Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

234. Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 16o

«Εἶσαι ἐσύ, Θεέ, εἶμαι κι ἐγώ»

 

Ὁ Θεός, ἐκεῖνο πού κάνει καί τήν τελευταία ἀκόμη στιγμή ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του, ἄς ποῦμε ἔτσι, τό κάνει μήπως μετανοήσουν. «Καί οὐ μετενόησαν». Αὐτό εἶναι τό μέγα θέμα. «Καί οὐ μετενόησαν».

Αὐτά ὅλα μπορεῖ νά τά μεταφέρει κανείς καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, στόν ἑαυτό του. Δηλαδή ἀπό κάποια πλευρά, κι ἄν δέν ἔχει κανείς μέσα του ἀντίθετες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δυνάμεις, πάθη. Κι ἄν δέν ἔχει. Καί ὅλα αὐτά θά τοῦ κατασπαράξουν τήν ψυχή. Καί ἐδῶ γίνεται αὐτό τό φοβερό, πού ἡ ψυχή ἐν πολλοῖς συμμαχεῖ μέ τά κακά, μέ τά πάθη, μέ τίς ἀδυναμίες. Καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή προδίδει τόν ἑαυτό της. Γιά σκεφθεῖτε, ὅ,τι κι ἄν παθαίνει κανείς, ὅση ἀντίδραση κι ἄν ἔχει, ὅση ἀντίσταση κι ἄν ἔχει, ὅση κακία, ὅση φιλαυτία, ὅση πονηριά, ὅ,τι κι ἄν ἔχει –ἅμα τά δεῖ κανείς, παθαίνει σόκ μπροστά στήν ἀχρείωση πού ἔχει– ἅμα τό πάρει κανείς ἔτσι, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ταπεινώνεται. Δηλαδή οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν, καί ἀπό κεῖ καί πέρα εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοί. Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἀπό μιά πλευρά μᾶς κάνει καλό αὐτό, διότι ἅμα εἶσαι λίγο συνετός, σώφρων, θά σέ βοηθήσει αὐτό νά ταπεινωθεῖς, ἀληθινά νά ταπεινωθεῖς. Δέν εἶναι θέμα ἁπλῶς νά κάνεις καλά πράγματα. Ἅμα ζεῖ τό ἐγώ μέσα σου καί σάν νά ὀρθώνεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», σάν νά λές: «Εἶσαι ἐσύ, ἀλλά εἶμαι κι ἐγώ. Καί ἄν κάνω κάτι καλό, ἐγώ τό κάνω» –δέν τό λές ἔτσι, ἀλλά ἔτσι ἐμφανίζεσαι– ἀντιστρατεύεσαι στόν Θεό. Ναί, εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νά ταπεινωθεῖ. Καί δέν ταπεινώνεται, ἄν δέν μετανοήσει. Καί γι᾿ αὐτό ἐπετρεψε ὁ Θεός νά γίνεται αὐτό ὅλο τό μακελειό σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.

Τελικά ὅσοι δέν θελήσουν νά ταπεινωθοῦν, ὅσοι δέν θελήσουν νά μετανοήσουν, ὅσοι δέν θελήσουν νά πιστέψουν στόν Θεό, θά χαθοῦν. Δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν μπορεῖ νά τό κάνει· δέν θέλει. Ἐξ ὅσων ἐγώ ἔχω καταλάβει μέχρι σήμερα, καί ὁ πιό καλός χριστιανός, κι ἐκεῖνος ἀκόμη πού εἶναι σέ καλή ἄς ποῦμε πνευματική κατάσταση, βαθύτερα ἀφήνει νά ὑπάρχουν ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν θέλουν τόν Θεό. Ἤ τόν θέλουν τόν Θεό ἀλλά μέ τήν ἔννοια αὐτή: «Εἶσαι ἐσύ, Θεέ, εἶμαι κι ἐγώ». Δέν θέλουν δηλαδή νά πεθάνει ἡ φιλαυτία καί νά παραδοθοῦν στόν Θεό. Ἐκεῖ εἶναι ὅλο τό θέμα. Ἐνῶ ὅλοι πρέπει νά ὑποταχθοῦν στόν Θεό, μέ τήν ἔννοια: Ὁ Θεός εἶναι Θεός. Ἐσύ δέν εἶσαι, ἄνθρωπε, Θεός. Τί θεοποιεῖς τόν ἑαυτό σου; Ἔ, αὐτό εἶναι ἄνευ προηγουμένου θράσος· δέν μπορεῖ νά συλλάβει κανείς τό θράσος αὐτό, ὅτι θεοποιεῖς τόν ἑαυτό σου καί ἀντιστρατεύεσαι τόν Θεό. Ὁπότε, ἀπό κάποια πλευρά αὐτοκαταστρέφεται κανείς. Δηλαδή τό κακό αὐτοκαταστρέφεται. Καί τελικά θά σωθοῦν ὅσοι θά πιστέψουν στόν Θεό, ὅσοι μείνουν πιστοί. Οἱ ἄλλοι θά χαθοῦν. Κάποια μέρα δηλαδή θά τεθεῖ τέρμα.

 

Ὀργή Θεοῦ

 

Ἐκεῖνο πού πρέπει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά προσέξουν καί στό ὁποῖο νά προστρέξουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ θεία Λειτουργία πού εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία Λειτουργία πού εἶναι ὅλο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Καί δέν συνετέλεσε αὐτό τό μυστήριο ὁ Κύριος, δέν ἐξετέλεσε ἄς ποῦμε αὐτό τό μυστήριο, δέν ἔζησε αὐτό τό μυστήριο κάποτε καί τελείωσε, ἀλλά αὐτό διά τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι παρόν. Ὄντως δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ὄντως ὁ Θεός κατέβηκε ὅσο ἔπαιρνε περισσότερο φτάνοντας στήν ἄκρα ταπείνωση, γιά νά φιλοτιμήσει τόν ἄνθρωπο νά ταπεινωθεῖ καί αὐτός, νά μετανοήσει ἀληθινά. Καί ἀποθνήσκει ὁ Κύριος, σταυρώνεται, χύνει τό αἷμα του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά εἶναι μέσα στή θεία Λειτουργία. Μυστήριο, ἀλλά εἶναι ἡ πραγματικότητα ὅμως ἐκεῖ. Ἀλλιῶς, δέν μποροῦσε νά ὑπάρχει αὐτή ἡ πραγματικότητα. Ποιός θά τήν κάνει αὐτή τήν πραγματικότητα; Καί εἶναι τό μυστήριο λοιπόν.

Ὅπως δηλαδή γεννιέται ὁ Χριστός ἐκ Παρθένου. Δέν μπορεῖ μέ τίποτε κανείς νά τό καταλάβει αὐτό. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο. Ὄντως ὅποιος πιστεύει τό προσεγγίζει μέ τήν πίστη. Ὅταν πιστεύεις, δέν τά ψαχουλεύεις τά πράγματα, σάν σπουδαῖος πού εἶσαι, σάν πολύ ἔξυπνος πού εἶσαι, σάν αὐτός πού σέ ἄλλα θέματα στή ζωή πάνω στή γῆ τά καταφέρνεις. Εἶναι ἀπλησίαστο τό μυστήριο ἔτσι. Τό μυστήριο ἁπλά, ταπεινά τό πιστεύεις, καί ὤ τοῦ θαύματος, τό ζεῖς. Τό ὅτι κοινωνεῖς, τό ὅτι παίρνεις τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου, σημαίνει ὅτι μυεῖσαι μέσα στό ὅλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, στόν θάνατό του, στήν ἀνάστασή του. Ὄντως ἐν μυστηρίῳ ἀποθνήσκεις μέσα σου, ὄντως ἐν μυστηρίῳ ἀνίστασαι. Νά πῶς βιώνεις τό μυστήριο.

Βαρύτατο ἁμάρτημα τό ὅτι μπορεῖ νά γίνεται κατά ἕναν τυπικό τρόπο αὐτό, τό ὅτι εἴμαστε μέσα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, μέσα στό ὅλο ἅγιο ἔργο τοῦ Θεοῦ, μέσα στό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπου ἔχουμε τά πάντα, καί σάν νά μή μᾶς πιάνει. Καί γενικότερα βαρύτατο ἁμάρτημα ἡ περιφρόνηση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου, τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου πού εἶναι μέσα στό μυστήριο τῆς θείας λατρείας, τῆς θείας Λειτουργίας. Καί ἰδέα δέν ἔχεις καί οὔτε νοιάζεσαι νά πᾶς. Ἀλλά καί τό ὅτι ἡ ὅλη στάση σου καί ἡ ὅλη τακτική σου εἶναι ἔτσι πού δέν σέ πιάνει τό μυστήριο. Ὁπότε κάτι γίνεται ἐκ  μέρους τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔχεις ἀγύριστο κεφάλι, ἐσύ πού εὐεργετήθηκες καί εὐεργετεῖσαι ἀπό τόν Θεό καί δέν λές νά καταλάβεις. Ἄν ἐπιτρέπεται μάλιστα νά πῶ, μπορεῖ νά εἶναι καί ξέσπασμα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς αὐτό, τό ὅτι τελικά δέν καταλαβαίνεις. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Τελικά δηλαδή μπορεῖ ὁ Θεός νά λέει: «Ἔτσι θέλεις; Ἐντάξει, ἔτσι νά εἶσαι. Δέν θέλεις νά καταλάβεις; Νά μήν καταλάβεις. Θέλεις νά ἔχεις τή φιλαυτία σου; Ἔχε την. Θέλεις νά ὀρθώνεις ἀνάστημα; Κάνε το». Καί νά σέ ἀφήνει ἐκεῖ. Αὐτό εἶναι μιά καταδίκη, αὐτό ἴσως εἶναι μιά ὀργή. Γιά, νά τά πάρουμε ἔτσι λίγο καλύτερα τά πράγματα, παρακαλῶ.

Ἀλλά ἐμεῖς τώρα ἔχουμε τή θεία ἀποκάλυψη, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, μέσα στή Λειτουργία ἔχουμε τό ὅλο μυστήριο. Ἅμα σέ δεῖ ὁ Θεός λίγο ἔτσι νά ἀρχίσεις στοιχειωδῶς, ἁπλά‑ἁπλά νά δείχνεις ἐνδιαφέρον –δέν χρειάζεται νά κάνεις τίποτε φοβερά πράγματα– ὤ τοῦ θαύματος, αἴρει τήν ὀργή ὁ Θεός. Παίρνει ὅλο ἐκεῖνο ἐκεῖ πού σέ κάνει νά εἶσαι ἀμετανόητος, νά εἶσαι σκληρός, νά εἶσαι πονηρός, νά εἶσαι…

Τώρα, ἄν αὐτά πού λέμε αὐτή τήν ὥρα τά προσέξουμε ὅλοι μας, ἀμέσως, ἀμέσως τήν ἑπόμενη στιγμή ἀρχίζει κανείς νά εἶναι ἀλλιώτικος. Ἀλλιώτικη πίστη ἔχει μέσα του, ἀλλιώτικη κίνηση πρός τόν Θεό ἔχει, ἀλλιώτικη διάθεση. Ὅταν δηλαδή συνειδητοποιήσεις καλά‑καλά ὅτι ἐσύ παίρνεις μιά στάση τέτοια, πού τελικά ἡ στάση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέναντί σου σάν ὀργή, ταπεινώνεσαι. Εἶναι σάν ὀργή μέ τήν ἔννοια αὐτή, ὅτι σάν νά μή σέ ἀκούει, σάν νά μή σέ βλέπει, ἐπειδή ἀκριβῶς καί ὅταν ζητᾶς καί ὅταν προσεύχεσαι, τά ζητᾶς ἔτσι πού τά θέλεις· ὄχι ἔτσι πού θέλει ὁ Θεός νά σοῦ τά δώσει καί νά τά ἔχεις. Ὁπότε εἶναι σάν νά λέει ὁ Θεός: «Ἔτσι τά θέλεις; Ἔτσι νά τά ἔχεις». Καί σέ ἀφήνει. Αὐτό τό νά μή μαλακώνει ἡ ψυχή, νά μήν ἐξαγιάζεται, νά μένει σκληρή ἡ ψυχή καί νά μένει ἔτσι στά χούγια του κανείς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό σημάδι. Ὀργή Θεοῦ. Ἄν πᾶμε τώρα γενικότερα μέσα στήν κοινωνία, εἶναι ὀργή Θεοῦ πού ζοῦν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι.

 

Νά ἐνεργήσει ἡ ψυχή ἐν ἀληθείᾳ

 

Τί σημαίνει νά φύγεις ἀπό τόν Θεό, τί σημαίνει νά γίνεις ἀντάρτης ἀπέναντι στόν Θεό, τί σημαίνει νά σηκώσεις κεφάλι; Ὅτι χάνεις ὅλη αὐτή τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί πνίγεσαι μέσα στή δική σου οὐτιδανότητα. Πνίγεσαι δηλαδή μέσα στό ἐγώ σου. Βέβαια, ἐδῶ εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο. Πῶς ὁ Θεός ἀφήνει ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο, καί ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα σκεπτόμενος καί ἐλεύθερα ἐνεργῶν κάνει αὐτό πού κάνει: διαστρεβλώνει τά πράγματα, τά παρερμηνεύει, καθώς εἶναι ἐγωιστής, ἔχει ἀγύριστο κεφάλι, δέν θέλει νά ὑπακούσει στόν Θεό. Πολύ ἔτσι στή ζωή του θά παιδευτεῖ κανείς γιά νά συνετιστεῖ. Αὐτό εἶναι ἡ ἐδῶ ζωή.

Ἐμεῖς τώρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔτσι εἰλικρινά, τίμια, εἴμαστε βαθιά μέσα στήν ψυχή μας μετανοημένοι; Ὁ Θεός ὅλο καί ἐπιτρέπει κάτι νά μᾶς ταρακουνάει, κάτι νά μᾶς τσιγκλάει λίγο, καί περιμένει τή μετάνοια· καί δέν μετανοοῦμε, σάν νά μήν καταλαβαίνουμε. Αὐτό τώρα πού κάνουμε ἐδῶ εἶναι ἕνα γεγονός. Ἤρθαμε ἐδῶ, λέγονται αὐτά, διαβάζουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, κάτι περνάει μέσα στίς ψυχές μας. Ἔ, καί μπορεῖ ὅπως ἦρθες νά φύγεις, καί νά μήν ἔρθει ἐκεῖνο πού θά ἤθελε ὁ Θεός. Γιά νά ἐρχόμαστε καί γιά νά καθόμαστε τόση ὥρα νά ἀκοῦμε, κάτι κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τό θέμα εἶναι: θά ἀνταποκριθεῖς ἀνάλογα; Ἤ σάν νά μήν ἔγινε τίποτε; Πρέπει νά ἀνταποκριθεῖ ἡ ψυχή μέ μετάνοια και μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά ἐνεργήσει ἡ ψυχή ἐν ἀληθείᾳ.

Ὅταν ἔχεις θέλημα δικό σου, ἅμα τό ξέρεις καί μόλις κάνει τήν ἐμφάνισή του λές: «Σέ ξέρω τώρα, ἑαυτέ μου, σέ ξέρω. Τά θέλεις ἔτσι, γιατί εἶναι γιά τό θέλημά σου. Ἄσ᾿ τα λοιπόν νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», σοῦ κάνει καλό αὐτό τό ὅτι ἔχεις θέλημα καί τό ξέρεις ὅτι ἔχεις, διότι σέ βοηθάει νά ταπεινωθεῖς περισσότερο. Ἄν ὅμως εἶσαι συνδεδεμένος, ἀγκαλιασμένος μέ τό θέλημα, καί ἑπομένως σάν νά εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή σου τό θέλημα, καί ὅταν δέν ἔρχονται τά πράγματα ὅπως τά περιμένεις –ἐπειδή ὁ Θεός θέλει νά σέ βοηθήσει νά τό καταλάβεις καί νά πάρεις τή σωστή στάση– καί δέν τό καταλαβαίνεις καί ἀντιδρᾶς, στενοχωριέσαι, νομίζεις ὅτι τελικά δέν σέ ἀκούει ἐσένα ὁ Θεός, δέν σέ ἀγαπάει –καί φθάνεις μέχρι σημείου, πού φθάνουν ἄλλοι δηλαδή, νά λές ὅτι οὔτε Θεός ὑπάρχει οὔτε τίποτε– τί νά σέ κάνει ὁ Θεός;

Ὅλη ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι ζωή ἡμέρας. Ἀπό πνευματική πλευρά, ἀπό χριστιανική πλευρά ὁ χριστιανός πρέπει νά εἶναι ξύπνιος, δηλαδή ἄγρυπνος· ὄχι νά κοιμᾶται. Ἅμα δέν βάλεις τόν ἑαυτό σου σέ ὅλη του τή ζωή νά καλλιεργεῖ τήν εὐλάβεια, νά εἶναι μετρημένος, προσεκτικός, νά προσέχει τά λόγια του, τίς σκέψεις του, τή συμπεριφορά του, τή στάση του, τήν τελευταία στιγμή ποῦ θά τά βρεῖς αὐτά;

Εἶναι πολύ ὡραῖο, φοβερά ὡραῖο –δέν ξέρω πῶς νά τό πῶ τώρα– ἀνάπαυση φοβερή ἔχει κανείς, παρηγορία φοβερή, ἀγαλλίαση, θεϊκή ἔτσι μεταλαβιά ἔχει κανείς –δέν ξέρω πῶς νά τό πῶ– ὅταν τά πάρει ἔτσι τά πράγματα: «Ξέρει ὁ Θεός», καί δώσει τόν ἑαυτό του, ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του στόν ἀγαθό Θεό.

24/09/2003