Πονος
A+
A
A-

240. Ὁ Κύριος σταυρώνεται. Καί ἐμεῖς σταυρωνόμαστε μαζί του

Ὁ Κύριος σταυρώνεται. Καί ἐμεῖς σταυρωνόμαστε μαζί του

 

Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά πού βλέπει κανείς στήν κοινωνία –τόση ἀδικία, τόσο πόνο, τόση θλίψη, τέτοια πράγματα ἀναπάντεχα– τοῦ ἔρχεται νά πεῖ: «Γιατί ἄφησες, Θεέ μου, καί ἔγινε ἔτσι;» Τί γίνεται; Ποῦ θά βροῦμε ἄκρη;

Ἐγώ πάντως μέ τό σκεπτικό πού θά πῶ στή συνέχεια βρῆκα ἄκρη. Ὁ Θεός, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, εἶναι δίκαιος, εἶναι ἀγάπη, εἶναι πάνσοφος. Ὁ Θεός ὅλα τά κάνει καλά. Δέν πρέπει ἀπολύτως τίποτε νά μᾶς ἐπηρεάσει προκειμένου νά δοῦμε ἔτσι τόν Θεό. Τόν βλέπουμε λοιπόν καί τόν πιστεύουμε ὡς Θεό ἀγάπης, δικαιοσύνης, σοφίας. Καί ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας καί τά πάντα σ᾿ αὐτόν τόν Θεό. Ὅποιος τό πιστέψει αὐτό, ὅποιος τά πάρει ἔτσι τά πράγματα, τότε βρίσκει ἄκρη σέ ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν· ἀλλιῶς δέν βρίσκει ἄκρη καί τοῦ φαίνονται ὅτι δέν ἔχουν καμιά ἐξήγηση καί καμιά ἑρμηνεία.

Τί συμβαίνει στόν ἴδιο τόν Χριστό; Καρφώνεται πάνω στόν σταυρό, καί δεξιά καί ἀριστερά του εἶναι δύο ληστές. Ὁ ἕνας ληστής, καταδικασμένος καί αὐτός μαζί μέ τόν Χριστό, κάτι ἔχει ἀκούσει γι᾿ αὐτόν καί λέει: «Ἄν εἶσαι Θεός, ἄν εἶσαι ἐσύ ὁ Χριστός, κατέβα ἀπό τόν σταυρό καί σῶσε καί ἐμένα». Παίρνουμε ἀφορμή ἀπό αὐτό καί λέμε: Ὅλοι ἐμεῖς ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, στόν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ὅμως ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ καί τόν σταύρωσαν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία σταυρώνεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο –νά τό ξέρουμε αὐτό. Ἀλλιῶς ἐμεῖς τά παίρνουμε καί τά ἐννοοῦμε τά πράγματα, γι᾿ αὐτό δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε.

Ὁ Κύριος σταυρώνεται. Καί ἐμεῖς σταυρωνόμαστε μαζί μέ τόν Κύριο. Καί ὅπως ἐκεῖ οἱ δύο ληστές δέν εἶναι πάνω στόν σταυρό ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ –ὄχι· αὐτοί εἶναι γιά δικά τους ἐγκλήματα πάνω στόν σταυρό– ἔτσι καί ἐμεῖς σταυρωνόμαστε μέ τά διάφορα βάσανα πού περνοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ἄλλο ἦταν ἐκεῖνο πού πέρασαν οἱ μάρτυρες. Ἐκεῖ ἦταν ἡ Ἐκκλησία πού σταυρωνόταν στό πρόσωπό τους. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε τά διάφορα βάσανα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά συγχρόνως ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, πόσες φορές δέν θά εἴπαμε λόγια σάν αὐτά τοῦ ληστῆ αὐτοῦ! Μπορεῖ νά μήν τό εἴπαμε ἔτσι ὠμά, ὅπως τό εἶπε ἐκεῖνος: «Ἄν εἶσαι Θεός, κατέβα ἀπό τόν σταυρό καί σῶσε καί ἐμᾶς», ἀλλά πόσο θά θέλαμε νά συμβεῖ ἔτσι ἤ καί θά λέγαμε κάτι τέτοιο: «Ἄχ, Χριστέ μου, σῶσε με ἀπό αὐτό, σῶσε με ἀπό ἐκεῖνο, γλίτωσέ με ἀπό τό ἕνα, γλίτωσέ με ἀπό τό ἄλλο». Καί ἄν ἦταν στό χέρι μας νά γλιτώσουμε ἀπό τά διάφορα παθήματα, θά τό κάναμε. Ἑπομένως, πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει καί δέν τό κάνει. Ἄρα μένει βαθιά μέσα μας ἕνα παράπονο, κι ἄς μήν τό λέμε. Καί περίπου μοιάζουμε μέ τόν ληστή αὐτόν.

Ὁ ἄλλος ὅμως ληστής τί λέει; Οὐδέ φοβῇ σύ τόν Θεόν; Δέν τό θεωρεῖ κι ἐκεῖνος σάν μιά καλή εὐκαιρία νά πεῖ: «Ἄ, καλά σοῦ λέει, Χριστέ, Ἰησοῦ. Καλά σοῦ λέει. Ἐκεῖνος βέβαια ἀμφιβάλλει, ἀλλά ἐγώ πιστεύω ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σῶσε τόν ἑαυτό σου, σῶσε κι ἐμᾶς». Καθόλου-καθόλου δέν ἐκφράζεται ἔτσι, ἀλλά λέει στόν ἄλλο ληστή: «Δέν φοβᾶσαι τόν Θεό, πού εἶσαι καταδικασμένος ὅπως καί ὁ Κύριος; Ἐμεῖς ἄξια παθαίνουμε, σύμφωνα μέ αὐτά πού κάναμε. Μᾶς ἀξίζει νά πάθουμε αὐτό πού παθαίνουμε, ἀφοῦ τέτοια ἦταν τά ἔργα μας. Αὐτός ὅμως δέν ἔκανε τίποτε». Καί γι᾿ αὐτό δέν τό θεωρεῖ μιά καλή εὐκαιρία νά ἀρχίσει νά παρακαλεῖ καί αὐτός.

Ἀλλά τί λέει; Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Σάν νά μήν πονάει. Σάν νά μήν ἔχει πρόβλημα. Ἐνῶ εἶναι καρφωμένος. Σκεφτεῖτε. Δέν ἔχει ἁπλῶς ἕναν πυρετό ἤ ἕνα κάποιο προβληματάκι. Εἶναι καρφωμένα πάνω στόν σταυρό τά χέρια του, τά πόδια του, εἶναι ματωμένος, τρέχουν τά αἵματα, ὅπως εἶναι κρεμασμένος, πονάει.

Διότι δέν ἦταν ἁπλῶς καρφωμένοι οἱ κατάδικοι, ἀλλά καί τό βάρος τοῦ σώματός τους ἔπεφτε πρός τά κάτω. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, σέ τί πόνους βρισκόταν ὁ ληστής. Καί ὅμως, σάν νά μήν ὑπάρχουν αὐτά καθόλου καί σάν νά μή νοιάζεται καθόλου γι᾿ αὐτά. «Μᾶς ἀξίζει», λέει. Τό τακτοποιεῖ μέ αὐτή τή φράση: «Ἐμᾶς μᾶς ἀξίζει. Αὐτά κάναμε, αὐτό παθαίνουμε». Καί βρίσκει εὐκαιρία νά πεῖ: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Τό θεωρεῖ εὐκαιρία νά ζητήσει νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά τόν θυμηθεῖ ὁ Κύριος στή βασιλεία του, νά ζητήσει τή σωτηρία του.

Πόσοι χριστιανοί –αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί χριστιανοί!– καθώς παθαίνουμε ὅ,τι παθαίνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, λέμε: «Μᾶς ἀξίζει νά πάθουμε καί χειρότερα»; Καί σάν νά μή μᾶς ἀπασχολεῖ τί θά πάθουμε, ἀλλά λέμε: «Ἐμένα, Κύριε, μοῦ ἀξίζει νά ὑποφέρω. Ἀλλά μέ ἀξίωσες νά ὑποφέρω μαζί σου, νά πιστεύω σ᾿ ἐσένα, νά γνωρίσω τήν Ἐκκλησία, νά εἶμαι μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία σταυρώνεται ὄχι γιατί φταίει· ἀδίκως σταυρώνεται, ἀλλά νά, ἀξιώνομαι κι ἐγώ μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, μαζί μ᾿ ἐσένα τόν ἴδιο νά σταυρώνομαι. Σῶσε τήν ψυχή μου. Μνήσθητί μου, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Πόσοι ἄραγε χριστιανοί τό κάνουν αὐτό;

Μόνο ἐκεῖνος πού θά τά πάρει ἔτσι τά πράγματα καταλαβαίνει ὕστερα καί ὅλα τά ἄλλα καί βρίσκει σέ ὅλα νόημα. Σέ ὅλα, σέ ὅλα βρίσκει νόημα.

Καί δέν ἔχει αὐτά τά ἐρωτηματικά μέσα του: «Γιατί ἔτσι, γιατί ἀλλιῶς, γιατί τό ἕνα, γιατί τό ἄλλο;» Προσέξτε! Εἴμαστε χριστιανοί, ξέρουμε πολλά πράγματα, διαβάζουμε, ἀκοῦμε, ἀλλά κάπου τελικά χάνουμε τό μονοπάτι καί δέν βαδίζουμε καλά.

Καί τελικῶς, ὄχι μόνο ὑποφέρουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά κινδυνεύει καί ἡ σωτηρία μας. Διότι, ὅταν δέν θά πεῖς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου, ὅ,τι κι ἄν παθαίνω· νά ᾿ναι εὐλογημένο», ἔχεις μέσα σου τήν ἀντίδραση, τόν γογγυσμό, τό παράπονο, καί ὑποφέρεις –καθώς ἐκεῖνο πού κάνει τόν ἄνθρωπο κυρίως νά ὑποφέρει εἶναι ἡ ἀντίσταση, ἡ ἀντίδραση. Ἀλλά ὄχι μόνο αὐτό. Μπορεῖ νά χάσουμε καί τήν ψυχή μας ἔτσι. Αὐτό εἶναι τό θέμα.

 

17.12.1987