Tοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου ἐπισκόπου Νικομηδείας
Τμηθείς κεφαλήν μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καί νεκρός ἀνθεῖς εἰς δόξαν Θεοῦ τρίχας.
Οὗτος ὁ ἅγιος Ἄνθιμος ἤχθη δεδεμένος διά τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 288· εὑρίσκοντο δέ ἐκεῖ ἔμπροσθεν ἐρριμμένα καί ὅλα τά βασανιστήρια ὄργανα πρός φόβον τοῦ μάρτυρος· ἐπειδή λοιπόν ἐρωτήθη τί πιστεύει, ἀπεκρίθη ὁ μάρτυς καί ἐκήρυξε παρρησίᾳ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός ὁ ἀληθινός· ὅθεν ἐτζάκισαν τόν λαιμόν του καί ἐτρύπησαν αὐτόν μέ πυρωμένα σίδηρα. Ἁπλωθείς δέ γυμνός ἐπάνω εἰς τοῦβλα, δέρεται μέ ῥαβδία, καί ὑποδεθείς μέ ὑποδήματα χάλκινα πυρωμένα, βιάζεται νά περιπατῇ μέ αὐτά. Ἔπειτα δένεται ἀπό ἕνα τροχόν· τοῦ δέ τροχοῦ συχνά περιστρεφομένου, οἱ δήμιοι ἐζήτουν νά καύσουν τόν μάρτυρα μέ λαμπάδας ἀναμμένας· διά τοῦτο, ὁ μέν τροχός ἐστάθη παραδόξως καί δέν ἐγύριζεν, αἱ δέ λαμπάδες ἔπεσον ἀπό τάς χεῖρας τῶν δημίων, καί θεῖος Ἄγγελος ἐλθών ἔρριψεν αὐτούς κατά γῆς ἡμιθανεῖς. Μετά ταῦτα δένεται ὁ ἅγιος μέ βαρείας ἁλύσεις καί κλείεται ἐντός φυλακῆς· τελευταῖον δέ ἀποτέμνεται τήν κεφαλήν, καί μετά τήν ἀποτομήν βλαστάνει τρίχας παραδόξως.
Δέν εἶναι σήμερα κατώτερο τό μαρτύριο πού καλούμαστε καί ἐμεῖς νά ἀγκαλιάσουμε
Τί νά ποῦμε; Πρῶτα νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, σᾶς παρακαλῶ. Γιατί, ἄν δοῦμε σωστά τά πράγματα μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μεγάλη εὐλογία, μεγάλη χάρη τό ὅτι αὐτή τήν ὥρα εἴμαστε ἐδῶ στόν ναό – ὅσοι μπορέσαμε καί ἤρθαμε. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, κάτι θά ὠφεληθεῖ ἡ ψυχή μας. Νά εὐχαριστήσουμε γι ̓ αὐτό τόν Θεό καί νά τόν εὐχαριστήσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας. Καί ἐπίσης νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο, πού μᾶς ἔδωσε αὐτό τό λίγο κουράγιο νά ἀφήσουμε αὐτή τήν ὥρα τήν ὅποια ἀνάπαυση καί νά ἔρθουμε ἐδῶ, νά μᾶς μυήσει στόν δρόμο τόν ἀληθινό, στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ὅπως μύησε ὅλους τούς ἁγίους.
Τί νά ποῦμε; Σήμερα ἔχουμε τόν ἅγιο ἱερομάρ- τυρα Ἄνθιμο πρῶτα, ἐπίσκοπο Νικομηδείας. Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές ὅτι ὁ Κύριος μαρτύρησε πρῶτος, καί ἐπί τριακόσια χρόνια ὅλοι ὅσοι ἀκολούθησαν τόν Κύριο μαρτυροῦσαν, καί ἔτσι ἔχουμε πολλούς-πολλούς μάρτυρες. Καί ἀργότερα, ὅταν σταμάτησαν τά μαρτύρια –ἔτσι ὅρισε ὁ Θεός· ἀνέδειξε αὐτοκράτορα τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος τά κατήργησε ὅλα αὐτά– οἱ εὐλαβεῖς, οἱ εὐσεβεῖς ψυχές, πού εἶχαν ἀγάπη στόν Χριστό, εἶδαν ὅτι κινδυνεύουν στόν κόσμο, καθώς ἄρχισε νά μπαίνει μέσα στήν Ἐκκλησία τό κοσμικό πνεῦμα, καί ἔφυγαν στήν ἔρημο. Καί ἐκεῖ ἡ καθεμιά ψυχή ἔζησε τό δικό της μαρτύριο, τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως· πού ἀπό κάποια πλευρά δέν εἶναι μικρότερο οὔτε λιγότερο ἀπό τό μαρτύριο τοῦ αἵματος.
Γι ̓ αὐτό εἶπα νά παρακαλέσουμε ἀπόψε τόν Θεό, διά πρεσβειῶν ὅλων τῶν ἁγίων καί ἰδιαίτερα τῶν σημερινῶν, νά μᾶς δώσει πνεῦμα θυσίας, πνεῦμα μαρτυρίου. Διότι, ἐάν δέν τολμήσει κανείς νά μυηθεῖ σ ̓ αὐτή τή σκέψη, δέν θά βρεῖ, νομίζω, τόν δρόμο καί δέν θά εὐαρεστήσει στόν Θεό.
Αὐτό πού ὅλο λέμε, νά ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας –πού τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν – αὐτό εἶναι τό μαρτύριο. Αὐτός πού θά πάρει τή γενναία ἀπόφαση νά τό κάνει, ἀλλά καί συνέχεια θά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του κατά πόσο εἶναι σ ̓ αὐτόν τόν δρόμο νά ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, αὐτός μαρτυρεῖ. Ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει, σηκώνεις τόν σταυρό καί ἀκολουθεῖς τόν Κύριο. Καί μετά ὁ καθένας, ἀνάλογα σέ ποιά ἐποχή ζεῖ, ἀγκαλιάζει, ἀγαπᾶ τό μαρτύριό του.
Τότε, τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, στήν πράξη ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του γιά τόν κάθε χριστιανό ἦταν τό μαρτύριο. Μέ αὐτή τήν προοπτική ἄκουσαν καί κατάλαβαν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι δέχθηκαν τά λόγια του, πίστεψαν καί παραδόθηκαν στόν Χριστό. Καί ἔτσι – ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται παράξενο, καθώς ἐμεῖς εἴμαστε καλομαθημένοι – θεωροῦσαν τό μαρτύριο, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μαρτύρησε, σάν νά ἦταν τό πιό φυσιολογικό πράγμα. Καί ἔρχονταν τά πράγματα στόν καθένα ἀνάλογα μέ τό πῶς τά οἰκονομοῦσε ὁ Θεός. Ἄλλος πονοῦσε πολύ, ἄλλον ἔβρισκε τρόπο νά τόν ἀνακουφίζει ὁ Κύριος, γιά ἄλλον ἐπέτρεπε μέ τήν πρώτη, τρόπον τινά, νά τελειώσει, ἄλλον τόν θεράπευε καί ξαναπάθαινε καί ἄλλα.
Δέν νομίζω ὅτι σήμερα εἶναι κατώτερο τό μαρτύριο πού καλούμαστε καί ἐμεῖς νά ἀγκαλιάσουμε καί νά τό ἀγαπήσουμε. Ὁ ἴδιος Χριστός εἶναι καί τώρα, ἡ ἴδια Ἐκκλησία, τό ἴδιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ἴδιο Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί ἐμεῖς, νά, εἴμαστε ἄνθρωποι ὄχι ἀλλιώτικοι, ἀλλά ὅπως ἦταν οἱ τότε ἄνθρωποι, ὅπως ἦταν οἱ κατοπινοί καί ὅπως εἶναι πάντοτε οἱ ἄνθρωποι· ἴδια εἶναι ὅλα.
Βέβαια τό πνεῦμα σήμερα εἶναι διαφορετικό· ὅλα εἶναι ἐναντίον τοῦ νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά εἶναι καί αὐτό ἕνα μαρτύριο. Τό νά μήν παρασυρθεῖς, νά μήν ἀποκοιμηθεῖς, νά μήν ἀδρανήσεις, νά μήν κυριεύεσαι ἀπό ὅλα ὅσα αἰχμαλωτίζουν τήν ψυχή, αὐτά ἀκριβῶς εἶναι ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας· καί βλέπει κανείς στήν πράξη ὅτι εἶναι ἕνα μαρτύριο αὐτό. Ἀλλά ἀγαπᾶ τό μαρτύριο καί τό ἀγκαλιάζει.
Ἀφήνεις μέσα σου νά δουλεύει συνέχεια τό πῶς θά ἀποφύγεις τό μαρτύριο
Ἐμεῖς κάτι ἔχουμε πάθει καί μοιάζει σάν νά μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, σάν νά μᾶς ἀπέρριψε. Μοιάζει ἔτσι. Δέν μᾶς ἀπέρριψε ὁ Θεός, δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλά ἡ στάση ἡ μαλθακή πού παίρνουμε καί τό ὅτι θέλουμε νά βολέψουμε τόν ἑαυτό μας, δέν μᾶς ἀφήνουν νά βροῦμε τόν Θεό, νά τόν δεχθοῦμε, νά ἔχουμε κοινωνία μαζί του, καί ἔτσι νά εἶναι ζωντανή ἡ ψυχή μας. Χρειάζεται καί ἐμεῖς σήμερα νά βροῦμε ποιό εἶναι τό μαρτύριο γιά μᾶς. Καί εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νά ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Σκεφτεῖτε τώρα οἱ πρῶτοι χριστιανοί νά ἀσχολοῦνταν μέ τέτοια ἐρωτήματα: «Πάλι μᾶς κυνηγοῦν, πάλι μᾶς διώκουν. Τί θά κάνουμε; Γιατί τά ἀφήνει ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα;» Πουθενά δέν βλέπουμε κάτι τέτοιο. Δέχονται τό μαρτύριο. Καί οἱ ὅσιοι πού σηκώνονται καί πηγαίνουν στήν ἔρημο, συνηθισμένοι ἄνθρωποι εἶναι καί αὐτοί. Ὅμως δέν ἀσχολοῦνται, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς συνέχεια, μέ τό: «Δέν περνοῦμε καλά, δέν ἔχουμε ὅλες τίς ἀνέσεις, δέν ἔχουμε τήν ὑγεία μας». Οὔτε κατά διάνοιαν τέτοια πράγματα· αὐτό δηλαδή πού κάνει ὁ σημερινός χριστιανός, πού συνέχεια τρώγεται, ἄς ποῦμε, μέ τίς ὁποιεσδήποτε δυσκολίες καί μέ τόν ἑαυτό του. Ἐνῶ πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι τό μαρτύριό μας εἶναι αὐτό: νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας.
Καί κάνει ἐντύπωση, ὅπως προσέχω, πῶς τά μπερδεύουν ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού ὑποτίθεται ὅτι ἀκοῦν περισσότερα, καταλαβαίνουν περισσότερο ἤ εἶναι, ἄς ποῦμε, πιό πολύ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄλλα λέμε, ἄλλα καταλαβαίνουν καί μπερδεύονται. Αὐτό δέν γίνεται τυχαῖα, ἀλλά ἐπειδή ἀφήνεις μέσα σου νά δουλεύει συνέχεια τό πῶς θά ἀποφύγεις τό μαρτύριο, πῶς θά τά καταφέρεις νά μήν πάθεις τίποτε, πῶς θά καλοπιάσεις, θά καλοβολέψεις τόν ἑαυτό σου. Ἔτσι δουλεύεις μέσα σου. Πῶς ὕστερα δέν θά παρεξηγήσεις, δέν θά παρερμηνεύσεις ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀκοῦς, καί πού θά ἔπρεπε νά τά καταλάβεις σωστά καί νά ἐνεργεῖς σωστά;
«Νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου». Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι μαρτύριο!
Θά ἤθελα νά πῶ δύο πράγματα. Τό ἕνα εἶναι ὅτι σήμερα συντελοῦν πολλές καταστάσεις στό νά μᾶς κάνουν νά μή θέλουμε νά μαρτυρήσουμε. Δέν εἴμαστε καθόλου αὐτοῦ τοῦ πνεύματος. Σάν νά θέλουμε νά πᾶμε ἀπό ἄλλον δρόμο νά βροῦμε τόν Χριστό, ἐνῶ αὐτός εἶναι ὁ δρόμος. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος. Μή γυρεύουμε συνεχῶς τή βόλεψή μας. Τό ἄλλο πού θά πῶ – δέν ξέρω, μπορεῖ νά εἶναι μιά ὑπερβολή, νά εἶναι μεγάλος λόγος – εἶναι τό ἑξῆς: Ἐάν δοῦμε τό βάθος τοῦ μαρτυρίου πού καλοῦνται σήμερα προπαντός ὁρισμένες ψυχές νά ὑποστοῦν, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη θά ὁμολογήσουμε ὅτι αὐτό τό μαρτύριο μπορεῖ νά ξεπερνάει ἀπό κάποια πλευρά καί τά παλιά μαρτύρια. Δέν ξέρω, τό λέω μέ φόβο καί μέ ἐπιφύλαξη.
Κάτι εἴχαμε πεῖ καί ἄλλη φορά, καί κάποτε ἴσως τό ἐξηγήσουμε καλύτερα αὐτό. Ὅταν διαβάζαμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι πετροβόλησαν τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τόν ἄφησαν σχεδόν νεκρό, εἴχαμε πεῖ ὅτι κάτι τέτοια γίνονται καί βαθιά μέσα στήν ψυχή, χωρίς νά ἀκούει, νά βλέπει ἤ νά καταλαβαίνει κανένας. Μερικές ψυχές δέχονται κατά πνευματικό τρόπο, ἄς ποῦμε, πετροβολήματα, πού καμιά φορά αὐτά μπορεῖ νά εἶναι πιό ὀδυνηρά ἀπό τά σωματικά γιά κάποιους λόγους. Νά τό λάβουμε, παρακαλῶ, ὑπ ̓ ὄψιν μας.
Δηλαδή νά προσέξουμε καί νά καταλάβουμε ὅτι μᾶς κάνει τήν τιμή σήμερα ὁ Θεός, καθώς ἐμεῖς ξεφεύγουμε ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ καί θέλουμε νά γλιτώσουμε, ναί, μᾶς κάνει τέτοια τιμή, σάν – ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ – νά μᾶς τό φέρνει τό μαρτύριο στό πιάτο· καί ἐπίσης νά καταλάβουμε καλά ὅτι χρειάζεται νά ἀγαπήσουμε τό μαρτύριο καί νά μή λοξοδρομοῦμε. Ἀγκάλιασέ το, δέξου τό μαρτύριο. Ἐπαναλαμβάνω, εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς – πρῶτα γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου ἀπορῶ καί ἔπειτα γιά ὅλους μας. Πῶς, ἄς ποῦμε, θέλουμε ἐμεῖς νά εἴμαστε σήμερα χριστιανοί, τή στιγμή πού μήν τυχόν περάσει αὐτή ἡ ἰδέα μέσα μας, ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι μαρτύριο!
Ἐδῶ θά δείξουμε ἄν πιστεύουμε στόν Χριστό. Καί μήν ἀρχίσουμε νά λέμε: «Γιατί νά εἶναι τόσο δύσκολα τά πράγματα;» Δέν εἶναι· δέν εἶναι. Ὅταν ἁπλῶς μέ τό δικό μας τό μυαλό τά μελετοῦμε καί, ἄς ποῦμε, θέλουμε νά τά καταλάβουμε, ἀσφαλῶς, ἀνθρωπίνως θά τά δοῦμε ἔτσι ὅπως τά βλέπουμε. Ἀλλά ἐδῶ καλεῖσαι νά πιστέψεις στόν Χριστό. Μαρτύρησε ἐκεῖνος καί μᾶς καλεῖ ὅλους στό μαρτύριο· μᾶς λέει ἀναφανδόν: «Νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου». Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι μαρτύριο. Καί νά τό κάνουμε.