Ασκητικα
A+
A
A-

185. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς

Ποιό εἶναι τό κύριο πρόβλημα;

 

Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού μόλις ἀκούσαμε, λέει μέσα στίς πολύ λίγες φράσεις της πολύ σημαντικά πράγματα. Ἄς προσπαθήσουμε νά τήν προσεγγίσουμε.

«Πάντα μοι παρεδόθη ὑπό τοῦ Πατρός μου· καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰμή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι».

Ἄραγε ὑπάρχουν πολλοί χριστιανοί πού γνωρίζουν τήν ἀλήθεια αὐτῶν τῶν λόγων; Ἤ, γιά νά τό πῶ καλύτερα: πόσοι ἀπό ἐμᾶς γνωρίζουμε ἐμπειρικά, βιωματικά αὐτή τήν ἀλήθεια; Σέ πόσους ἀπό ἐμᾶς ἔχει γίνει βίωμα ὅτι δέν πρόκειται νά γνωρίσουμε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν μᾶς τόν ἀποκαλύψει ὁ Πατήρ, καί ὅτι δέν πρόκειται νά γνωρίσουμε τόν Πατέρα, ἐάν δέν μᾶς τόν ἀποκαλύψει ὁ Υἱός;

Πόσοι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε αὐτή τήν πείρα; Ἄλλο τώρα ὅτι, ἐπειδή βρεθήκαμε νά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί, καθώς ἔχουμε μιά καλή διάθεση, μᾶς ἀρέσει νά ἀκοῦμε καί νά διαβάζουμε γιά τόν Χριστό, μᾶς ἀρέσει νά ἐκκλησιαζόμαστε, καί ἔτσι ἔχουμε μιά κάποια ἰδέα. Ἀλλά τό νά νιώσουμε μέσα στήν ψυχή μας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς φανέρωσε τόν Πατέρα του, ὁ ἴδιος ὁ Πατήρ μᾶς φανέρωσε τόν Υἱό, ἄραγε σέ πόσους ἀπό ἐμᾶς ἔχει γίνει; Διότι, στό χωρίο πού ἀναφέραμε, ὁ Κύριος λέει ὅτι κανείς δέν γνωρίζει τόν Πατέρα, παράμόνο ὁ Υἱός κι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά φανερώσει ὁ Υἱός τόν Πατέρα. Ἰσχύει καί τό ἀντίθετο: κανείς δέν γνωρίζει τόν Υἱό, παρά μόνο ὁ Πατήρ κι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ὁ Πατήρ θά ἀποκαλύψει τόν Υἱό.

Καθώς πελαγώνουμε μέσα στά ὅποια βάσανά μας, ἄραγε σκεπτόμαστε μήπως τό κύριο βάσανο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας; Πολλοί βέβαια εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι τά βάσανα κυρίως εἶναι αὐτά πού ἔρχονται ἀπ᾿ἔξω: μᾶς δυσκολεύει ὁ ἕνας, μᾶς ἐμποδίζει ὁ ἄλλος, μᾶς ἀδικεῖ ἄλλος πιό πέρα· δέν ἔχουμε, δέν μποροῦμε νά βροῦμε ἐκεῖνα πού θέλουμε, ἔχουμε προβλήματα μέ τόν ἕναν, προβλήματα μέ τόν ἄλλο, προβλήματα διαπροσωπικά, κοινωνικά, οἰκογενειακά, οἰκονομικά. Ἔτσι, πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βουλιάζουν μέσα σέ τέτοια βάσανα. Ἀλλά τό κυρίως βάσανο, τό κύριο πρόβλημα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Καί δέν θά πρέπει νά δυσκολευτοῦμε νά ποῦμε ὅτι, ὅλα αὐτά πού ἔρχονται ἔξωθεν καί πού μᾶς φέρνουν ὄχι λίγες φορές στό «ἀμήν» καί μᾶς κάνουν νά νιώθουμε ὅτι θά ἀνατιναχθοῦμε στόν ἀέρα, τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός –ἀπό λάθη δικά μας βέβαια– μήπως θελήσουμε νά δοῦμε τό κύριο πρόβλημα πού ὑπάρχει στό βάθος τῆς ψυχῆς μας καί πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας.

Ὅμως, τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἀκούσει κανείς κάτι, ἁπλῶς νά θελήσει νά σκύψει μέσα του, νά δεῖ τό πρόβλημά του, νά γνωρίσει τό πρόβλημά του. Ὁ ἄνθρωπος θά μένει στό σκοτάδι, θά μένει στήν ἄγνοια, ἕως ὅτου ἀκριβῶς αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόν περίλαβε –ἄς χρησιμοποιήσω τή λέξη αὐτή· καί σημαίνει πολλά τό νά σέ περιλάβει ὁ Κύριος– καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόν φωτίζει καί βλέπει, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόν κάνει νά αἰσθάνεται, νά νιώθει, τόν κάνει νά γνωρίζει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.

Καθώς γνωρίζει κανείς τόν Κύριο, γνωρίζει τόν ἑαυτό του. Καθώς ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του, γνωρίζει τόν Κύριο. Διότι τελικά αὐτό εἶναι τό θέμα. Ὁ Κύριος ἔρχεται, γιά νά σώσει τό πλάσμα του· καί τό πλάσμα του σώζεται, ὅταν ἀκριβῶς γνωρίζει τόν Κύριο. Καί δέν μπορεῖ νά γνωρίσει κανείς τόν Κύριο, ἄν δέν γίνει φανερός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται ἔτσι ἐξωτερικά, ἁπλῶς μέ λέξεις ἤ μέ διαβάσματα καί ἀκούσματα, οὔτε ἁπλῶς μέ τό νά τά ἐπιθυμεῖ κανείς. Ὅσο πιό γρήγορα θά θελήσουμε, μέσα ἀπό αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν –ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει τό ξέρει ὁ Κύριος· ἐκεῖνος τό οἰκονομεῖ ἔτσι– νά δοῦμε τό μεγάλο πρόβλημα πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας, καί τό ὅτι μέσα μας δέν προσκυνήσαμε ἀκόμη τόν Θεό, δέν ἀγαπήσαμε ἀκόμη τόν Χριστό, τόσο πιό γρήγορα ὁ Κύριος θά γίνει φανερός στήν ψυχή μας. Ὅμως, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔρχεται ὡς εὐεργέτης, ἔρχεται ὡς ὁ πλάστης μας, ὡς ὁ δημιουργός μας, ὡς ὁ λυτρωτής μας, ὡς Θεός ἀγάπης, ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε τίποτε.

Μπορεῖ ἐξωτερικά νά δείχνουμε ὅτι τάχα κάτι καταλαβαίνουμε, ἀλλά ἐσωτερικά σάν νά μᾶς ἀρέσει νά εἴμαστε στό σκοτάδι, σάν νά μᾶς ἀρέσει νά εἶναι σκληρή ἡ καρδιά μας, νά ὑπάρχει μέσα μας καί ἡ φιλαυτία καί ἡ ἐγωλατρία, σάν νά μᾶς ἀρέσει νά μήν εἶναι μέ τόν Χριστό ἡ καρδιά μας.

Πῶς ἔπειτα θά γνωρίσεις τόν Χριστό; Τόν Χριστό ὁ ὁποῖος παρέδωσε τόν ἑαυτό του εἰς θάνατον, καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία του μέχρι σήμερα, καί μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἔκανε καί κάνει τά πάντα στόν καθένα μας, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς γνωρίσει τόν Πατέρα του, γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ὁ ἴδιος, ἀποκαλύπτοντας τόν ἑαυτό μας, φανερώνοντας τόν ἑαυτό μας σ᾿ἐμᾶς τούς ἴδιους.

Ὁ Χριστός βέβαια κάπου ἐδῶ εἶναι καί χτυπάει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. Πόσο θράσος ὅμως ὑπάρχει μέσα μας, πόση ἀναίδεια, πόση σκληράδα· πόσο μέσα μας ὑπάρχει μιά ἀρνητική στάση! Καί ὅλο αὐτό συμβαίνει, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν καταλάβαμε αὐτήν ἐδῶ τήν ἀλήθεια, ὅτι πρέπει νά ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος ὁ Κύριος, ὅτι πρέπει νά μᾶς περιλάβει ὁ Κύριος. Χρειάζεται ὅμως νά ἀφεθοῦμε στά χέρια του, γιά νά μᾶς περιλάβει, ὥστε νά κάνει αὐτό τό ἔργο, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γίνει ἁπλῶς ἐπειδή ξέρουμε γράμματα ἤ ἐπειδή ἔχουμε μιά κάποια καλή διάθεση.

 

Ποιός εἶναι ὁ κοπιῶν καί πεφορτισμένος; Ποιόν ἀναπαύει ὁ Κύριος;

 

Ὁ Κύριος εἶπε: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κι ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Εἶναι δυνατόν ὁ Κύριος νά ψεύδεται; Εἶναι δυνατόν ὁ Κύριος νά τό λέει αὐτό καί νά μήν τό κάνει; Εἶναι δυνατόν, ἐνῶ τό λέει κατηγορηματικά, νά μήν μπορεῖ νά τό κάνει; Εἶναι δυνατό νά μᾶς ἐξαιρεῖ ἐμᾶς; Ὄχι. Μπορεῖ καί θέλει ὁ Κύριος νά τό κάνει, καί δέν μᾶς ἐξαιρεῖ, ἀλλά ἐμεῖς μέ τήν ὅλη στάση μας, μέ τήν ὅλη τακτική μας εἴμαστε ἔξω ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα. Μπορεῖ βέβαια, ἐπειδή εἶναι γραμμένη στά ἑλληνικά ἡ Καινή Διαθήκη, νά καταλαβαίνουμε τή φράση: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ἀλλά βαθύτερα δέν ἔχουμε ἰδέα, δέν καταλαβαίνουμε τίποτε, καί γι᾿αὐτό δέν ὑπάρχει ἀνάπαυση μέσα μας.

Καί ἄν καμιά φορά ἔχει κανείς ἀνάπαυση, εἶναι κάπως ἐξωτερική: βόλεψε τίς δουλειές του, τακτοποίησε τά προβλήματά του, ἤ πιθανόν νά ἔχει μιά ψυχοσύνθεση τέτοια πού τά βολεύει ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά αἰσθάνεται ἤρεμα, γαλήνια κτλ. Ὄχι ὅμως ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυση πού φέρνει ὁ Χριστός στήν κουρασμένη, στή φορτωμένη ψυχή, καί τήν ὁποία ἀνάπαυση νιώθει ἡ ψυχή, ὅταν ἀκριβῶς θά προστρέξει στόν Χριστό, καθώς βαθιά μέσα της θά δεῖ τί σημαίνει νά εἶναι φορτωμένος κανείς μέ τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἁμαρτία αὐτή πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, νά τρέχει στόν Θεό, νά ἐπιζητεῖ τόν Θεό, ἀλλά τόν κάνει νά σηκώνει δική του παντιέρα, δικό του φλάμπουρο. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία.

Ἐκεῖνος λοιπόν πού θά δεῖ τήν ἁμαρτία μέσα του, ἐκεῖνος εἶναι ὁ κοπιῶν καί πεφορτισμένος. Γι᾿αὐτόν ἑπομένως ἔρχεται ἡ φωνή τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε ἐδῶ νά πῶ τό ἑξῆς: ἐάν μιά ψυχή δέν ἔχει ἀνάπαυση βαθιά μέσα της, ἐάν μιά ψυχή δέν εἶναι ἀναπαυμένη –μέ τήν ἔννοια νά τήν ἀναπαύει ὁ Θεός καί ὄχι ἁπλῶς νά εἶναι βολεμένη· ἄλλο εἶναι ἐκεῖνο– τότε, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ἔχει ἀρετή–εἴτε ἡ ἴδια ἡ ψυχή νομίζει ἔτσι εἴτε φαίνεται στούς ἄλλους ὅτι ἔχει ἀρετή– δέν ἔχει τίποτε.

Ἔτυχε μάλιστα νά πῶ σέ μερικές ψυχές: «Καλά, τί συμβαίνει; Κανονικά ἔτσι ὅπως τά παίρνεις ἐσύ τά πράγματα, ἔτσι ὅπως ἐμφανίζεσαι καί διαφεντεύεις, καθώς παίρνεις μιά τέτοια στάση ὅτι εἶσαι ἐντάξει, ὅτι ἐνεργεῖς καλά, σωστά, καί ἁπλῶς ἄλλοι σέ δυσκολεύουν, ἐσύ ἔπρεπε νά ἔχεις ἀνάπαυση μέσα σου· ὅμως δέν βλέπω νά ἔχεις. Τί συμβαίνει;» Εἶναι βέβαια ἐνδεχόμενο κάποιος νά αἰσθάνεται ἀνάπαυση, καί αὐτό νά εἶναι ψευτοανάπαυση. Ὅταν, π.χ., εἶναι κανείς μικρόνους καί δέν καταλαβαίνει τίποτε, μοιάζει νά ἔχει ἀνάπαυση.

Πῶς νά ποῦμε; Ἄν ἔχουμε ἀνάπαυση Θεοῦ μέσα στήν ψυχή μας, αὐτό εἶναι ἕνα σημάδι πού μᾶς βοηθάει νά δοῦμε ἐάν εἴμαστε σέ καλή κατάσταση. Ἐάν δέν ἔχουμε, κάτι ἀκόμη δέν πάει καλά. Καί δέν θά βροῦμε ἄκρη, ἐάν δέν ταπεινωθοῦμε. Διότι δέν πρόκειται ἐμεῖς νά διορθώσουμε τόν ἑαυτό μας. Ὁ Κύριος θά μᾶς διορθώσει, περιμένει ὅμως νά ταπεινωθοῦμε, καί κυρίως νά δοῦμε τήν ἁμαρτία· τήν ἁμαρτία αὐτή πού ἐμποδίζει τόν ἐρχομό τῆς χάριτος. Καί ἡ ἁμαρτία αὐτή εἶναι ἡ ἀπιστία.

Θυμάστε τήν περίπτωση τῆς αἱμορροούσης. Μόλις ἄγγιξε τήν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων τοῦ Κυρίου, ἀμέσως θεραπεύτηκε. Ὁ Κύριος τότε ρώτησε ποιός τόν ἄγγιξε. Καί ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε: «Οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ καί σέ πιέζουν, κι ἐσύ ρωτᾶς ποιός μέ ἄγγιξε;», ὁ Χριστός ἀπάντησε: «Κάποιος μέ ἀκούμπησε. Κατάλαβα ἐγώ ὅτι βγῆκε δύναμη ἀπό μέσα μου». Δέν τά ἤξερε αὐτά ὁ Κύριος; Τά ἤξερε, ἀλλά τά εἶπε, γιά νά βοηθήσει τούς γύρω του νά καταλάβουν τή δύναμη τῆς  πίστεως.

Ὅπως σ᾿αὐτή τήν περίπτωση ὁ Κύριος λέει ὅτι βγῆκε δύναμη ἀπό μέσα του, πού πῆγε στήν αἱμορροοῦσα καί τή θεράπευσε, ἀκριβῶς διότι ἡ γυναίκα αὐτή πῆγε στόν Κύριο μέ πολλή πίστη, ἔτσι σέ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἦταν στήν πατρίδα του, παρά τό ὅτι καί ἐκεῖ ὁ Χριστός ἦταν ὁ Χριστός, ἦταν ὁ Μεσσίας, ἦταν ὁ Θεός, ἐν τούτοις δέν μπόρεσε νά θεραπεύσει, νά κάνει σημεῖα, νά κάνει θαύματα. Καί αὐτό, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας τῶν συμπατριωτῶν του.

Κι ἐσύ, ὁ ὅποιος χριστιανός, ἄν μέσα σου δέν καταλαβαίνεις τήν ἀσθένειά σου, τήν ἁμαρτία σου, τήν πληγή σου, ἄν δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσύ εἶσαι τό πρόβλημα καί ὅτι αὐτό εἶναι μέσα σου καί ὄχι ἀπ᾿ἔξω, εἶσαι ἄπιστος, δέν ἔχεις πίστη, ἄς λές ὅτι ἔχεις, διότι ἡ πίστη δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό. Καί ἐνόσῳ εἶσαι σέ ἀπιστία, δέν εἶσαι δεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται καί ἀναπαύει. Ἀναπαύει ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια ὅτι ξεκουράζει, ἀλλά ὅτι θεραπεύει.

 

Τί θά πεῖ σηκώνω τόν ζυγόν τοῦ Κυρίου; Τί θά πεῖ ἀνάπαυση;

 

Καί ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, αὐτό συμβαίνει στήν κάθε ψυχή ἡ ὁποία θάπλησιάσει τόν Κύριο μέ πίστη· ἀλλά ἡ θεραπεία καί ἡ ἀνάπαυση πού ἔρχεται δέν εἶναι ἕνα τελειωμένο γεγονός. Στήν ἀρχή, γιά νά γλυκάνει ὁ Κύριος τήν ψυχή, μόλις ἀκριβῶς αὐτή ἀνταποκριθεῖ στό «Δεῦτε πρός με πάντες…» καί ἔλθει μέ τή διάθεση καί τήν πίστη πού λέμε, τήν ἀναπαύει. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὅμως ἀρχίζει πολλή ἐργασία κατά τό: «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ὑμᾶς…», πού λέει στή συνέχεια ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πράγματι ἔρχεται ἔτσι πού ὁ Κύριος ὄντως θά τόν ἀναπαύσει, αὐτός εἶναι καί διατεθειμένος ἀπό κεῖ καί πέρα νά σηκώσει τόν ζυγό.

«Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν».

Αὐτά ὁ Κύριος τά λέει καί μέ τήν ἔννοια: «Ἐγώ εἶμαι πρᾶος, εἶμαι ταπεινός. Μή φοβάστε. Θά περιμένω, θά ἀνεχθῶ», ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι, τί θά μάθουμε ἀπό τόν Κύριο; Πραότητα καί ταπείνωση θά μάθουμε. Ἔτσι ἔρχεται μόνιμα ἡ ἀνάπαυση μέσα στήν ψυχή.

Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι, γιά νά μή φοβηθεῖ κανείς πῶς θά σηκώσει τόν ζυγό ἤ γιά νά μή νομίσει ὅτι δέν κατάλαβε καλά τά λόγια αὐτά, ὁ Κύριος συμπληρώνει ἀμέσως: «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι».

Ὅποιος ἑπομένως νομίζει –καί μπορεῖ νά σπεύσει κιόλας νά πεῖ πώς ἔχει πείρα– ὅτι τάχα ὁ ζυγός τοῦ Κυρίου δέν εἶναι χρηστός καί ὅτι τό φορτίο του δέν εἶναι ἐλαφρό, ἐνῶ ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει γιά τό ἀντίθετο, ὅποιος, καί ἄν ἀκόμη δέν τό λέει, ἔχει ὅμως ἀντίθετη γνώμη, αὐτός δέν σήκωσε ἀκόμη τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ. Ἁπλῶς ταλαιπωρεῖται μέσα στήν ἁμαρτία του καί στά βάσανά του. Διότι μόλις σπεύσεις νά σηκώσεις τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως ἔρχεται μιά ἀνάπαυση. Ἀμέσως.

Καί τί θά πεῖ σηκώνω τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ; Τί θά πεῖ; Ἐκεῖ πού πνίγεσαι καί χάνεσαι, ἐκεῖ πού νομίζεις ὅτι δέν ἀντέχεις ἄλλο, καί ἔτσι ἤ ἀλλιῶς κυριεύεσαι ἀπό μιά ἀπελπισία, ἐσύ ἔχεις ὅλη τή δυνατότητα νά πεῖς: «Ὅμως, δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια. Δέν τά ἔκανε ἔτσι ὁ Κύριος. Ἄν αἰσθάνομαι ὅλα αὐτά, σημαίνει ὅτι πάω κόντρα στόν Κύριο, γιατί δέν λέω τό “νά᾿ναι εὐλογημένο”, δέν λέω “νά γίνει, Θεέ μου, ὅπως θέλεις ἐσύ”». Ὥς ἐκείνη βέβαια τήν ὥρα δέν τό καταλάβαινες, ὥς ἐκείνη τήν ὥρα δέν τό ἤξερες τό μάθημα. Ἀλλά ὁ Κύριος πού σέ πλησίασε καί, ἀπό μιά πλευρά θά λέγαμε, σέ στράγγιξε, σέ βοηθάει τώρα νά πεῖς «νά᾿ναι εὐλογημένο, Κύριε» καί νά παραδοθεῖς σ᾿αὐτόν. Ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα ὅμως νά σηκώσεις τόν ζυγό του καί ὄχι ἁπλῶς νά ξενοιάσεις ἀπό τά προβλήματά σου. Τότε ὄντως εἶναι χρηστός ὁ ζυγός τοῦ Κυρίου, εἶναι καλός, εἶναι πολύ γλυκός, καί τό φορτίο του ἐλαφρό.

 

Ζοῦμε καί ὑπάρχουμε ἀκόμη, γιά νά σωθοῦμε!

 

Ἔχουμε τό κουράγιο; Ἔχουμε τή διάθεση, ὅπως κι ἄν ἔρχονται τά πράγματα, καί ὅποια πείρα κι ἄν ἔχουμε, νά τά πιστέψουμε ἔτσι, ὅπως τά λέει ὁ Κύριος; Νά πιστέψουμε ὅτι ἐμεῖς δέν τά πήραμε σωστά καί γι᾿αὐτό τά νιώσαμε διαφορετικά, ἄν βέβαια τά νιώσαμε ἔτσι. Ἀλλά ἰδού ἔχουμε ὅλοι τήν εὐκαιρία, αὐτό πού δέν κάναμε ὥς αὐτή τή στιγμή νά τό κάνουμε τώρα, καί νά τά πιστέψουμε καί νά τά δεχθοῦμε ἔτσι ὅπως τά λέει ὁ Κύριος, καί νά ἀφεθοῦμε στά χέρια του.

Τό τονίζω ἀκόμη μιά φορά ὅτι, ἐφόσον αὐτή τή στιγμή εἴμαστε ζωντανοί, ἔχουμε τά μάτια ἀκόμη ἀνοιχτά, ὑπάρχουμε καί δέν φύγαμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, μποροῦμε ἄνετα νά ποῦμε ὅτι τώρα συναντηθήκαμε ἐμεῖς μέ τόν Κύριο, τώρα τόν ἀκοῦμε. Καί, ὅποιο κι ἄν εἶναι τό παρελθόν, μποροῦμε νά ἐμπιστευθοῦμε σ᾿Ἐκεῖνον. Διότι ὁ Κύριος δέν βλέπει τό παρελθόν, ἀλλά, καθώς μᾶς ἄφησε νά ζοῦμε ὥς αὐτή τή στιγμή, βλέπει τί θά κάνουμε αὐτή τή στιγμή, ἀπό δῶ καί πέρα.

Καί μάλιστα ὅλο αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ζοῦμε καί ὑπάρχουμε ἀκόμη, σημαίνει ὅτι εἶναι γιά νά σωθοῦμε. Ἀλλιῶς, δέν ὑπῆρχε κανένας λόγος νά ὑπάρχουμε. Γιά νά σωθοῦμε ὑπάρχουμε. Ἄρα λοιπόν ὁ Κύριος μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά σωθοῦμε.

Αὐτό ἀπό μιά πλευρά σημαίνει τό ἑξῆς. Ἁμαρτήσαμε, ἐνῶ δέν ἔπρεπε, ἀφοῦ εἴμαστε βαπτισμένοι. Ὅμως, μέσα στήν Ἐκκλησία λειτουργεῖ γιά τόν καθένα μας ἡ μετάνοια, καί μάλιστα μέχρι καίτήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι, καθώς «δεινόν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια», ὁ Κύριος τόσο πολύ θά δεχθεῖ τή μετάνοιά μας καί τόσο πολύ χάριν τῆς μετανοίας μας –πού ταπεινωνόμαστε δηλαδή καί ἐμπιστευόμαστε καί τρέχουμε σ᾿αὐτόν– θά μᾶς συγχωρήσει, θά μᾶς θεραπεύσει, θά μᾶς καθαρίσει, ὥστε θά μᾶς κάνει σάν νά μήν ἤμασταν, ἀπό μιά πλευρά, ποτέ ἀκάθαρτοι. Νά ἔχουμε αὐτή τή βεβαιότητα.

Καί ἀμέσως κιόλας ἡ ψυχή, καί μόνο πού δέχεται τό μήνυμα καί πιστεύει ἔτσι καί ἀνταποκρίνεται ἔτσι, ἀρχίζει νά ἔχει μέσα της ἀνάπαυση. Καί προχωράει, θά λέγαμε, ἀπό ἀνάπαυση σέ ἀνάπαυση καί ἑτοιμάζεται γιά τήν ὁριστική εἴσοδό της στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 

10-11-1999