Αγιολογικα
A+
A
A-

64. Ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου

2 Αὐγούστου

Ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου

τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου

 

Πς μπορες νά ᾿σαι τσι χριστιανός;

 

Τά πάντα εἶναι γιά τή σωτηρία μας. Ὅλα ἔχουν σωτηριολογικό χαρακτήρα, ὅλα πρέπει νά ἔχουν σωτηριολογικό χαρακτήρα, καί εἰδικότερα οἱ προσευχές μας στήν Παναγία: «περαγία Θεοτόκε, σσον μς». Νά δοῦμε τί θά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός νά ποῦμε σήμερα.

Ἀπόψε, καθώς τήν ἀγρυπνία τήν κάνουμε ἀκριβῶς διότι ἑορτάζουμε τήν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Στεφάνου, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀναφερθοῦμε στό θέμα τῶν ἁγίων, τῆς ἁγιότητος.

Νομίζω ὅτι κάνουμε μεγάλο λάθος οἱ χριστιανοί πού, ὅπως ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά, ἀναγνωρίζουμε μέν τούς ἁγίους καί τιμοῦμε τούς ἁγίους καί τούς θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἅγιοι, ἀλλά σάν νά τούς βγάζουμε ἀπό τή ζωή μας. Τούς ἐπικαλούμαστε, προσευχόμαστε σ᾿ αὐτούς, πιστεύουμε στή μεσιτεία τους, στίς πρεσβεῖες τους, ἀλλά ὅμως, ἄν μποῦν στή ζωή μας, νά μποῦν μόνο καί μόνο γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά κάνουμε ἐκεῖνο πού θέλουμε, νά πετύχουμε ἐκεῖνο πού θέλουμε. Νά μποῦν ὅμως στή ζωή μας καί νά μᾶς παρακινήσουν νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά τους, δέν τό θέλουμε.

Καί μή σᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι τραβηγμένα αὐτά τά λόγια· εἶναι μιά ἀλήθεια. Ἕναν-ἕναν ἅμα πάρουμε τούς χριστιανούς καί τούς ρωτήσουμε, ὄχι ἄν θέλουν νά ἔχουν τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων ἤ τή βοήθεια τῶν ἁγίων, ἀλλά ἄν θέλουν νά μιμηθοῦν τούς ἁγίους, τή ζωή τῶν ἁγίων, δέν ξέρω ἄν βρεθεῖ κανένας πού θά πεῖ “ναί”· ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς θά ξεφύγει. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο· αὐτό λέει πολλά. Καί εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς δέν καθόμαστε νά τό σκεφθοῦμε, νά τό ἐξετάσουμε καί νά διορθώσουμε τή ζωή μας, νά διορθώσουμε τόν βίο μας. Πῶς τά καταφέραμε καί ἔτσι τά βολέψαμε τά πράγματα! Ἡ ὅλη θρησκευτικότητά μας, ἡ ὅλη χριστιανική μας ἄς ποῦμε ζωή εἶναι ἕνα κατεστημένο τώρα, καί δέν δεχόμαστε, δέν θέλουμε, δέν ἔχουμε διάθεση νά τά δοῦμε τά πράγματα πῶς ἔχουν καί νά προσπαθήσουμε νά ζήσουμε ὅπως πρέπει νά ζήσουμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός· δηλαδή νά μποῦμε στόν δρόμο αὐτόν τῆς ἁγιότητος, νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους.

Εἶναι λάθος μεγάλο, ἐπαναλαμβάνω, τό ὅτι δέν μᾶς ἐνοχλεῖ αὐτό τό πράγμα, δέν μᾶς ἐνοχλεῖ δηλαδή πού δέν νοιαζόμαστε ἄν εἴμαστε στόν δρόμο τῶν ἁγίων. Καί εἴχαμε ἀναφέρει καί ἄλλη φορά, πού ἄκουσα κάποιον νά λέει: «Ὄχι καί νά γίνουμε ἅγιοι!» Δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί, γιά νά μήν πάθουμε τίποτε· ὅλα τά χριστιανικά πράγματα τά χρησιμοποιοῦμε, γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά ζήσουμε καλά, νά ζήσουμε ὡραῖα, ν᾿ ἀπολαύσουμε ὅ,τι θέλουμε. «Ὄχι, ὄχι· ἅγιοι νά μή γίνουμε, δέν εἴμαστε γιά τέτοια!» Καί αὐτά δέν λέγονται μέ τήν ἔννοια ὅτι κανείς αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του πολύ ἁμαρτωλό καί ὄχι ἄξιο νά τόν ἀναλάβει αὐτόν ὁ Θεός νά τόν κάνει ἅγιο –ὄχι γι᾿ αὐτό– ἀλλά δέν θέλει. Καί αὐτό, γιατί θά στερηθεῖ πολλά πράγματα, θά χάσει πολλά πράγματα καί θά κινδυνεύσει· καί δέν τό θέλει αὐτό. Πῶς μπορεῖς νά ᾿σαι ἔτσι χριστιανός; Μπορεῖς νά μυηθεῖς ἔτσι σ᾿ αὐτή τήν πραγματικότητα;

 

Μέ χει κερδίσει Θεός;

 

Ἀκούσαμε τώρα γιά τόν ἅγιο Στέφανο, ὁ ὁποῖος ὁλομόναχος σχεδόν βρέθηκε νά πιστεύει στόν Χριστό καί δέν τόν ἐμπόδισε σ᾿ αὐτό τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν γύρω του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί ὁ λαός τάχα πίστευαν στόν Μωυσῆ, τάχα εἶχαν προφήτη τόν Μωυσῆ, τάχα πίστευαν στόν Θεό καί σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ὁ Θεός ὅρισε γι᾿ αὐτούς. Καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος κάθισε καί τούς τά εἶπε. Παρέθεσε δηλαδή σύντομα-σύντομα τήν ὅλη ἱστορία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ προσθέτοντας: Ἐσεῖς εἶστε «σκληροτράχηλοι καί περίτμητοι τ καρδίᾳ καί τος σίν· μες εί τ Πνεύματι τ γίῳ ντιπίπτετε, ς ο πατέρες μν καί μες». Ναί, καί οἱ πρόγονοί σας καί ἐσεῖς τώρα εἶστε σκληροτράχηλοι.

Ἔχει κανείς ἀγύριστο κεφάλι. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Μοῦ κάνει ἐντύπωση αὐτό, πού τό βλέπεις σέ ὁρισμένους, ὅτι δέν γυρνάει τό κεφάλι τους μέ τίποτε. Αὐτά πού νομίζουν, αὐτά πού πιστεύουν, αὐτά πού καταλαβαίνουν αὐτοί. Δέν γυρνάει τό κεφάλι μέ τίποτε. «Σκληροτράχηλοι καί περίτμητοι τ καρδίᾳ». Ναί, καρδιά σκληρή, δηλαδή καρδιά ἡ ὁποία δέν εἶναι διατεθειμένη νά δεχθεῖ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά δεχθεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, «εί τ Πνεύματι τ γίῳ ντιπίπτετε». Ἐσεῖς ποτέ δέν συμφωνεῖτε μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, δέν δέχεσθε νά σᾶς φωτίσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, δέν δέχεσθε νά συμμορφωθεῖτε πρός αὐτό τό ὁποῖο λέει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ν᾿ ἀκολουθήσετε τήν ὅλη ἐντολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνέχεια ἀντιδρᾶτε, συνέχεια κάνετε τά ἀντίθετα.

Καί τά λέει αὐτά ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Δέν τά κρύβει καθόλου, οὔτε τούς προκαλεῖ, ἄς ποῦμε, μέ τήν ἔννοια σάν νά μαλώνει μαζί τους, ἀλλά λυπᾶται γιά τήν πώρωσή τους, γιά τή σκληράδα τους, γιά τήν ἀπιστία τους, λυπᾶται γιά τό σκοτάδι πού δέν τούς ἀφήνει νά δοῦν τό φῶς. Καί τά λέει ὠμά· ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι μαλώνει ἤ τούς ἐχθρεύεται ἤ τούς μισεῖ ἤ θέλει τό κακό τους, ἀλλά δέν διστάζει, δέν ἀποφεύγει νά πεῖ τήν ὅλη ἀλήθεια: Εἶστε σκληροτράχηλοι, εἶστε ἀπερίτμητοι· «εί», συνεχῶς πᾶτε ἀντίθετα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτοί, ἀντί λίγο νά συνέλθουν, λίγο νά σπάσουν, ἀντί λίγο νά προβληματισθοῦν, ἐξαγριώθηκαν ἀκόμη πιό πολύ, σκλήραιναν ἀκόμη περισσότερο. Καί εἶναι ὅλοι αὐτοί ἀπό τό ἕνα μέρος καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Τόν παίρνουν λοιπόν καί τόν πηγαίνουν ἔξω καί τόν λιθοβολοῦν. Οὔτε τόν λογαριάζουν καθόλου οὔτε τόν λυποῦνται. Καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος ἐκεῖ προσεύχεται!

Νά τό προσέξουμε αὐτό. Τόσο, ἄς ποῦμε, ἔχει μέσα του τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τόσο ἔχει μέσα του τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού δέν δειλιᾶ· ὄχι μόνον μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν φοβᾶται νά δεχθεῖ τόν θάνατο, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν περνάει ἀπό τό μυαλό του καμιά ἀμφιβολία «μήπως δέν κάνω καλά;» Δέν μπορεῖ νά ἔχει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι ἡμέρα. Ὁ κόσμος νά χαλάσει δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι νύχτα. Καί μένει πιστός ἐκεῖ στόν Κύριο καί δέχεται εὐχαρίστως νά ἐξαγριωθοῦν, νά φωνάξουν, νά τόν σύρουν λοιπόν καί ν᾿ ἀρχίσουν νά τόν λιθοβολοῦν καί νά τόν χτυποῦν ἀλύπητα, καί αὐτός λέει: «Κύριε, μή στήσς ατος τήν μαρτίαν ταύτην», νά μήν τή λογαριάσεις αὐτή τήν ἁμαρτία πού κάνουν τώρα.

Ἀπό τό ἕνα μέρος, λοιπόν, ὁ ἅγιος δέχθηκε ὅλη τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τόν κέρδισε ὁ Θεός. Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό: τόν κέρδισε ὁ Θεός, δόθηκε στόν Θεό, ἀνήκει στόν Θεό, δέν τόν ἐπηρεάζουν ἄλλα πράγματα. Ἀγαπᾶ τούς πάντας, δέν μισεῖ κανέναν, λέει ὅλη τήν ἀλήθεια, ὄχι γιά νά τούς ἐλέγξει, καί δέν φοβᾶται νά τούς πεῖ τήν ἀλήθεια καί δέν φοβᾶται, ἄν ἐξαγριωθοῦν ἀπ᾿ αὐτό· ὅπως καί ἐξαγριώθηκαν. Καί ὅμως τούς συγχωράει.

Καί πάλι νά πῶ ἐδῶ: Γιά, νά ρθοῦμε ἐμεῖς ἐδῶ στή θέση αὐτή τοῦ ἁγίου! Καταρχήν ἔχουμε καθόλου τέτοιο πνεῦμα μέσα μας, πού σημαίνει ὅτι μᾶς κέρδισε ὁ Θεός, ὁ κόσμος νά χαλάσει; Μᾶς κέρδισε ὁ Θεός! Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα νά εἶναι ἀντίθετη, ἐμεῖς νά μείνουμε πιστοί στόν Θεό, καί αὐτό νά μᾶς δίνει τό θάρρος νά ζήσουμε τή ζωή αὐτή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή, νά τή ζήσουμε φανερά, ἔστω καί ἄν προκαλέσει κάποιους. Καί νά ποῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά πεῖς τήν ἀλήθεια στόν ἄλλο, ἀλλά καί συγχρόνως ὅμως νά ἔχουμε μέσα μας τό πνεῦμα αὐτό: νά μή θυμώσουμε, νά μήν κακιώσουμε, νά μή νιώσουμε μέσα μας κατάσταση μή καλή ἐναντίον ὁποιουδήποτε ἄλλου, ὁποιουδήποτε· καί τοῦ ἐχθροῦ μας ἀκόμη. Καί ἐκεῖνον ἀκόμη πού μᾶς σκοτώνει, ἐμεῖς νά μήν τόν μισήσουμε, νά μήν τόν θεωρήσουμε ἐχθρό μας, ἀλλά νά προσευχηθοῦμε μ᾿ ὅλη μας τήν ψυχή, ὥστε νά μή λογαριάσει τήν ἁμαρτία του ὁ Θεός. Τό ᾿χουμε αὐτό; Νά στρωθοῦμε κάτω καί νά τό δοῦμε. Τό ᾿χουμε; Καί ἀκόμη πιό πολύ: θέλουμε νά τό ἔχουμε;

 

,τι κι ν μο στοιχίσει…

 

Νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ποῦμε: «Θεέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, κέρδισέ με ὅπως κέρδισες τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, φώτισέ με ὅπως φώτισες τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, γέμισε τήν ψυχή μου μέ τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιο ὅπως τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, καί ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει! Αὐτή τήν ὥρα νά μέ σταυρώσουν, αὐτή τήν ὥρα νά μέ θανατώσουν, αὐτή τήν ὥρα νά μέ ἀποβάλουν καί νά μέ ἀπορρίψουν οἱ ἄλλοι, νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου».

Καί ἀγάπη, ἀπέραντη ἀγάπη καί ἀπέραντη συγχωρητικότητα ἀπέναντι καί τῶν ἐχθρῶν ἀκόμη νά ἔχει κανείς μέσα στήν καρδιά του. Νά τό ζητήσει ἀπό τόν Θεό. Τό θέλουμε; Δηλαδή καταρχήν ἔχουμε κάτι τέτοιο, γιά νά ᾿μαστε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐμεῖς πήραμε ἀπόφαση νά γίνουμε ἅγιοι νά μᾶς κάνουν εἰκόνες. Δέν εἶναι αὐτό. Αὐτό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τί θά γίνει, ἀλλά νά ᾿μαστε στόν δρόμο αὐτόν. Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος, γι᾿ αὐτό καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἐλέγοντο ἅγιοι. Καί ὅταν ὀνομάστηκαν χριστιανοί –γιατί δέν ἦταν αὐτό ὑποδεέστερο τοῦ “ἅγιος”– ἔγινε αὐτό γιά νά φαίνεται αὐτή ἡ ἁγία ζωή καί νά φαίνονται οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Νά φαίνονται ὅτι δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιοι πού κάνουν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος· ὁ Χριστός. Δέν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τόν Χριστό ἀληθινός Θεός, δέν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τόν Χριστό ἀληθινός ἄνθρωπος. Χριστιανοί, λοιπόν, ὀνομάσθηκαν, γιατί τό “χριστιανός” εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό τό “ἅγιος”.

Πῶς ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας, πῶς ἀνεχόμαστε, ἄς ποῦμε, νά φυτοζωοῦμε ἔτσι καί καθόμαστε καί παραπονούμαστε κιόλας ὅτι ἔχουμε αὐτά τά βάσανα, ἐκεῖνα τά βάσανα, ἔχουμε αὐτά τά προβλήματα καί ἔχουμε ἐκεῖνα τά ἐμπόδια. Τί εἶναι αὐτά; Ἀφήνει ὁ Θεός νά ᾿χουμε αὐτά τά βάσανα, ἀκριβῶς γιατί δέν ἀναλάβαμε τό ἕνα αὐτό μαρτύριο. Νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς κάνει δικούς του ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει καί νά ᾿μαστε ἀποφασισμένοι νά δεχθοῦμε ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει. Πόσα πράγματα θά νιώσει κανείς, πόσα πράγματα πού συντελοῦνται μέσα στήν καρδιά καί δέν παίρνουν εἴδηση οἱ ἄλλοι! Ἀλλά ἐκεῖ, θά κάνεις ὑπομονή, θά μείνεις σταθερός καί συνέχεια μέσα στήν καρδιά σου νά εἶναι ἡ ἀμνησικακία, μέσα στήν καρδιά σου νά ᾿ναι ἡ ἀγαθότητα, ἡ συγχωρητικότητα, νά μήν ἔχεις τίποτε ἐναντίον κανενός, τίποτε ἐναντίον καί τοῦ ἐχθροῦ σου ἀκόμη.

Νομίζω ἔτσι θά ἔχει –πῶς νά ποῦμε;– κάποια ἀξία καί κάποιο νόημα αὐτό πού κάνουμε ἀπόψε· ὅτι κάνουμε ἀγρυπνία, ὅτι εἴμαστε μέσα στήν ἀκολουθία, μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ἔτσι θά ᾿χουν νόημα αὐτά, ἐάν κάτι θά πιάσουμε ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια, κάτι θά ποθήσουμε καί θά βγεῖ ἀπό μέσα μας καημός, γιά νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μᾶς κάνει ὁ Χριστός δικούς του.

Τί ἤξερε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος; Δέν ἤξερε τίποτε. Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν κι αὐτός, ἀλλά καθώς ἄκουσε τόν Κύριο, καθώς πληροφορήθηκε γιά ὅλο ἐκεῖνο τό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος, τό Εὐαγγέλιο, ἐκεῖνος ἄνοιξε τήν καρδιά του καί τό πίστεψε καί τόν κέρδισε ὁ Χριστός καί τόν ἔκανε δικό του καί τόν ἀνέλαβε. Καί ὁ Χριστός τοῦ ᾿δωσε τό θάρρος, καί εἶπε ὅ,τι εἶπε καί τόν φώτισε νά πεῖ αὐτά πού εἶπε καί δέν τούς φοβήθηκε. Καί τοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά τούς συγχωρέσει. Ὁ Χριστός ὁ ἴδιος τοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά προσευχηθεῖ, ὥστε νά μή λογαριάσει ὁ Θεός τήν ἁμαρτία τους καί νά τούς συγχωρέσει.

Μακάρι ἕνα κάτι ἀπ᾿ αὐτό τό πνεῦμα ὁ ἅγιος νά βάλει μέσα στήν ψυχή μας ἀπόψε. Πόσο θά χαρεῖ ὁ ἅγιος καί πόσο θά μᾶς νιώσει δικούς του καί κοντά του! Καί θά τόν νιώσουμε δικό μας καί ὁπωσδήποτε θά φροντίσει καί γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα. Ἀλλά αὐτό πρωτίστως καί κυρίως νά γίνει μέσα μας.

 

1/2-8-2000 γρυπνία γ. Στεφάνου