Ασκητικα
A+
A
A-

273. Ξεπέρασμα τῆς ἀνίας ἀπό τή συνήθεια τῶν μυστηρίων

Ξεπέρασμα τῆς ἀνίας ἀπό τή συνήθεια τῶν μυστηρίων

 

Γιατί δέν νιώθουμε τά μυστήρια;

 

Ἀπό τό σημείωμα μέ τό ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε τήν περασμένη φορά μένει ἡ ἐρώτηση: «Σέ τί συνίσταται ἡ τελειότης τῆς μοναχικῆς ζωῆς;», πού τήν εἴδαμε λίγο τήν περασμένη φορά, καί ἐπίσης ἡ ἐρώτηση: «Πῶς θά ξεπεράσουμε τήν ἀνία πού δοκιμάζουμε, ἀπό τό ὅτι συνηθίζουμε τά μυστήρια;» Τό νόημα ὑποθέτω εἶναι ὅτι τή θεία Λειτουργία, καθώς εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια, σιγά-σιγά τή συνηθίζει κανείς, καί γιά ἕνα πράγμα πού τό συνηθίζει νιώθει κάποια ἀνία καί δέν τό λαχταρᾶ, δέν τό ἐπιθυμεῖ. Καί ὑποθέτω ὅτι, ὅταν λέει μυστήρια, ἐννοεῖ κυρίως τή θεία Λειτουργία· θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε καί τήν ἐξομολόγηση.

Λέει μιά μεγάλη ἀλήθεια, ἀλλά νομίζω ὅτι ἔχει ἕνα λάθος ἡ ἐρώτηση. Προϋποθέτει κάτι, πού, νομίζω, δέν πρέπει νά τό προϋποθέτει. Ἄραγε ἡ συνήθεια εἶναι ἐκείνη πού μᾶς κάνει νά νιώθουμε μιάκάποια ἀνία, ὅταν τελοῦνται τά μυστήρια ἤ μήπως ποτέ δέν νιώσαμε τά μυστήρια ὅπως πρέπει νά τά νιώσουμε; Καί ὅπως καθετί πού τό βλέπει κανείς γιά πρώτη φορά ἤ τό βλέπει ἤ τό ἀκούει τίς πρῶτες φορές, ἔχει ἕνα ἐνδιαφέρον τό ὁποῖο ὕστερα χάνεται, μήπως καί ἐδῶ συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ἄν ναί, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἴχαμε ἀληθινή σχέση μέ τά μυστήρια. Μήπως δηλαδή ἡ ἐρώτηση ἔχει αὐτή τήν ἀδυναμία. Διότι ἐάν τά νιώσει κανείς αὐτά τά μυστήρια, τή θεία Εὐχαριστία καί τήν ἐξομολόγηση, ἕως ὅτου νά γίνουν συνήθεια –συνήθεια θά γίνει ἡ θεία Λειτουργία, ἀφοῦ τήν παρακολουθήσεις ἕνα χρόνο· θά ἐξομολογηθεῖς καμιά δεκαριά φορές καί μετά μπορεῖ νά σοῦ γίνει συνήθεια ἡ ἐξομολόγηση– ἐάν λοιπόν τά νιώσουμε τά μυστήρια, ἕως ὅτου νά γίνουν συνήθεια, νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει πρόβλημα, καί ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτηση ἔρχεται μόνη της. Ἀλλά φοβᾶμαι ὅτι τελικά νιώθει κανείς αὐτή τήν ἀνία, αὐτό τό ὅτι δέν ἱκανοποιεῖται, καί κουράζεται καί δέν αἰσθάνεται καλά καί δέν βρίσκει ἐνδιαφέρον, ἀκριβῶς διότι δέν ἔνιωσε πραγματικά τό μυστήριο. Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά προσέξουμε καί νά ἐξετάσουμε, σέ σχέση βέβαια μέ τό θέμα μας.

Πάντως, γιά νά προχωρήσω ἀμέσως καί νά συνδέσω τό ἐρώτημα μέ τό γενικό θέμα μας, νά πῶ τάἑξῆς: ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔμαθαν, ἐξοικειώθηκαν, μέ τήν καλή ἔννοια, κάπως μέ τήν εὐχή, μέ τή νοεράπροσευχή, δηλαδή ἡ ψυχή τους ἄρχισε νά ἀναπαύεται στήν εὐχή, καί ἄρχισαν νά βρίσκουν ἐκεῖ θησαυρό, νά ἀνακαλύπτουν μιά πηγή, ἕνα κάτι ἄγνωστο, καί νιώθουν νά εἰσέρχεται στήν ὕπαρξή τους μιά ἄγνωστη δύναμη διά τῆς εὐχῆς, ὅλοι λοιπόν αὐτοί πού κάπως ἔτσι συνδέθηκαν μέ τήν εὐχή, θά μᾶς ποῦν ὁπωσδήποτε ὅτι καί τήν ἐξομολόγηση τή νιώθουν κάθε φορά πού ἐξομολογοῦνται καί πολύ περισσότερο τή θεία Λειτουργία, καί δέν δοκιμάζουν στενοχωρία καί ἀνία ἀπό τή συνήθεια τάχα τῶν μυστηρίων.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἄγεται καί φέρεται ἀπό τά πάθη του, ἀπό τίς ἀδυναμίες του, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξουσιάζεται ἀπό τά πάθη του, δέν μπορεῖ νά νιώσει ὄχι μόνο τά μυστήρια ἀλλά καί πολλά ἄλλα. Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε ἐδῶ νά πῶ ὅτι δέν ἐξουσιάζεται ἀπό τά πάθη μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νά ἐξουσιάζεται ἀπό αὐτά. Ἄν βγοῦμε ἔξω, θά βροῦμε πάρα πολλούς νέους πού εἶναι πέρα γιά πέρα δοῦλοι τῶν παθῶν. Ὅμως, δέν ἐξουσιάζεται ἀπό τά πάθη μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νά ἐξουσιάζεται. Ὄχι. Ὑπάρχουν πάθη, ὑπάρχουν παθήματα, τά ὁποῖα, θέλουμε δέν θέλουμε, μᾶς ἐξουσιάζουν. Καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο πρόβλημα. Τουλάχιστον ἐκεῖνος πού θέλει νά ἐξουσιάζεται ἀπό τά πάθη, μόλις ἀρχίσει νά μήν τά θέλει, θά ἀρχίσει νά ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτά. Τί θά γίνει ὅμως μ᾿ ἐκεῖνον πού ἐξουσιάζεται ἀπό τά πάθη, χωρίς νά θέλει, καί ἄγεται καί φέρεται καί ἐπηρεάζεται ἀπό αὐτά; Καί ἔτσι, πηγαίνει στή Λειτουργία καί λέει πότε νά τελειώσει, καί δέν τά κατάφερε ποτέ νά ξεκινήσει γιά τό ἐξομολογητήριο, ἤ, κι ἄν τό κάνει, πάει κι ἔρχεται, χωρίς νά βλέπει ὠφέλεια.

 

Θύματα τοῦ ἑαυτοῦ μας

 

Τί ἔχω καταλάβει ἐγώ, παιδιά, ἀπό αὐτά τά θέματα. Ἄν θέλετε, νά πῶ δυό λόγια καί ἐλπίζω νάὠφεληθοῦμε. Βέβαια, αὐτά πού θά πῶ τά ἔχω ξαναπεῖ, ἀλλά ἴσως τώρα, ἔτσι πού θά λεχθοῦν, νά γίνουν πιό κατανοητά ἀπό ὁρισμένους. Ὅλο τό μυστικό εἶναι νά θελήσει κανείς, ἀλλά καί νά προσπαθήσει νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τόν ἑαυτό του. Μήν παραξενεύεστε γι᾿ αὐτό πού λέω. Ἐδῶ μέσα πνιγόμαστε ὅλοι. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο τά κάνουμε ὅλοι θάλασσα καί εἴμαστε θύματα, παρ᾿ ὅλη τήν καλή διάθεση πού τυχόν ἔχουμε καί παρ᾿ ὅλο πού τό λέει ἡ ψυχή μας.

Καθένας ἔχει τόν ἑαυτό του. Μέ τόν ἑαυτό μας γεννηθήκαμε, μέ αὐτόν μεγαλώσαμε, καί δέν εἶναι εὔκολο νά μήν ἐπηρεάζεται κανείς ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Κατ᾿ ἀρχήν δέν εἶναι εὔκολο νά δεῖ κανείς τί σημαίνει αὐτό, δηλαδή νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τόν ἑαυτό του, καί νά τό ξεκαθαρίσει, καί ἐν συνεχείᾳ ὄντως νά μήν ἐπηρεάζεται. Δέν εἶναι εὔκολο· εἶναι δύσκολο. Ἤ καλύτερα, εἶναι ἀδύνατο. Ὅπως ἐπίσης εἶναι καί πάρα πολύ εὔκολο. Τί προτιμάει κανείς; Ὅταν τό πάρει κανείς ὅτι εἶναι δύσκολο, ὄχι μόνο θά δυσκολεύεται, ἀλλά καί δέν θά μπορέσει νά κάνει ποτέ τίποτε. Ὅποιος τό πάρει ὅτι εἶναι εὔκολο, ἀργά ἤ γρήγορα θά μπορέσει νά τό ξεκαθαρίσει τό θέμα καί νά προχωρήσει.

Μεγαλώσαμε λοιπόν μέ τόν ἑαυτό μας. Γεννηθήκαμε ὁ καθένας μέ τίς καταβολές μας, τήν ἰδιοσυγκρασία μας, τήν ψυχοσύνθεσή μας. Ἐπιπλέον, μᾶς ἐπηρέασε τό περιβάλλον πού ζήσαμε, τόοἰκογενειακό, τό γειτονικό, τό σχολικό, τό συντροφικό –ἡ συντροφιά, ἡ παρέα– ἀλλά καί τό ὅλο πνεῦμα τῆς κοινωνίας. Ὅλα αὐτά ὑπέστησαν ἀλληλεπίδραση, ἑνώθηκαν, καί ἔγινε αὐτό τό οἰκοδόμημα πού εἴμαστε ὁ καθένας μας σήμερα. Αὐτό βέβαια καί μᾶς κουβαλάει, καί τό κουβαλᾶμε. Ἔτσι, πολλές φορές κανείς, θέλει δέν θέλει, ἐνεργεῖ ὅπως τοῦ ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός του, θέλει δέν θέλει, σκέπτεται ὅπως τοῦ λέει ὁ ἑαυτός του. Καί μάλιστα, δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό αὐτά, ἀλλά καί δέν μπορεῖ κάν νά καταλάβει ὅτι θά μποροῦσε νά εἶναι ἐλεύθερος. Ἔτσι, εἶναι θύμα τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπως ἡ γάτα πού βρῆκε λίγο αἷμα στό πριόνι καί τό ἔγλειψε, ἀλλά γλείφοντας μάτωσε ἡ γλώσσα της, καί συνέχισε νά γλείφει, ἀλλά ἔγλειφε τό δικό της αἷμα. Νόμιζε ὅτι βρῆκε τροφή, ἐνῶ ἦταν θύμα.

Εἶναι θύμα κανείς τῶν συναισθημάτων του, τῶν σκέψεών του, τῆς νοοτροπίας του, καί ἄν προχωρήσω περισσότερο, καί τῶν καταναγκαστικῶν ἀκόμη συμπλεγμάτων πού ὑπάρχουν μέσα του, καί ὁ καημένος ποιός ξέρει τί νομίζει ὅτι κάνει. Δέν κάνεις τίποτε, ἄνθρωπέ μου. Εἶσαι θύμα τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἐνῶ νομίζεις ὅτι εἶσαι ἐλεύθερος.

Γίνεται τόσος λόγος γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἐλευθερία τῆς προσωπικότητος, καίμήν τυχόν θιγεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅλα αὐτά εἶναι: «Ἀπό τήν πόλη ἔρχομαι, καί στήν κορφή κανέλα». Δέν ξέρω πόσο παραξενεύεσθε, ἀδελφοί μου, ἀλλά ἔτσι εἶναι. Εἶσαι δηλαδή μέσα στό σκοτάδι, καί δέν φτάνει πού εἶσαι ἐκεῖ, ἀλλά εἶσαι τυλιγμένος μέ σχοινιά, μέ ἁλυσίδες, καί φωνάζεις: «Ζήτω ἡ ἐλευθερία!» Ποῦ εἶναι ἡ ἐλευθερία; Δηλαδή, πολλές φορές εἶναι σάν νά λές: «Μήν πειράζετε τίς ἁλυσίδες μου». Εἶσαι σφιγμένος, δεμένος μέ ἁλυσίδες, καί ἄν τυχόν κανείς μέ καλή διάθεση θέλει νά σέ πείσει νά κόψουν –ὄχι χωρίς τήν ἄδειά σου– καμιά ἁλυσίδα, θεωρεῖς ὅτι μέ αὐτό θίγεται ἡ ἐλευθερία σου. Ποιά ἐλευθερία σου, ἀφοῦ εἶσαι ἁλυσοδεμένος;

 

Εἶναι φοβερή ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου

 

Αὐτό εἶναι πίστη στόν Χριστό: καθώς διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο, νά πεῖς· «Δέν ἔχει σημασία ἐγώ τίνιώθω. Δέν ἔχει σημασία τί καταλαβαίνω. Δέν ἔχει σημασία πῶς μοῦ φαίνονται τά πράγματα. Αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο, αὐτό εἶναι». Ὁπότε, ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά βλέπει ἕνα φῶς, ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά μπαίνει σέ μιά ἄλλη ἀτμόσφαιρα, ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά νιώθει τό χαλάρωμα τῶν ἁλυσίδων, ἀρχίζει νά νιώθει ὅτι ξεσφίγγουν. Ὅμως, διατηρεῖ μιά ἀπαίσια τάση νά ξαναμπεῖ ἐκεῖ μέσα. Εἶναι φοβερή ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἄν τή δοῦμε ἀπό αὐτή τήν ἄποψη.

Δέν εἶναι ὅτι εἶναι δεμένος ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ὅτι δέν καταλαβαίνει, δέν εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ νά σκεφθεῖ καί ὅτι χρειάζεται νά πιαστεῖ ἀπό τόν Χριστό καί νά τά ἀφήσει ὅλα, γιά νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν εἶναι μόνο αὐτά. Καί νά βρεῖ τρόπο ὁ Χριστός νά τόν τραβήξει λιγάκι, διατηρεῖ μέσα του μιά ἀπαίσια –θά τήν ὀνομάσω πάλι– τάση νά ξανακατρακυλίσει ἐκεῖ μέσα. Δηλαδή, εἶσαι μέσα σέ ἕνα βόθρο, καί κάποιος σέ βγάζει λίγο νά μπορεῖς νά ἀναπνεύσεις –ὄχι τίποτε ἄλλο· νά μπορεῖς νά ἀναπνεύσεις– καί νιώθεις ὅτι παίρνεις καθαρό ἀέρα, ὅτι παίρνεις ζωή, καί παρά ταῦτα θέλεις νά ξαναγυρίσεις μέσα μέ τό κεφάλι καί φωνάζεις κιόλας: «Μή μέ πειράζετε ἐδῶ μέσα πού εἶμαι, γιατί ἐδῶ εἶναι ἡ ἐλευθερία». Ἄντε τώρα νά πείσεις τόν ἄνθρωπο ὅτι αὐτό ὅλο εἶναι μιά πλάνη, αὐτό ὅλο εἶναι ὄχι ματαιότητα ἀλλά θάνατος.

Ὄχι νά πείσεις, παρακαλῶ, τόν πολύ κόσμο. Προσέξτε. Ἐμεῖς πού εἴμαστε ἐδῶ μέσα, ξέρετε πόσο εἴμαστε, μηδέ ἐμοῦ ἐξαιρουμένου, θύματα τοῦ ἑαυτοῦ μας, πόσο εἴμαστε δέσμιοι ὅλων αὐτῶν πού σᾶς εἶπα, τῶν παθῶν, τῶν ἁλυσίδων; Μάλιστα, καμαρώνουμε κιόλας καί προσπαθοῦμε μέ γνώσεις καί μέ ὅλα ὅσα μαθαίνουμε νά καλύψουμε τίς ἁλυσίδες.

Καί τί δέν μαθαίνουν σήμερα οἱ νέοι. Ὄχι μόνο πηγαίνουν σχολεῖο, ἀλλά πηγαίνουν καί στόφροντιστήριο καί πρέπει νά προλάβουν καί ξένες γλῶσσες. Δέν τά κατηγορῶ. Ὄχι. Ἀλλά ἄν καλοκοιτάξει κανείς τά πράγματα, θά δεῖ ὅτι πολλές φορές ὅλοι αὐτοί οἱ κόποι εἶναι μιά προσπάθεια νά ντύσει κανείς τίς ἁλυσίδες του. Καί νομίζει ὅτι κάτι εἶναι καί αὐτό. Νά εἶσαι δηλαδή δεμένος μέ ἁλυσίδες, ἀλλά αὐτό νά μή φαίνεται, καί νά ἔχεις τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν εἶσαι δεμένος. Ἔτσι, οἱ ἁλυσίδες μένουν, ἡ ἁμαρτία μένει, ὅπως λέει ὁ Κύριος.1 Ὄχι λοιπόν οἱ πολλοί, οἱ ἀδιάφοροι, ἀλλά ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται ὅτι εἴμαστε πιό εὐσεβεῖς καί πιό πιστοί ἀπό ἄλλους καί ἀκοῦμε κάθε τόσο, τελικῶς εἴμαστε θύματα τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Τώρα, καθώς τά λέω αὐτά, ἔρχονται στόν νοῦ μου πολύ πνευματικά πρόσωπα, πού θά ἔλεγε κανείς ὅτι εἶναι πάρα πολύ κοντά στόν Θεό καί ἔχουν δώσει ὅλο τόν ἑαυτό τους στόν Χριστό, καί βλέπει κανείς νά εἶναι θύματα τῶν διαφόρων ἐσωτερικῶν τους καταστάσεων. Τό κακό δέν εἶναι ὅτι ἔχει κανείς τήν ὅποια κατάσταση. Αὐτό εἶναι δεδομένο, καί τό ξέρει ὁ Θεός. Τό κακό εἶναι ὅτι δέν θέλει κανείς νά τήδεῖ καί δέν πηγαίνει στόν γιατρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά τόν ἐλευθερώσει. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο κακό, καίὅπως λένε οἱ Πατέρες, ὁ Θεός μιά μέρα δέν θά μᾶς κατηγορήσει καί δέν θά μᾶς καταδικάσει ἐπειδή ἤμασταν ἁμαρτωλοί. Αὐτό τό ξέρει. Θά μᾶς καταδικάσει, ἐπειδή δέν πήγαμε σ᾿ αὐτόν, πού εἶναι γιατρός καί μποροῦσε νά μᾶς γιατρέψει.2

 

Πῶς βρίσκεται ὁ θησαυρός τῆς θείας Λειτουργίας

 

Ἔτσι λοιπόν καί στή θεία Λειτουργία πηγαίνουμε αὐτοί πού εἴμαστε, καί θέλουμε τήν καλή ψαλμωδία καί ὅλα θέλουμε νά γίνονται ὅπως πρέπει. Μή σᾶς φανεῖ παράξενο, ἄν θά πῶ ὅτι ἀκόμη κι ἐκεῖ μέσα θά θέλαμε νά βρεθεῖ κάτι, ὥστε νά στολισθοῦν οἱ ἁλυσίδες. Ὄχι νά κοποῦν, ἀλλά πιό πολύ νά στολισθοῦν. Δέν εἶναι καλό νά γίνονται ἡ ψαλμωδία καί ὅλα ὅπως πρέπει μέσα στή θεία Λειτουργία; Τί ἄλλο καλύτερο; Ναί, ἀλλά κάτι ἤξεραν καί οἱ Πατέρες καί πιό μπροστά οἱ Ἀπόστολοι.

Ὅπως ξέρετε, τό εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου εἶναι πνευματικότερο ἀπό τά ἄλλα εὐαγγέλια. Ἔτσι τό βλέπουμε ἐμεῖς, καί ἔτσι εἶναι.3 Μάλιστα ὁρισμένοι λένε ὅτι τά ἄλλα εὐαγγέλια εἶναι τό σῶμα καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου εἶναι ἡ ψυχή. Ἄλλοι λένε ὅτι τά ἄλλα τρία εὐαγγέλια εἶναι ὅπως ὁ Ξενοφῶν, ἐνῶ τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου εἶναι ὅπως ὁ Πλάτων. Ὅλη αὐτή τήν ὑψηλή θεολογία –θεολογία ὄχι γιά τούς θεολόγους, ἀλλά θεολογία πού εἶναι ζωή– ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πολλές φορές τήν παρουσιάζει μέ πάρα πολύ ἀδέξιο λόγο. Ξέρετε ὅτι τά ἔργα τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, καί ἰδιαίτερα τό εὐαγγέλιο, ἀπό φιλολογικῆς καί λογοτεχνικῆς ἀπόψεως εἶναι τά πιό κακογραμμένα. Λένε κάποιοι θεολόγοι –τό ἔχω ἀκούσει ἀπό Ἕλληνες θεολόγους– ὅτι τό ἔκανε καί λίγο ἐπίτηδες ὁ Ἰωάννης, ἄσχετα ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε ἴσως τή δυνατότητα νά γράψει λίγο καλύτερα.

Μᾶς ἔλεγε ὁ καθηγητής Ξυγγόπουλος στό μάθημα τῆς βυζαντινῆς ἀρχαιολογίας ὅτι, ὅταν σέ μιάλαύρα στήν ἔρημο, πού ἦταν πολλοί μοναχοί, ἔφτιαξαν τήν πρώτη ἐκκλησία, ἀπό πλιθιά μᾶλλον, προσπάθησαν νά τήν κάνουν καλή. Ὕστερα οἱ ἁπλοϊκότεροι κάθονταν καί καμάρωναν τό ἔργο πού εἶχαν φτιάξει. Ὅλοι τό συνηθίζουμε αὐτό. Τό κοιτᾶμε ἀπό δῶ, τό κοιτᾶμε ἀπό κεῖ, ἄν βέβαια εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν μας. Καί οἱ γεροντάδες, οἱ ἀββάδες, εἶπαν: «Δέν εἶναι καλό αὐτό. Φέρτε μερικά σχοινιά». Καί ἔδεσαν τήν ἐκκλησία μέ τά σχοινιά, καί ὅλοι μαζί τήν τράβηξαν ἔτσι, ὥστε τήν ἔγειραν, γιά νά εἶναι λιγάκι στραβιά, καί νά μήν κάθονται καί θαυμάζουν τό ἔργο τους.4

Αὐτά γιά μᾶς εἶναι ἀκατανόητα, καί δέν τά λέω γιά νά πᾶτε νά γείρετε τό σπίτι σας πρός τό ἕνα μέρος ἤ γιά νά πῶ ὅτι ὁπωσδήποτε πρέπει νά εἶναι κακόφωνη ἡ Λειτουργία. Θέλω νά πῶ ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα προσπαθοῦμε νά κάνουμε, παίρνουν καμιά φορά τόν χαρακτήρα τῆς εὐχαριστήσεως τοῦ ἁλυσοδεμένου ἀνθρώπου, καί λείπει ἡ αὐταπάρνηση, λείπει τό νά παύσω νά ἐπηρεάζομαι ἀπό τόν ἑαυτό μου ὅπως εἶναι, καί νά πιστέψω στόν Χριστό καί νά ζητήσω τί εἶναι ὁ Χριστός καί τί μπορεῖ νά μέ κάνει κι ἐμένα ὁ Χριστός.

Τί εἶναι ἡ θεία Λειτουργία; Σύμφωνα μέ τό σημείωμα, θά πεῖ κανείς: τά ἴδια καί τά ἴδια. Οἱ ἴδιες ἐκφωνήσεις, οἱ ἴδιες εὐχές –ὅταν ἀκούγονται– οἱ ἴδιες ψαλμωδίες, οἱ ἴδιοι ἱερεῖς, οἱ ἴδιοι ψάλτες. Αὐτή εἶναι. Ἄν τή δεῖς ἔτσι, τί εἶναι; Τήν ἄκουσες μιά, τήν ἄκουσες δυό, τή συνήθισες. Χρειάζεται νά μήν πᾶς ἔτσι, ἀλλά νά πᾶς μέ τήν πίστη, νά πᾶς παραιτούμενος ἀπό τόν ἑαυτό σου· παραιτούμενος ἀπό τό πῶς ἐσύ τά νομίζεις, ἀπό τό πῶς ἐσύ τά θέλεις. Αὐτό εἶναι μυστήριο, νά πεῖς. Εἶναι μυστήριο. Ἐκεῖ κατεβαίνει ὁ Θεός, καί ὄχι μόνο ὁ Θεός ἀλλά καί ὅλος ὁ οὐρανός. Καί οἱ εὐχές πού εἶναι γραμμένες ἐκεῖ δέν εἶναι τυχαῖες. Ἔζησε ὅλη ἡ Ἐκκλησία μέ αὐτές τίς λέξεις, μέ αὐτά τά νοήματα, μέ τό μυστήριο.

Καί νά ἀρχίσεις νά διερωτᾶσαι: «Τί εἶναι αὐτό τό “Κύριε, ἐλέησον”; Τό ἄκουσα πολλές φορές, ἀλλάκάτι ἔχει αὐτό τό “Κύριε, ἐλέησον”. Ἑαυτέ μου, σκέψεις μου, αἰσθήματά μου, νά πᾶτε πέρα. Κάτι ἔχει αὐτό τό “Κύριε, ἐλέησον”. Καί τό “Παράσχου, Κύριε” καί τό “Εἰρήνη πᾶσι” καί τό “Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ ΠατρόςϜ”, ἤ τό “Ὅτι πρέπει Σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησιςϜ”» Ἄν σκεφθεῖς ἔτσι, βρίσκεις ἤ δέν βρίσκεις θησαυρό; Ἀνοίγει ὁ οὐρανός. Ὁ ἄλλος πού βρῆκε τόν θησαυρό, δέν τή χορταίνει κάθε μέρα τή θεία Λειτουργία. Καί καταλαβαίνει τί θά πεῖ αὐτό πού λέει ἡ εὐχή: «Πάλιν καί πολλάκις σοί προσπίπτομενϜ»

Ἄν ὅλα αὐτά τά περνᾶς μέσα ἀπό τό λογικό σου, δέν θά καταλάβεις τίποτε. Τό λογικό πού σοῦἔδωσε ὁ Θεός εἶναι θύμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως πού ἔχει δημιουργηθεῖ μέσα σου. Καί ὅλος εἶσαι θύμα, καί τό λογικό σου εἶναι θύμα, κι ἐσύ θέλεις μέσα ἀπό κεῖ νά δεῖς. Τί νά δεῖς; Δέν θά δεῖς τίποτε καίδέν θά καταλάβεις τίποτε. Καί ἀπορίας ἄξιον εἶναι πῶς πᾶμε καί τόσο πού πᾶμε στήν ἐκκλησία. Εἶναι θαῦμα τό ὅτι καθόμαστε τόση ὥρα καί προσευχόμαστε. Πῶς γίνεται αὐτό; Ἐάν δηλαδή δέν ἤσασταν ἐσεῖς, καί κουβέντιαζα μέ ἕνα ξύλο, πόσο θά κουβέντιαζα, σᾶς παρακαλῶ; Σέ περίπτωση πού θά τά κατάφερνα νά κουβεντιάζω πολλή ὥρα, κάτι θά εἶχα πάθει.

Πᾶμε ἐκεῖ καί λέμε συνεχῶς «Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον», χωρίς νά ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι μιλᾶμε μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀκούει καί μᾶς ἀπαντάει. Καί ἀπορεῖ κανείς πῶς καθόμαστε τόσες ὧρες. Εἶναι ἕνα θαῦμα τῆς θείας Λειτουργίας, πού ἐνεργεῖ καί μόνο του. Κατά τά ἄλλα γίνονται καί αὐτά: πηγαίνει κανείς στή θεία Λειτουργία, καί ἀλλοῦ τρέχει τό μυαλό του, ἤ πηγαίνει γιά ἐπίδειξη ἤ δέν ξέρω γιατί.

 

Ἄν συνειδητοποιήσουμε τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι μέσα μαςϜ

 

Ἄν ἔχεις συνειδητοποιήσει τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι μέσα σου –κατά τό «ταλαίπωρος ἐγώἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;»5 πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος– τότε λές «Κύριε, ἐλέησον». Σ᾿ αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος, ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του κάτι πού γινόταν στούς πολέμους.

Οἱ ἀρχαῖοι στούς πολέμους, ὅταν ἔπιαναν αἰχμαλώτους, γιά νά τούς τιμωρήσουν μέ τό παραπάνω, ἔδεναν τόν αἰχμάλωτο μέ ἕνα νεκρό σφικτά-σφικτά, στόμα μέ στόμα, μύτη μέ μύτη, πρόσωπο μέπρόσωπο. Καί τόν ἄφηναν ἔτσι, ὥστε, καθώς θά ἄρχιζε ἡ ἀποσύνθεση τοῦ πτώματος, καί αὐτός νά πεθάνει. Τά κοράκια πού θά ἔτρωγαν τόν νεκρό, θά ἔτρωγαν καί αὐτόν. Αὐτή τήν εἰκόνα ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί γι᾿ αὐτό λέει: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, πού βγῆκε καλός λίαν ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, εἶναι φασκιωμένος, εἶναι σφιχτοδεμένος μέ ἕνα νεκρό, καί γι᾿ αὐτό τυραννιόμαστε μιά ζωή ὁλόκληρη.

Ὅταν λοιπόν συνειδητοποιήσει κανείς τό σῶμα αὐτό τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι κολλημένο καί δεμένο μαζί του καί θέλει νά τό ἀποβάλει, θά πεῖ τό «Κύριε, ἐλέησον». Δέν χρειάζεται νά αἰσθανθεῖ τίποτε. Μήν τά προσέχετε τόσο πολύ αὐτά, γιατί ὅσο τά προσέχει κανείς, τόσο παρασύρεται ἀπό τόν ἑαυτό του. Πίστη χρειάζεται, καί τά καλά θά ἔρθουν μόνα τους. Πιστεύοντας ὅμως, ἐνεργεῖ κανείς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ἀλλά πρός τήν πίστη, καί ὄχι πρός τά ἐκεῖ πού θέλουν ὅλα αὐτά τά ξένα πράγματα πού εἶναι μέσα μας. Πιστεύει λοιπόν κανείς ὅτι ὁ Θεός πού εἶπε νά λέμε «Κύριε, ἐλέησον», μᾶς ἀκούει καί ἀπαντᾶ: «Ναί, παιδί μου, θά σέ ἐλεήσω». Ὁπότε, λές πάλι καί πάλι «Κύριε, ἐλέησον», καθώς μάλιστα ἀρχίζεις λίγο-λίγο νά ἐλευθερώνεσαι κάπως, νά παίρνεις καμιά ἀναπνοή, καθώς ἀρχίζουν νά χαλαρώνουν τά σφιξίματα.

Ἐάν λοιπόν θέλει κανείς νά μήν αἰσθάνεται ἀνία, εἴτε στή θεία Λειτουργία εἴτε στήν ἐξομολόγηση ἤ καί γενικότερα στά μυστήρια, ἔτσι πρέπει νά σκεφθεῖ καί ἔτσι πρέπει νά ἐνεργήσει. Ἀλλά καί γενικότερα, ἄν θέλουμε νά ἀρχίσουμε νά μπαίνουμε στόν δρόμο καί νά κάνουμε αὐτή τήν πορεία καί νά γινόμαστε πράγματι ἄνθρωποι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πνευματικοί ἄνθρωποι, καί νά δώσουμε καί μαρτυρία, ἔτσι πρέπει νά σκεφθοῦμε καί νά ἐνεργήσουμε. Μέ ποιά ἔννοια νά δώσουμε μαρτυρία; Θά πᾶμε νά φωνάξουμε; Ὄχι. Ποιός κρατάει μέσα στό σκοτάδι φῶς καί χρειάζεται νά πεῖ: «Ἐδῶ ἔχει φῶς. Ἐλᾶτε»; Δέν χρειάζεται, ἀφοῦ βλέπουν ὅλοι ὅτι ἔχεις φῶς στά χέρια σου. Ἄν ἀρχίσεις νά φωνάζεις, μπορεῖ καί νά σβήσει. Ἐάν λοιπόν θέλουμε νά δώσουμε μαρτυρία, κάπως ἔτσι πρέπει νά ἐνεργήσουμε.

Πιθανόν μερικοί κάτι νά καταλαβαίνετε ἀπό αὐτά. Ἄλλοι μπορεῖ νά λέτε: «Τί παράξενα πράγματα εἶναι;» Ἄλλοι τόσο πολύ μπορεῖ νά εἶναι δεμένοι μέ τόν ἑαυτό τους, πού δέν τό κουνοῦν ρούπι. Ἄν σοῦ ἀρέσει, κάθισε ἐκεῖ μέ τόν ἑαυτό σου. Γι᾿ αὐτό κάτι ἤξεραν παλαιότερα καί ξέρουν καί σήμερα οἱ εἰδικοί σ᾿ αὐτά –εἰδικοί μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχουν πείρα, ὅτι τά ἔζησαν, καί ξέρουν τί θά πεῖ ἐλευθερία ἐν Χριστῷ καί ἀναγέννηση ἐν Χριστῷ– καί λένε: «Θέλεις, παιδί μου, νά σωθεῖς; Νά κάνεις ὑπακοή. Νά ἀρχίσεις σιγά-σιγά νά παραιτεῖσαι ἀπό τόν ἑαυτό σου καί νά κάνεις ὑπακοή, γιά νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου». Δέν θά γίνει τίποτε ἄλλο· τόν ἑαυτό σου θά βρεῖς. Δέν θά σέ πᾶνε πουθενά ἀλλοῦ οὔτε πρόκειται νά χάσεις τόν ἑαυτό σου. Τό σῶμα αὐτό τῆς ἁμαρτίας θά χάσεις καί θά βρεῖς τόν ἀληθινό ἑαυτό σου, λουσμένο ὅμως μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀναγεννημένο, ζωοποιημένο, νά εὐωδιάζει παράδεισο, νά εὐωδιάζει βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ὅλη αὐτή τήν κατάσταση πού ζοῦμε στόν κόσμο αὐτόν.

Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι εἶναι τόσο ἀληθινά αὐτά –βέβαια, ὅποιος θέλει, ἄς τά πάρει ἔτσι· ὅποιος δέν θέλει, ἄς μήν τά πάρει– εἶναι τόσο ἀληθινά, πού καί αὐτή τήν ὥρα, καθώς τά λέμε, κι ἐσεῖς κάθεστε καί τά ἀκοῦτε καί δέν φεύγετε ἀπό τά παράθυρα ἔξω, σάν νά γίνεται κάτι μέσα στίς ψυχές. Ἕνα ξαλάφρωμα, μιά ἀνακούφιση. Καί μόνο πού θά πεῖ κανείς: «Μήπως εἶναι ἀλήθεια;», κάτι γίνεται, καί ὁ Θεός νά μᾶς φωτίσει ὅλους καί νά μᾶς βοηθήσει καί πάλι νά τά ποῦμε. Ὄχι ὅμως νά τά λέμε, γιά νά τά μάθετε, ἀλλά κυρίως γιά νά γίνεται κάτι μέσα μας αὐτή τήν ὥρα καί ἐν συνεχείᾳ, ὅταν φεύγουμε ἀπό δῶ.

 

28-11-1976