξένοιαστα, τά ζηλεύουμε, πού εἶναι χωρίς βάσανα, καί θά θέλαμε κι ἐμεῖς νά βρεθοῦμε στή δική τους ἡλικία καί νά εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπό τίς φροντίδες πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Καί ὅμως, τά βάσανα τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζουν ὄχι ἁπλῶς ἀφοῦ μεγαλώσει ἀρκετά, ἀλλά ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ὑπάρξεώς του, τῆς παρουσίας του.
Ἔχει μεγάλη σημασία μέ τί καταβολές ἦλθε στήν ὕπαρξη ἕνα παιδί. Εἶναι ἡ δομή του, τό θεμέλιό του, εἶναι ἡ βάση τῆς ὑπάρξεώς του αὐτές οἱ καταβολές, οἱ ὁποῖες συγκροτοῦν τήν ὕπαρξη αὐτή, τόν ἄνθρωπο αὐτό, τήν ἀρχική ἄμορφη μάζα. Ἔχει μεγάλη σημασία ἑπομένως ποιές εἶναι οἱ καταβολές τοῦ παιδιοῦ, ποιά εἶναι ἡ δομή του, ποιό εἶναι τό θεμέλιό του, ποιά εἶναι ἡ ὅλη συγκρότησή του στήν κοιλιά τῆς μάνας του. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Κατά τό ἐννιάμηνο, πού τό παιδί μένει ἐκεῖ μέσα, ὅλο αὐτό τό διάστημα τό παιδί δέν τά περνάει καί τόσο καλά, ὅσο νομίζουμε.
Πολλά βάσανα τῆς μάνας, ἀκόμη καί τοῦ πατέρα, τά ζεῖ καί αὐτό, τό καημένο. Δηλαδή, ἡ ὅλη ψυχική κατάσταση τῆς μητέρας ἐπηρεάζει καί τό ἔμβρυο. Ἡ ὅλη ψυχική κατάσταση τοῦ πατέρα ἐπηρεάζει ἐπίσης καί τό ἔμβρυο. Ὅταν ὁ πατέρας, ἤ πρωτίστως, ὅταν ἡ μητέρα εἶναι ἕνας νευρωτικός ἄνθρωπος, εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά μήν ἐπηρεαστεῖ αὐτή ἡ ἄμορφη μάζα πού εἶναι ἐκεῖ μέσα.
Εἶναι μέν ἄμορφη μάζα, ἀλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁ ὁποῖος θά ζήσει αἰωνίως. Δέν θά εἶναι ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος αὐτός πού θά ζήσει αἰωνίως, ἀλλά αὐτή ἡ ἄμορφη μάζα. Ἄν ἀναγεννηθεῖ, θά ἀναγεννηθεῖ αὐτή ἡ μάζα, αὐτή ἡ ὕπαρξη, καί ὄχι κάποια ἄλλη, ἡ ὁποία θά γίνει ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος. Θά ἀναγεννηθεῖ αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μέσα ἐκεῖ πολλές φορές ἐπηρεάζεται βαθύτατα ἄλλοτε πρός τό καλό καί ἄλλοτε πρός τό κακό. Διότι μπορεῖ νά ἐπηρεαστεῖ καί πρός τό καλό ἀπό τήν πληρότητα, ἀπό τήν ἰσορροπία πού ἔχει ἡ μητέρα, ἀπό τή χαρά, ἀπό τήν ἐλπίδα, ἀπό τήν πίστη πού ἔχει ἡ μητέρα. Ὄχι ὅτι μεταδίδει πίστη στό παιδί, ἀλλά μιά πιστή μητέρα αἰσθάνεται ἀσφάλεια, ἔχει βεβαιότητα ἐσωτερική, ἔχει εἰρήνη, καί ὅλα αὐτά τά βιώματά της ἔχουν ἀνάλογη ἀντανάκλαση στό παιδί.
Μολονότι, κατά τήν ἐπιστήμη, τό παιδί ἔχει μιά αὐτοτέλεια, ἔχει μιά αὐτοτελή ζωή, καί τά πάντα φιλτράρονται διά μέσου ἑνός φίλτρου –καί τό αἷμα ἀκόμη, πού πάει στό παιδί, δέν εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό αἷμα τῆς μητέρας, ἀλλά φιλτράρεται καί γίνεται, τρόπον τινά, ἕνα ἀλλιώτικο αἷμα, καθαρό– παρά ταῦτα ὅμως ὅλα αὐτά τά βιώματα, εἴτε καλά εἴτε ἄσχημα, πού ζεῖ ἡ μητέρα, περνοῦν καί ἐπηρεάζουν καί τό ἔμβρυο. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία ὄχι μόνο γιά τίς μητέρες πού βρίσκονται σέ κατάσταση κυοφορίας σήμερα ἤ θά βρεθοῦν αὔριο, ἀλλά ἔχει μεγάλη σημασία γιά ὅλους μας. Διότι βιώματα ἤ ἄλλα πράγματα ἀόριστα καί ἀνεξήγητα, πού ὑπάρχουν μέσα μας καί μᾶς βαρύνουν καί δημιουργοῦν μερικές φορές καταστάσεις ἀνεξήγητες, μελαγχολικές κτλ., δέν ἀποκλείεται νά ἔχουν τή ρίζα τους καί νά ἀρχίζουν ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη πού ἤμασταν ἐκεῖ μέσα στό σκοτάδι, στήν κοιλιά τῆς μάνας μας.
Ἑπομένως, αὐτά τά ὁποῖα λέμε σήμερα ἐδῶ καί θά ποῦμε καί τίς ἄλλες Κυριακές, καί θά ἀναφέρονται στά μικρά παιδιά καί στούς γονεῖς τους, ἐνδιαφέρουν τόν καθένα μας. Διότι πολλά πράγματα, ἐπαναλαμβάνω, ἀπό αὐτά πού καμιά φορά ζεῖ κανείς, πού νιώθει δηλαδή πώς κάτι τόν δένει, κάτι τόν φυλακίζει κυριολεκτικά, κάτι δημιουργεῖ μέσα του μιά σκοτεινή κατάσταση, καί δέν ξέρει τί τοῦ συμβαίνει, πολλά ἀπό αὐτά, ἄν ὄχι ὅλα, μπορεῖ νά προέρχονται ἀπό τόν σκοτεινό θάλαμο τῆς μητέρας ἤ καί ἀπό τά πρῶτα χρόνια μετά τή γέννηση, πού ζήσαμε κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τῆς μητέρας, τῆς νευρωτικῆς μητέρας, τῆς ἀνήσυχης μητέρας.
Ἀλλά εἶπα ὅτι καί ἕνας πατέρας ἀκόμη μπορεῖ νά ἐπιδράσει. Ὅταν δηλαδή μέ τή νευρωτική του κατάσταση δημιουργεῖ μέσα στό σπίτι ἀναστάτωση, καί αὐτό ἔχει ἀνάλογες ἐπιπτώσεις στή μητέρα, ἐν συνεχείᾳ καί τό παιδί ὑφίσταται μιά ἀνάλογη κακή ἐπίδραση. Ὁ Θεός μόνο γνωρίζει πόσοι ἀπό μᾶς καί πόσο ἐπηρεαστήκαμε ἀπό τέτοιου εἴδους καταστάσεις κατά τήν ἐμβρυϊκή μας περίοδο, καί φέρουμε μέχρι σήμερα τό βάρος τους, καί τίς οἶδε μέχρι πότε θά τό φέρουμε.
Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τό παιδί τους
Ἡ βάση τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας, εἴπαμε, εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο μεταξύ τῶν συζύγων ἀλλά καί μεταξύ τῶν γονέων καί τῶν παιδιῶν. Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τό παιδί τους πρό τῆς γεννήσεώς του καί πρό τῆς συλλήψεώς του ἀκόμη, καί νά τό ἀγαποῦν ὄχι σάν ἕνα ἀντικείμενο ἀλλά ὡς ἕνα πρόσωπο ἐλεύθερο. Ἴσως ἀκούγεται λίγο παράξενα πού λέμε πώς οἱ γονεῖς πρέπει νά ἀγαποῦν τό παιδί τους. Βρίσκονται ἄραγε γονεῖς πού δέν ἀγαποῦν τό παιδί τους;
Ὡστόσο, πιστεύω ὅτι καί γονεῖς ἀκόμη οἱ ὁποῖοι δέν θά ἤθελαν μέ κανέναν τρόπο νά παραδεχθοῦν ὅτι δέν ἀγαποῦν τό παιδί τους, εἶναι ἐνδεχόμενο ὑποσυνείδητα νά μήν πῆραν καλή στάση ἀπέναντι στό παιδί καί τελικά νά μήν τό ἀγάπησαν, ὅπως ἔπρεπε νά τό ἀγαπήσουν. Δηλαδή, ἐάν μιά μητέρα, πού κυοφορεῖ καί πρόκειται νά φέρει στόν κόσμο ἕνα παιδί, δέν τό ἀγκαλιάσει αὐτό τό παιδί μέ ὅλη της τήν ἀγάπη, ἀλλά πάρει μιά ἀντιδραστική, μιά ἀπωθητική στάση ἀπέναντί του, ἔστω ὑποσυνείδητα, τό παιδί αὐτό, λόγῳ τῆς στάσεως αὐτῆς καί τῶν ἀναλόγων βιωμάτων τῆς μητέρας, ὑφίσταται ἀναλόγους ἐπηρεασμούς· καί τό πράγμα εἶναι ἀκόμη χειρότερο, ὅταν γεννηθεῖ τό παιδί.
Ἐδῶ πρέπει πάλι νά ποῦμε δυό λόγια γιά τήν ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε καί πιό μπροστά. Ὅταν λέμε ἀγάπη, δέν τήν ἐννοοῦμε ὅπως τή θέλει ὁ καθένας. Μπορεῖ κάποιος πατέρας καί κάποια μητέρα νά περιμένουν μέ λαχτάρα νά ἔλθει τό παιδί στόν κόσμο. Ἀλλά ἄραγε ἀπό ἀγάπη; Ἀπό ἀληθινή ἀγάπη; Ἄραγε μέ βαθυτάτη συναίσθηση ὅτι ἔγιναν συνδημιουργοί μέ τόν Θεό; Ἄραγε μέ συναίσθηση ὅτι θά ἔλθει ἕνα ἐπιπλέον πλάσμα στόν κόσμο, καί ὅτι τό πλάσμα αὐτό εἶναι πρωτίστως πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἕνας ἄνθρωπος ἐλεύθερος καί ὄχι δικό τους ἀντικείμενο, δικό τους κτῆμα κάτι δηλαδή πού θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά τούς ἱκανοποιήσει καί νά κάνει τά θελήματά τους;
Πάρα πολλοί εἶναι οἱ γονεῖς οἱ ὁποῖοι περιμένουν μέ λαχτάρα πότε θά γεννηθεῖ τό παιδί, γιά νά παίξουν. Βέβαια, τό παιδί θέλει καί παιγνίδια, θέλει καί γέλια, θέλει καί χαρές, ἀλλά στό βάθος ὅλα αὐτά μήπως τά κάνει κανείς –ἕνας πατέρας, μιά μητέρα, μιά γιαγιά, ἕνας ἀδελφός ἤ μιά ἀδελφή τοῦ πατέρα ἤ τῆς μητέρας– κινούμενος ὄχι ἀπό ἀγάπη; Εἴπαμε, ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι ἕνα δόσιμο ἐν Χριστῷ πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄλλο καί, ἐν προκειμένῳ, στό παιδί. Εἶναι ἕνα τέτοιο δόσιμο αὐτή ἡ ἀγάπη τους ἤ μέ τήν ἀγάπη τους θέλουν νά πάρουν; Δηλαδή ἁπλῶς διασκεδάζουν ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα ἤ, γενικότερα, οἱ συγγενεῖς καί περνοῦν εὐχάριστα τόν καιρό τους παίζοντας μέ τό παιδί· ἀλλά στό βάθος πιθανόν αὐτό τό παιδί νά τό βλέπουν σάν ἕνα ἀντικείμενο, μέ τό ὁποῖο περνοῦν εὐχάριστα, καί ὄχι ὡς ἕνα πρόσωπο, ὡς ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά γίνει ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, ἰσορροπημένος ἄνθρωπος, πού θά ἔχει, τρόπον τινά, δοῦναι λαβεῖν ἀπευθείας μέ τόν Θεό.
Πόσες φορές οἱ γονεῖς ἔχουν καημό νά γεννηθεῖ ἕνα παιδί, καί τό παιδί αὐτό νά μάθει ὅ,τι δέν μπόρεσαν νά μάθουν αὐτοί, νά σπουδάσει καί νά γίνει ὅ,τι δέν μπόρεσαν νά γίνουν αὐτοί. Τό ἔχουν καημό μέσα τους, καί εἶναι μιά πληγή στήν ψυχή τους. Πόσες φορές οἱ γονεῖς ἔχουν διάφορα αἰσθήματα κατωτερότητος, διότι εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί ἤθελαν νά πετύχουν τοῦτο καί ἐκεῖνο καί δέν μπόρεσαν –δέν φθάνει νά ἔχεις ἁπλῶς ἰδέα καί νά θέλεις κάτι νά πετύχεις, ἀλλά πρέπει καί νά μπορεῖς κιόλας– καί μετά τήν ἀποτυχία εἶναι βαριά τραυματισμένοι! Αὐτό τό φέρουν βαρέως καί ἔχουν τόν καημό πότε νά γεννηθεῖ τό παιδί, ὁ γιός ἤ ἡ κόρη, καί ἀμέσως νά τό ἁρπάξουν καί γρήγορα νά τό ἑτοιμάσουν νά πετύχει, τουλάχιστον τό παιδί τους, ἐκεῖνο πού δέν πέτυχαν αὐτοί, χωρίς νά διερωτῶνται: «Ὁ γιός ἤ ἡ κόρη κάνει γι ̓ αὐτό τό πράγμα; Μπορεῖ; Φθάνουν οἱ ἱκανότητές του ὥς ἐκεῖ ἤ εἶναι γιά κάτι ἄλλο, καί ἔχει δυνάμεις καί ἱκανότητες γιά κάτι χαμηλότερο, γιά κάτι μικρότερο;» Γιά κάτι τό ὁποῖο βέβαια δέν θά παίξει κανένα ρόλο στήν ἱκανοποίηση τῶν γονέων, στό νά θεραπεύσει τά τραύματα τῶν γονέων, στό νά θρέψει, σέ τελευταία ἀνάλυση, τή φιλαυτία τους, τήν ἀγάπη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ τους.
5-10-1969