8 Σεπτεμβρίου
Τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
Ἡ ἱερότερη γέννηση
Ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς, εἶναι χαρά μεγάλη γιά ὅλο τόν κόσμο, πού γεννιέται ἐκείνη ἡ ὁποία θά γεννήσει τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου.
Γενικά, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, γίνεται χαρά, ὅταν γεννιέται ἕνας ἄνθρωπος στόν κόσμο αὐτό. Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὅλοι ὅσοι μπαίνουν στόν ἔγγαμο βίο ἔχουν αὐτόν τόν πόθο, αὐτόν τόν καημό, νά φέρουν ἄνθρωπο στόν κόσμο. Ὅπως ξέρουμε, στίς γυναῖκες τό μητρικό φίλτρο εἶναι πολύ ἰσχυρό. Ἀλλά, κι ἐγώ καί ἀσφαλῶς κι ἐσεῖς, γνωρίζουμε μητέρες, οἱ ὁποῖες ἦλθε ὥρα πού εἶπαν ὅτι θά ἦταν καλύτερα νά μήν εἶχαν γεννήσει τό παιδί τους. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι καταρῶνται –ἔχουμε καί τέτοιες περιπτώσεις– ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι βλέπουν τό παιδί τους νά παίρνει ἕναν τέτοιο δρόμο, πού καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος γιά ἐκεῖνον πού τόν πρόδωσε: «Θά ἦταν καλύτερα αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶχε γεννηθεῖ».
Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά γεννηθεῖ κανείς, νά ἔρθει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἀλλά καί δέν ὑπάρχει φοβερότερο ἀπό τό νά πεῖ ὁ Θεός –καμιά φορά μπορεῖ νά τό πεῖ διά τοῦ στόματος ἑνός ἀνθρώπου– «αὐτός ὁ ἄνθρωπος καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ». Δέν ὑπάρχει φοβερότερο ἀπό αὐτό.
Ὅμως, ἀπόψε γιορτάζουμε τή Γέννηση τῆς Παναγίας, καί ἄν ἐξαιρέσουμε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι κάτι ἄλλο, ἡ Γέννηση τῆς Παναγίας εἶναι ἡ ἱερότερη, ἡ θαυμασιότερη καί ἡ σπουδαιότερη γέννηση πού ἔγινε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Γεννήθηκε ἡ Παναγία, γεννήθηκε αὐτή πού γέννησε τόν Χριστό, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Καί μέ τό νά οἰκονομήσει ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά γεννηθεῖ ἡ Παναγία, ἀρχίζει νά τίθεται σέ ἐφαρμογή τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια ὁ Θεός τό προετοίμαζε ἀπό αἰῶνες, ἀλλά τώρα μπαίνει σέ ἐφαρμογή.
Ἄν θέλουμε νά βάλουμε ἀρχή, νά βροῦμε ἄνθρωπο νά ἐμπιστευθοῦμε
Ἔχουμε πεῖ πολλά κατά καιρούς γιά τήν Παναγία. Καί ἀπόψε, ὄχι μόνο τή λίγη ὥρα πού ἔχουμε στή διάθεσή μας ἀλλά καί ὅλη τή νύχτα ἄν μιλοῦμε, δέν τελειώνουν αὐτά πού ἔχουμε νά ποῦμε γιά τήν Παναγία. Σήμερα ὅμως ἦρθαν ἔτσι τά πράγματα, πού θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ κάτι ἄλλο, συνδυάζοντάς το μέ τήν ἑορτή.
Μέ τό γεγονός αὐτό, τή Γέννηση τῆς Παναγίας, γίνεται ἀρχή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Συχνά λέμε νά βάλουμε ἀρχή, καί οἱ ἡμέρες αὐτές εἶναι ὅ,τι χρειάζεται, γιά νά βάλει κανείς ἀρχή, καθώς εἶναι οἱ πρῶτες ἡμέρες τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, πού ἄρχισε ἀπό τήν 1η Σεπτεμβρίου.
Σκεπτόμουν προηγουμένως: Ἐάν κάποιος, πού μπορεῖ αὐτός ὁ κάποιος νά εἴμαστε ἐμεῖς, ἀρχίζει νά σκέπτεται λίγο σοβαρά γιά τήν ψυχή του, γιά τή σωτηρία του –καθώς κάθε τόσο ἀκούει ὅτι ὁ οὐρανός δουλεύει γιά τή σωτηρία μας, ὅτι ὁ Θεός ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, ὅτι ὅλα γίνονται καί ὑπάρχουν γιά τή σωτηρία μας– καί ἀρχίζει νά ζεσταίνεται, νά φιλοτιμεῖται καί θέλει νά βάλει ἀρχή, τί θά κάνει;
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τό πρῶτο-πρῶτο πού ἔχει νά κάνει εἶναι νά βρεῖ ἄνθρωπο στόν ὁποῖο θά ἐμπιστευθεῖ τά τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἐπικίνδυνο νά τό ἀφήσει κανείς ἔτσι αὐτό τό θέμα. Στά θέματα τῆς σωτηρίας σου, μήν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό σου. Ὅσο ζῆλο καί φιλότιμο κι ἄν ἔχεις, ὅσο κι ἄν τά πῆρες στά σοβαρά τά πράγματα καί ἔχεις ὄρεξη καί διάθεση νά ἀγωνιστεῖς, μήν ἐμπιστεύεσαι στόν ἑαυτό σου· μήν ἐμπιστεύεσαι ἁπλῶς στό τί θά σοῦ πεῖ ὁ ἑαυτός σου, πῶς θά αἰσθανθεῖ, πόσο θά σέ σκουντήσει ὁ ἑαυτός σου. Μήν ἐμπιστεύεσαι σ᾿ αὐτόν. Εἶναι παρακινδυνευμένο.
Αὐτό πού λέμε δέν εἶναι ἀπόλυτο. Δέν σημαίνει ὅτι, ὅποιος δέν βρεῖ ἄνθρωπο, ὁπωσδήποτε θά χαθεῖ. Πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ὁ Θεός, καί ὁ Θεός κανονίζει γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά ἀνθρωπίνως ὅμως πρέπει νά τό τονίσουμε αὐτό, ὅτι εἶναι «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» νά βρεῖς ἄνθρωπο. Ὄχι γιά νά σοῦ λύνει τά προβλήματα. Συνηθίζουμε, βλέπετε, νά λέμε αὐτό: «Ἐλᾶτε νά λύσουμε τά προβλήματα, ἐλᾶτε νά συζητήσουμε τά προβλήματα». Εἴπαμε καί ἄλλες φορές ὅτι αὐτά εἶναι ψευτοπροβλήματα. Αὐτά εἶναι γιά νά γεμίζει ἡ ζωή, γιά νά περνάει ὁ καιρός. Ἕνα εἶναι τό πρόβλημα: πῶς θά σωθοῦμε. Καί ἅμα λύσεις αὐτό τό πρόβλημα, ἅμα βρεῖς τή λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, θά δεῖς ὅτι ὅλα τά ἄλλα ὄχι ἁπλῶς λύνονται, ἀλλά δουλεύουν γιά τό ἕνα αὐτό πρόβλημα, γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὅλα μετά ὑπηρετοῦν αὐτό, ὅπως τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές.
Δέν ὑπάρχει λοιπόν ἀμφιβολία ὅτι τό πρῶτο πού πρέπει νά κάνει κανείς εἶναι νά βρεῖ ἄνθρωπο. Ὄχι βέβαια νά βρεῖ, γιά νά πεῖ «βρῆκα ἄνθρωπο ἤ ἔχω ἄνθρωπο», ἀλλά γιά νά ἀρχίσει ἡ ἐργασία πού πρέπει νά γίνει στήν ψυχή του.
Ὁπωσδήποτε νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας
Ἔπειτα, ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται, καί στό ὁποῖο ὁπωσδήποτε θά βοηθηθεῖ κανείς ἀπό τόν ἄνθρωπο πού θά βρεῖ καί θά ἐμπιστευθεῖ τήν ψυχή του, εἶναι νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ἀλλιῶς, θά κάνεις προσπάθειες, θά κάνεις κόπους, ἀλλά μπορεῖ νά πηγαίνουν χαμένα. Ὅταν κάτι πού γίνεται, δέν γίνεται ὅπως πρέπει νά γίνει, δέν γίνεται σωστά, ἀλλά ἔχει πλάνη καί περιττά πράγματα, δέν θά προχωρεῖ σωστά, καί θά εἶναι χαμένοι οἱ κόποι.
Ἄν σέ ἄγει καί σέ φέρει ὁ ἑαυτός σου, ἄν σέ «χορεύει» ὁ ἑαυτός σου ὅπως θέλει, ἄν πότε βουλιάζεις μέσα στή μελαγχολία σου, πότε στή δειλία σου, πότε στήν ἐξυπνάδα σου, πότε στή ραθυμία σου, πότε στή ζάλη τῶν λογισμῶν, τότε εἶσαι θύμα τοῦ ἑαυτοῦ σου. Καί μπορεῖς νά μήν εἶσαι θύμα. Τουναντίον, ὁ ἑαυτός σου, αὐτός ὁ κακός ἑαυτός σου, νά γίνει θύμα, γιά νά ὑπηρετήσει τόν νέο ἄνθρωπο πού εἶναι μέσα σου.
Τό πράγμα χρειάζεται, ἄν θέλετε, τέχνη. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι βασικό εἶναι νά μή χαρίζεσαι στόν ἑαυτό σου. Νά μή χαρίζεσαι καθόλου στόν ἑαυτό σου. Ἅμα χαρίζεσαι, θά σέ ξεγελάσει, θά σέ ἐξαπατήσει, καί τελικά θά κάνει αὐτό πού θέλει ἐκεῖνος. Ἅμα δέν χαριστεῖς στόν ἑαυτό σου καί βοηθηθεῖς ἀπό τόν ἄνθρωπο πού σέ ὁδηγεῖ, θά γνωρίσεις καλά τόν ἑαυτό σου.
Δέν ἔχει σημασία τί εἶσαι. Δέν πειράζει ὅ,τι καί νά εἶσαι. Ἄς εἶσαι ὁ χειρότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου ἀπό πλευρᾶς ἀδυναμιῶν, ἀπό πλευρᾶς ἀρρωστημένων, ἄν θέλετε, καταστάσεων κτλ. Δέν πειράζει. Ἅμα γνωρίσεις περί τίνος πρόκειται, ἄν τά συνειδητοποιήσεις καλά, ἄν τά διακρίνεις καί ξέρεις: «Ἐγώ ἔχω ἐπάνω μου αὐτά καί αὐτά τά κουσούρια, αὐτά τά παράσιτα καί αὐτά τά πάθη, ὅμως δέν πρόκειται νά κάνω τό χατίρι τους», τότε μή φοβᾶσαι. Βοηθούμενος καί ἀπό τόν ἄνθρωπο πού θά βρεῖς, θά ἀφεθεῖς στή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά δοθεῖς στή χάρη, θά σέ ἀναλάβει ὁ Θεός καί θά σέ κάνει ἁγιότερο τῶν ἁγίων.
Δέν εἶναι ἀστεῖα πράγματα αὐτά. Ὁ Θεός φροντίζει γιά μᾶς. Ὁ Θεός ἦλθε γιά μᾶς, σταυρώθηκε, ἔχυσε τό αἷμα του καί πέθανε γιά μᾶς. Καί δέν τό ἔκανε αὐτό γιά νά βολέψει μερικούς ἀνθρώπους πού εἶναι καλοῦ χαρακτῆρος, πού ἔχουν καλό σκαρί. Ὄχι! Ὅσο χειρότερη εἶναι μιά κατάσταση, τόσο, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό πῶ, ὁ Θεός θέλει αὐτή τήν κατάσταση νά τήν τακτοποιήσει, νά τή γιατρέψει. Ψάχνει ὁ Θεός νά βρεῖ ἄνθρωπο πού θά τόν δεχθεῖ, πού θά τοῦ δείξει τήν πληγή του, τό σφάλμα του καί θά συνεργαστεῖ μαζί του καί θά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη του.
Καθόλου νά μή χαριστοῦμε στόν ἑαυτό μας
Καί ἕνα τρίτο θέλω νά πῶ πού εἶναι πολύ πρακτικό. Ὅλοι λίγο πολύ κάτι ξέρουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Νά βάλουμε κάτω τόν ἑαυτό μας καί νά τόν παρακολουθήσουμε στήν καθημερινή του ζωή, καί νά δοῦμε ποῦ ὁ ἑαυτός μας ἔχει ἀδυναμία, τί ἀγαπᾶ, τί λαχταρᾶ πιό πολύ, τί εἶναι ἐκεῖνο πού, ὅ,τι ἐμπόδιο καί νά μπεῖ μπροστά, αὐτός θά τό ξεπεράσει καί θά πάει νά βρεῖ αὐτό πού θέλει, θά πάει νά πετύχει, νά κάνει αὐτό πού θέλει.
Ὅλοι, ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε, κάπου θά τόν πιάσουμε τόν ἑαυτό μας. Μπορεῖ νά διαπιστώσεις ὅτι, χωρίς καθόλου νά χρειάζεται νά σπρώχνεις τόν ἑαυτό σου, χωρίς καθόλου νά χρειάζεται νά τοῦ θυμίζεις, αὐτός ὁρμᾶ –δέν θά ἤθελα τώρα μέσα στήν ἐκκλησία νά πῶ συγκεκριμένα– στό ἄλφα θέμα, στό βῆτα θέμα, στή γάμα ὑπόθεση κτλ. Δές λοιπόν πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, πρός αὐτό στό ὁποῖο ἡ ψυχή σου ὁρμᾶ ἀπό μόνη της. Δές πῶς κινεῖσαι, τί κάνεις καί ὁμολόγησε ὅτι ἔχεις δυνάμεις, κουράγιο, ὄρεξη καί δέν δυσκολεύεσαι νά ἀφήσεις μερικές φορές καί ὕπνο καί φαγητό, δέν δυσκολεύεσαι νά σηκώσεις περιφρονήσεις, λόγια ἀπό κάποιους, προκειμένου νά πετύχεις, νά βρεῖς, νά μή χάσεις αὐτό στό ὁποῖο ὁρμᾶ ἀπό μόνη της ἡ ψυχή σου.
Δές καλά τά πράγματα καί ὡς λογικό πλάσμα πού εἶσαι νά σκεφθεῖς καί νά πεῖς: «Ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο, ὁ Θεός θά ἤθελε νά πάω πρός αὐτόν, νά κινηθῶ πρός αὐτόν, νά ζητήσω τή σωτηρία μου, νά ἀγωνιστῶ γιά τή σωτηρία μου, τουλάχιστον ὅπως κάνω γι᾿ αὐτό ἐδῶ τό πράγμα».
Νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας μόνο ὅτι στήν ἀρχή πρέπει κανείς νά σπρώξει τόν ἑαυτό του καί καθόλου νά μήν τοῦ χαριστεῖ, καθώς θά ἀρχίσει ὁ ἑαυτός μας, ἀπό δῶ ἀπό κεῖ, τίς δικαιολογίες καί θά προσπαθεῖ νά βρεῖ τρόπους γιά νά ξεφύγει. Νά μήν τοῦ χαριστοῦμε καθόλου, ἀλλά νά τόν ἁρπάξουμε, καί μέ τήν ἴδια δύναμη πού πηγαίνει σ᾿ ἐκεῖνο πού ἀγαπάει, σ᾿ ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλει –φυσικά δέν χωράει καμιά ἀμφιβολία ὅτι θά τό ἀφήσουμε ἐκεῖνο· ἁπλῶς θά παραδειγματιστοῦμε ἀπό αὐτό– νά σπρώξουμε τόν ἑαυτό μας, τήν ψυχή μας, ὅλο τό εἶναι μας καί ὅλες τίς δυνάμεις μας πρός τόν Θεό μας, πρός τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία μας.
Καί νά μή σταματήσουμε καθόλου –οὔτε νά ξεκουραστοῦμε οὔτε, πού λέει ὁ λόγος, νά ἀνασάνουμε– ἀπό τό νά σπρώχνουμε κατά συγκεκριμένο τρόπο τόν ἑαυτό μας, ἕως ὅτου ἀρχίσει νά γίνεται μόνο του αὐτό. Ὁπότε, δέν θά χρειάζεται μετά νά σπρώξεις τόν ἑαυτό σου γιά νά πᾶς νά προσευχηθεῖς, νά πᾶς στήν ἐκκλησία, νά ἀγρυπνήσεις, νά νηστέψεις· δέν θά χρειάζεται νά σπρώξεις τόν ἑαυτό σου γιά νά μήν κατηγορεῖ, νά μήν κατακρίνει, νά μή θυμώνει, νά μήν ἀδικεῖ, νά μήν ὑπερηφανεύεται. Θά μάθει τόν δρόμο ὁ ἑαυτός σου, καί ὁ Θεός βλέποντάς σε θά ἀνταποκριθεῖ καί θά σοῦ δώσει αὐτό τό γλυκό πράγμα πού λέγεται ἀγάπη Θεοῦ, χάρη Θεοῦ. Καί αὐτό τόσο πολύ θά σέ συναρπάσει, τόσο πολύ θά σέ ξυπνήσει, τόσο πολύ θά σέ ἑλκύσει, πού δέν θά σέ σταματάει μετά τίποτε.
Ἀλλά ἕως ὅτου γίνει αὐτό, πρέπει νά ξεκινήσει κανείς καί νά ἐνεργήσει ἔτσι ὅπως εἴπαμε, καί νά μή δώσει στόν ἑαυτό του καμία ἀνάπαυση, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός: Εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. Ἄν αὐτά πού λέει ὁ στίχος τά ἐφαρμόσουμε σ᾿ αὐτό πού λέμε τώρα, θά ποῦμε: νά μή δώσει κανείς ἀνάπαυση στόν ἑαυτό του, ἕως ὅτου ὁ ἑαυτός του ἀρχίσει νά πηγαίνει αὐτόματα στόν Θεό. Γνωρίζουμε ἐκ πείρας ὅτι κάπου ἀλλοῦ πηγαίνει ἀπό μόνος του. Πῶς ἐκεῖ πηγαίνει; Ὅλη αὐτή τή δύναμη μέ τήν ὁποία πηγαίνει πρός τά ἐκεῖ, ἐμεῖς νά τή γυρίσουμε πρός τά ἐδῶ, ἕως ὅτου ἀρχίσει νά γίνεται ἀπό μόνο του αὐτό. Μέχρι τότε νά μή δώσουμε ἀνάπαυση στόν ἑαυτό μας. Φυσικά, ἀπό κεῖ καί πέρα ὄντως ὅλη ἡ ψυχή μας, ὅλες οἱ δυνάμεις μας, ὅλο τό εἶναι μας θά πηγαίνει πρός τόν Θεό, πρός τή σωτηρία, πρός τόν ἁγιασμό μας.
Καθώς λοιπόν σήμερα γιορτάζουμε τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, παρακαλῶ νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν αὐτά πού λέχθηκαν καί μέ βάση αὐτά κατά εἰδικό καί συγκεκριμένο τρόπο νά βάλουμε ἀρχή γιά τή σωτηρία μας.
8-9-1988