Αγιολογικα
A+
A
A-

77. Τοῦ ἁγίου προφήτου Ζαχαρίου τοῦ πατρός τοῦ Προδρόμου

Τοῦ ἁγίου προφήτου Ζαχαρίου τοῦ πατρός τοῦ Προδρόμου

Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός

Σήμερα εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Ζαχαρίου, πού εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅπως συμπληρώνει τό συναξάρι. Καί ἄλλες φορές σημειώνουν κάπως ἔτσι τά συναξάρια. Λένε γιά κάποιον ἅγιο ὅτι εἶναι συνασκητής ἤ μαθητής ἤ διδάσκαλος τοῦ τάδε ἤ πατέρας ἤ ἀδελφός ἤ τέκνο τοῦ τάδε. Καί αὐτό δέν γίνεται βέβαια τυχαῖα, οὔτε ἡ σημείωση αὐτή ἔχει σκοπό ἁπλῶς πληροφοριακό. Κι ἐμεῖς, ὅταν συνιστοῦμε κάποιον καί λέμε ὅτι εἶναι γιός τοῦ τάδε, δέν τό λέμε μόνο πληροφοριακά, ἀλλά καί ἀπό τήν πλευρά ὅτι, ἀφοῦ ἐκεῖνος εἶναι κάτι, κοντά σ ̓ αὐτόν εἶναι καί ὁ γιός του κάτι.

Γνωρίζουμε ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν γίνεται χατίρι σέ κανέναν. Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός. Ὁ Θεός βλέπει τήν ψυχή τοῦ καθενός· καί ἐφόσον κάποιος εἶναι ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, γίνεται μαθητής τοῦ Θεοῦ καί αὐτός προσωπικά δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζεται. Ἁγιάζεται καί εἶναι ἅγιος. Δέν ἁγιάζεται κάποιος γιά χάρη τοῦ πατέρα του, τῆς μητέρας του, τοῦ φίλου του, γιά χάρη τοῦ διδασκάλου του καί τοῦ συνασκητοῦ του. Ἁγιάζεται, διότι ὁ ἴδιος μέ τή στάση του, μέ τόν ἀγώνα του, μέ τή μετάνοιά του, γίνεται δεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ πού τόν ἁγιάζει.

Ὅμως ἔχει σημασία τό ὅτι εἶναι γιός τοῦ τάδε ἤ πατέρας τοῦ τάδε. Δέν ἀναφέρεται, ἐπαναλαμβάνω, αὐτό ἔτσι τυχαῖα. Κάτι παίρνει καί ἀπό κεῖ, καί μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἀφοῦ ἦταν πατέρας ἤ γιός τοῦ τάδε, ὁπωσδήποτε ἐπηρεάσθηκε ἀπό τόν τάδε αὐτόν, ἀπό τόν ἅγιο αὐτόν, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι, καθώς ὑπάρχει μιά κοινωνία γενικότερα μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἰδικότερα, ἄν θέλετε, κοινωνία ἀγάπης, κοινωνία ἁγιασμοῦ, κοινωνία πνευματική, κοινωνία ἀρετῶν, ἡ χάρη ἀπό ἐκεῖνο τό πρόσωπο πέρασε καί σ ̓ αὐτόν.

Ὑπάρχει αὐτή ἡ κοινωνία γενικότερα μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἰδικότερα μεταξύ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν στενότερη ἐπικοινωνία, στενότερη ἐπαφή, ἄν θέλετε, ἔχουν φιλία, ἔχουν κοινή ζωή, εἶναι συναγωνιζόμενοι, συνασκούμενοι. Ἀκόμη καί σέ κατά σάρκα συγγενεῖς, ἐφόσον ἡ συγγένεια τούς κάνει νά ἔχουν αὐτή τήν ἰδιαίτερη κοινωνία, τήν ἰδιαίτερη ἐπαφή καί ἐπικοινωνία – ἐάν βέβαια εἶναι ἀνοιχτή ἡ καθεμιά ψυχή – κατά τόν νόμο τῶν συγκοινωνούντων δοχείων περνάει ἡ ἀρετή, ἡ ἁγιότητα τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο, ἡ χάρη ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο.

Μπορεῖ δύο δοχεῖα νά εἶναι συγκοινωνοῦντα, ἀλλά ἄν τό ἕνα ἔχει ἀποφραχθεῖ, δέν ἔχει σημασία τό ὅτι εἶναι συνδεδεμένο μέ τό ἄλλο δοχεῖο, ἀφοῦ εἶναι κλειστή ἡ ὀπή μέσα ἀπό τήν ὁποία θά μποροῦσε νά περάσει καί σ ̓ αὐτό ὅ,τι ἔχει τό ἄλλο. Ἔτσι μένει κενό, μένει σκέτο. Ὅσο κι ἄν εἶναι κανείς συγγενής ἁγίων ἀνθρώπων, ὅσο κι ἄν συγκοινωνεῖ, συγκατοικεῖ, συναθλεῖται καί συμπνευματίζεται μέ ἁγίους ἀνθρώπους, ἄν εἶναι κλειστή ἡ ψυχή του ἕνεκα τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς ὅλης στάσεώς του, δέν μπορεῖ νά πάρει τίποτε ἀπό αὐτούς τούς ἁγίους. Ἄν ὅμως δέν εἶναι κλειστή ἡ ψυχή του ἀλλά εἶναι ἀνοιχτή στόν Θεό, τότε δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζεται, ὅμως παίρνει καί ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ χριστιανός αὐτός γενικότερα συγκοινωνεῖ καί ἐπικοινωνεῖ μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, μέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα μέ τούς πιό κοντινούς, μέ αὐτούς πού εἶναι φίλοι του, δικοί του, κοντά του, καί μέ τούς ὁποίους συμπνευματίζεται. Θά παρακαλοῦσα νά τό προσέξουμε αὐτό.

Ἔχουμε πάντοτε στόν νοῦ μας ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἁγιασμός μας;

Ἐπίσης νά προσέξουμε καί ἕνα δεύτερο σημεῖο, καθώς πάλι σήμερα γιορτάζουμε κάποιον ἅγιο, ὅπως καί χθές καί αὔριο καί κάθε μέρα. Πολύ ἀστοχοῦμε ὡς πρός αὐτό – τό δεύτερο σημεῖο – καί χωλαίνουμε, καί ἡ ζημία ὄχι ἁπλῶς εἶναι μεγάλη, ἀλλά μπορεῖ νά χάσουμε καί τήν ψυχή μας. Εἶναι λάθος νά εἶναι κανείς χριστιανός καί νά κάνει ὅλα τά χριστιανικά καθήκοντα, χωρίς ὅμως νά ἔχει πάντοτε στόν νοῦ του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, καί χωρίς νά κινεῖται πρός τά κεῖ καί αὐτός νά εἶναι ὁ καημός του. Τοῦτο γάρ ἐστι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ὑμῶν.

Μπορεῖ νά βρεῖ κανείς καλούς χριστιανούς – καλούς μέσα στήν κοινωνία, καλούς μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους – νά κάνουν ὡς χριστιανοί ὁρισμένα πράγματα, ἀλλά νά μή στοχεύουν σ ̓ αὐτό καί νά μήν ἐπιζητοῦν καί νά μήν ἐπιδιώκουν αὐτό πού εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: ὁ ἁγιασμός μας. Κάποτε εἴπαμε ὅτι πολλοί γονεῖς – χριστιανοί γονεῖς – θά ἤθελαν τά παιδιά τους νά εἶναι πολύ καλοί χριστιανοί, ἀλλά σέ καμιά περίπτωση δέν θά ἤθελαν τό παιδί τους νά εἶναι στόν δρόμο αὐτό τῆς ἁγιότητος. Διότι ἅμα εἶναι σ ̓ αὐτόν τόν δρόμο, θά τό χάσουν τό παιδί τους. Κάθε ἄνθρωπος πού θά πάρει τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος «χάνεται» γιά ὅλους τούς ἄλλους. Καί γιά τούς δικούς του καί γιά τούς ξένους καί γιά ὅλους χάνεται. Τόν παίρνει ὁ Θεός, καί μέσα ἀπό κεῖ τόν ξαναβρίσκουν ὅλοι, ἀλλά τόν βρίσκουν κατ ̓ ἄλλον τρόπο.

Φοβᾶται λοιπόν κανείς νά μπεῖ σ ̓ αὐτόν τόν δρόμο, γιατί θά χάσει τόν ἑαυτό του καί δέν θέλει νά τόν χάσει. Χριστιανός μέν, ἀλλά νά μή χάσει τόν ἑαυτό του. Καθώς ἑπομένως μπαίνοντας στόν δρόμο αὐτόν, χάνει τόν ἑαυτό του, καί ὁ ἴδιος φοβᾶται νά μπεῖ σ ̓ αὐτόν τόν δρόμο, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι, οἱ δικοί του, φοβοῦνται.

Ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ δρόμος, αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐάν θέλουμε νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό, νά μή διστάσουμε, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται δύσκολο, νά προσανατολισθοῦμε πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, νά μποῦμε σ ̓ αὐτόν τόν δρόμο καί αὐτό τό θέλημα νά ζητοῦμε, τοῦ Θεοῦ.

Λέμε «τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», ἀλλά ποῦ πάει τό μυαλό μας; Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό: νά σωθοῦμε. Ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἁγιασμός μας. Τοῦτο γάρ ἐστι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ὑμῶν.

Ἄς ἔχουμε, παρακαλῶ, ὑπ ̓ ὄψιν καί τό δεύτερο αὐτό σημεῖο.

5-9-1987