Ασκητικα
A+
A
A-

280. Τέχνη τεχνῶν ἡ πνευματική ζωή

Τέχνη τεχνῶν ἡ πνευματική ζωή

Νά προχωρήσουμε πιό πέρα

Σκεπτόμουν αὐτές τίς μέρες –καθώς ὁ Θεός μᾶς δίνει μιά κάποια δύναμη αὐτόν τόν καιρό– νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε: νά κάνουμε ἐξομολόγηση, συνάξεις, ἀγρυπνίες, νά κάνουμε τό εὐχέλαιο, τούς ἐξορκισμούς. Δέν εἶναι δύσκολο νά τά κάνουμε ὅλα αὐτά. Ἀλλά πρέπει νά ποῦμε ὅτι δέν φθάνει ἁπλῶς νά κάνεις προσευχή, δέν φθάνει ἁπλῶς νά ἀκοῦς ἤ νά μελετᾶς, δέν φθάνει ἁπλῶς, ἄν θέλετε, νά κάνεις ὑπομονή. Ὅλα πρέπει, τρόπον τινά, νά γίνονται ἔτσι, πού νά μήν παίρνουν χαρακτήρα τυπικό. (Διότι ἔχει τήν τάση αὐτή ὁ ἄνθρωπος). Γιά νά νιώσεις τό ἕνα, γιά νά νιώσεις τό ἄλλο –εἴτε προσεύχεσαι μέ τήν εὐχή μέσα στήν καρδιά σου εἴτε κάνεις ἀγώνα νά ὑπομείνεις ὅ,τι σοῦ συμβαίνει καί νά ἀντέξεις– πρέπει ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς νά ἐπιστρατεύονται καί νά εἶναι δοσμένες στήν προσευχή, στήν προσπάθεια νά ὑπομείνεις τόν πόνο, στήν προσπάθεια, καθώς ἀγωνίζεσαι, νά μή νικηθεῖς. Ὅπως λέει ὁ Κύριος, πρέπει νά νικήσουμε.
Νά τό προσέξουμε αὐτό: νά μήν κάνουμε ἁπλῶς συνάξεις, νά μήν κάνουμε ἁπλῶς ἀγρυπνίες ‒πού εἶναι ἀρκετοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά ἔρχονται στήν ἀγρυπνία, ἀλλά μπορεῖ αὐτό νά πάρει χαρακτήρα ὅτι, νά, βρίσκουν ἐδῶ μιά εἰρήνη, βρίσκουν μιά ἀνάπαυση, κάπως γλυκαίνεται ἡ ψυχή τους. Ὄχι, ὄχι, ὄχι. Πρέπει νά προχωρήσουμε στό πιό πέρα, πρέπει νά προχωρήσουμε στό κάτι περισσότερο, ἄν θέλουμε νά ὠφελούμαστε καί νά μή χαραμίζουμε καί τόν κόπο μας καί τίς προσπάθειές μας καί τόν χρόνο μας, καί τή ζωή μας τελικά. Διότι περνάει ὁ καιρός καί δέν ὠφελούμαστε.

«Ἀσκός νέος»

Ἐπάνω σ᾿ αὐτό κοιτάξτε τί λέει ὁ π. Τιμόθεος, στίς σκέψεις πού κάνει μελετώντας τό σημερινό κεφάλαιο,3 πού εἶναι τό ἔνατο ἀπό τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο. Λέει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στόν 16ο καί 17ο στίχο: «Οὐδείς δέ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπί ἱματίῳ παλαιῷ·∙ αἴρει γάρ τό πλήρωμα αὐτοῦ ἀπό τοῦ ἱματίου, καί χεῖρον σχίσμα γίνεται. Oὐδέ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκούς παλαιούς· εἰ δέ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καί ὁ οἶνος ἐκχεῖται καί οἱ ἀσκοί ἀπολοῦνται· ἀλλά οἶνον νέον εἰς ἀσκούς βάλλουσιν καινούς, καί ἀμφότεροι συντηροῦνται».
Τό διαβάζω ἀπό τή μετάφραση, γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα: «Κανένας δέν βάζει γιά μπάλωμα σέ παλιό ροῦχο ἕνα καινούργιο κομμάτι ὕφασμα. Γιατί τό μπάλωμα θά τραβήξει τό παλιό ὕφασμα καί τό ἄνοιγμα θά γίνει μεγαλύτερο».
Τώρα ὁ κόσμος δέν ἔχει τέτοιες ἐμπειρίες, ἀλλά παλιά οἱ νοικοκυρές τή μία μέρα τῆς ἑβδομάδος τή διέθεταν στό νά ζυμώσουν, τήν ἄλλη τή διέθεταν στό νά πλύνουν –κάθε βδομάδα αὐτό– τήν ἄλλη τή διέθεταν στό νά μπαλώσουν. Δέν ὑπῆρχε νοικοκυρά τότε πού εἶχε τήν ἄνεση πού ὑπάρχει σήμερα. Ὅλο ἀγοράζουν καινούργια οἱ ἄνθρωποι καί οὔτε μπαλώνουν οὔτε ἀσχολοῦνται μέ τά παλιά. Τότε μπάλωναν. Καί ἤξερε ἡ κάθε νοικοκυρά ὅτι, ὅταν ἕνα ροῦχο ἀπό τήν παλαιότητα ἔχει φτάσει σέ ἕνα σημεῖο πού σάν νά ἔχει λιώσει, ποῦ νά περάσεις βελόνι –καί μάλιστα μερικές φορές πού χρειαζόταν χοντρό βελόνι– καί νά τό μπαλώσεις! Περισσότερο θά τό σκίσεις. Αὐτά ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του ἐδῶ ὁ Χριστός καί λέει ἔτσι.
«Οὔτε βάζουν καινούργιο κρασί σέ παλιά ἀσκιά· γιατί τά ἀσκιά θά σκάσουν, θά χυθεῖ τό κρασί καί θά καταστραφοῦν καί τά ἀσκιά. Ἀλλά τό καινούργιο κρασί τό βάζουν σέ καινούργια ἀσκιά καί ἔτσι διατηροῦνται καί τά δύο». (Ὅλοι ξέρουμε τί εἶναι ὁ ἀσκός καί τά ἀσκιά, ὅπως λένε οἱ μεταφραστές· αὐτά τά εἰδικά τουλούμια, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πού εἶναι ἀπό δέρμα).
Παίρνει ἀφορμή ἀπό αὐτούς τούς στίχους ὁ π. Τιμόθεος καί κάνει τίς ἑξῆς σκέψεις· καί μάλιστα ἀκριβῶς αὐτό τό χωρίο βάζει ὡς ἐπικεφαλίδα στίς σκέψεις του. Λέει λοιπόν ὁ π. Τιμόθεος ἐδῶ:
«Ἰδού κάτι τό ὁποῖον δέν ἐπρόσεξα ὅσον ἔπρεπε μέχρι σήμερον. Ἐάν θέλω ὁ Κύριος νά μοῦ δώσῃ τήν Θείαν Του χάριν καί νά πληρωθῶ μέ τό Ἅγιόν Του Πνεῦμα, πρέπει νά γίνω ἀσκός νέος. Διότι ἐφ᾿ ὅσον ἐξακολουθῶ νά παραμένω ἀσκός παλαιός, ὁ Κύριος κατηγορηματικῶς λέγει ὅτι δέν μέ κρίνει ἄξιον τοῦ νέου οἴνου, ἤτοι τῆς Θείας χάριτος.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ εἶμαι ἀσκός παλαιός, δύναμαι νά γίνω νέος; Ἐδῶ ἔγκειται ὅλη ἡ χριστιανική ἄσκησις.
Τήν Θείαν χάριν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα λαμβάνω δωρεάν διά τῆς πίστεως. Ἡ ἄσκησις χρειάζεται διά νά δείξω τήν καλήν μου θέλησιν, διά νά παρουσιάσω τοὐτέστι τήν ψυχήν μου ἀσκόν νέον.
Ἐννοεῖται ὅτι αὐτή ἡ ἄσκησις δέν εἶναι παρά ἔργον τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος, διότι εἰς αὐτήν ἡμεῖς προσφέρομεν μόνον τήν ἀγαθήν μας προαίρεσιν.
Τό πρᾶγμα ἔχει καί γενικωτέραν σημασίαν, ἀδελφοτικήν. Μέσα εἰς τό μικρόν ποίμνιον, τό ὁποῖον μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεός, ἄς προσέχω νά μή θέτω οἶνον νέον εἰς ἀσκούς παλαιούς, πράττων οὕτω ἀντίθετα ἀπό τήν θέλησιν τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾿ ἐπιδίωξίς μου ἄς εἶναι νά κάμνω τάς ψυχάς, ὅπως καί τήν ἰδικήν μου, νέους ἀσκούς. Καί τά ἄλλα ὅλα θά ἐπακολουθήσουν. Διότι δέν θά ἀρνηθῇ ὁ Κύριος νά γεμίσῃ ὅλους μέ τόν νέον οἶνον ῾῾τόν εὐφραίνοντα τήν νεότητα ἡμῶν᾿᾿».
Καί τελειώνει ὁ π. Τιμόθεος λέγοντας: «Νά γίνωμαι ‒καί νά κάμνω τούς ἄλλους‒ ἀσκός νέος!»

Ἄν θέλεις νά προκόψεις πνευματικά, πρέπει νά ἀλλάξεις

Ἐδῶ ἔχουμε κάτι πάρα πολύ σοβαρό, πολύ σημαντικό· καί ἐξ ὅσων ἐγώ μπορῶ νά καταλάβω καί, τρόπον τινά, νά μαρτυρήσω, μᾶς ξεφεύγει. Πάρα πολλές ψυχές ταλαιπωροῦνται, ἀκριβῶς διότι δέν ἔχουν προσέξει αὐτήν ἐδῶ τή λεπτομέρεια. Καί ὅλο καί προσπαθοῦν, ὅλο καί ἀγωνίζονται, ὅλο καί, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, θέλουν νά προκόψουν πνευματικά, καί δέν προκόπτουν· δέν προκόπτουν.
Νά ποῦμε δυό λόγια ἐδῶ, ὅσο μπορέσουμε, γιά νά καταλάβουμε λίγο καλύτερα τί μᾶς γίνεται. Καί στίς ὁμιλίες πού κάνουμε –εἴτε ἐδῶ εἴτε στήν Ἁγία Τριάδα ἀπέναντι εἴτε στήν αἴθουσα κάτω στή Θεσσαλονίκη εἴτε μέσα στή θεία Λειτουργία τίς Κυριακές εἴτε σέ εἰδικές συνάξεις μέ τίς ἀδελφές ἤ τούς πατέρες– ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς, ἀλλά καί στήν ἐξομολόγηση ἔχω πεῖ κατά συγκεκριμένο τρόπο: «Κοίταξε. Ἄν θέλεις νά προκόψεις πνευματικά, πρέπει νά ἀλλάξεις». Θά ἤθελα πάρα πολύ νά γίνω ἀντιληπτός σ᾿ αὐτά πού λέμε τώρα, καί νομίζω ὅτι θά βγεῖ πολλή ὠφέλεια.
Εἶναι ὄχι λίγοι, πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἕνα ἐνδιαφέρον γιά τά πνευματικά –μπορεῖ ἀκόμη καί νά σηκωθεῖ κανείς νά πάει νά γίνει μοναχός, μοναχή– ἀλλά ὅμως κατά τό πνεῦμα του ὁ καθένας, κατά τή γνώμη του, κατά πῶς αὐτός τά νομίζει, κατά πῶς αὐτός τά καταλαβαίνει. Πάντως, νά τό καταλάβουμε καλά ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζω –καί αὐτό πάλι ἐκ πείρας τό λέω– καθένας ἔχει τό κατεστημένο του· τελείωσε. Ἐπειδή ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε μεγάλοι τώρα, δέν εἴμαστε μικρά παιδιά, εἴμαστε σχηματισμένοι πλέον μέσα μας. Ἄν πάρουμε τά μικρά παιδιά ἀπό τά νήπια, π.χ., εἶναι διαφορετικά τά πράγματα. Ἐπειδή εἶναι ἀκόμη μικρά παιδιά, ἐπειδή εἶναι ἀκόμη ἀσχημάτιστα, ἐπειδή ἀκόμη δέν ἔχουν φτιάξει κατεστημένο μέσα τους, θά οἰκοδομοῦνται, θά τολμούσαμε νά ποῦμε τώρα, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ π. Τιμόθεος. Λίγο-λίγο, λίγο-λίγο θά οἰκοδομεῖται –πῶς νά ποῦμε;– ἡ ψυχούλα τους, ἡ ὅλη ὕπαρξή τους κατά τρόπο πού νά εἶναι ἀσκός νέος καί ὄχι πεπαλαιωμένος τό παιδάκι, εἴτε ἀγόρι εἶναι εἴτε κορίτσι. Ἀλλά αὐτό σήμερα σχεδόν εἶναι ἀδιανόητο· πού κανονικά θά ἔπρεπε ἀπό κεῖ νά ἀρχίσουμε, τουλάχιστον μέ ὅσα παιδιά εἶναι ἀκριβῶς σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία, γιά νά μπορέσουμε νά κάνουμε λίγο πιό σωστή ἐργασία.
Ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐμεῖς εἴμαστε μεγάλοι. Ὅλοι εἴμαστε σχηματισμένοι. Ὅλοι ἔχουμε κάνει μέσα μας τό ὅποιο οἰκοδόμημα, ἔχουμε κάνει τό ὅποιο κατεστημένο. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἔχεις μιά νοοτροπία τέτοια, πού, ὅλα αὐτά πού ἀκοῦς ἤ διαβάζεις καί θέλεις νά τά καταλάβεις, τά καταλαβαίνεις ἔτσι πού νά προσαρμόζονται στό κατεστημένο σου, καθώς τό κατεστημένο δέν χαλάει. Δέν εἶναι δηλαδή ὅπως ἕνα παλιό σπίτι, πού θά βάλουμε ἐργάτες ἐκεῖ μέσα, καί θά ἀρχίσουν νά χτυποῦν ἐδῶ, νά χτυποῦν ἐκεῖ μέ βαριές, μέ κασμάδες, μέ κομπρεσέρ, γιά νά τό γκρεμίσουν καί νά κάνουν ἕνα καινούργιο. Στόν ἄνθρωπο δέν γίνεται ἔτσι. Στόν ἄνθρωπο –πῶς νά ποῦμε;– τήν ὅλη ὑπόθεση τήν κρατάει ὁ καθένας στά χέρια του καί τήν κινεῖ ἀνάλογα μέ τή βούλησή του, τή σκέψη του, ἀνάλογα μέ τήν ὅλη διάθεσή του. Ὅσα κι ἄν πεῖς σέ κάποιον, ἄν δέν ἔχει διάθεση νά καταλάβει καλά-καλά ὅτι ἔχει ἕνα κατεστημένο μέσα του πού πρέπει νά ἀποφασίσει νά τό πετάξει, δέν γίνεται τίποτε. Ναί, νά ἀποφασίσει νά τό πετάξει.
Βέβαια, αὐτά ὅλα ὑπονοοῦνται μέσα σ᾿ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Χριστός: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του». Ἔλα ὅμως πού στήν πράξη, καί στίς καλύτερες περιπτώσεις, ὅ,τι καλό οἰκοδομεῖ κανείς, τό οἰκοδομεῖ χωρίς νά ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, κι ἐκεῖ μέσα λοιπόν χάνει καί τόν χρόνο του, χάνει καί τούς κόπους του, καί δέν προκόπτει. Γιά νά δεχθεῖς τή χάρη, γιά νά δεχθεῖς ὅλο αὐτό πού ὁ Χριστός διά τῆς χάριτός του καί διά τῆς παρουσίας του κάνει μέσα στόν καθένα, καί νά γίνει τό νέο οἰκοδόμημα τοῦ Χριστοῦ, νά εἶσαι ἐν Χριστῷ, νά ζεῖς ἐν Χριστῷ, νά ἀναπνέεις ἐν Χριστῷ καί νά προχωρεῖς ἐν Χριστῷ, πρέπει νά χαλάσει τό κατεστημένο. Ἀλλιῶς, ἀλλοιώνεται αὐτό τό ἔργο. Ἤ, ὅπως λέει γιά τό κρασί –χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ἄλλη εἰκόνα– ἅμα μπεῖ τό καινούργιο κρασί σέ παλιό ἀσκί, ἐπειδή ἔχει πολλή δύναμη ἕνεκα τῆς ζυμώσεως, μπορεῖ νά τό σκίσει, νά τό χαλάσει, καί νά χυθεῖ τό κρασί.

«Ποιό εἶναι τό δικό μου κατεστημένο;»

Ἄν θέλετε, θά μποροῦσα, νομίζω, νά πῶ τώρα, αὐτή τήν ὥρα, τό ἑξῆς. Ἡ ἄλφα ψυχή, ἡ βῆτα ψυχή, ἡ γάμα ψυχή, πού δέν θέλει νά ἀλλάξει καί κρατάει τό κατεστημένο της, ἀκούει μέν ὁρισμένα πράγματα καί τά ξανακούει καί τά πιστεύει, τά δέχεται, ἀλλά χωρίς νά ἀλλάξει ὅμως τό κατεστημένο πού ἔχει μέσα της. Καί γι᾿ αὐτό, βλέπεις, αὐτά πού ἄκουσε τά παραποιεῖ, τά διαστρεβλώνει, τά καταλαβαίνει ἀλλιῶς, τά βιώνει ἀλλιῶς. Καί ἀπό κεῖ πού θά ἔπρεπε, ἄς ποῦμε, νά εἶναι σάν ἄγγελος ἡ ψυχή αὐτή, μέ μιά καθαρότητα, μέ μιά ἀλλαγή, μέ μιά καινούργια κατάσταση, δέν εἶναι. Διότι ναί μέν καλά πράγματα ἄκουσε, καλά πράγματα, ἄς ποῦμε, πίστεψε, καλά πράγματα δέχτηκε, ἀλλά ὅμως χωρίς διάθεση νά γκρεμιστεῖ τό κατεστημένο. Καί, βλέπεις, τήν ὥρα τήν κρίσιμη –διότι ἐπιτρέπει ὁ Θεός στόν καθένα μας νά ἔρθει ἡ κρίσιμη ὥρα– ὅταν στριμωχτεῖ κανείς, ὅταν πιεστεῖ, ὅταν ἔρθουν τά πράγματα ἔτσι πού δέν γίνεται ἀλλιῶς, θά βγάλει κανείς, ὅπως λέμε, τόν κακό του ἑαυτό, θά βγεῖ ὅλο αὐτό τό κατεστημένο. Καί αὐτά πού ἐλέχθησαν στήν ἀγρυπνία, ἄς ποῦμε, πού μάλιστα τά ἄκουγε μέ πολλή προσοχή καί μέ πολύ καλή διάθεση, σάν νά μήν τόν ἄγγιξαν καί σάν νά πῆγαν χαμένα, καθώς τό κατεστημένο –τουτέστιν τόν ἐγωισμό, τή φιλαυτία, αὐτή τήν παλαιότητα– τό ἀφήνει κανείς ἀπείραχτο· δέν ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, δέν ἀπαρνεῖται τόν παλαιό ἄνθρωπο.
Ἐξ ὅσων ἐγώ μπορῶ νά μαρτυρήσω, καί νομίζω ὅτι πρέπει νά τά προσέξετε αὐτά, ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοί οἱ ὁποῖοι καταλαβαίνουν αὐτά πού ἀκοῦν, αὐτά πού μαθαίνουν, αὐτά πού διαβάζουν. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τελικά καταλήγουν: «Ἄ, πρέπει νά ἀλλάξω. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἄν συνεχίσω νά ἔχω αὐτή τή νοοτροπία πού ἔχω, ἄν συνεχίσω νά ἔχω περί πολλοῦ τόν ἑαυτό μου ὅπως τόν ἔχω, ἄν συνεχίσω νά μήν ἔχω διάθεση νά ἀπαρνηθῶ τό ἐγώ μου, τή φιλαυτία μου, τήν ἐγωλατρία μου –ὅλα αὐτά πού ἔμαθε κανείς ἀπό μικρό παιδί καί ἔφτιαξε τό κατεστημένο του– δέν θά γίνει τίποτε». Πρέπει νά τό καταλάβει κανείς αὐτό. Ἅμα δέν τό καταλάβει, ματαιοπονεῖ.
Καί αὐτή, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ π. Τιμόθεος, εἶναι ἡ ἄσκηση. Αὐτή εἶναι ἡ ἄσκηση. Καί ἐδῶ εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος τά κάνει θάλασσα, ἄν εἶναι ἔξω ἀπό ὑπακοή. Ἄν νομίζει ὅτι μόνος του μπορεῖ νά διαφεντεύει, θά τά κάνει θάλασσα· καί θά κάνει ζημιά στήν ψυχή του καί θά πᾶνε χαμένοι καί οἱ κόποι του. Χρειάζεται ὑπακοή. Ἀληθινή ὑπακοή πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν Χριστό. Ἀληθινή ὑπακοή πού συντελεῖ, ὥστε νά ἀπαρνεῖσαι τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἀληθινή ὑπακοή, πού σημαίνει ὅτι αἴρεις τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ὅλη εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, καί χαριτώνεσαι καί γίνεσαι χαριτωμένος.
Δέν ξέρω ἄν χρειάζεται νά ἐπιμείνουμε τόσο, ἀλλά ἐφόσον ὁ Θεός φώτισε ἔτσι ἀπόψε, βοηθούμενοι καί ἀπό τόν π. Τιμόθεο, μέ τίς σκέψεις πού κάνει σ᾿ αὐτό τό κεφάλαιο, παρακαλῶ πάρα πολύ νά τό προσέξουμε αὐτό. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον, ἄν δέν καταλαβαίνεις ἀλλιῶς, νά τολμήσεις νά ρωτήσεις: «Ποιό εἶναι, Πάτερ, τό δικό μου κατεστημένο;» καί νά ἔχεις διάθεση νά ἀκούσεις, νά ἔχεις διάθεση νά καταλάβεις καί νά τό ἀποκηρύξεις αὐτό. Νά πετάξεις τόν «ἀσκό» αὐτό καί νά γίνεις ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει ἀκριβῶς διάθεση νά γίνει καινούργιος μέ αὐτή τήν ἔννοια, νά γίνει ἐν Χριστῷ· νά ξεχάσεις αὐτό πού τό ἔχεις περί πολλοῦ: τό ἐγώ σου, τόν ἑαυτό σου, τήν ἀρετή σου. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν λέγεται αὐτό εὔκολα. Δέν γίνεται αὐτό μέσα στόν ἄνθρωπο εὔκολα. Ἔτσι, ὁ καθένας ἐγωιστής πού ἔχει περί πολλοῦ τόν ἑαυτό του, ἀκούει βέβαια ὅ,τι καλό ἀκούει καί ἔχει ὅποια διάθεση καλή ἔχει. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὅμως, μήν τυχόν ἀγγίξει τό κατεστημένο, μήν τυχόν ἀγγίξει τόν παλαιό ἄνθρωπο, μήν τυχόν ἀγγίξει τή φιλαυτία του καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του καί ξεβολευτεῖ.

Ἡ πρώτη δουλειά πού θά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ…

Λοιπόν, εἶναι πάρα πολύ σοβαρά αὐτά. Καί, ὅπως εἴπαμε καί πιό μπροστά, πηγαίνουν καί οἱ κόποι μας χαμένοι, ἐάν δέν ἀποφασίσουμε νά ἀλλάξουμε.
Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες ἔλεγαν ὅτι αὐτό, τό νά ἀλλάξει ἕνας ἄνθρωπος, τό νά γίνει χριστιανός, νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἔτσι πού νά δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά προκόπτει, αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό θέμα. Τέχνη τεχνῶν, ἄς ποῦμε. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, σήμερα μέ πάρα πολλή εὐκολία νομίζει κανείς ὅτι μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός χωρίς νά σκεφθεῖ σοβαρά ὅτι πρέπει νά ἀλλάξει, ὅτι πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του. Πάει στήν ἐκκλησία, ἔχει μιά διάθεση καλή, καί νομίζει ὅτι φτάνει αὐτό. Δέν εἶναι κακό νά πᾶς στήν ἐκκλησία, δέν εἶναι κακό νά ἀκούσεις, ἄς ποῦμε, ἤ νά μελετήσεις καί νά συζητήσεις. Ἀλλά ὅταν ὅμως παίρνεις ἐπιπόλαια τά πράγματα καί δέν ἔχεις καθόλου διάθεση νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, δέν μπορεῖς νά γίνεις ἀληθινός χριστιανός. Διότι ἡ πρώτη δουλειά πού θά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν θά ἔρθει μέσα σου καί θά ἀρχίσει νά δουλεύει, εἶναι ἀκριβῶς νά γκρεμίσει τό κατεστημένο, εἶναι ἀκριβῶς νά σέ βοηθήσει νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου. Ἀλλιῶς, δέν ἔρχεται, ἤ, καί ἄν ἔρθει, φεύγει.
Νά σταματήσουμε ἐδῶ, νά μή σᾶς κουράζουμε περισσότερο. Παρακαλῶ, λάβετέ τα ὑπ᾿ ὄψιν αὐτά, καί δέν ἀποκλείεται νά ἐπανέλθουμε, καθώς μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε νά κάνουμε, ὅπως εἴπαμε, καί εὐχέλαια καί ὅ,τι ἄλλο, γιά νά πολεμήσουμε τόν διάβολο καί ἄμεσα, ἄς ποῦμε, καί νά εὐλογηθοῦμε ἔτσι καί νά σωθοῦμε.

1/2-10-2008 Ἀγρυπνία