Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

75. Ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους

Ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου,
ἤτοι
τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους

Ὅπως γνωρίζετε, τήν 1η Σεπτεμβρίου ἀρχίζει τό ἐκκλησιαστικό ἔτος. Δηλαδή ἀπό ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως τήν 1η Σεπτεμβρίου ἔχουμε πρωτοχρονιά. Εὔχομαι ὅλοι, καθώς μπαίνουμε στή νέα ἐκκλησιαστική χρονιά, νά βάλουμε μιά ἀρχή, ἀλλά ἀρχή ἀληθινή.

Μιά προφητεία

Θά ἀναφερθῶ λίγο στά λόγια πού ἀκούσαμε προηγουμένως στήν εὐαγγελική περικοπή,1 στά ὁποῖα καί ἄλλη φορά ἔχουμε ἀναφερθεῖ, ἀλλά δέν ἐξαντλοῦνται αὐτά τά λόγια. Ἡ εὐαγγελική περικοπή εἶναι ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, καί θά ἀναφερθοῦμε στά λόγια ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα,2 τά ὁποῖα ἀνέγνωσε ὁ Χριστός στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, τή Ναζαρέτ, καί, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀναφέρονται στό πρόσωπό του. Στήν προφητεία αὐτή γίνεται λόγος γιά τό τί ἦρθε ὁ Χριστός νά κάνει στόν κόσμο, καί μάλιστα ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός γιά τόν ἑαυτό του: Πνεῦμα Κυρίου ἐπ ̓ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτός πού ὡς ἄνθρωπος εἶναι χρισμένος μέ τό Πνεῦμα Κυρίου. Καί αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά κάνει ἀκριβῶς τό ἔργο τό ὁποῖο χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι.

Πιό μπροστά ὁ Θεός ἔστειλε προφῆτες, ἀλλά τώρα ἔστειλε τόν Υἱό του. Καί τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ εἶναι εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς. «Μέ ἔστειλε νά φέρω στούς φτωχούς τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς σωτηρίας». Ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν. «Μέ ἔστειλε –ἡ φράση αὐτή ἐννοεῖται σέ ὅλα τά παρακάτω πού λέγονται στήν προφητεία– νά γιατρέψω αὐτούς πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά». Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν. «Νά ἐλευθερώσω αὐτούς πού εἶναι αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας καί νά διακηρύξω σ ̓ αὐτούς ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, ὅτι συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες τους». Καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν. «Νά δώσω φῶς σ ̓ αὐτούς πού εἶναι τυφλοί». Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει. «Αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας –ὄχι γιά ἄλλο λόγο– εἶναι κυριολεκτικά τσακισμένοι, συντεθλιμμένοι, πιεσμένοι, μόλις καί δέν ἔχουν πεθάνει, νά τούς συγχωρήσω καί νά τούς ἀποστείλω ἐλεύθερους ἀπό τό βάρος αὐτό». Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν. «Καί νά κηρύξω τό ἔτος πού εἶναι δεκτό στόν Κύριο, στόν Θεό. Δηλαδή νά κηρύξω τήν ἔναρξη ἀπό δῶ καί πέρα τῆς καινούργιας ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωῆς».

 

Αὐτά, ὅπως εἴπαμε, τά προσέξαμε καί ἄλλη χρονιά, καί πέρυσι καί προπέρυσι· ἴσως ὅμως δέν τά εἴδαμε ἀπό τήν πλευρά ὅτι ὁ Χριστός γι ̓ αὐτό ἦλθε, γι ̓ αὐτό ἀπεστάλη: νά φέρει τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς φτωχούς, νά γιατρέψει αὐτούς πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά, νά κηρύξει ὅτι ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία τούς δούλους καί τούς αἰχμαλώτους τῆς ἁμαρτίας, νά δώσει στούς τυφλούς φῶς κτλ. Ὁ Χριστός ἦλθε, γιά νά κάνει αὐτό τό ἔργο.

Γιατί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματοποιεῖται μέσα μας;

Τί συμβαίνει ὅμως καί δέν γίνεται αὐτό στήν πράξη; Δέν εἴμαστε φτωχοί; Δέν ἔχουμε συντετριμμένη καρδιά, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ καρδιά μας εἶναι ἄρρωστη; Δέν εἴμαστε κυριολεκτικά αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας; Δέν εἴμαστε στό σκοτάδι; Δέν εἴμαστε κυ- ριολεκτικά τσακισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία; Δέν ἔχουμε ἀνάγκη νά νιώσουμε ὅτι μπήκαμε σ ̓ αὐτή τήν καινούργια ζωή, πού ἔκανε ἀρχή ὁ Χριστός; Δέν ἔχουμε ἀνάγκη νά ἀρχίσουμε νά ζοῦμε αὐτή τή ζωή πού μᾶς κάνει εὐάρεστους στόν Θεό;

Καί φτωχοί εἴμαστε καί συντετριμμένοι, μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε, καί αἰχμάλωτοι καί τυφλοί καί τσακισμένοι εἴμαστε, καί καθόλου ἡ ζωή μας δέν εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Ὅμως ὁ Χριστός ἀκριβῶς γι ̓ αὐτό ἦλθε· αὐτό πού δέν εἴμαστε, αὐτό νά μᾶς κάνει. Δέν εἴμαστε πλούσιοι ἐν Κυρίῳ· νά μᾶς κάνει πλούσιους. Δέν εἴμαστε ὑγιεῖς στήν καρδιά· νά μᾶς κάνει ὑγιεῖς. Δέν εἴμαστε λυτρωμένοι· νά μᾶς λυτρώσει. Δέν βλέπουμε, εἴμαστε τυφλοί· νά μᾶς δώσει φῶς.

Τί συμβαίνει ὅμως, καί τελικά δέν γίνεται αὐτό; Ποιός θά μποροῦσε νά πεῖ, βάζοντας τό χέρι στήν καρδιά, ὅτι τό μήνυμα αὐτό τοῦ Χριστοῦ ἔφθασε στή φτωχή καρδιά του καί εἶναι ὁ πιό πλούσιος τῶν πλουσίων; Ποιός μπορεῖ νά πεῖ, βάζοντας τό χέρι στήν καρδιά, ὅτι τόν γιάτρεψε ὁ Κύριος; Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ὅτι τόν ἐλευθέρωσε, τόν συγχώρησε ὁ Κύριος καί ἔφυγε ἀπό πάνω του τό βάρος τῆς ἁμαρτίας; Ποιός μπορεῖ νά πεῖ, βάζοντας τό χέρι στήν καρδιά, ὅτι τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος φῶς καί βλέπει, ὅτι, καθώς ἦταν ἑτοιμοθάνατος, τόν ἀνέστησε ὁ Κύριος, ὅτι τόν ἔκανε νά σταθεῖ στά πόδια του, τόν ἔκανε νά ζεῖ, καί ζεῖ τή ζωή αὐτή πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό;

Τί συμβαίνει λοιπόν; Ἀπό τό ἕνα μέρος εἴμαστε ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ἡ προφητεία· ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ Κύριος ἦλθε ἀκριβῶς σ ̓ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλα αὐτά, γιά νά τούς φέρει αὐτό τό ὁποῖο ἦλθε νά φέρει. Καί ὅμως, ἄν μιλήσουμε εἰλικρινά καί τίμια, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό ἔκανε αὐτό ὁ Κύριος στίς καρδιές μας. Γιατί; Γιατί; Δέν ἰσχύουν σήμερα τά λόγια του; Δέν ἰσχύει τό Εὐαγγέλιό του στίς ἡμέρες μας; Ψεύδεται ὁ Κύριος; Δέν εἶναι καί γιά μᾶς ὁ Κύριος; Ἔπαψε νά εἶναι παρών στίς ἡμέρες μας; Ἴσχυαν αὐτά κάποτε καί τώρα δέν ἰσχύουν; Γίνονταν αὐτά κάποτε καί τώρα δέν γίνονται; Γιατί;

Αὐτή ἡ ὥρα εἶναι ἱερή. Καί δέν εἶναι ἱερή μόνο ἐπειδή εἴμαστε μέσα στόν ναό, μέσα στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί ἐπειδή τελείωσε ἕνας ἐκκλησιαστικός χρόνος καί σέ λίγα λεπτά μπαίνουμε στόν καινούργιο. Αὐτή λοιπόν τήν ἱερή ὥρα νά μοῦ ἐπι- τρέψετε ὄχι ἁπλῶς νά πῶ, ἀλλά νά τονίσω, ὅσο γίνεται περισσότερο ὑπεύθυνα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτό πού εἴμαστε, καί γι ̓ αὐτό ὁ Κύριος ἦλθε καί γιά μᾶς, γιά νά μᾶς γιατρέψει. Δέν ἦλθε μόνο γιά κάποιους ἄλλους. Ἡ αἰτία πού ἀπό τό ἕνα μέρος βλέπουμε ὅτι εἴμαστε αὐτό πού εἴμαστε, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁμολογοῦμε ὅτι δέν μᾶς γιάτρεψε ὁ Κύ- ριος, εἶναι ὅτι δέν θέλουμε νά συνειδητοποιήσουμε αὐτό πού εἴμαστε, δέν θέλουμε νά τό δεχθοῦμε, νά τό ὁμολογήσουμε, νά τό ποῦμε, νά τό ἀναγνωρίσουμε καί νά πάρουμε τήν ἀνάλογη στάση ἀπέναντι στόν Κύριο. Δηλαδή ἡ στάση μας νά εἶναι τέτοια, πού νά δείχνει, νά φανερώνει ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι νιώθουμε τί εἴμαστε, ἀλλά πιστεύουμε πώς ὁ Κύριος ἦλθε καί γιά μᾶς, πώς ὁ Κύριος μπορεῖ νά γιατρέψει κι ἐμᾶς καί πώς θέλει νά τό κάνει αὐτό καί θά τό κάνει.

Ἐδῶ κατά τήν ταπεινή μου γνώμη βρίσκεται ἡ αἰτία. Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ τό ἑξῆς· τό ὅτι αὐτή εἶναι ἡ αἰτία βγαίνει, ὄχι μόνο ἄν θελήσει νά δεῖ κανείς τά πράγματα ἀντικειμενικά, ἀλλά τό βλέπουμε στήν πράξη καθημερινά. Δέν εἶδα καί δέν συνάντησα ἀκόμη ψυχή πού νιώθει ὅτι εἶναι φτωχή, καί δέν τήν κάνει κάθε μέρα καί πιό πλούσια ὁ Θεός. Δέν συνάντησα ἀκόμη ψυχή πού νιώθει ὅτι εἶναι ἕνα συντρίμμι –δέν ἔχει σημασία γιά ποιούς λόγους– καί δέν τή θεραπεύει κάθε μέρα καί περισσότερο ὁ Κύριος. Δέν συνάντησα ἀκόμη ψυχή πού δέχεται ὅτι εἶναι κυριολεκτικά αἰχμάλωτη τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τῶν ἀδυναμιῶν, καί δέν τήν ἐλευθερώνει ὁ Κύριος κάθε μέρα καί περισσότερο. Καί δέν συνάντησα ψυχή πού ὁμολογεῖ ὅτι δέν βλέπει, ὅτι δέν ξέρει, ὅτι εἶναι στό σκοτάδι, καί δέν τῆς δίνει ὁ Κύριος φῶς κάθε μέρα καί περισσότερο.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ ψυχή ἡ ὁποία μπορεῖ θεολογώντας νά λέει ὅτι εἶναι φτωχή, ἀλλά στήν πράξη δέν τό δέχεται αὐτό, διαπιστώνω –πῶς νά τό ποῦμε;– ὅτι εἶναι ἀνευαγγέλιστη, σάν νά μήν εὐαγγελίσθηκε αὐτή ἡ ψυχή. Κάνει ἐντύπωση τό πράγμα. Σάν νά μήν ἄκουσε τό Εὐαγγέλιο, σάν νά μήν ἄκουσε τή χαρμόσυνη ἀγγελία, τό χαρμόσυνο μήνυμα, τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Κυρίου. Διότι, ὅπως λέμε πολλές φορές, ἐμεῖς πού ἀκούσαμε, ἄν ἀκούσαμε, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου, τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Κυρίου, πρέπει νά εἴμαστε πανευτυχεῖς καί ἑπομένως πάμπλουτοι.

Ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία δέν αἰσθάνεται τή φτώχεια της –ὅσο κι ἄν θεολογώντας μπορεῖ νά λέει ὅτι τήν αἰσθάνεται, στήν πράξη ὅμως ἔχει αὐτάρκεια μέσα της, ζεῖ μέ αὐτή τήν πραγματικότητα ὅτι ἔχει αὐτάρκεια– αὐτή ἡ ψυχή δέν εὐαγγελίσθηκε. Τό βλέ- πουμε, τό διαπιστώνουμε καθημερινά. Καί βλέπεις ὅτι εἶναι φτωχή, φτωχότατη, ἐνῶ θά μποροῦσε νά εἶναι πάμπλουτη. Ἀντίθετα, ἡ ψυχή ἡ ὁποία θά τό πιάσει αὐτό: «Καί σ ̓ ἐμένα μίλησε ὁ Κύριος; Καί σ ̓ ἐμένα ὁ Κύριος ἔφερε τό χαρμόσυνο μήνυμα; Καί σ ̓ ἐμένα φανερώθηκε ὁ Κύριος; Καί γιά μένα ἦρθε ὁ Κύριος;», δέν θέλει τίποτε ἄλλο καί αἰσθάνεται πάμπλουτη. Μάλιστα, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἀνάξια γι ̓ αὐτό, καί δέν ὑπάρχει ἴχνος παραπόνου μέσα της.

 

Ψυχές πού παραπονοῦνται, κατά βάθος ἀκόμη δέν δέχθηκαν, δέν ἀποδέχθηκαν καί δέν πείσθηκαν ὅτι εἶναι φτωχές, καί ὅτι ἦλθε ὁ Κύριος νά τίς κάνει πλούσιες.

Διαπιστώνει ἐπίσης κανείς ὅτι ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία στήν πράξη –ἄλλο τί λέει ὅταν θεολογεῖ– δέν ἀποδέχεται ὅτι εἶναι ἄρρωστη, δέν γιατρεύεται. Μένει ἀγιάτρευτη ἡ ψυχή καί πάλι τά ἴδια, πάλι τά ἴδια, πάλι τά ἴδια. Ὅπως κάποιος πού εἶναι φυμα- τικός ἤ ἄλλος πού ἔχει ἄλλη ἀρρώστια καί θέλει νά τό ξεφύγει, δέν πάει στόν γιατρό, μήν τυχόν ἀκούσει κάτι δυσάρεστο. Ὅταν τελικά πείθεται ὅτι εἶναι ἄρρωστος καί πάει στόν γιατρό, τότε ἀρχίζει τή θεραπεία καί θεραπεύεται, ἄν ὑπάρχει θεραπεία γιά τήν ἀρρώστια του.

Στήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς δέν ἔχουμε τέτοιο πρόβλημα, μήπως δέν ὑπάρχει θεραπεία. Γιατρός ἐδῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, αὐτός πού μᾶς ἔπλασε, καί εἶναι αὐτός πού μπορεῖ, ὅσο βαριά ἄρρωστη κι ἄν εἶναι ἡ ψυχή μας, νά τή θεραπεύσει.

«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν»

Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν. Μέ ἔστειλε ὁ Θεός –λέει ὁ Κύριος στήν προφητεία– νά ἐλευθερώσω αὐτούς πού εἶναι αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά ποιᾶς ἁμαρτίας; Ἄς ποῦμε, γιά νά γίνει ἕνα κακό, θά τό κάνει κάποιος· ἀλλιῶς, τό κακό δέν ὑπάρχει. Ἑπομένως, ἁμαρτία πού σέ αἰχμαλωτίζει δέν εἶναι ἁπλῶς μιά πράξη, μιά ἀσεβής πράξη. Εἶναι τό ἐγώ σου, πού κυριολεκτικά σέ κρατάει αἰχμάλωτο στήν ἁμαρτία. Ὅταν τό καταλάβεις αὐτό καί τό ὁμολογήσεις, νά κράξεις, νά κραυγάσεις πιστεύοντας ἀκράδαντα ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά σέ ἐλευθερώσει ἀπό τήν αἰχμαλωσία αὐτή. Πῶς θά σέ ἐλευθερώσει; Δίνοντάς σου ἄφεση.

Δηλαδή τί εἶναι ἄφεση, τί εἶναι συγχώρηση; Ὑποχωρεῖ τό ἐγώ, καθώς ἔρχεται μέσα σου ὁ Χριστός. Δέν σέ κυβερνάει πλέον τό ἐγώ, δέν σέ κυβερνάει τό θέλημά σου καί ἡ ὁποιαδήποτε δική σου γνώμη καί κρίση, ἀλλά σέ κυβερνάει ὁ Χριστός. Ἔτσι ἔρχεται ἡ ἄφεση, ἔτσι ἐλευθερώνεσαι ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ὅλες οἱ ψυχές εἶναι αἰχμάλωτες, ἀλλά τελικά, ὅσο κι ἄν κανείς θέλει νά ἐλευθερωθεῖ, δέν ἐλευθερώνεται, ἄν δέν δεῖ ἔτσι τά πράγματα καί ἄν δέν τά ὁμολογήσει ἔτσι, ὥστε νά ἔρθει ἡ ἄφεση ἀπό τόν Κύριο, καί ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία.

«…καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν»

Καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν. Μπορεῖ θεολογικά νά λές πολλά πάνω σ ̓ αὐτό τό θέμα, ἀλλά στάσου εἰλικρινά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὁμολόγησε: «Παραδέχθηκα ὅτι εἶμαι τυφλός;» Πῶς εἶναι ἕνας τυφλός; Ἄσχετα τί κουράγιο ἔχει μέσα του, ἀφοῦ εἶναι τυφλός, πρέπει νά τόν πάρουν ἄλλοι ἀπό τό χέρι, καί αὐτός νά ἀφεθεῖ μέ ἐμπιστοσύνη. Πηγαίνει ὅπου τόν πᾶνε αὐτοί πού τόν ὁδηγοῦν, στούς ὁποίους δείχνει ἐμπιστοσύνη, καί δέν ἔχει καμία εὐθύνη. Καί τή ζεῖ αὐτή τήν –πῶς νά πῶ;– ἀνευθυνότητα μέ τήν καλή ἔννοια.

 

Ποιός εἶναι αὐτός πού ὁμολογεῖ ὅτι πνευματικά εἶναι τυφλός, πού παραδέχεται ὅτι εἶναι τυφλός καί ἀφήνει τόν ἑαυτό του ὡς τυφλό νά τόν ὁδηγήσει ὁ Θεός; Ποιός; Καί ἐπειδή κανένας δέν τό κάνει ἤ ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοί πού τό κάνουν ἤ πολύ λίγο τό κάνουν καί αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, γι ̓ αὐτό καθόλου δέν ἔρχεται τό φῶς, καί μένει κανείς τυφλός ἐκεῖ στό σκοτάδι του. Καί ὅπως τό ξέρουμε ἀπό ἄλλα λόγια τοῦ Κυρίου, αὐτός, ἐπειδή ἀκριβῶς λέει ὅτι βλέπει, γι ̓ αὐτό μένει στό σκοτάδι.3

Ἄλλος μένει στό σκοτάδι, διότι μόλις καί μετά βίας κάτι πάει νά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν γίνεται, ἐπειδή ὁ ἴδιος τά μπερδεύει τά πράγματα, καθώς ὁ ἴδιος θέλει νά βλέπει. Ἐσύ εἶσαι τυφλός· ὁ Κύριος θά κάνει τά μάτια σου νά βλέπουν. Ὁ Κύριος θά σέ κάνει νά βλέπεις ἤ, ἄν θέλετε νά τό ποῦμε πιό σωστά, ὁ Κύριος θά ἔρθει μέσα σου καί αὐτός θά βλέπει, καί μαζί του θά βλέπεις κι ἐσύ.

Ὅταν τά σωματικά μάτια εἶναι ἄρρωστα, ὁ γιατρός τά θεραπεύει, καί βλέπουν τά μάτια σου. Στά πνευματικά ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς. Δηλαδή δέν εἶναι ὅτι μᾶς θεραπεύει ὁ Κύριος, μᾶς δίνει φῶς ὁ Κύριος, κι ἐμεῖς βλέπουμε, ἀλλά ὅτι συνεχῶς εἴμα- στε μαζί του, καί ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας. Ἐμεῖς βέβαια οἱ ἴδιοι δέν βλέπουμε, ἀλλά εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει μέσα ἀπό μᾶς, κι ἐμεῖς βλέπουμε μέσα ἀπό ἐκεῖνον. Ὁ Κύριος εἶναι τό πνευματικό φῶς, τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε ἀλλιῶς.

«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»

Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν. Πραγματικά, ἄν θέλετε νά δώσω μιά μαρτυρία, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὑπάρχουν ψυχές –ἐλάχιστες μπορεῖ νά εἶναι, ἀλλά ὑπάρχουν– οἱ ὁποῖες ἔτσι τά εἶδαν τά πράγματα, ἔτσι δέχθηκαν τόν Κύριο, ἔτσι δουλεύει μέσα τους ὁ Κύριος, πού ὄντως μπῆκαν σέ καινούργια ζωή, καί ἄρχισε γιά τίς ψυχές αὐτές ἡ καινούργια ζωή. Ἡ ζωή τους εἶναι εὐάρεστη στόν Κύριο· εἶναι ζωή τῆς χάριτος, ζωή τοῦ Χριστοῦ, ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι μιά δική τους ζωή. Μόλις γίνει δική τους ζωή, γίνεται ἁμαρτωλή ζωή.

1-9-1988

 

Αὐτή τή στιγμή, φέρνοντας στόν νοῦ μου κάποιο πρόσφατο γεγονός, θά ἤθελα νά πῶ τά ἑξῆς: Βλέπει κανείς στήν καθημερινή ζωή τήν τάση πού ὑπάρχει σέ ὁρισμένους ἀπό μᾶς, πού εἴμαστε ἀκόμη παλαιός ἄνθρωπος, νά ἀλλοιώσουμε τή γνησιότητα, τήν ἀλήθεια, τή σωστή ἐνέργεια. Ὑπάρχει αὐτή ἡ τάση. Καί στήν καλύτερη περίπτωση κάπως θέλεις νά βάλεις κάτι δικό σου.

Ἄς τά λάβουμε ὑπ ̓ ὄψιν αὐτά, ἀδελφοί μου, γιά ἕνα νέο ξεκίνημα. Προσέξτε. Ἔχει μεγάλη σημασία, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, πολύ μεγάλη σημασία νά εἴμαστε στή σχέση μας μέ τόν Θεό τίμιοι, χωρίς πονηριές. Δέν σέ δέχεται ἀλλιῶς ὁ Θεός. Δέν σέ δέχεται ὁ Θεός, ὅταν δέν εἶσαι ἔτσι. Ὁ Θεός σπεύδει νά σέ φωτίσει, νά σέ βοηθήσει νά δεῖς τήν ἀλήθεια, νά γίνεις εἰλικρι- νής, νά γίνεις ἀκριβής, νά γίνεις ντόμπρος, πού λένε, χωρίς δικαιολογίες. Ἄν ἔχω καταλάβει καλά μέχρι σήμερα, οἱ πιό πολλοί χριστιανοί γι ̓ αὐτό χωλαίνουν: ἔχουν καλή διάθεση γενικῶς, ἔχουν μιά εὐσέβεια, μιά εὐλάβεια, ἀλλά κάπου κάνουν πονηριές. Καί μακάρι νά τό δεῖ κανείς.

Θά παρακαλοῦσα, ὅλοι μαζί, κι ἐγώ κι ἐσεῖς, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά πού λέμε τώρα, νά βάλουμε ἀρχή ἐπί τῇ εἰσόδῳ μας στό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος. Ὄχι ὅτι θά κάνουμε τέρατα καί σημεῖα. Δέν θέλει τίποτε ἄλλο ὁ Θεός· ἀληθινοί νά γίνουμε, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή θά σοῦ στοιχίσει, ταπεινώσου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι μικρό πράγμα αὐτό. Εἶναι ἔτσι φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος, πού, ἀπό τόν πρῶτο καιρό τῆς ὑπάρξεώς του στόν κόσμο αὐτό, θέλει νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὕπαρξή του. Συνεχῶς ἔτσι ἐνεργεῖ. Γιά τόν σκοπό αὐτό τά πάντα κάνει, πού ἔχουν μέσα καί πονηριά καί ἐγωισμό καί φιλαυτία καί τοῦτο κι ἐκεῖνο. Ὕστερα καί ὡς χριστιανός κανείς ἀρχίζει νά κάνει καί χριστιανικά πράγματα, ἀλλά ὅλα αὐτά οἰκοδομοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο, οἰκοδομοῦν αὐτόν τόν ψεύτικο ἄνθρωπο, αὐτόν τόν ὑποκριτή. Καί ἔτσι, ἀπό τό ἕνα μέρος τάχα ἀγωνίζεται κανείς καί ἀπό τό ἄλλο μέρος δέν γίνεται τίποτε, δέν προκόπτει. Γιατί δέν προκόπτουμε;

Νά διερωτηθοῦμε: Κατά πόσο θά δεχθοῦμε βαθύτερα νά γκρεμίσουμε, ἤ, καλύτερα, νά γκρεμιστεῖ –νά τό γκρεμίσει ὁ Θεός– ὅλο αὐτό πού φτιάχναμε μιά ζωή; Ἀκόμη καί τήν ἀρετή μας νά γκρεμίσει καί ὄχι μόνο τά ὅποια στραβά κάναμε ἀπό τότε πού ἤμα- σταν μικρά παιδιά. Ὅπως λέει ὁ προφήτης, νά μᾶς καθαρίσει ὁ Θεός ἀπό τά σφάλματα τῆς νεότητος καί νά μᾶς συγχωρήσει.4

Ἀλλά καί ὕστερα, στή μετέπειτα ζωή μας καί μέχρι σήμερα, μέχρι αὐτή τήν ὥρα, καί ἡ μιά καί ἡ ἄλλη ἐνέργειά σου –καί ὅταν μιλᾶς καί ὅταν δέν μιλᾶς καί ὅταν τάχα ταπεινοφρονεῖς καί ὅταν τάχα ὁρμᾶς μέ ζῆλο στά τοῦ Θεοῦ– τό ὅλο κίνητρο εἶναι νά στήσεις τήν ἰδίαν δικαιοσύνην, νά στήσεις τό ἐγώ σου, νά στήσεις τή φιλαυτία. Πῶς θά γίνει ἔτσι ἀλλαγή; Πῶς θά γίνει ἀρχή; Στοιχίζει νά πᾶς ἐνάντια στή φιλαυτία, ἀλλά ἔρχεται λύτρωση. Λυτρώνεσαι ἀπό τό ἐγώ. Βρίσκεις τόν Θεό, καί ὁ Θεός εἶναι μαζί σου.

Ἀλλά ἐμεῖς δέν μάθαμε νά ζοῦμε μέ τόν Θεό. Προσέξτε. Μπορεῖ νά λέμε διάφορα, ἀλλά δέν μά- θαμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πιό πολλή ἐμπιστοσύνη ἔχουμε στό πλυντήριο, στό ὅτι ἔχουμε θέρμανση, πιό πολλή ἐμπιστοσύνη ἔχουμε στό ὅτι τρῶμε καλά, κοιμόμαστε καλά. Βλέπετε, εἶναι ξεσηκωμένοι ὅλοι· θέλουν καί ἄλλα, καί ἄλλα. Ὅπως ἄκουσα νά λέει ἕνας: «Ἐμεῖς μικρά παιδιά μεγαλώσαμε μέ ψωμί καί ἁλάτι, καί ἤμασταν καλά. Φτωχοί, ἀλλά καλά ἤμασταν. (Οἱ παλαιότεροι ἔχουμε τέτοιες ἐμπειρίες.) Τώρα, καί τί δέν ἔχουμε, καί δέν μᾶς φτάνουν καί θέλουμε καί ἄλλα».

Δέν γίνεται. Πρέπει νά προσγειωθοῦμε, νά ταπεινωθοῦμε. Ἔχει τρόπο ὁ Θεός νά ταπεινώσει τόν καθένα καί νά τοῦ δώσει ἀληθινή μετάνοια, νά τοῦ δώσει αὐτογνωσία. Νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε, μόλις ἀρχίσουμε νά σκεφτόμαστε ἔτσι, δέν ἔχουμε οὔτε διάθεση νά ἐχθρευόμαστε κανέναν, οὔτε διάθεση νά φθονήσουμε κανέναν. Φεύγει ἀκόμη καί αὐτό: «Ἄχ! Τί θά γίνουμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί;» Τό ἀνα- λαμβάνει καί αὐτό ὁ Θεός καί σοῦ δίνει ἀνάπαυση.

Ἔχει μεγάλη σημασία πῶς ἀκούσαμε αὐτά ὅλα πού εἴπαμε, πῶς θά τά καταλάβουμε, πῶς θά τά βάλουμε μέσα μας, πῶς θά τά βιώσουμε, πῶς θά μᾶς ἐπηρεάσουν, ὥστε νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ.

1. Βλ. Λουκ. 4, 16-30. 2. Βλ. Ἠσ. 61, 1-2.

2. Βλ. Ἠσ. 61, 1-2.

3. Πρβλ. Ἰω. 9, 39-41.

4. Βλ. Ψαλμ. 24, 7. 5. Βλ. Ρωμ. 10, 3.

6-9-2005