Αγιολογικα
A+
A
A-

166. Τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας

 

Σήμερα, 1 Μαίου, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας τῆς διά Χριστόν σαλῆς. Ὁ μακαριστός π. Συμεών μιλώντας εἰδικά στίς συνάξεις τῶν νέων γιά τό αἴσθημα κατωτερότητος, ἀναφέρθηκε καί στήν ἁγία Ἰσιδώρα τουλάχιστον σέ δύο ὁμιλίες. Παραθέτουμε στή συνέχεια αὐτές τίς δύο ὁμιλίες ἀπό τό βιβλίο …πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν.

 

 

Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα

 

Νά ἀποδεχθοῦμε τήν κατάστασή μας

Σημείωμα φοιτητοῦ: Θά ἤθελα νά θίξω μιά ἄλλη πλευρά στό θέμα. Παίρνουμε τήν ἀπόφαση ὅτι εἴμαστε ἀπό αὐτούς πού θά εἶναι κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἀλλά αὐτό δέν τό δέχονται πολλοί στό περιβάλλον μας. Καί δέν ἐννοῶ μόνο ὅτι δέν δέχονται νά παίρνουμε τέτοιες ἀποφάσεις, ἀλλά κυρίως ὅτι δέν δέχονται τό γεγονός ὅτι ἔχουμε αὐτές τίς περιορισμένες δυνατότητες. Οἱ οἰκεῖοι δέν τό δέχονται, τά ἀφεντικά δέν τό δέχονται, ἀλλά καί ἀφεντικό νά εἶναι κάποιος, δέν τό δέχονται οἱ πελάτες.

Πάντως, αὐτός πού γράφει δείχνει ὅτι δέν ἔχει καταλάβει ἀκριβῶς αὐτά πού εἴπαμε περί αἰσθήματος κατωτερότητος. Γιατί τό θέμα δέν εἶναι τί δέχονται οἱ ἄλλοι, τί δέν δέχονται. Ὅλο τό θέμα εἶναι ἐμεῖς νά δεχθοῦμε νά καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται καί νά ἀποδεχθοῦμε τήν κατάστασή μας. Ὄχι ὅμως μοιρολατρικά: «Ἔ, τί νά κάνουμε;» Ὄχι· ἔξω ἀπό τόν χριστιανισμό μπορεῖ νά χρειάζεται νά κλάψει κανείς τή μοίρα του, ἀλλά μέσα στόν χριστιανισμό, πού πιστεύουμε ὅτι τά πάντα ὁ Θεός τά οἰκονομεῖ ἔτσι πού εἶναι γιά καλό μας, ὄχι μόνο δέν κλαίει κανείς τή μοίρα του, ἀλλά πιστεύει ὅτι ὅλα εἶναι γιά τό καλό μας. Στήν ἀρχή ἁπλῶς τό πιστεύει αὐτό, σιγά-σιγά ὅμως τό καταλαβαίνει κιόλας στήν πράξη· καί λέει: «Θεέ μου, χαλάλι. Βγῆκε τόσο καλό ἀπό αὐτό, πού ὄχι μιά φορά νά εἶχα αὐτό τό αἴσθημα κατωτερότητος, ἀλλά δυό φορές νά τό εἶχα».

Ὅλοι ἔχουμε μάθει νά λειτουργοῦμε σέ κάποιο ἐπίπεδο καί ἀντιδροῦμε, ὅταν ὁ ἄλλος δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει σ᾿ αὐτό. (Εἶναι μιά καινούργια λέξη αὐτή πού χρησιμοποιοῦν: λειτουργοῦμε, μάθαμε νά λειτουργοῦμε.) Ἔτσι, δέν εἶναι πάντα τόσο ἁπλό, ὥστε, μέ τό νά πάρει κάποιος τά πράγματα σωστά, τελείωσε τό θέμα.

Καί ὅμως, τελείωσε. Τελείωσε, ἀρκεῖ νά τά πάρεις σωστά.

 

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνελέητοι

Ἔτσι ξεπέρασε τό πρῶτο στάδιο. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ γνώμη τῶν ἄλλων. Ὄχι αὐτή πού νομίζει, ἀλλά αὐτή πού πραγματικά ἔχουν. Καί στή συγκεκριμένη περίπτωση δέν εἶναι εὔκολο αὐτό, γιατί ἡ γνώμη τους εἶναι ἀληθινή. Ἔχουν δίκαιο, ὅσο κι ἄν δέν εἶναι εὐχάριστο.

Οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι κομπλεξάρονται σήμερα, ἀκριβῶς διότι ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα ἡ ζωή, ἔχει δηλαδή ἀνταγωνιστικό χαρακτήρα. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνελέητοι, δέν σπλαχνίζονται. Αὐτό τό βλέπουμε ἀκόμη καί στό Δημοτικό σχολεῖο, ὅπου ὅλοι οἱ συμμαθητές κοροϊδεύουν τό παιδί ἐκεῖνο πού ἔχει κάποιο κουσούρι. Τό καημένο, τό ἔχει. Ἤθελε νά τό ἔχει; Καί ὅμως, κοροϊδεύουν. Κοροϊδεύουν τή λίγη νοημοσύνη πού τυχόν ἔχει, τή μιά κάποια καθυστέρηση πού τυχόν ἔχει, κάποιο ἄλλο κουσούρι πού ἔχει. Ἄσπλαχνα, ἐντελῶς ἄσπλαχνα. Οὔτε τά γατάκια δέν τά τυραννοῦν τόσο –πού συνηθίζουν τά παιδιά νά τά τυραννοῦν– ὅσο τυραννοῦν κάποια τέτοια παιδιά. Ἀργότερα, ἐπίσης, στό Γυμνάσιο καί ὅπου ἀλλοῦ, οἱ ἄνθρωποι δέν σπλαχνίζονται. Καί ἐκεῖ εἶναι πού κομπλεξάρεται κανείς ἀκόμη πιό πολύ.

Ἔτσι, καλλιεργεῖται τό αἴσθημα κατωτερότητος. Τό παιδί πληγώνεται, καί δημιουργοῦνται πολλές ἄσχημες καταστάσεις μέσα του. Χρειάζεται πρῶτα ὁ γονέας, ὁ δάσκαλος, ὁ ἱερέας, νά καταλάβουν περί τίνος πρόκειται, γιά νά βοηθήσουν τό παιδί, ἀλλά καί τό παιδί στή συνέχεια πρέπει νά θελήσει νά συνεργασθεῖ, νά ἀκούσει, νά καταλάβει. Εἶναι πολύ δύσκολα. Ὅμως, ἔτσι τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ὥστε νά περάσει μαρτύρια ἕνας ἄνθρωπος, καί ἔρχεται ἡ ὥρα πού ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, καί, ὅπως εἴπαμε, τά βγάζει ὅλα σέ καλό, σέ βαθμό πού μπορεῖ ἄνετα κανείς νά πεῖ:  «Χαλάλι». Ἑπομένως, νά μήν πολυδίνουμε σημασία στό τί στάση παίρνουν οἱ ἄλλοι καί τί γνώμη ἔχουν.

Καί ἄν αὐτό ξεπεραστεῖ, στό τρίτο στάδιο ἔχουμε τά καθημερινά πρακτικά θέματα. Πῶς θά συνεργάζεσαι μέ αὐτούς πού σέ ἀπορρίπτουν, εἴτε ὠμά εἴτε χωρίς νά τό θέλουν, συνηθισμένοι σέ ἕνα ρυθμό πού δέν μπορεῖς νά φθάσεις; Δέν ξέρω ἄν ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν αἴσθημα κατωτερότητος, ἀλλά πολλές φορές τό δημιουργοῦν καί τό συντηροῦν.

Εἴμαστε ἕνα ψέμα. Μᾶς φοβίζει ἡ ἀλήθεια

Θά φέρω τώρα ἕνα παράδειγμα, καί θά πεῖτε βέβαια ἀμέσως: «Ἔ, πάτερ, αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνει ὁ καθένας». Δέν παύει ὅμως νά εἶναι ἀλήθεια. Δέν ξέρω πῶς τά βλέπετε ἐσεῖς τά πράγματα, ἀλλά κάθε φορά πού διαπιστώνουμε ὅτι εἴμαστε μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια ἤ ὅλο καί πιό μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀλλιῶς νά προβληματιζόμαστε, καί ὄχι ὅπως συνήθως προβληματιζόμαστε καί λέμε: «Αὐτό δέν γίνεται». Ὄχι· ἀλλά νά λέει κανείς: «Θεέ μου, Θεέ μου, τί ἔχει γίνει μέσα στήν ψυχή μου, γιά νά εἶμαι τόσο μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά νά μή θέλω νά δῶ τήν ἀλήθεια, γιά νά μή θέλω νά ἀντιμετωπίσω τήν ἀλήθεια, γιά νά μή θέλω νά γίνω ἀληθινός!»

Εἶναι φοβερό τό πράγμα. Οὔτε θέλει κανείς νά τό συζητήσει ἤ νά τό δεῖ ἔτσι, καί προσπαθεῖ νά βολευτεῖ, νά ἰσορροπήσει καί νά τά βγάλει πέρα ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, ὁπότε ἐντελῶς ἀλλοτριώνεται ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἔχει πλέον καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια. Καί ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα ψέμα καί ζεῖ μιά ψεύτικη ζωή. Χωρίς βέβαια νά σημαίνει αὐτό ὅτι δέν ἔχει καλή διάθεση ἤ ὅτι ἔχει κακή πρόθεση, ἀλλά πάντως δέν παύει νά εἶναι αὐτό μιά πραγματικότητα. Καί γιά τόν ἄλλο πιό πέρα καί γιά τόν ἄλλο πιό πέρα… Γι᾿ αὐτό εἴμαστε τόσο ψεύτικοι.

Καί ἀπό πλευρᾶς θεωρητικῆς καί ἀπό πλευρᾶς πρακτικῆς εἴμαστε ἕνα ψέμα. Ἡ ὅλη ζωή μας εἶναι ἕνα ψέμα. Κινούμαστε, ἐνεργοῦμε μέ τό ψέμα. Μᾶς φοβίζει ἡ ἀλήθεια. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅποιος εἶναι πιό πολύ ἀετονύχης, ἐκεῖνος θά βολευτεῖ περισσότερο, ἐκεῖνος θά τά καταφέρει καλύτερα. Δέν τό καταλαβαίνει ὅμως ὅτι καί αὐτός εἶναι ἕνα ψέμα, καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους. Δέν εἶπα ὅμως τό παράδειγμα.

Μιά ἁγία κατά Χριστόν σαλή

Δέν θά σᾶς πῶ ἄλλο παράδειγμα, παρά θά ἀναφέρω τήν ἁγία Ἰσιδώρα.

Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ἦταν σέ ἕνα μοναστήρι, τό ὁποῖο εἶχε περίπου τετρακόσιες μοναχές, καί βοηθοῦσε στό μαγειρεῖο. Ἐκεῖ ὅμως τῆς φέρονταν ἄσχημα, καθώς προσποιόταν τή σαλή, καί τή θεωροῦσαν ὅτι εἶναι λωλή. Καί τί δέν τῆς ἔκαναν, τήν καημένη! Τί νερά, τί φαγητά δέν τῆς ἔριχναν! Πολύ κακή μεταχείριση. Οὔτε τόν σκύλο πού εἶχαν ἐκεῖ δέν θά τόν ταλαιπωροῦσαν ἔτσι. Τί φωτισμένη γυναίκα ὅμως ἦταν αὐτή! Αὐτή ἡ ὁποία θεωροῦνταν ἀπό τίς ἄλλες ὅτι εἶναι ἕνα πλάσμα πού μπορεῖ κανείς νά τό μεταχειρισθεῖ ὅπως θέλει. Σάν νά ἦταν ἄμυαλη, σάν νά ἦταν περίπου ὅπως τό ζῶο.

Στόν ἅγιο Πιτυροῦν, πού ζοῦσε στήν ἔρημο, παρουσιάσθηκε ἄγγελος καί τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει μιά γυναίκα πού τόν ξεπέρασε στήν ἀρετή. «Πήγαινε, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, στό γυναικεῖο μοναστήρι τῶν Ταβεννησιωτῶν, ὅπου θά βρεῖς μιά μοναχή νά ἔχει στέμμα στό κεφάλι της».

Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ ἅγιος καί πῆγε στό μοναστήρι. Τόν ἤξεραν, καθώς ἦταν περιβόητος γιά τήν ἀρετή του, καί τόν δέχθηκαν μέ πολλή χαρά καί μέ πολύ σεβασμό καί εὐλάβεια. Ζήτησε ἀπό τήν ἡγουμένη νά ἔλθουν ὅλες οἱ μοναχές νά τίς δεῖ μία-μία, γιά νά δεῖ ποιά εἶναι αὐτή πού λάμπει τόσο ἡ ὅλη προσωπικότητά της, καί εἶναι μιά μεγάλη ἁγία. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν ὅλες οἱ μοναχές, ἀλλά δέν εἶδε ἐκείνη πού τοῦ ἔδειξε ὁ ἄγγελος στό ὅραμα. Καί ὁ ἅγιος Πιτυροῦν ἔλεγε καί ξανάλεγε: «Μήπως ἔχετε καί καμία ἄλλη;» Καί ἀφοῦ ἐπέμενε πάρα πολύ, τοῦ εἶπε ἡ ἡγουμένη: «Ἔχουμε στό μαγειρεῖο καί μία πού δέν εἶναι στά καλά της». (Δηλαδή, νόμιζαν ὅτι δέν εἶναι στά καλά της καί τήν εἶχαν στό μαγειρεῖο νά βοηθάει.) «Φέρτε την κι αὐτήν».

Καί ὅταν τήν ἔφεραν, ὁ ἀββᾶς Πιτυροῦν τήν κοίταξε μέ προσοχή στό πρόσωπο, εἶδε καί τό κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπό τό κεφάλι της καί διαπίστωσε ὅτι ἀκριβῶς αὐτή ἦταν καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἔτρεξε καί ἔπεσε κάτω μπροστά της νά τῆς βάλει μετάνοια καί νά τήν προσκυνήσει. Ἡ ἡγουμένη καί οἱ ἄλλες ἀδελφές ἔσπευσαν νά τόν προλάβουν: «Ἀββᾶ, τί κάνεις; Αὐτή εἶναι μιά σαλή». «Δέν εἶναι σαλή, ἀπάντησε· ἐσεῖς εἶστε σαλές. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία». Καί τούς εἶπε μερικά πράγματα. Οἱ ἀδελφές δέν μποροῦσαν νά ἀμφισβητήσουν τόν λόγο τοῦ ἀββᾶ Πιτυροῦν, καθώς τόν εἶχαν σέ μεγάλη εὐλάβεια, σέ μεγάλο σεβασμό καί τόν θεωροῦσαν ἅγιο ἄνθρωπο, καί πίστεψαν σ᾿ αὐτό πού ἔλεγε.

Ὁπότε, ἦρθε μεγάλη μετάνοια στίς ἀδελφές, προπαντός σ᾿ αὐτές πού ἐργάζονταν στό μαγειρεῖο, οἱ ὁποῖες εἶχαν τήν Ἰσιδώρα παραπεταμένη καί δέν τῆς φέρονταν καθόλου καλά. Πῶς γίνεται, θά πεῖ κανείς, σέ ἕνα μοναστήρι νά μή φέρονται καλά; Παντοῦ γίνονται αὐτά. Ἄρχισαν νά κλαῖνε καί νά ὀδύρονται καί νά ὁμολογοῦν τί τῆς εἶχαν κάνει τόσα χρόνια: «Τῆς ρίχ­ναμε φαγητά, τῆς ρίχναμε νερά, δέν τή λογαριάζαμε, τή χτυπούσαμε», καί ἄλλα τέτοια ἔλεγαν. Καί ζητοῦσαν συγγνώμη. Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα, μόλις ἔγινε γνωστό ποιά εἶναι, σηκώθηκε καί ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι. Ἐξαφανίστηκε. Δέν ἔμαθε κανένας ποῦ πῆγε.

 

Τό ἀληθινά ταπεινό φρόνημα τῶν ἁγίων

Τήν ἁγία Ἰσιδώρα οὔτε τήν ἔθιγαν αὐτά πού τῆς ἔκαναν τόσα χρόνια οὔτε τήν ἄγγιζαν οὔτε ἔνιωθε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἴχνος ἀπό αὐτό δέν εἶχε. Μέσα της ἔλεγε: «Καί χειρότερα νά μοῦ κάνουν ἐμένα, καλύτερα». Ἔτσι ἔλεγε ἕνας Ρουμάνος ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ π. Ἐνώχ, πού κοιμήθηκε τό 1979. Αὐτός ἦταν ἐρημίτης· δέν εἶχε κανένα ἔσοδο καί ζοῦσε ἀπό αὐτά πού τοῦ ἔδιναν τά μοναστήρια. Πήγαινε πότε στό ἕνα μοναστήρι καί πότε στό ἄλλο καί ζητοῦσε τροφή. Μιά φορά λοιπόν ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα ἑνός μοναστηριοῦ καί ἔλεγε: «Ἐγώ σκύλος. Σκύλος. Δίνεις στόν σκύλο νά φάει, τό παίρνει καί τρώει. Ἄν τοῦ δώσεις καί καμιά, σκύλος». Τέτοια γνώμη εἶχε γιά τόν ἑαυτό του. Προσέξτε. Δέν τά ἔλεγε αὐτά καί δέν τά ἔκανε αὐτά ἐπειδή δέν ἦταν στά καλά του. Ὄχι· ἤξερε τί ἔκανε, ἤξερε τί λέει. Ἀλλά ἦταν τόσο ταπεινός καί εἶχε τέτοια ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, πού δέν πρόσεχε αὐτά πού τοῦ ἔκαναν ἤ ἄν θά τοῦ ἔδιναν νά φάει ἤ ὄχι, οὔτε θιγόταν. «Καί καμιά ξυλιά νά μοῦ δώσουν, ἔλεγε, τί πειράζει; Αὐτό δέν κάνουν σέ ἕνα σκύλο;»

Καί ἡ ἁγία Ἰσιδώρα δέν ἦταν λωλή πραγματικά· δέν ἦταν καμιά χαζούλα, πού δέν ἤξερε καί δέν καταλάβαινε αὐτά πού τῆς ἔκαναν. Ὄχι· ἄν ἦταν ἔτσι, δέν θά ἦταν ἁγία. Καί ἤξερε καί καταλάβαινε, ἀλλά εἶχε πολύ ταπεινωθεῖ καί εἶχε στήν πράξη καταλάβει πόσο ὠφελεῖται κανείς, ὅταν δέχεται τέτοια μεταχείριση. Εἶναι δηλαδή ὅπως στίς περιπτώσεις τῶν μαρτύρων. Ὅλοι αὐτοί πού μαρτύρησαν, ποθοῦσαν νά μαρτυρήσουν. Καί ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, σάν νά ἔλεγε: «Μαρτύριο θέλετε; Πάρτε». Ἔτσι κι ἐδῶ.

Ἡ ἁγία, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ἐπιθυμοῦσε, ποθοῦσε ἔτσι νά οἰκονομηθοῦν τά πράγματα, ὥστε ὄχι χαλί νά γίνει, ἀλλά τό δάπεδο τῆς κουζίνας νά γίνει, πού πετοῦν τά νερά. Καί τῆς τό ἔδωσε ὁ Θεός. Δῴη σοι Κύριος κατά τήν καρδίαν σου. Θά σοῦ δώσει ὁ Κύριος σύμφωνα μέ τό τί ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά σου. Ἔτσι, καί ἁγιαζόταν ἡ ψυχή της, καί ἦταν ἐν ἀσφαλείᾳ ἡ ἁγιότης τῆς ψυχῆς της, μέσα σέ μιά τέτοια κατάσταση, μέσα σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες.

Μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τήν ἁγία Ἰσιδώρα;

Ἐπαναλαμβάνω, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ κάθε χριστιανός ἔτσι πρέπει νά φρονεῖ· κανείς νά μήν ἔχει διαφορετικότερη γνώμη. Ὁ κάθε χριστιανός νά εἶναι ἕτοιμος νά δεχθεῖ ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Δέν σημαίνει βέβαια ὅτι στόν καθένα θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός ἤ θά οἰκονομήσει ἔτσι νά ἔρθουν τά πράγματα, ἀλλά ὅλοι πρέπει νά ἔχουν τήν ταπείνωση τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας. Ἅμα ἔχεις αὐτή τήν ταπείνωση, οὔτε κόμπλεξ μπορεῖ νά σταθεῖ οὔτε τίποτε. Πῶς νά σταθεῖ τό κόμπλεξ; Θά ἔνιωθε ἡ ἁγία Ἰσιδώρα κόμπλεξ κατωτερότητος, ἄν τό ἔφερε βαρέως. «Ἐγώ ἦρθα νά μονάσω, καί κοίταξε τί μοῦ κάνουν, κι ἐγώ ἄξιζα περισσότερο…» Οὔτε τήν ἄγγιζαν αὐτά. Καί ἔτσι, ἦταν ἡ ἁγία Ἰσιδώρα.

Μή μοῦ πεῖτε: «Ἔ, πάτερ, μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε ἡ ἁγία Ἰσιδώρα;» Μήν κάνετε. Δέν θά σᾶς προτρέψω νά κάνετε, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀπό αὐτή τήν ἰσοπέδωση πρέπει νά περάσει ὁ καθένας. Καί ὅταν ἔτσι τά πάρει κανείς τά πράγματα, δέν μένει αἴσθημα κατωτερότητος. Φεύγει. Μετά, τά κουσούρια σου εἶναι χαρίσματα καί εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά βοηθηθεῖς. Ὁρισμένοι ἀπό τούς μάρτυρες ἤθελαν πάρα πολύ νά μαρτυρήσουν, καί καθώς ἔρχονταν ἔτσι τά πράγματα πού εὔκολα δικαιολογοῦνταν νά τούς ὁδηγήσουν στό μαρτύριο –ἐνῶ σέ ἄλλες περιπτώσεις δέν ἦταν τόσο εὔκολο– τό χαίρονταν αὐτό. Ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐδῶ· χαίρεται κανείς γιά τά κουσούρια καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό, διότι αὐτά εἶναι τά μαργαριτάρια πού ἔχει.

 

28-3-1993

 

 

 

 

 

Χάσμα μεταξύ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς νοοτροπίας καί τῆς δικῆς μας

Δέν παίρνουμε τά πράγματα ὅπως οἱ ἅγιοι

Σημείωμα φοιτήτριας: Γιατί ἐπιμένετε νά ἀναφέρεσθε στήν ἁγία Ἰσιδώρα; Μόνο γιατί σᾶς συγκινεῖ τό φρόνημά της; Γιά νά τονίσετε ἴσως τήν ἀντίθεση τοῦ δικοῦ μας φρονήματος πρός τό γνήσιο αὐτό χριστιανικό φρόνημα; Μήπως ἡ προβολή της ἐκ μέρους σας προσδοκᾶ κάποια ἀνταπόκριση ἐκ μέρους τῶν ψυχῶν τοῦ ἀκροατηρίου σας; Ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ἔτσι νά τά πάρει τά πράγματα μέ τή δική του σκέψη καί ἀνθρώπινη λογική. Μπορεῖ ὡστόσο νά προσεύχεται στόν Θεό νά τοῦ δώσει τέτοιο φρόνημα καί νά τόν ἐμποτίσει μέ τέτοιο πνεῦμα;

Εἴχαμε ἀναφερθεῖ πρόσφατα στήν ἁγία Ἰσιδώρα καί εἴπαμε πόσο τήν κακομεταχειρίζονταν οἱ μαγείρισσες στό μαγειρεῖο τοῦ μοναστηριοῦ. Καί λέγαμε ὅτι, ἐνῶ οἱ ἄλλες μοναχές νόμιζαν ὅτι ἡ Ἰσιδώρα εἶναι σαλή, τρελή δηλαδή, αὐτή ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγία καθόλου δέν δυσκολευόταν –μάλιστα αὐτό ἦταν ἐκεῖνο πού ἤθελε, αὐτό ἦταν ἡ ἀσφάλειά της, αὐτό ἦταν ἡ χαρά της, αὐτό ἦταν ἡ καύχησή της– νά τήν ἔχουν παραπεταμένη, νά μήν τή λογαριάζουν, νά τή βασανίζουν κιόλας καί νά τήν τυραννοῦν. Πόσο διαφορετικά σκεπτόμαστε ἐμεῖς! Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ὑμῖν ἐχαρίσθη –μᾶς δόθηκε ὡς χάρισμα– τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν. Εἶναι δηλαδή μιά εὐλογία Θεοῦ, εἶναι ἕνα χάρισμα Θεοῦ νά παθαίνουμε γιά τόν Χριστό: νά ἀδικούμαστε, νά μᾶς περιφρονοῦν, νά μᾶς κακομεταχειρίζονται, νά μᾶς κακολογοῦν, νά μᾶς συκοφαντοῦν.

Αὐτό ἔζησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μποροῦσε ὅλα νά τά ἀποφύγει καί ὅμως δέν ἀπέφυγε τίποτε. Ἄφησε τούς ἀνθρώπους νά τόν διώκουν ἀπό δῶ, νά τόν διώκουν ἀπό κεῖ, νά θέλουν νά τόν συλλάβουν καί ἔπειτα, ὅταν τόν εἶχαν πιά στά χέρια τους, νά τόν κάνουν ὅ,τι ἤθελαν. Αὐτά δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά τά καταλάβουμε. Αὐτό δείχνει πόσο ἔχουμε ἄλλη νοοτροπία, πόσο καθόλου δέν ἔχουμε μέσα μας τό πνεῦμα τό χριστιανικό.

Οἱ σημερινοί χριστιανοί εἴμαστε μέν χριστιανοί, συνδέουμε ὅμως ὅλη τή χριστιανικότητά μας μέ τό νά περνοῦμε καλά, νά πηγαίνουν ὅλα καλά, νά μήν ἔχουμε δυσκολίες, νά μή μᾶς ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς τιμοῦν, νά μᾶς εὐλαβοῦνται, νά μᾶς ὑπολογίζουν. Αὐτή εἶναι ἡ νοοτροπία μας, ἐνῶ δέν τό βλέπουμε αὐτό οὔτε στόν ἴδιο τόν Χριστό οὔτε σ᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν μιμήθηκαν. Οὔτε στούς μάρτυρες οὔτε στούς ὁσίους οὔτε στούς παλαιούς ἤ στούς νεώτερους ἁγίους δέν βλέπουμε μιά τέτοια νοοτροπία.

Ὁπότε, τό θέμα εἶναι πάρα πολύ σοβαρό. Ὄχι μόνο δέν τά παίρνουμε τά πράγματα ὅπως τά ἔπαιρναν οἱ ἅγιοι, ἀλλά ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι τό σωστό εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ὄχι μόνο δέν χαιρόμαστε νά εἴμαστε περιφρονημένοι καί ἀδικημένοι, ἀλλά ὄντες χριστιανοί πασχίζουμε πάσῃ θυσίᾳ νά μᾶς ἔχουν σέ ὑπόληψη, νά μᾶς ἔχουν σέ εὐλάβεια, νά μᾶς ὑπολογίζουν, νά ἔχουμε θέσεις, νά εἴμαστε δακτυλοδεικτούμενοι, νά ἔχουμε χρήματα, νά ἔχουμε ἀνέσεις, νά περνᾶμε καλά. Πῶς θά γεφυρώσουμε αὐτό τό χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς νοοτροπίας καί ζωῆς καί τῆς δικῆς μας καθημερινῆς νοοτροπίας;

Ἔπειτα διερωτᾶσαι γιατί δέν ἔχεις μέσα σου τή χαρά πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός, τήν εἰρήνη πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός, ὅλη ἐκείνη τήν οὐράνια κατάσταση πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός. Πῶς θά τήν ἔχεις, ὅταν ἀλλοῦ τή γυρεύεις ἐσύ; Κάθε φορά, νομίζω, πού εἴτε μέ τήν προσευχή εἴτε μέ ἄλλον τρόπο ἀναφερόμαστε στόν Χριστό καί τόν παρακαλοῦμε, θά λέει: «Ἐσεῖς τά φτιάχνετε ὅπως τά θέλετε ἐσεῖς· δέν μένει γιά μένα τίποτε». Γιατί ἡ δική μας ἡ φροντίδα εἶναι ἀκριβῶς νά τά φτιάξουμε ὅπως ἐμεῖς θέλουμε.

Εἶναι δύσκολο νά βρεῖς χριστιανό ὁ ὁποῖος νά ἀφήνεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί νά ἐμπιστεύεται στό πῶς θά τά κάνει ὁ Θεός. Θέλει ὁ καθένας νά κουμαντάρει τά τῆς ζωῆς του κατά τή δική του γνώμη, κατά τή δική του κρίση καί κατά τή δική του καλοπέραση. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού εὐχαρίστως δεχόμαστε νά εἴμαστε χριστιανοί, νά μαθαίνουμε μερικά πράγματα, νά πιστεύουμε σ᾿ αὐτά, γιά νά μᾶς βοηθήσουν αὐτά νά νιώθουμε κάπως καλά, ἀλλά δέν δεχόμαστε νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους, τούς μάρτυρες, τούς ὁσίους. Δέν τό δεχόμαστε, δέν τό θέλουμε. Ὄχι ὅτι τάχα δέν μποροῦμε. Δέν τό θέλουμε. Πῶς θά βρεθεῖ ἔτσι ἄκρη; Μπορεῖ νά βρεθεῖ, ὅταν ἐσύ καί μέσα στό μυαλό σου καί μέσα στήν καρδιά σου βάζεις ὅλα αὐτά τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τό ἀληθινό χριστιανικό φρόνημα;

 

Ἄν εἴχαμε μέσα μας τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ…

Ὅταν μέσα σ᾿ αὐτή τήν αἴθουσα εἴτε ὑπάρχουν πάρα πολλοί ἄνθρωποι εἴτε, σάν νά εἶναι ἀποθήκη, εἶναι στοιβαγμένα ἕνα σωρό ἀντικείμενα, ποῦ θά χωρέσουμε νά μποῦμε ἐμεῖς; Ἤδη εἶναι γεμάτη ἡ αἴθουσα. Δέν μποροῦμε νά μποῦμε μέσα. Ὅταν λοιπόν γεμίζουμε τήν ψυχή μας, τό μυαλό μας μέ αὐτά πού δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού δέν τά θέλει ὁ Θεός, πού ἐμεῖς ὅμως τά βρίσκουμε ὅτι εἶναι καλά καί ὡραῖα, ποῦ θά βάλει ἔπειτα ὁ Θεός τή δική του χάρη; Καί δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἔχουμε κάποια πράγματα μέσα μας καί δέν χωράει ἡ χάρη, ἀλλά ἡ ὅλη στάση μας εἶναι τέτοια, πού δείχνει ὅτι δέν τή θέλουμε τή χάρη. «Νά μᾶς λείπει», εἶναι σάν νά λέει κανείς.

Νά ἐπανέλθουμε στήν ἁγία Ἰσιδώρα, καί νά πῶ πιό συγκεκριμένα γι᾿ αὐτές τίς μαγείρισσες. Ἄς μήν ἐπεκταθοῦμε πιό πέρα, διότι κάποιες ἄλλες μοναχές πιθανόν οὔτε θά ἤξεραν ὅτι ὑπάρχει στό μαγειρεῖο καί κάποια πού τήν εἶχαν παραπεταμένη, καί δέν φαινόταν καθόλου. Οἱ μαγείρισσες ὅμως ἦταν ὅλη μέρα μαζί μέ τήν ἁγία Ἰσιδώρα, καί πολλές φορές πότε ἡ μιά καί πότε ἡ ἄλλη τή μάλωναν, πότε ἡ μιά καί πότε ἡ ἄλλη τῆς φέρονταν ἄσχημα, πότε ἡ μιά καί πότε ἡ ἄλλη τήν περιγελοῦσαν. Ἐάν κάποια ἀπό αὐτές τίς μαγείρισσες εἶχε μέσα της τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ, θά καταλάβαινε ὅτι δέν εἶναι τυχαία ψυχή αὐτή, πού κάθεται ἐκεῖ καί τά ὑφίσταται ὅλα αὐτά ἀδιαμαρτύρητα. Κάτι θά καταλάβαινε.

Νά θυμηθοῦμε ἐδῶ καί μιά ἄλλη περίπτωση. Ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Αὐτός ὁ ἅγιος πήγαινε σέ ἕνα μέρος, ὅπου ἔφτιαχνε ἕνα καλυβάκι γιά λίγο καιρό, καί μετά τό ἔκαιγε καί πήγαινε ἀλλοῦ, ἀκριβῶς γιά νά μήν προσκολληθεῖ ἡ ψυχή του σέ τίποτε. Γι᾿ αὐτό ὀνομάστηκε Καυσοκαλύβης. Ἦρθε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ἀμέσως κατάλαβε ὅτι αὐτός εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τόν εἶχαν ὅτι δέν εἶναι στά καλά του, καθώς ἔκαιγε τό καλυβάκι του καί ἔφευγε πότε ἐδῶ, πότε ἐκεῖ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν συνάντησε, καί καθώς συζητοῦσαν καί κυρίως ρωτοῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος Μάξιμος, σέ κάποια ἐρώτηση ὁ ἅγιος Μάξιμος χαμογέλασε καί τοῦ λέει: «Δῶσε μου νά φάω καί μήν ἐξετάζεις τήν πλάνη». Τότε τοῦ λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Μακάρι νά εἶχα κι ἐγώ αὐτή τήν πλάνη τή δική σου».

Θέλω καί αὐτό νά τό τονίσω. Ὄχι ἁπλῶς ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ἦταν αὐτή πού ἦταν, καί οἱ ἄλλες τῆς φέρονταν ἔτσι, ἀλλά φαίνεται πώς καμιά δέν τήν καταλάβαινε. Διότι, ἐάν κάποια ἀπό αὐτές εἶχε σωστή νοοτροπία μέσα της, ἐάν εἶχε τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μέσα της, δέν εἶναι δυνατόν νά μήν τήν καταλάβαινε. Θά καταλάβαινε καί κάτι θά ἔλεγε καί, τρόπον τινά, θά τήν προστάτευε. Ἀλλά, φαίνεται, καμιά τους δέν τό εἶχε αὐτό. Θά πεῖτε: Μοναχές ἦταν. Ναί, μοναχές, ἀλλά ἕως ὅτου νά βρεῖ κανείς τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ –καί ἄν τό βρεῖ– θά εἶναι κοινός ἄνθρωπος καί θά φρονεῖ καί θά ἐνεργεῖ ὅπως ὅλοι.

Πόσοι στή Θεσσαλονίκη εἴμαστε χριστιανοί; Ἄς μήν πάρουμε ὅλους ἐκείνους πού γράφει ἡ ταυτότητά τους ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀλλά τούς ἄλλους πού νομίζουν τόν ἑαυτό τους καλό χριστιανό. Πόσοι εἴμαστε; Ἄν ἤμασταν τοῦ Χριστοῦ πραγματικά καί ἄν εἴχαμε μέσα μας τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τά βιώματα τοῦ Χριστοῦ, θά ἔτρεμε ὁ τόπος. Εἴμαστε ὅμως ψευτοχριστιανοί, νερόβραστοι, σέ λάθος δρόμο. Καί δέν φθάνει αὐτό, ἀλλά λίγο πολύ ὁ καθένας μας θέλει, αὐτό τό λαθεμένο, πού δέν τό θεωροῦμε ἐμεῖς λαθεμένο, νά τό παρουσιάσει ὅτι εἶναι τό σωστό.

 

«Συνετάξω τῷ Χριστῷ;» «Συνεταξάμην»

Ἐάν κατέφευγες στόν Θεό καί ἔλεγες: «Θεέ μου, ἔτσι κι ἔτσι φρονῶ, ἔτσι κι ἔτσι πιστεύω, ἔτσι κι ἔτσι τά νομίζω τά πράγματα, ἀλλά μήπως κάνω λάθος, Κύριέ μου, καί γι᾿ αὐτό ἰδού ἔρχομαι καί παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα», ὁ Χριστός θά ἔβρισκε τρόπο νά σοῦ βγάλει ὅ,τι λαθεμένο ἤ ψεύτικο ἔχεις καί νά σοῦ δώσει τήν ἀλήθεια. Ὅμως, δέν ἀνησυχεῖς καθόλου. Νομίζεις δηλαδή ὅτι αὐτά πού κάνεις καί αὐτά πού φρονεῖς εἶναι τά σωστά, καί μέ τή στάση σου κρατᾶς μακριά τόν Χριστό.

Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο θά ἤθελα νά τονίσω αὐτή τήν ἀλήθεια. Κάνουμε πάρα πολύ μεγάλο λάθος πού φρονοῦμε ἔτσι, ἀποφαινόμαστε ἔτσι, πού ἡ ὅλη στάση μας εἶναι τέτοια, σάν νά μήν ἐπιτρέπουμε καμιά ἀλλαγή. Πῶς θά σέ πλησιάσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πῶς θά σέ ἀλλάξει; Πολύ κακό κάνει αὐτή ἡ λαθεμένη τακτική πού ἔχουμε, νά θέλουμε δηλαδή νά φτιάξουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, καί δέν ἀφήνουμε τόν Θεό νά μᾶς φτιάξει. Καί δέν γίνεται τυχαῖα αὐτό οὔτε εἶναι ἁπλῶς ἕνα λάθος. Ὄχι· λαμβάνει κανείς τά μέτρα του νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του, μήν τυχόν πάθει τίποτε ὁ ἑαυτός του.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι δοσμένος στή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν δυσκολεύεται νά ἐνεργήσει ὅπως ὁ Ἀβραάμ. Ὁ Θεός καλεῖ τόν Ἀβραάμ, καί αὐτός ἀφήνει τό σπίτι του καί ἀκολουθεῖ τόν Θεό. Ἀπό κεῖ καί πέρα δέν εἶναι δύσκολο στόν Θεό νά τοῦ ὁμιλεῖ: «Ἀβραάμ, πήγαινε ἐδῶ. Ἀβραάμ, πήγαινε ἐκεῖ». Ὁ Ἀβραάμ δέν εἶναι κολλημένος κάπου, ριζωμένος κάπου, σέ κάτι δικό του, καί μήν τυχόν τό ἀλλάξει. Ἡ ὅλη ὑπόστασή του ἀνήκει στόν Θεό, τά πάντα γι᾿ αὐτόν εἶναι ὁ Θεός, πού τόν καλεῖ, καί εὐχαρίστως πηγαίνει ὅπου θέλει ὁ Θεός.

Αὐτό εἶναι. Εἶσαι τέτοιος χριστιανός; Διότι ὁ καθένας, ὅταν ἀποφασίσαμε νά γίνουμε χριστιανοί, αὐτό ὁμολόγησε: Ἀποτάσσῃ τῷ σατανᾷ; Καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ; Καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ; Καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ; Καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ; Φεύγεις ἀπό τόν σατανά καί ἀπό ὅλα τοῦ σατανᾶ; Ἀποτάσσομαι, ἀπαντᾶ ὁ κατηχούμενος ἤ ὁ ἀνάδοχος. Συνετάξω τῷ Χριστῷ; Συντάχθηκες μέ τόν Χριστό; Συνεταξάμην. Ἀφήνεις δηλαδή τόν διάβολο καί πᾶς στόν Χριστό, καί σέ ὁδηγεῖ πλέον ὁ Χριστός. Ὑποτάσσεσαι στόν Χριστό, ὑπακοῦς στόν Χριστό, δίνεις τό εἶναι σου στόν Χριστό, ὥστε ὄχι μόνο νά σέ ὁδηγεῖ ὁ Χριστός, ἀλλά μέσα σου νά εἶναι ὁ Χριστός, καί νά κυβερνᾶ ὁ Χριστός καί τή σκέψη σου καί τήν καρδιά σου καί ὅλο τό εἶναι σου.

 

Γιατί εἶναι δύσκολα τά πράγματα

Μέ ὅσα εἴπαμε δώσαμε ἀπάντηση στό πρῶτο μέρος τοῦ σημειώματος. Νά δοῦμε τό δεύτερο μέρος. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ἔτσι νά τά πάρει τά πράγματα (ὅπως ἡ ἁγία Ἰσιδώρα) μέ τή δική του σκέψη καί ἀνθρώπινη λογική. Μπορεῖ ὡστόσο νά προσεύχεται στόν Θεό νά τοῦ δώσει τέτοιο φρόνημα καί νά τόν ἐμποτίσει μέ τέτοιο πνεῦμα;

Ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ ἀλλά πρέπει νά προσεύχεται στόν Θεό ὁ καθένας μας νά μᾶς δώσει αὐτό τό πνεῦμα (πού εἶχε ἡ ἁγία Ἰσιδώρα). Ὅμως προσέξτε, παρακαλῶ. Ἐγώ ἔχω πολύ κακή πείρα· πολύ κακή πείρα. Ἐνῶ εἶμαι πολύ αἰσιόδοξος, ὅμως ἔχω ἕνα φόβο. Ἔχω προσέξει, ἔχω παρατηρήσει ὅτι καί οἱ πιό καλοδιάθετοι ἄνθρωποι δέν ξεκόβουν ἀπό τό δικό τους, δέν ξεκολλοῦν ἀπό τό δικό τους.

Θά λέγαμε ὅτι ὑπάρχουν «καθώς πρέπει» ἄνθρωποι καί, ἄν ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση, αὐτοί πού τούς ἀποκαλοῦν «ρεμάλια». Ὥς ἕνα σημεῖο βέβαια εἶναι καλό νά εἶναι κανείς «καθώς πρέπει», ἀλλά ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα ἀρχίζει ἡ αὐτοδικαίωση, καί δέν ὑπάρχει ἴσως κανένας ἀπό τούς «καθώς πρέπει» –ὁ Θεός ξέρει– πού δέν πάει σ᾿ αὐτό τό πιό πέρα. Δηλαδή, αὐτοδικαιώνονται καί δέν ἀφήνουν τόν Θεό νά τούς κυβερνᾶ. Ἐνῶ στούς ἄλλους, καθώς δέν κόλλησαν ποτέ σέ κάτι δικό τους καί ἄγονται καί φέρονται, μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀνάμεσά τους κανένας πού, ἄν βρεῖ τόν Θεό, ὁ Θεός θά τόν χαριτώσει.

Εἶπε ὁ Κύριος γιά τά παιδιά: Τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι αὐτά δέν ἔχουν κατασταλάξει καί εὔκολα ἀκοῦν, εὔκολα δέχονται. Βέβαια, ἕναν καιρό ἔτσι γινόταν. Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Σήμερα ἀκόμη καί τό νήπιο λέει: «Κατά τή γνώμη μου». Κάποτε ὅμως ἦταν πρόθυμα τά παιδιά νά ἀκούσουν, νά δεχθοῦν, καί εὔκολα μποροῦσε κανείς νά τά ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια. Οἱ μεγάλοι κατά κανόνα κάπου κόλλησαν, κάπου πιάστηκαν, ρίζωσαν σέ δικές τους ρίζες, καί ὅ,τι τοῦ Θεοῦ πάει ἐκεῖ καί τούς βρεῖ, καλῶς· ἀλλιῶς, ἀπό κεῖ δέν μετακινοῦνται μέ τίποτε.

Εἶναι δύσκολα τά πράγματα. Δύσκολα, ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ὁ ἐνάρετος, ἔχει ἐμπιστοσύνη στή δική του ἀρετή. Δέν τή βλέπει τήν ἀρετή ὅπως τό λέει ὁ Χριστός: Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν. Ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη: Πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης,  ὅλη ἡ ἀρετή σας εἶναι σάν βρώμικο κουρέλι. Ὅταν λοιπόν ἐσύ, ὁ ἐνάρετος, κολλήσεις στήν ἀρετή σου καί αὐτοδικαιώνεσαι, μπορεῖ νά ἔχεις κάποια καλά δεδομένα, ὅμως δέν μπορεῖς νά δεῖς τό ἄλλο πού περιμένει ὁ Θεός νά δεῖς καί θά μείνεις στή φτώχεια· στή φτωχή σου ἀρετή καί στή φτωχή σου αὐτοδικαίωση. Δέν θά βρεῖς τόν Χριστό, ὥστε νά σέ δικαιώσει ὁ Χριστός, καί ἔτσι νά ἔρθει ἡ εἰρήνη στήν ψυχή σου, ἡ χαρά, ἡ ἀγάπη, καί νά τούς βλέπεις ἔπειτα ὅλους μέ πόνο ψυχῆς καί πῶς καί πῶς νά βοηθήσεις τόν καθένα νά βρεῖ τόν Θεό, γιά νά σωθεῖ.

 

2-5-1993