Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος
Ἑορτάζουμε τή μεγάλη δεσποτική ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὅπως γνωρίζουμε, ὄχι μόνο ὑπάρχουν ἤ καί κτίζονται ναοί ἀφιερωμένοι στή Μεταμόρφωση, ἀλλά καί μοναστήρια ἐπίσης ἀφιερώνονται στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, γιατί βαθύτερα ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή αὐτό ἐπιθυμεῖ, νά μεταμορφωθεῖ. Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ αὐτό εἶναι: Τρέχει νά βρεῖ τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, γιά νά τόν μεταμορφώσει· δηλαδή νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὅ,τι εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Δέν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο καί ὑψηλότερο ἀπό τό νά γίνει κανείς ὅπως εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐπιδίωξη. Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά θεωθεῖ· αὐτή εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου.
Γι᾿ αὐτό ἤρθαμε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, γι᾿ αὐτό ὑπάρχουμε, γι᾿ αὐτό ἔκανε καί κάνει ὁ Θεός ὅ,τι κάνει, γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, καί αὐτήν τήν ὥρα πού εἴμαστε ἐδῶ, εἴμαστε ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Ὁπωσδήποτε σφάλλει κανείς, πέφτει σέ πλάνη, ὅταν ἀναζητεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο. Αὐτός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ κάθε ἀνθρώπου, δηλαδή αὐτός εἶναι ὁ τελικός σκοπός πού ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο. Καί βαθύτερα ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή αὐτό ποθεῖ, αὐτό ζητεῖ, καί ὅλα τ᾿ ἄλλα πρέπει νά ὑπηρετοῦν αὐτόν τόν σκοπό, νά ἑνωθεῖ κανείς μέ τόν Θεό, νά περάσει μέσα του ὁ Θεός, νά τόν διαποτίσει, νά τόν λαμπρύνει, νά τόν μεταμορφώσει, νά τόν θεώσει.
Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἡ σημερινή γιορτή εἶναι γιορτή πού συγκεντρώνει ὅλες τίς γιορτές. Ὅπως ξέρουμε, δέν θά ἀναστηθοῦν μόνο οἱ δίκαιοι, ἀλλά καί οἱ ἁμαρτωλοί. Θά ἀναστηθοῦν τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν, καί θά ἑνωθοῦν οἱ ψυχές μέ τά σώματα, γιά νά ἀπολαμβάνουν, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, αἰωνίως τά κακά. Δέν πρέπει νά μείνουμε ἁπλῶς στήν ἀνάσταση. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά γίνει στήν κάθε μιά ψυχή εἶναι νά ἔρθει σέ τέτοια ἕνωση μέ τόν Θεό, σέ τέτοια κοινωνία μέ τόν Θεό, ὥστε νά μεταμορφωθεῖ ἡ ψυχή. Οὔτε πάλι ἁπλῶς ἐξωτερικά νά βοηθήσει ὁ Θεός κάποια ψυχή ἤ ἐξωτερικά νά τῆς δώσει μιά κάποια χαρά.
Ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο τόν ἑαυτό του, ἡ Χάρις του περνᾶ μέσα ἀπ᾿ ὅλο τόν ἄνθρωπο· δέν περνάει καί φεύγει, ἀλλά μένει καί θεώνει τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς δέν ὑπάρχει ζωή. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἔξυπνος, νά ἔχει ὁρισμένες ἱκανότητες, νά ἐπιτυγχάνει ὁρισμένα πράγματα, ἀλλά ἔτσι καί μείνει ἁπλῶς ἄνθρωπος καί δέν γίνει κοινωνός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί δέν τόν θεώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, δέν ἔγινε τίποτε. Δέν ὑπάρχει ἐλεεινότερο καί φτωχότερο πλάσμα ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅταν τοῦ λείπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἐλεεινότερο καί δυστυχέστερο πλάσμα ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἀνώτερος ὅλων.
Ἡ μοναδικότητα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως
Ὁ Κύριος, βλέπετε, ἔκανε αὐτήν τήν χάρι στούς μαθητάς, νά τούς δείξει πῶς εἶναι ὁ ἴδιος, καί πῶς θά γίνουν καί αὐτοί. Ἡ χάρις αὐτή εἶναι γιά ὅλους μας. Τά ἔδειξε ὁ Κύριος στούς μαθητάς πρίν ἀπό τόν θάνατο, διότι ὅταν θά φύγουμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅλοι θά τά δοῦμε αὐτά, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, ἀλλά πρίν τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν βλέπουμε. Ἀκόμη καί τόν ἀναστάντα Κύριο πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι, τόν εἶδαν ὅπως τόν ἤξεραν, καί ὄχι διαφορετικότερο. Ὁ Κύριος βέβαια κρυβόταν καί δέν ἄφηνε νά τόν ἀναγνωρίσουν, γι᾿ αὐτό τόν ἔβλεπαν σάν κηπουρό, τόν ἔβλεπαν σάν ψαρά, τόν ἔβλεπαν σάν συνοδοιπόρο στόν δρόμο· ὅμως τίποτε περισσότερο. Μετά φανερωνόταν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ὅπως τόν γνώριζαν.
Ὅμως στό ὄρος Θαβώρ ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε στούς μαθητάς ἐν τῇ δόξῃ του, ὅπως θά τόν βλέπουν ὅλοι οἱ σεσωσμένοι αἰωνίως. Ὁ Χριστός πού εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε στούς μαθητάς, ὅπως ἀκριβῶς θά εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού δέχεται τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, πού θεώνεται. Θέλησε λοιπόν ὁ Κύριος νά κάνει αὐτήν τήν χάρι στούς μαθητάς, νά τούς δείξει πῶς εἶναι ὁ ἴδιος καί πῶς θά γίνουν καί ἐκεῖνοι. Διότι οἱ μαθηταί ἄκουγαν τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔβλεπαν νά θαυματουργεῖ, ὁπωσδήποτε ἔβλεπαν ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἐνέπνεε σ᾿ αὐτούς σεβασμό, ἀλλά ὡστόσο ὅμως ἦταν ἕνας ἄνθρωπος.
Ποτέ ὁ Χριστός δέν ἄφησε νά ἀποκαλυφθεῖ, νά φανερωθεῖ ἡ δόξα του· μόνο ἐκεῖ στό ὄρος Θαβώρ, αὐτήν τήν λίγη ὥρα, ἄφησε νά φανεῖ στούς μαθητάς του. Καθώς ὅμως ὁ Χριστός τούς ἔκανε νά μποροῦν νά δοῦν τή δόξα του, ἔδειξε τί θά γίνει καί ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, πόσο θά εἶναι δοξασμένος ὁ ἄνθρωπος, καί ὅπως λέει ἀλλοῦ, «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Βέβαια χρησιμοποιεῖ εἰκόνες πού γνωρίζουμε, γιατί δέν ξέρουμε τίποτε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο. Ὅπως λέει γιά τόν Χριστό ὅτι «τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς», ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου, ἔτσι καί οἱ δίκαιοι θά λάμψουν ὡς ὁ ἥλιος. Αὐτό τό φανέρωσε ὁ Κύριος ἐκεῖ στό ὄρος Θαβώρ.
Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, τό γεγονός αὐτό καί ἑπομένως καί ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι μοναδική. Ἀπό μιά πλευρά, νομίζω, δέν εἶναι δύσκολο νά ποῦμε ὅτι αὐτό τό γεγονός, αὐτή ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ Μεταμόρφωσή του ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, εἶναι πέρα ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Καί αὐτή ἦταν ἡ μοναδική φορά πού τόν εἶδαν ἔτσι οἱ μαθηταί, ἄλλη φορά δέν τόν εἶδαν. Ἀκόμη καί ἀναστημένο, ὅπως εἴπαμε, τόν ἔβλεπαν ὅπως τόν ἤξεραν. Βέβαια ὁπωσδήποτε ἦταν κάτι ἄλλο, ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Κύριος δέν ἄφηνε νά φανεῖ ἡ δόξα του.
Ἀπό μιά πλευρά, θά λέγαμε, εἶναι καί μιά διδασκαλία αὐτό, ὅτι σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, ὅσο καί ἄν μᾶς φανερωθεῖ ὁ Θεός, ὅσο καί ἄν μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός, ὅσο καί ἄν ἔρθει ἡ Χάρις του, θά εἶναι πάντοτε στά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Φεύγοντας ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο θ᾿ ἀνοίξουν τά μάτια τοῦ καθενός, καί, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, θά δοῦμε τόν Κύριο ὅπως εἶναι καί θά γίνουμε ὅμοιοι μ᾿ αὐτόν. Θά τό δοῦμε, θά τό αἰσθανθοῦμε ἐκεῖ καί θά τό ζοῦμε αἰώνια.
…Μακάριοι…
Ἕνας ἐπιπλέον μακαρισμός
Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς λοιπόν, εἶναι μεγάλη ἡ σημερινή γιορτή καί πολύ μεγάλο αὐτό τό γεγονός, καί μακάριος, θά ἔλεγα, εἶναι ὁ χριστιανός ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος –πῶς νά ποῦμε;– θά συνεπαρθεῖ ἀπό τήν ἑορτή αὐτή, ἀπό τό γεγονός αὐτό τοῦ Χριστοῦ, καί θά ἀγαπήσει, θά ποθήσει αὐτήν τή μεταμόρφωση. Μακάριος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος αὐτό καθεαυτό τό γεγονός τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό παράδοξο καί μοναδικό γεγονός τοῦ Χριστοῦ, πού ἐνεφανίσθη ἐνώπιον τῶν μαθητῶν ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, θά τό ἐπιθυμήσει, θά τό προσέξει καί θά στραφεῖ πρός αὐτό. Εἶναι μακάριος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν τάση νά τά προσπερνᾶ αὐτά. Βέβαια ὄχι ὅτι ἀρνεῖται τόν Θεό, ὄχι ὅτι ἀρνεῖται τόν Χριστό, ὄχι ὅτι ἀρνεῖται τήν Ἐκκλησία. Ὅλα καλά, ἀλλά τόσο, ὅσο μᾶς βοηθάει ὁ Χριστός νά εἴμαστε καλά, νά περνοῦμε καλά, νά ζοῦμε αὐτήν τή ζωή καί νά μή χάσουμε, νά μή στερηθοῦμε τίποτε.
Κάθε χριστιανός πρέπει νά βλέπει ὅσο εἶναι ἀνοικτός ὁ ὁρίζοντας. Ἐφόσον ὅλα τά δείχνει ὁ Θεός, νά ἔχουμε διάθεση ὅλα νά τά δοῦμε· ἐφόσον ὅλα τά δίνει ὁ Θεός, νά ἔχουμε διάθεση ὅλα νά τά δεχθοῦμε. Δέν πρέπει κανείς νά εἶναι τσιγκούνης ἤ, ἄς ποῦμε, τάχα νά ἀρκεῖται στά ὀλίγα· πολύ τά φτωχαίνουμε τά πράγματα. Ἄλλο εἶναι, ὅταν κανείς ταπεινά-ταπεινά λέει: «Θεέ μου, ἐγώ στά χάλια πού εἶμαι, καί λίγο νά μέ δροσίζεις, μοῦ φτάνει». Αὐτό εἶναι ταπείνωση, καί ὁ Θεός σ᾿ αὐτήν τήν ψυχή θά δώσει περισσότερα. Ἀλλά εἶναι λάθος, μεγάλο λάθος, ὅταν δέν θέλουμε νά δοῦμε τό τέλειο, τό ἀπόλυτο, ὅταν δέν θέλουμε νά δοῦμε ὅλη τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅλο αὐτό στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Δέν θέλουμε νά τό δοῦμε, δέν θέλουμε νά τό σκεπτόμαστε, γιατί ἀκριβῶς πολύ κολλήσαμε στά γήινα, στά πρόσκαιρα. Μέ τόν Θεό βέβαια εἴμαστε καί τά θεωροῦμε καί τά πρόσκαιρα σάν δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτά εἶναι γιά νά ξεκινήσουμε ἀπ᾿ αὐτά, καί νά πᾶμε στά ἀνώτερα, στά ὑψηλότερα.
Μακάριος λοιπόν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά προσέξει τό γεγονός αὐτό τῆς Μεταμορφώσεως, θά στρέψει τήν ψυχή του πρός αὐτό τό γεγονός, πρός τόν μεταμορφωθέντα Κύριο, πρός τό ὅτι ὁ Κύριος, ὡς Θεός, φανέρωσε αὐτήν τήν πραγματικότητα στούς Ἀποστόλους. Νά στραφεῖ κανείς πρός αὐτό τό γεγονός, νά τό ποθήσει καί νά μή λυπηθεῖ νά στερηθεῖ ὅ,τι καί ἄν χρειάζεται, γιά νά γίνει κοινωνός αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, δηλαδή νά γίνει κοινωνός τοῦ Χριστοῦ, πού θεώνει τ όν ἄνθρωπο.
«Ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτόν…»
Στό ὄρος Θαβώρ μολονότι δέν γνωρίζουμε ποῦ ἀκριβῶς στάθηκε ὁ Χριστός, ὅμως ὅλα δείχνουν ὅτι ὁ Χριστός μετεμορφώθη ἔμπροσθεν τῶν τριῶν μαθητῶν στόν χῶρο πού τώρα ἀνήκει στούς καθολικούς. Διότι ἐφόσον ἀνεβαίνει κανείς στό βουνό, θά πάει στήν κορυφή, ἡ ὁποία στό ὄρος Θαβώρ δέν εἶναι ἕνα μικρό μέρος δυό-τρία τετραγωνικά μέτρα, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρο ὀροπέδιο· ὅπως σ᾿ ἕνα ὀροπέδιο θά πάει κανείς πάλι στό χαρακτηριστικότερο μέρος. Ὅσοι πήγαμε στούς Ἁγίους Τόπους καί ἀνεβήκαμε στό ὄρος Θαβώρ, ἀλλά καί ὅσοι δέν πήγαμε, ἀπ᾿ ὅσα ἀκοῦμε ἀπό τούς ἄλλους, νά σκεφθοῦμε ὅτι σ᾿ αὐτό τό συγκεκριμένο μέρος στάθηκε ὁ Κύριος, καί ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτόν τό εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καί ὁ ἱματισμός αὐτοῦ λευκός ἐξαστράπτων». Ὁ Κύριος μετεμορφώθη τήν ὥρα πού προσευχόταν, καί λίγο-πολύ μποροῦμε νά καταλάβουμε τί σημαίνει αὐτό.
Ὁ Κύριος προσευχόταν, ὄχι ὅπως προσευχόμαστε ἐμεῖς. Λέγαμε τό πρωί κάπου, νά φαντασθοῦμε μιά βελόνη πού περνᾶ πάνω ἀπό μιά εὐθεία γραμμή. Κάποια αἰτία κάνει τή βελόνη νά τρέμει, ὁπότε ἐλάχιστα μένει πάνω στήν εὐθεία γραμμή καί στήν περισσότερη διαδρομή της εἶναι ἔξω ἀπό τήν γραμμή. Ἔτσι λοιπόν ἕνας χριστιανός προσεύχεται, ἀλλά ἀπό τίς πολλές ὧρες προσευχῆς του, πόσα δευτερόλεπτα, πόσα κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του, εἶναι στόν Χριστό, εἶναι στόν Τριαδικό Θεό; Τόν περισσότερο χρόνο φεύγει ὁ νοῦς του. Αὐτό συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή εἴμαστε ἀδύνατοι ἄνθρωποι, ἀλλά γιατί δέν τά πήραμε καλά τά πράγματα. Μᾶς τρώει ἡ μέριμνα, μᾶς τρώει ἡ φροντίδα, μᾶς τρῶνε τόσα ἄλλα. Ἀλλοῦ κυνηγοῦμε, ἄς ποῦμε, νά βροῦμε τήν εὐχαρίστηση, καί τό σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὅτι ἡ φροντίδα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μήν τυχόν τόν ταπεινώσουν, μήν τυχόν τόν περιφρονήσουν, μήν τυχόν δέν περισώσει τόν παλαιό του ἄνθρωπο, δέν περισώσει τό ἐγώ του. Αὐτή εἶναι ὅλη ἡ φροντίδα του, γι᾿ αὐτό μιλάει ὅπως μιλάει, συμπεριφέρεται ὅπως συμπεριφέρεται, ἀντιδρᾶ ὅπως ἀντιδρᾶ κλπ. Τήν προσευχή θά τήν θυμηθεῖ, ἄν ἔχει κάποια ἀνάγκη. Οὔτε λόγος νά γίνεται νά ξεχάσει τά πάντα καί νά ἀφοσιωθεῖ στόν Χριστό.
Ὁ Χριστός προσεύχεται καί εἶναι σέ τέλειο βαθμό, σέ ἀπόλυτο βαθμό προσηλωμένος στόν Θεό, καί τήν ὥρα πού προσεύχεται, γίνεται ἡ μεταμόρφωση. Δέν ἀλλάζει ὁ Χριστός. Προσέξτε το αὐτό· ὁ Χριστός καθόλου δέν ἀλλάζει. Ὁ Χριστός εἶναι αὐτός πού εἶναι καί ἁπλῶς ἐκείνη τήν λίγη ὥρα ἀφήνει τούς μαθητάς ἤ κάνει τούς μαθητάς νά τόν δοῦν, ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα. Δέν συνέφερε νά τόν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅπως ἦταν, γι᾿ αὐτό παρουσιάσθηκε ὡς ταπεινός ἄνθρωπος· ἀλλιῶς, θά φανερωνόταν.
Ὅσοι λοιπόν πήγαμε ἐκεῖ, νά σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος κάπου ἐκεῖ στέκεται, ἴσως ἐκεῖ στά βράχια, καί καθώς προσεύχεται, παρουσιάζεται ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του ὅπως ἦταν, ἐν δόξῃ, ὁλόλαμπρος, ὡς φῶς. Ὁ ἄνθρωπος αὐτές τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις ἔχει· ξέρει τό φῶς, ξέρει τή λάμψη, ξέρει τήν λαμπρότητα.
Τουλάχιστον ποθοῦμε τή μεταμόρφωσή μας;
Ὅταν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ἡ ψυχή αἰσθάνεται τήν πτωχεία της, αἰσθάνεται τήν ἁμαρτία της, δέν αὐτοδικαιώνεται καθόλου, ἀφήνει κατά μέρος τήν φιλαυτία καί παρουσιάζεται νεκρωμένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, λυπᾶται ὁ Θεός τήν ψυχή, καί ἡ ψυχή ἀρχίζει νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό, νά μυεῖται στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά μυεῖται στό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἡ ψυχή αἰσθάνεται αὐτήν τή λαμπρότητα, αὐτό τό φῶς, μπορεῖ κιόλας καί νά τό βλέπει. Αὐτά εἶναι πράγματα τά ὁποῖα μόνο οἱ ἅγιοι τά ξέρουν· ἐμεῖς ἰδέα δέν ἔχουμε.
Εἶναι κρίμα τό ὅτι δέν προσέχουμε τούς ἁγίους, ἐνῶ τούς διαβάζουμε, δέν προσέχουμε αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος, αὐτά πού εἶπαν οἱ μαθηταί του καί γράφονται μέσ᾿ στό Εὐαγγέλιο, γιά νά τά λιμπιζόμεθα, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, καί νά τά ποθοῦμε. Ἀρκούμεθα ἁπλῶς στό νά χρησιμοποιοῦμε τό Εὐαγγέλιο γιά νά διορθώσουμε λίγο τή ζωή μας, νά διορθώσουμε λίγο τά ἤθη μας. Ἄν δέν ἔρθει μέσα σου ὁ Χριστός νά σέ μεταμορφώσει, εἶσαι παλαιός ἄνθρωπος· τελείωσε. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἤ εἶναι μέσα σου ὁ Χριστός, ὁπότε εἶσαι καινούργιος ἄνθρωπος, ἤ δέν εἶναι ὁ Χριστός μέσα σου καί εἶσαι παλαιός ἄνθρωπος, ὅσο καί ἄν ἄλλη εἰκόνα παρουσιάζεις.
Τί μᾶς πειράζει λοιπόν σήμερα νά προσέξουμε λίγο καλύτερα τό ὅλο θέμα; Ἐμεῖς τί θέλουμε, τί περιμένουμε; Ὁ κόσμος ὁ καημένος ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀλλοῦ, ἐμᾶς ὅμως, πού ὑποτίθεται ὅτι βρήκαμε τόν Χριστό, ὅτι στραφήκαμε πρός τόν Χριστό, τί ἄλλο μπορεῖ νά μᾶς παρηγορήσει καί νά κλέψει τήν ψυχή μας; Γιατί νά μή στραφοῦμε μέ ὅλες τίς δυνάμεις μας πρός τόν Χριστό, γιατί νά μή στραφεῖ τό ὅλο εἶναι μας πρός τόν Χριστό; Καί ἔτσι νά κάνουμε τόν ἀγώνα πού πρέπει, ὥστε –γιά νά ἀναφερθοῦμε στό παράδειγμα πού χρησιμοποιήσαμε– ἡ βελόνη νά μήν τρέμει, ἀλλά νά εἶναι πάνω στήν εὐθεία γραμμή.
Ὁ Θεός αὐτό θέλει νά δεῖ, ὅτι τόν ἀγαποῦμε, τόν ποθοῦμε, τόν θέλουμε, ὅτι ταπεινοφρονοῦμε, μετανοοῦμε καί κλαῖμε, ὅτι τόν παρακαλοῦμε καί μέ ὅλους τούς τρόπους δείχνουμε ὅτι αὐτόν θέλουμε. Γι᾿ αὐτό ἔκανε τά πάντα, γι᾿ αὐτό μᾶς δημιούργησε, γι᾿ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ὁ κόσμος καί ἐξακολουθοῦμε νά ὑπάρχουμε, γιά νά μᾶς μεταμορφώσει, γιά νά μᾶς θεώσει. Παρά τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔφτιαξαν ὅπλα καί μποροῦν νά μᾶς καταστρέψουν, ὅμως δέν τούς ἀφήνει ὁ Θεός, καί ἔτσι ὑπάρχουμε καί συνεχίζει ὁ κόσμος νά ὑπάρχει, ἀκριβῶς γιά νά γίνει αὐτό τό θαῦμα στήν κάθε μιά ψυχή.
Μακάριος ὅποιος θά σκεφθεῖ ἔτσι, θά ἀντιληφθεῖ τά πράγματα ἔτσι καί θά στραφεῖ πρός τά ἐκεῖ. Τουλάχιστον ν᾿ ἀρχίσει νά ποθεῖ, τουλάχιστον ν᾿ ἀρχίσει λίγο νά μπαίνει στόν δρόμο αὐτό. Κάποια μέρα θά γίνει τό θαῦμα. Μακάριος αὐτός καί καθόλου μακάριος ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ καλά πράγματα νά κάνει, ἀλλά δέν ποθεῖ ἔτσι τόν Θεό, δέν ἀναζητεῖ ἔτσι τόν Θεό καί μένει στή φτώχεια του.
6-8-1986