Αγιολογικα
A+
A
A-

186. Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου

 

«Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ… ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε».

 

Πῶς ὁ Θεός ἀσχολεῖται μέ ἕναν λαό σκληροτράχηλο καί ἀντιδραστικό!

 

Θεώρησα καλό νά ἀναφέρω αὐτά τά λόγια πού ἀκούσαμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, καί τά ὁποῖα εἶπε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος ἐκεῖ στό δικαστήριο, στούς ἀρχιερεῖς καί στούς πρεσβυτέρους πού τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο. Οἱ ὁποῖοι ἀρχιερεῖς καί πρεσβύτεροι ἀτένισαν στό πρόσωπό του καί εἶδαν νά εἶναι πρόσωπο ἀγγέλου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, καί ὅταν κανείς φθάνει στό σημεῖο νά δεῖ μερικά ἀπό αὐτά πού ὁ Θεός φανερώνει, πάλι δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Ἀναφέρθηκε ὁ πρωτομάρτυς στήν ὅλη ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τότε πού ὁ Θεός κάλεσε τόν Ἀβραάμ. Στό τέλος ἀπευθυνόμενος σ᾿ αὐτούς πού ἔχει μπροστά του τούς εἶπε· «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ». Εἶστε σκληροτράχηλοι· ἀγύριστα κεφάλια. Ἔχετε ἀπερίτμητη καρδιά. Σκληρή ἐπίσης εἶναι ἡ καρδιά σας καί πάντοτε ἀντιπίπτετε, ἀντιτάσσεσθε, ἀντιδρᾶτε, δέν ὑποτάσσεσθε, δέν συγκατατίθεσθε, δέν ἐπηρεάζεσθε, δέν δίνετε τόν ἑαυτό σας στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά λόγια ὁ πρωτομάρτυς τά λέει σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἀδιάφοροι στά θέματα τά θρησκευτικά. Ἔχουν πολύ ἐνδιαφέρον, ἔχουν πολύ ζῆλο, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ Ἰσραήλ. Καί ὅμως εἶναι σκληροτράχηλοι, ὅπως εἴπαμε, ἀγύριστα κεφάλια καί μέ σκληρή καρδιά στίς σχέσεις τους μέ τόν Θεό καί πάντοτε ἀντιδροῦσαν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό βλέπουμε σ᾿ ὅλη τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἀπορεῖ κανείς ἀπό μιά πλευρά πῶς ὁ Θεός ἔχει τή μακροθυμία, ἔχει τήν ὑπομονή νά ἀσχολεῖται μ᾿ ἕναν τέτοιο λαό, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο σκληροτράχηλος καί τόσο ἀντιδραστικός. Ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται στόν Θεό, ὑπακούουν στόν Θεό, ἐκεῖνοι πού μαλακώνει ἡ καρδιά τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζονται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κάτι πού συμβαίνει πάντοτε.

 

Μήπως παραμένουμε ἀγύριστα κεφάλια;

 

Προσωπικῶς, θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ἡ μεγάλη ἁμαρτία πού ἔχουμε σήμερα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ καλοί χριστιανοί _ὄχι οἱ μή καλοί· ἐκεῖνοι εἶναι ἄλλο πράγμα_ ὅσο κι ἄν τυχόν μᾶς φανεῖ παράξενο, εἶναι αὐτή· Δέν εἴμαστε ἀδιάφοροι. Εἴμαστε θρησκευτικότατοι, μέ πολύ ζῆλο. Εἴμαστε ἄνθρωποι πού συνεχῶς ἀναφέρουμε τόν Θεό, ἄνθρωποι πού συνεχῶς ἐνδιαφερόμαστε γιά τά τοῦ Θεοῦ, γιά τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό. Ὅμως ἕνας πρωτομάρτυς Στέφανος, ἕνας ἅγιος, δέν θά δυσκολευόταν ἤ, μᾶλλον, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του θά μᾶς ἔλεγε· «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ… ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε».

Βέβαια θά ἦταν σάν κεραυνός αὐτός ὁ λόγος ἐπάνω στά κεφάλια μας, κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ. Θά παραξενευόμασταν. Θά κοιτάζαμε γύρω μας μήπως τό λέει σ᾿ ἄλλους καί ὄχι σ᾿ ἐμᾶς, καθώς ἔχουμε τόσο καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, τόσο μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Ὅμως βαθιά μέσα μας ἴσως δέν ἔχουμε ὑποταχθεῖ ἀκόμη στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Βαθιά μέσα μας ἴσως ἀκόμη δέν ἔχει λιώσει ἡ καρδιά μας μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχουμε σκύψει τόν τράχηλό μας, τό κεφάλι μας, στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ.

Καθένας μας ἔχουμε φτιάξει αὐτή τή θρησκεία γιά τήν ὁποία τόσο ζῆλο ἔχουμε στά μέτρα μας, ὅπως μᾶς βολεύει, ὅπως μᾶς ἀρέσει καί δέν μᾶς βγάζει τίποτε ἀπό ἐκεῖ, ὅσο κι ἄν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιμένει καί προσπαθεῖ, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, νά μαλακώσει τήν καρδιά μας, νά σκύψει τόν τράχηλό μας. Ὅσο κι ἄν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θέλει νά μᾶς βάλει στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ὅσο κι ἄν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά δικά μας τά καλούπια, ἀπό τό δικό μας τό κανάλι, τή δική μας τή θρησκευτικότητα, τήν ἔπαρσή μας, τήν καλή ἰδέα πού ἔχουμε γιά μᾶς, ἐμεῖς μένουμε ἀγύριστα κεφάλια.

 

Πόσο μᾶς ἐπηρεάζει ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μας;

 

Γιορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες τή Γέννηση τοῦ Κυρίου μας καί χωρίς ἐξαίρεση _μιλοῦμε γιά μᾶς τούς καλούς χριστιανούς_ ὅλοι ἐπί ποδός νά ἑτοιμασθοῦμε, νά δώσουμε ὅλες μας τίς δυνάμεις, ὅλο τόν ἐνθουσιασμό μας, ὅλο τόν ζῆλο μας, γιά νά γιορτάσουμε. Μάλιστα, τέτοιος εἶναι ὁ ζῆλος μας, τέτοιο εἶναι τό ἐνδιαφέρον μας, τόσο πολύ θρησκευτικοί εἴμαστε, ὥστε στενοχωρούμαστε, πού δέν εἶναι καί ἄλλοι σάν κι ἐμᾶς.

Γιορτάζουμε τίς ἡμέρες αὐτές τή Γέννηση τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπό τήν ὁποία βέβαια καί μέσα στήν ὁποία ἐκδηλώνεται ὅλη ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στό σπήλαιο, ἐκεῖ στή φάτνη, ἐκεῖ στή φτώχεια, ἐκεῖ στήν ἄγνοια καί στήν παγωνιά. Τοῦ Θεοῦ μας ἡ Γέννηση. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι ἕνας ξένος. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι ἕνας πού δέν τόν δέχονται οἱ ἄνθρωποι. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι αὐτός πού κινδυνεύει, εἶναι αὐτός πού πρέπει ν᾿ ἀρχίσει νά φοβᾶται, εἶναι αὐτός πού πρέπει ν᾿ ἀρχίσει νά σκέπτεται πῶς θά γλιτώσει ἀπό τά χέρια τῶν ἀνθρώπων.

Τή Γέννηση τοῦ Κυρίου μας γιορτάζουμε, καί ὅμως δέν μᾶς ἐπηρεάζει. Ἤ, καλύτερα, ἄς τό πῶ πιό ἤπια· ἆραγε πόσο μᾶς ἐπηρεάζει αὐτή ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ μας, αὐτή ἡ ταπείνωση, αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, αὐτή ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ μας, πού ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος καί ἀφήνει τή θεότητα χωρίς νά τήν ἀφήνει, ἀλλά ἀφήνει ἀκόμη καί τό ἀνθρώπινο θέλημα καί ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πόσοι ἆραγε ἐπηρεαζόμαστε; Πόσους ἆραγε ἐπηρεάζει τό πνεῦμα τοῦ σπηλαίου, τό πνεῦμα τῆς φάτνης, τό πνεῦμα τοῦ Σταυροῦ πού ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή τῆς Γεννήσεως;

Ὅλα αὐτά τά λαμβάνουμε ὑπόψιν μας, γιορτάζουμε ὅλα αὐτά τά γεγονότα, ἀλλά μ᾿ ἄλλο πνεῦμα· μέ δικό μας πνεῦμα, μέ δική μας θρησκευτικότητα, καί ἀπορεῖ κανείς· σέ ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν Θεό λατρεύουμε; Ποιόν Χριστό προσκυνοῦμε; Ποιόν Χριστό ἀκολουθοῦμε; Αὐτόν τόν ἀληθινό Χριστό, αὐτόν πού ἔτσι ἦρθε καί ἔτσι ἔζησε καί ἔτσι ἔφυγε ἤ ἕναν Χριστό πού τόν φτιάξαμε ἐμεῖς, ἕναν Χριστό ὅπως τόν φτιάχνει ὁ καθένας;

 

Γιατί δέν νιώθουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας;

 

Δέν κατηγοροῦμε αὐτή τή στιγμή, γιά νά σπεύσει κάποιος νά πεῖ· «Εἴμαστε τόσο κουρασμένοι, εἴμαστε τόσο ταλαιπωρημένοι! Κι αὐτά ἀπό πάνω;» Κουραζόμαστε, ταλαιπωρούμαστε, ὄχι γιά ἄλλο λόγο· ἡ ἁμαρτία μᾶς κουράζει. Καί, ἄν θέλετε, ὄχι ἁπλῶς οἱ διάφορες πτώσεις καί τά διάφορα ἁμαρτήματα· αὐτά τά τακτοποιεῖ ὁ Θεός. Σέ παίρνει καί σέ κάνει ἀγγελούδι. Σέ παίρνει ὁ Θεός καί σέ κάνει καινούργιο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνο πού κουράζει, ἐκεῖνο πού τυραννεῖ καί πού θ᾿ ἀφήσει τόν ἄνθρωπο στήν τυραννία του καί στήν κούρασή του εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό σκληροτράχηλο, αὐτό τό ἀπερίτμητο, αὐτή ἡ ἀντίδραση πού ἔχει μέσα του, πού δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θέλει νά κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του.

Ἑπομένως, δέν λέγονται αὐτά, γιά νά κατηγορήσουμε κάποιον. Λέγονται αὐτά, γιά νά δοῦμε, ἔστω τώρα, καλύτερα τά πράγματα καί νά κτυπήσουμε ἀλύπητα αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο μᾶς κολάζει, αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο μᾶς τυραννεῖ καί μᾶς βασανίζει, αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο μᾶς κάνει τή ζωή νά εἶναι τόσο δυστυχισμένη καί νά εἶναι τόσο ταλαίπωρη, ἐνῶ εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι, χριστιανοί βαπτισμένοι, μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία· δέν εἶναι ἀπό χθές. Καί αὐτός πού γεννήθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ὅταν ὁ Θεός γεννιέται γιά μᾶς καί ὅταν ὁ Θεός πεθαίνει γιά μᾶς, αὐτό σημαίνει ὅτι τόν παίρνει τόν ἄνθρωπο, ὅ,τι καί νά εἶναι, καί τόν κάνει ὁ Θεός αὐτό πού θέλει νά τόν κάνει· θεό. Καί λίγο-πολύ ἔπρεπε ὅλοι μέσα μας νά νιώθουμε αὐτή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τή θέωση, τή σωτηρία. Λίγο-πολύ ἔπρεπε νά νιώθουμε μέσα μας αὐτό τό κάτι ἄλλο, τό οὐράνιο καί νά μήν εἴμαστε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.

Νομίζουμε βέβαια ἐμεῖς ὅτι δέν εἴμαστε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί εἴμαστε οἱ καλοί χριστιανοί. Τελικά ὅμως εἴμαστε ὅ,τι εἶναι καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι· ταλαίπωροι καί δυστυχεῖς, ἀκριβῶς γιατί ἀκόμη δέν ὑποταχθήκαμε στόν Χριστό, δέν προσκυνήσαμε τόν Χριστό, δέν τόν λατρεύσαμε, δέν παραδώσαμε τήν ψυχή μας, τή ζωή μας, τό εἶναι μας σ᾿ αὐτόν. Τόν πιστεύσαμε μέν, ἀλλά τόν φτιάξαμε μέσα στό μυαλό μας καί μέσα στήν καρδιά μας, ὅπως ἐμεῖς θέλουμε.

 

Νά γίνουμε καί νά εἴμαστε μαρτυρία στόν κόσμο

 

Ὡς χριστιανοί, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού βρήκαμε τόν ἀληθινό Θεό καί βαπτισθήκαμε στό ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νά εἴμαστε ἄγγελοι ἐπί τῆς γῆς, ἅγιοι ἐπί τῆς γῆς, πραγματικά σεσωσμένοι, πραγματικά λυτρωμένοι, πραγματικά νά εἴμαστε ὅπως τό ἅγιο Ἀρτοφόριο, πού, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ἐκεῖ μέσα εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού κοινωνοῦν, καί ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες, τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κινητά Ἀρτοφόρια, πού φέρουν μέσα τους τόν Χριστό. Ἔτσι νά εἴμαστε καί αὐτό νά τό ζοῦμε, νά τό νιώθουμε, νά τό ἀπολαμβάνουμε καί νά τό γιορτάζουμε. Γιορτές ἔχουμε, γιορτή τῶν Χριστουγέννων. Καί ἔτσι νά ζοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους· πρῶτα μέ τούς δικούς μας, τούς συγγενεῖς, μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένεια, ἀλλά ὅμως καί πιό πέρα.

Λέμε καί ξαναλέμε τόν τελευταῖο καιρό, νά γίνουμε καί νά εἴμαστε μαρτυρία καί στούς ἄλλους. Ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τό νομίζουμε ἐμεῖς. Νά κάνουμε τοῦτο, νά κάνουμε ἐκεῖνο, νά κάνουμε τό ἄλλο. Τί νά κάνεις, ταλαίπωρε ἄνθρωπε; Τί μπορεῖς νά κάνεις; Κάθισε κάτω νά σέ φτιάξει ὁ Θεός ὅπως σέ θέλει καί ἄφησε τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, δῶσε τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, ἄνοιξε τήν καρδιά σου νά ᾿ναι μέσα σου ὁ Θεός καί ὁ Θεός διά σοῦ θά ἐνεργήσει. Ὁ Θεός, ὅ,τι θέλει νά κάνει, τό κάνει, ἀλλά θέλει νά ἐνεργεῖ δι᾿ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, καθώς θά μᾶς κάνει, ὅπως εἴπαμε, ἀρτοφόρια. Δῶσε τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, ὥστε διά σοῦ ὁ Θεός νά θαυματουργεῖ. Καθώς ἐσύ θά εἶσαι ἕνα συνεχές θαῦμα καί καθημερινό θαῦμα, θά κάνει διά σοῦ θαύματα καί στούς κοντινούς καί στούς μακρινούς καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Γιατί ἔχουμε καί αὐτό τό μεγάλο χρέος ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἄν θέλετε, οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἴσως ὅσο χρέος, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, εἶχαν οἱ Πατέρες στήν ἐποχή τους· οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.

Οἱ Ἕλληνες Πατέρες κατά ἕναν κλασσικό καί μοναδικό καί ὁριστικό τρόπο, ὄχι μέ τό μυαλό τους, ὄχι ἁπλῶς μέ κάποιες ἱκανότητες, ἀλλά διότι ἔγιναν φορεῖς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί φορεῖς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, διέδωσαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Θά λέγαμε ὅτι, ὅπως καί τότε, καί σήμερα ἔχουμε μεγάλο χρέος. Ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια ν᾿ ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε, μέ τήν ἔννοια ν᾿ ἀρχίσουμε νά ἑτοιμαζόμαστε, μέ τήν ἔννοια νά τρέξουμε, νά κάνουμε. Ὄχι. Δέν ἔκαναν αὐτό οἱ Πατέρες. Οἱ Πατέρες αὐτό πού ἔκαναν ἦταν ὅτι ἔζησαν τόν Χριστό καί μετά, ὡς ἄνθρωποι ζωντανοί πού ἦταν, μετέδωσαν τόν Χριστό καί διέδωσαν τόν Χριστό.

Αὐτό τό χρέος ἔχουμε· νά ζήσουμε τόν Χριστό. Ὄχι ὅπως τόν θέλουμε ἐμεῖς κι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε, ἀλλά νά σπάσει ὁ τράχηλός μας, νά ὑποταχθοῦμε σ᾿ αὐτόν, νά μαλακώσει ἡ καρδιά μας, νά τόν προσκυνήσουμε, νά τόν λατρεύσουμε, νά τόν ἀφήσουμε νά ζήσει μέσα μας, ὅπως αὐτός θέλει. Νά ζήσουμε τόν Χριστό καί νά γίνουμε ἔτσι μάρτυρες, ὄχι ἁπλῶς στό σπίτι μας, ὄχι ἁπλῶς στούς πιό ἔξω, ὄχι ἁπλῶς στήν πατρίδα μας, πού ἔχει μεγάλη ἀνάγκη σήμερα ἀπό μάρτυρες, ἀλλά μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Ἀμήν.

 

27-12-1987