Εφηβεια
A+
A
A-

289. Ἡ ἀπαγκίστρωση τοῦ ἐφήβου ἀπό τούς γονεῖς

Ἡ ἀπαγκίστρωση τοῦ ἐφήβου ἀπό τούς γονεῖς

Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε παραμένει ξεχωριστή ὀντότητα

Σύμφωνα μέ τήν ὅλη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων σχετικά μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἔφηβος – θά τό τονίσω καί σήμερα – ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό: θέλει νά ἐνηλικιωθεῖ. Τό μικρό ἀγόρι θέλει νά γίνει ἄνδρας, καί τό μικρό κορίτσι θέλει νά γίνει γυναίκα. Ἡ πορεία πρός τήν ἐνηλικίωση ἀρχίζει κυρίως μέ τήν εἴσοδό τους στήν ἐφηβική ἡλικία, στήν περίοδο τῆς ἐφηβείας. Αὐτό τό ξεκίνημα πρός τήν ἐνηλικίωση, πρός τήν ὡριμότητα, δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἤ ἄσχετα ἀπό τό θέλημα πού ἔχει ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μέσα στό σχέδιο καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ νέος, ὁ ἔφηβος νά πορεύεται πρός τήν ἐνηλικίωση. Μάλιστα, αὐτή ἡ ἐνηλικίωση, αὐτή ἡ ὡρίμανση δέν εἶναι ἄσχετη ἀλλά πολύ σχετική μέ τή γενικότερη ὡρίμανση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πνευματική ἄποψη· ἀπό τήν ἄποψη τῆς κοινωνίας του καί τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος νιώθει μέσα του αὐτή τήν πραγματικότητα: εἶναι μιά ὀντότητα. Καί στή σχέση του μέ τόν Θεό, ὅσο κι ἄν προχωρήσει πνευματικά, ὅσο κι ἄν βυθιστεῖ μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, πάντοτε παραμένει ξεχωριστή ὀντότητα, πού μπορεῖ νά λέει: «Ἐγώ κι Ἐσύ, Θεέ. Ἐγώ καί ὁ διπλανός μου». Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν θά φθάσει σέ μιά κατάσταση πού θά πάψει νά ἔχει συνείδηση ὅτι εἶναι μιά ὀντότητα· μιά ὀντότητα πού μπορεῖ νά λέει «ἐγώ κι ἐσύ».

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τσακισμένος, μέ τήν καλή ἔννοια τῆς λέξεως, κάτω ἀπό τό ἐκτυφλωτικό φῶς τοῦ Χριστοῦ στόν δρόμο πρός τή Δαμασκό, δέν σβήνει, δέν ἐξαφανίζεται, δέν διαλύεται. Ἐνῶ ἔχει πέσει κάτω καί ἔχει τυφλωθεῖ, ἐνῶ ἔχει συναντήσει μιά δύναμη πού τοῦ ἦταν ἄγνωστη μέχρι τότε, παρά ταῦτα δέν χάνεται ἀντικειμενικά ἡ αὐτοσυνειδησία του, ἀλλά τή διατηρεῖ καί κάνει διάλογο μέ τόν Θεό. Ὅταν ὁ Κύριος τόν ρωτάει γιατί τόν διώκει, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Τίς εἶ, Κύριε;», καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὅν σύ διώκεις». Καί στή συνέχεια ρώτησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τί ποιήσω;»

Ἔχουμε ἁγίους, οἱ ὁποῖοι βυθίζονται κυριολεκτικά μέσα στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ καί βλέπουν τό φῶς αὐτό ὁλόγυρά τους μέ τά σωματικά μάτια καί συζητοῦν μέ τόν Θεό· ὅμως δέν χάνεται ἡ ὕπαρξή τους, δέν χάνεται ἡ αὐτοσυνειδησία τους. Ἐκεῖνο πού νιώθουν εἶναι ὅτι ἑκουσίως ἐξαρτῶνται ἀπόλυτα ἀπό τόν Θεό. Δέν εἶναι σάν δύο συνέταιροι, ὁ Θεός ἀπό τό ἕνα μέρος καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ ἄνθρωπος, πού συσκέπτονται συνεταιρικά. Ὄχι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ πλάστης, καί ὁ ἄλλος εἶναι τό πλάσμα. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά λέει «ἐγώ», «Ἐσύ», ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπόλυτης ἐξαρτήσεως καί ὑποταγῆς, τῆς ἀπόλυτης συσχηματίσεως καί συμμορφώσεως μέ τόν πλάστη.

Τάση ἀνεξαρτησίας καί ἀνυπακοῆς τοῦ ἐφήβου

Ἡ πορεία λοιπόν αὐτή τοῦ ἐφήβου πρός τήν ὡρίμανση εἶναι κάτι πολύ φυσικό, εἶναι κάτι πού εἶναι ἔτσι φτιαγμένο νά γίνει, καί μάλιστα ὄχι μόνο σέ σχέση μέ τήν πραγματικότητα τήν καθημερινή, ὅτι δηλαδή πρέπει νά μεγαλώσει κανείς, γιά νά μπορεῖ νά ζήσει μόνος του ἤ γιά νά μπορεῖ νά κάνει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά καί σέ σχέση μέ τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν αἰώνια πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ πορεία πρός τήν ὡρίμανση, πρός τήν ἐνηλικίωση ἔχει μέσα της τήν αὐτονομία, τήν ἀνεξαρτησία, τή δύναμη, τήν ἱκανότητα γιά δημιουργία.

Τό πρῶτο στοιχεῖο, ἄν θέλετε νά ποῦμε ἔτσι, τοῦ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ, ὅτι ὁ ἔφηβος πορεύεται πρός τήν ἐνηλικίωση, πρός τήν ὡρίμανση, καί μάλιστα ὄχι μόνο τήν ὡρίμανση τήν προσωρινή ἀλλά τήν αἰώνια, εἶναι ἡ ἀπαγκίστρωση τοῦ νέου ἀπό τούς γονεῖς του καί κυρίως ἀπό τή μητέρα του.

Τό κακό εἶναι ὅτι ὁ νέος – καί ἡ νέα – μόλις πιάσει τά δώδεκα, τά δεκατρία καί προχωρεῖ στά δεκατέσσερα καί συνειδητοποιεῖ ἀκόμη περισσότερο τήν κίνηση πρός τήν ὡρίμανση, πρός τήν ἐνηλικίωση καί τήν κίνηση γιά τήν ἀπαγκίστρωσή του ἀπό τούς γονεῖς – ἔτσι ὅπως ἔχουν τά πράγματα σήμερα – νομίζει ὅτι μέχρι τότε τόν κρατοῦσαν στήν κατάσταση πού βρισκόταν σέ ἐξάρτηση, σέ ὑποταγή στούς δικούς του, σέ στενή σχέση μέ τούς δικούς του, καί ὅτι ἀπό κάτι τόν στεροῦσαν. Νομίζει ὅτι ἔπρεπε πιό μπροστά νά εἶχε γίνει αὐτό πού τώρα ἀρχίζει νά γίνεται, ἀλλά δέν τόν ἄφηναν. Τώρα ὅμως τό κατάλαβε καί, τόν ἀφήνουν δέν τόν ἀφήνουν, αὐτός θά τό κάνει. Ἀπό ὅ,τι ξέρω, δέν ὑπάρχει νέος, ἀπό τόν ὁποῖο λίγο πολύ δέν περνάει αὐτή ἡ σκέψη, ὅτι κάποιος ὥς τώρα δέν τόν ἄφηνε νά μεγαλώσει, ἀλλά τώρα, τόν ἀφήνουν δέν τόν ἀφήνουν, ἦλθε πιά ἡ ὥρα.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος, οἱ γονεῖς γιά διαφόρους λόγους ἀντιμετωπίζουν κατατρομαγμένοι τή νέα αὐτή πραγματικότητα στό παιδί τους. Τό παιδί πού μέχρι χθές ἦταν ὑπάκουο καί ἐξαρτιόταν ἀπό αὐτούς, πού τά ἔλεγε ὅλα καί τούς ρωτοῦσε, τό παιδί πού εἶχε σεβασμό καί δέν εἶχε αὐτή τήν ἀνησυχία πού παρουσιάζει τώρα, τό παιδί, λοιπόν, πού μέχρι χθές ἦταν ἔτσι, τώρα ἔχει μιά τάση ἀνεξαρτησίας, αὐτονομίας, ἀνυπακοῆς, μιά τάση – ἔτσι φαίνεται στούς γονεῖς – περιφρονήσεως πρός αὐτούς, μιά τάση νά ἀναζητεῖ ἄλλους. Βλέποντας αὐτή τήν ἀλλαγή οἱ γονεῖς, καταλαμβάνονται ἀπό ἀνησυχία, ἀπό φόβο καί ἀντιδροῦν ἀνάλογα μέ τό τί εἶναι οἱ ἴδιοι καί μέ τό τί ξέρουν πάνω στά θέματα αὐτά. Ἔτσι, ἀρχίζουν τά παράπονα σέ τρίτους, ἀλλά καί στά ἴδια τά παιδιά τους.

Ὅμως, ἐκτός ἀπό σπάνιες ἐξαιρέσεις ἁγίων παιδιῶν, πού ἐκ κοιλίας μητρός κλήθηκαν ἀπό τόν Θεό νά εἶναι ἅγια, ὁ γενικός κανόνας εἶναι ὅτι τά παιδιά, ὅταν πρόκειται γιά φυσιολογικά παιδιά, πού εἶχαν καί θά ἔχουν μιά καλή ἐξέλιξη ἀπό ψυχολογική ἄποψη, θά ἀπαγκιστρωθοῦν, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν οἱ γονεῖς ἀνησυχήσουν, λάβουν τά μέτρα τους ἤ ἀντιδράσουν. Βέβαια, μπορεῖ ὁ νέος νά ἀπαγκιστρωθεῖ κατά ἕναν τρόπο ὄχι πολύ χτυπητό, κατά ἕναν τρόπο πού δέν θά φαίνεται στούς γονεῖς· στήν οὐσία ὅμως καί βαθύτερα θά ἀπαγκιστρωθεῖ. Θά ἀρχίσει δηλαδή νά ἔχει τίς φαντασίες του, τίς σκέψεις του, τίς κρίσεις του, τίς ἀναθεωρήσεις του.

Κρίση τοῦ ἐφήβου στό θέμα τῆς πίστεως στόν Θεό

Προσωπικά πιστεύω ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κίνηση πού παρουσιάζεται στόν φυσιολογικό ἔφηβο γιά ἀπαγκίστρωση ἀπό τούς γονεῖς του, ὀφείλεται κατά βάσιν καί κατ᾿ ἀρχήν καί ἐκεῖνο πού συμβαίνει στούς πιστούς νέους, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν – φαίνεται ἔτσι· δέν εἶναι πάντοτε ἔτσι – ἕνα εἶδος χαλαρώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πίστεως, τῆς σχέσεώς τους μέ τόν Θεό, τῆς σχέσεώς τους μέ τήν ἀλήθεια. Αὐτή ἡ χαλάρωση μπορεῖ νά ἔχει μιά κακή ἐξέλιξη.

Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ὁ νέος νομίζει ὅτι πιό μπροστά ἔπρεπε νά συμβεῖ ἡ ἀποδέσμευση ἀπό τούς γονεῖς, ἀλλά δέν τόν ἄφησαν. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι, καθώς ἦταν παιδί, δέν ἦταν καιρός ἀκόμη νά γίνει αὐτό, καί ὄχι ὅτι κάποιος δέν τόν ἄφησε. Ἔπρεπε νά περάσει ἀπό ἐκεῖνο τό στάδιο, στό ὁποῖο γίνονται πολλά ἄλλα πού εἶναι τόσο ἀπαραίτητα.

Τό πιστό παιδί, καθώς γίνεται ἔφηβος καί ἔχει τήν τάση γιά ἀπαγκίστρωση, νομίζει ὅτι ἡ πίστη, ἡ σχέση του μέ τόν Θεό, μέ τά μυστήρια, ἡ σχέση του μέ μιά ἄλφα τακτική καί ζωή τοῦ ἔχουν ἐπιβληθεῖ. Νομίζει ὅτι αὐτά εἶναι κάτι πού ἄλλοι τοῦ τά ἐπέβαλαν – οἱ γονεῖς στήν προκειμένη περίπτωση – καί τώρα δέν μποροῦν νά σταθοῦν. Ἔτσι, ἐφόσον προχωρεῖ πρός τήν ἀνεξαρτησία, πρός τήν ἐλευθερία, πρός τήν αὐτονομία καί τήν ἀπαγκίστρωση ἀπό τούς γονεῖς γενικότερα, ὑφίστανται καί αὐτά ἕναν κλονισμό, μιά ταλάντευση, μέ ἀποτέλεσμα νά περνάει ὁ ἔφηβος καί στό θέμα τῆς πίστεως μιά κρίση.

Τά λέω αὐτά, γιά νά γνωρίζετε κι ἐσεῖς πού εἶστε ἐδῶ καί πού αὔριο οἱ πιό πολλοί ἀπό σᾶς, ἄν ὄχι ὅλοι, θά ἔχετε νά κάνετε μέ ἐφήβους, πού θά εἶναι παιδιά σας, ἀλλά γιά νά γνωρίσουν καί οἱ γονεῖς σας ἀπό σᾶς, ὅμως καί γενικότερα, γιά νά γνωρίζουμε ὅλοι ὅσοι ἀσχολούμαστε μέ τή χριστιανική ἀγωγή τῶν νέων, ὅτι δέν πρέπει νά καταλαμβανόμαστε ἀπό ἀνησυχία, ἐπειδή τό παιδί, πού μέχρι χθές ἦταν ἄλφα-ἄλφα χριστιανός, τώρα ἀρχίζει νά χάνει τόν ζῆλο καί τό ἐνδιαφέρον του. Δέν εἶναι ἔτσι.

Ἡ θρησκευτικότητα πού εἶχε μέχρι χθές ἦταν μιά παιδική θρησκευτικότητα. Ἡ πνευματική του ζωή, ἡ χριστιανική του ζωή ἦταν μιά παιδική χριστιανική ζωή. Τώρα ὅμως, πορευόμενος ὁ νέος πρός τό νά ἐνηλικιωθεῖ σωματικά καί ψυχικά, θά ἐνηλικιωθεῖ καί πνευματικά, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι πιό ἐνσυνείδητα, πιό αἰσθητά καί περισσότερο ἑκούσια θά δεχθεῖ αὐτό τό ὁποῖο θά δεχθεῖ: τήν πίστη, τήν πνευματική ζωή, τή σχέση του μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτά ἡ ὕπαρξή του, ἡ ὀντότητά του, ἡ προσωπικότητά του θά τά κάνει κτῆμα δικό του μέ τό ἐλεύθερο δόσιμό του σ᾿ αὐτά, ἐνῶ μέχρι τώρα τά ζοῦσε ὡς παιδί. «Κάνε ἔτσι, παιδί μου», τοῦ ἔλεγαν, καί ἔκανε. «Πές ἔτσι, παιδί μου», τοῦ ἔλεγαν, καί ἔλεγε. Δέν ἐνεργοῦσε τόσο ἡ δική του προσωπικότητα, διότι ἦταν ἀκόμη σέ μιά λανθάνουσα κατάσταση.

***

Ἐπειδή λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, εἰσερχόμενος στήν ἐφηβική ἡλικία, ἔχει ὡς προορισμό ἀπό τήν ἴδια τή δημιουργία του – ἔτσι τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός – νά ἐνηλικιωθεῖ, νά ἀνδρωθεῖ, νά ὡριμάσει, γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἀρχίζει νά ἔχει τήν τάση νά ἀναθεωρεῖ μερικά δεδομένα καί νά μήν τά θέλει ἔτσι ὅπως τοῦ τά εἶπαν. Ἀρχίζει νά ἔχει ἀμφιβολίες καί νά παρουσιάζει ἀνταρσίες, ἀνυπακοές, καί ὅπως λέγαμε τήν περασμένη Κυριακή, ἀρχίζει νά εἶναι σάν ξένος πρός τούς δικούς του καί συγγενής πρός τούς ξένους.

Ὁ νέος καί ἀπό τήν καθαρῶς βέβαια σωματική πλευρά ἀρχίζει νά πορεύεται πρός τήν κατάσταση ἐκείνη, πού θά εἶναι ἱκανός, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, νά δημιουργήσει οἰκογένεια. Πρίν ὅμως δημιουργήσει οἰκογένεια – ὄχι ὅτι αὐτό εἶναι σκοπός, ἀλλά εἶναι ὅμως μέσα στήν ὅλη πορεία καί αὐτό – πορεύεται νά φθάσει σέ κατάσταση τέτοια πού νά μπορεῖ νά δοθεῖ σέ ἕνα πρόσωπο τοῦ ἄλλου φύλου, ὅπως ἐπίσης νά μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν ἀγάπη ἀπό ἕνα πρόσωπο τοῦ ἄλλου φύλου.

Ὅλα αὐτά, ὅπως ἐγώ τά καταλαβαίνω, στή βάση τους καί κατ᾿ ἀρχήν εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀναπόφευκτα, ἀλλά μέσα στόν κανόνα καί στή φυσιολογική ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων. Καί μόνο ἐφόσον ἔτσι θά τά παίρνουμε τά πράγματα καί ἐφόσον διά μέσου αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν – ἄν εἶναι ἀλήθειες – θά ἑρμηνεύουμε καί θά προσπαθοῦμε νά ἐξηγοῦμε τίς διάφορες ἐκδηλώσεις τοῦ ἐφήβου, θά μποροῦμε πραγματικά νά τόν βοηθοῦμε.

Ὄχι ὅτι θά τόν κρατήσουμε ἅγιο. Ὄχι. Αὐτά δέν εἶναι θέματα πού ἐξαρτῶνται μόνο ἀπό ἐμᾶς, μόνο ἀπό τή δική μας στάση, ἀλλά ἐξαρτῶνται καί ἀπό τόν ἔφηβο. Ἀλλά λίγο πολύ, θέλει δέν θέλει, χάρη στή σωστή ἀντιμετώπισή μας θά ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι ἀναγνωρίζουμε αὐτή τήν πραγματικότητα πού ζεῖ ὡς ἔφηβος, καί κατά βάθος, κι ἄν ἀκόμη καμιά φορά τοῦ λέμε «μή», τοῦ λέμε «πρόσεξε», «μή βιάζεσαι», θά ἔχει τή συναίσθηση ὅτι τόν καταλαβαίνουμε, καί ἔτσι θά ἔχουμε μαζί του μιά ἐπαφή, μιά ἐπικοινωνία.

Αὐτό βέβαια κυρίως ἀναφέρεται στούς γονεῖς, πού πάντοτε εἶναι τρομαγμένοι κατά τήν περίοδο τῆς ἐφηβείας τῶν παιδιῶν τους, καί νομίζουν ὅτι ἔχασαν τά παιδιά τους· ἀλλά ἀναφέρεται καί γενικότερα σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁδηγοί τῶν νέων.

Τό χαρακτηριστικό τῆς πορείας τοῦ ἐφήβου

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ὡρίμανση τοῦ ἀνθρώπου δέν συμβαδίζει ὁπωσδήποτε μέ τήν ἡλικία του. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ἀνθρώπων πού μένουν παιδιά, ἐνῶ εἶναι καιρός νά προχωρήσουν πρός τήν ἐνηλικίωση, πρός τήν ὡρίμανση. Ἐνῶ μεγαλώνει τό σῶμα κάποιου νέου, καί ἐνῶ μπορεῖ νά μαθαίνει τά μαθήματα τῆς πρώτης γυμνασίου, τῆς δευτέρας, τῆς τρίτης, τῆς ἕκτης γυμνασίου, πού πρῶτα δέν μποροῦσε νά μάθει, ὅμως γενικότερα μένει στήν κατάσταση τήν παιδική, μένει σέ μιά ἀνωριμότητα.

Νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετοί αὐτοί οἱ ὁποῖοι φθάνουν στά εἴκοσι καί εἶναι ἀκόμη παιδιά, φθάνουν στά εἴκοσι πέντε – καμιά φορά καί στά γηρατειά – καί εἶναι παιδιά. Μήν παραξενεύεσθε καθόλου. Ἐνῶ δηλαδή σωματικά εἶναι σέ θέση νά δημιουργήσουν οἰκογένεια, ἐνῶ διανοητικά εἶναι σέ θέση νά γίνουν καί καθηγητές πανεπιστημίου, καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις εἶναι σέ θέση νά ἔχουν ἐκδηλώσεις καί ἐνέργειες μεγάλων, ὅμως ὡς ὀντότητες, ὡς πρόσωπα μένουν στήν παιδική ἡλικία.

Αὐτό σημαίνει ὅτι τό χαρακτηριστικό τῆς πορείας τοῦ ἐφήβου δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι παρουσιάζεται ἡ ἥβη, καί προχωρεῖ ὁ ἔφηβος στό νά φθάσει στήν ἱκανότητα νά δημιουργήσει οἰκογένεια. Οὔτε εἶναι ὅτι αὐξάνεται ἡ λογική του καί ἡ γενικότερη διανοητικότητά του· οὔτε ὅτι τά αἰσθήματά του γίνονται περισσότερα ἤ διαφοροποιοῦνται. Αὐτά εἶναι ἐπί μέρους στοιχεῖα. Τό κύριο στοιχεῖο, τό κύριο χαρακτηριστικό εἶναι αὐτή αὕτη ἡ ὡρίμανση, αὐτή αὕτη ἡ ἐνηλικίωση. Καί γιά νά τό ποῦμε καί χριστιανικά καί πνευματικά, τό χαρακτηριστικό εἶναι τό νά φθάσει κανείς «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Αὐτό εἶναι τό βασικό. Καί ἄν ἔχετε ἀντίρρηση σ᾿ αὐτό, παρακαλῶ νά ἀκούσω τίς σκέψεις σας.

***

Φοιτητής: Θά πρέπει οἱ γονεῖς νά ἐξηγήσουν στόν ἔφηβο αὐτές τίς ψυχολογικές ἐξελίξεις, ἤ νά τόν ἀφήσουν νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο του καί νά προσπαθήσουν αὐτοί νά τά ἀντιμετωπίζουν μέ τόν κατάλληλο τρόπο;

Ὁμιλητής: Βασικό, νομίζω, καί πρωταρχικό γιά μένα – καί μήν τά παίρνετε κατά γράμμα – δέν εἶναι νά σπεύσουν νά διαφωτίσουν τό παιδί. Καί αὐτό θά γίνει. Σέ ἄλλο παιδί περισσότερο, σέ ἄλλο λιγότερο, σέ ἄλλο θά γίνει τώρα, ἐνῶ σέ ἄλλο θά γίνει ἀργότερα. Ἔχει σημασία καί ποιός θά τό κάνει. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι, αὐτός πού εἶναι γονέας, κηδεμόνας ἤ δάσκαλος καί ὁδηγός, νά τά ξέρει αὐτά, καί καμιά φορά χρειάζεται νά μή μιλάει κανείς καθόλου, ἀλλά ἁπλῶς μόνο νά τά ξέρει καί νά μήν παραξενεύεται.

Ὅταν ἕνας ἔφηβος ἔχει μιά ἄλφα ἐκδήλωση, καί ὁ γονέας κάνει πώς δέν εἶδε καθόλου, πώς δέν κατάλαβε, δέν πρόσεξε, αὐτό βοηθάει τόν ἔφηβο νά συνειδητοποιήσει τήν ἐκδήλωσή του καί νά μήν τήν ἀπωθήσει. Ἔτσι, ὁ γονέας τόν βοηθάει νά προχωρήσει περισσότερο στήν ὡρίμανση, χωρίς νά τοῦ πεῖ κάτι συγκεκριμένο. Μέ αὐτόν κυρίως τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως διατηρεῖται ἡ κοινωνία καί ἡ ἐπαφή τοῦ γονέα μέ τό παιδί του, καί δέν μένει ὁ νέος μέ τήν ἐντύπωση ὅτι οἱ γονεῖς του δέν τόν καταλαβαίνουν, δέν ἔρχονται στή θέση του, καί ὅτι ζοῦν σέ ἄλλο κόσμο καί τό μόνο πού θέλουν νά κάνουν εἶναι νά μήν τόν ἀφήσουν νά μεγαλώσει. Ἕνας ἔφηβος συνήθως νιώθει τούς γονεῖς του σάν ἄγρια πτηνά πού κάθονται ἀπό πάνω του, γιά νά τόν ἁρπάξουν, ἄν τυχόν σηκώσει λίγο τό κεφάλι. Ἔτσι τούς βλέπει. Ἄλλο τώρα ἄν αὐτά εἶναι σωστά ἤ ὄχι. Ἀλλά περίπου ἔτσι νιώθει.

Ἕνα δράμα

Θά ἔχετε προσέξει ὅτι στήν ἐφηβική ἡλικία καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια κάνουν τρέλες – ὁρισμένες ἐκδηλώσεις τους, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ, εἶναι πολύ τρελές – καί κατά βάθος καί τά ἴδια τά παιδιά τό βλέπουν αὐτό. Δηλαδή, σάν νά ἐπιβουλεύεται κάποιος – καί ὑπάρχει μιά τέτοια τάση ἀπό τούς μεγαλυτέρους – αὐτή τήν κίνησή τους πρός τήν ὡρίμανση, καί γι᾿ αὐτό κάνουν μερικές φορές ὅσο παίρνει περισσότερες τρέλες, μόνο καί μόνο γιά νά τονίσουν τό μέν ἀγόρι ὅτι εἶναι ἄνδρας, τό δέ κορίτσι ὅτι εἶναι γυναίκα.

Καπνίζει ἕνας νέος – ἄν ἐπιτρέπεται νά ἀναφέρω καί πιό συγκεκριμένα παραδείγματα – ὄχι τόσο, τουλάχιστον στήν ἀρχή, γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο, ὅσο γιά νά τονίσει τόν ἀνδρισμό του. Βιάζεται νά φθάσει ἐκεῖ ἤ, φοβούμενος μήπως κάποιος δέν τόν ἀφήσει νά φθάσει ὥς ἐκεῖ, θέλει νά τό τονίσει αὐτό. Τό κορίτσι ντύνεται μέ τέτοιον τρόπο, πού θέλει νά τονίσει τή θηλυκή του ὥριμη παρουσία. Πολλά τέτοια συμβαίνουν.

Ἐάν ἕνας νέος ἦταν σίγουρος ὅτι τελικά θά γίνει ἄνδρας, καί μιά κοπέλα, ἐπίσης, ὅτι θά φθάσει στήν ὡριμότητα, καί ἐάν δέν αἰσθάνονταν ὅτι τό περιβάλλον ἐπιβουλεύεται αὐτή τήν πορεία τους, δέν θά εἶχαν ἴσως αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες δέν στέκονται λογικά. Πάντως, χωρίς νά ἀθωώνουμε τούς νέους καί νά καταδικάζουμε τούς γονεῖς, ἤ χωρίς νά ἀθωώνουμε τούς γονεῖς καί νά καταδικάζουμε τούς νέους, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα δράμα: οἱ μεγάλοι φοβοῦνται μή χάσουν τά παιδιά τους, καθώς αὐτά προχωροῦν ὅπως προχωροῦν, καί τά παιδιά ἀπό τή δική τους πλευρά ἔχουν διαρκῶς τόν φόβο, τόν ἐφιάλτη αὐτόν, ὅτι κάποιος τούς παραμονεύει, κάποιος δέν θέλει νά προχωρήσουν καί τούς ἐμποδίζει. Ἔτσι, τρέχουν οἱ γονεῖς πίσω ἀπό τά παιδιά, γιά νά μήν τά χάσουν, καί πιό πολύ τρέχουν τά παιδιά, γιά νά μήν τά προλάβουν οἱ γονεῖς· καί γίνεται αὐτό τό κυνηγητό.

Φοιτητής: Πολλές φορές ἡ ἀγάπη τῶν γονέων, πού εἶναι τό φυσικό κλίμα τῆς οἰκογένειας, δέν ἔχει τόν πραγματικό της χαρακτήρα, ἀλλά ἔχει πολύ ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς δουλικότητος. Δέν εἶναι ἡ πραγματική, ἡ κατά Θεόν ἀγάπη, ἀλλά θά ἔλεγε κανείς ὅτι εἶναι μιά σαρκική ἀγάπη. Ἀπόδειξη σ᾿ αὐτό εἶναι ὅτι πολλοί γονεῖς θεωροῦν τά παιδιά τους ἀποκλειστικά κτῆμα τους, καί πολλές φορές τό βλέπουμε αὐτό, ἀκόμη καί ὅταν παντρεύονται τά παιδιά τους. Πόσο στενοχωροῦνται πολλές μητέρες καί πατέρες ἀκόμη.

Ὁμιλητής: Βέβαια. Ἄν ἐπιτρέπετε, ἐδῶ νά προσθέσω ὅτι μερικές πεθερές βλέπουν τή νύφη σάν κλέφτρα τοῦ παιδιοῦ τους. Ψυχολογικά ἔτσι τό ζοῦν μέσα τους. Ἄν μάλιστα τύχει ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας πρός τόν γιό νά εἶναι ἔντονη, καί ἰδιαίτερα ἄν ὁ γιός εἶναι μοναχογιός, τότε ἀκόμη περισσότερο ἔτσι βλέπει τή νύφη της. Καταλαβαίνετε τώρα τί μπορεῖ νά γίνει μέ τήν «κλέφτρα» νύφη. Εἶναι λίγο βαριά ἡ λέξη, ἀλλά ψυχολογικά δικαιολογεῖται. Καί φυσικά, ἔτσι πρέπει νά κρίνει κανείς μιά πεθερά καί νά μήν τά βάλει ἀμέσως μαζί της, ὅτι ψήνει τό ψάρι στά χείλη τῆς νύφης. Ἔχει καί αὐτή τόν βαθύτερο καημό της καί βλέπει μέσα ἀπό τό δικό της πρίσμα, μέσα ἀπό τή δική της ψυχολογική κατάσταση τό καινούργιο πρόσωπο πού λέγεται νύφη.

Ἀληθινή ἐλευθερία

Ὁ ἴδιος φοιτητής: Πιστεύω πώς αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς ἀβεβαιότητος πού ἔχουν οἱ ἔφηβοι, ὅσον ἀφορᾶ τίς διαθέσεις τῶν μεγαλυτέρων ἀπέναντί τους, δέν προέρχεται ἀποκλειστικά ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔχουν τήν ἐντύπωση οἱ ἔφηβοι πώς οἱ ἄλλοι θέλουν νά τούς στερήσουν κάτι, ἀλλά μᾶλλον πρέπει νά ὑπάρχει μιά βαθύτερη αἰτία, καί σάν τέτοια σκέφθηκα τή συνειδητοποίηση τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία ζητοῦν οἱ νέοι νά ἐπιτύχουν. Αὐτό μπῆκε ἀπό τόν Θεό μέσα στούς νέους, οἱ ὁποῖοι θέλουν μέ κάθε τρόπο καί φεύγοντας ἀπό τήν οἰκογένεια νά ἀποκτήσουν τήν πραγματική ἐλευθερία, ἄσχετα ἄν δέν τό συνειδητοποιοῦν αὐτό.

Ὁμιλητής: Θά θυμάστε ὅτι τήν περασμένη Κυριακή εἴχαμε πεῖ πώς τό παιδί, ὅσο ἀθῶο κι ἄν εἶναι, ὅσο καλό κι ἄν εἶναι, ἔχει λίγο πολύ μιά δουλική σχέση μέ τούς γονεῖς, καί ὅταν εἰσέρχεται στήν ἐφηβική ἡλικία μοιάζει σάν νά λέει: «Εἶναι καιρός τώρα νά ἀποκτήσω τήν ἀληθινή ἐλευθερία». Ἑπομένως, νά ἀποκτήσει τήν ἀληθινή σχέση μέ τούς γονεῖς του καί τήν ἀληθινή ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. Δηλαδή, τό νά κάνει τό παιδί ἔξοδο ἀπό τήν οἰκογένεια ψυχολογικά, διανοητικά, πνευματικά, δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀρνηθεῖ τούς γονεῖς, ὅτι πρέπει νά πάψει νά τούς ἀγαπᾶ.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ὡρίμανση, γιά ἐνηλικίωση, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἕνα εἶδος αὐτονομίας καί ἀνεξαρτησίας καί γιά μιά πορεία πρός τό τέλος ἐκεῖνο, πού θά φθάσει ὁ ἄνθρωπος «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ἀκριβῶς αὐτό θέλουμε νά τονίσουμε, τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Τήν περασμένη φορά τονίσαμε ὅτι ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἄτομο· ὅταν ὅμως βρεθεῖ στήν κατάσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γίνεται πρόσωπο καί τότε μπορεῖ νά ἀγαπᾶ ἀληθινά, μπορεῖ νά αἰσθάνεται καί νά ζεῖ τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Ἑπομένως, ὁ ἔφηβος, ὁ ὁποῖος καί σωματικά καί ψυχικά καί διανοητικά ἀλλά καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως προχωρεῖ πρός τήν ἐνηλικίωση καί τήν ὡρίμανση, οὐσιαστικά προχωρεῖ ἀκριβῶς στό νά γίνει πρόσωπο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως νά ἀγαπήσει τούς γονεῖς περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἴσως τούς ἀγαποῦσε πρῶτα καί νά ἔχει μέ αὐτούς περισσότερη κοινωνία ἀπό ὅ,τι εἶχε πρῶτα. Μέ μόνη τή διαφορά ὅτι τώρα δέν θά ὑπάρχει ἡ δουλικότητα πού ὑπῆρχε, καί δέν θά εἶναι κτῆμα τους.

Οἱ γονεῖς, ἐπειδή νιώθουν ὅτι ζημιώνονται, γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τρομοκρατοῦνται καί θορυβοῦνται. Ἄν ὁ γονέας θέλει νά δεῖ τό παιδί του ὡς ἕνα ξεχωριστό πρόσωπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού νά μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό καί νά ἀγαπᾶ καί ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους ὡς ξεχωριστό πρόσωπο, ἄν θέλει ἔτσι νά χαρεῖ τό παιδί του, ὄχι μόνο δέν θά θορυβηθεῖ, ἀλλά θά πεῖ: «Εἶναι καιρός πλέον τό παιδί νά ἀρχίσει σιγά-σιγά νά πορεύεται πρός τή νέα αὐτή πραγματικότητα, καί, ὡς γονεῖς πού εἴμαστε, ὀφείλουμε νά τό ἐνθαρρύνουμε, νά τό βοηθήσουμε νά φθάσει ἀκριβῶς ἐκεῖ πού πρέπει νά φθάσει».

Λείπει ἡ ἐσωτερική, ἡ μυστική κοινωνία

Φοιτητής: Ὅταν ἕνα παιδί μπεῖ στήν ἐφηβική ἡλικία, ὅπως λέτε, προβαίνει σ᾿ αὐτή τήν ἀπαγκίστρωση ἀπό τό σπίτι του, καί ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ περισσότερο κόσμο καί μέ διάφορους ἀνθρώπους καί διαπιστώνει ὅτι σέ πολλούς νέους τῆς ἡλικίας του ἐπικρατοῦν ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀντιλήψεις καί ἀπόψεις πάνω σέ διάφορα θέματα καί εἰδικά πάνω στό γενετήσιο. Καί νομίζω ὅτι ἕνας λόγος πού τό παιδί φαίνεται σάν πιό ἀποξενωμένο ἀπό τούς γονεῖς του εἶναι καί τό ὅτι προσπαθεῖ νά πάρει μιά δική του στάση πάνω στό πρόβλημα αὐτό καί γι᾿αὐτό κλείνεται κάπως στόν ἑαυτό του.

Ὁμιλητής: Αὐτά πού θίγετε τώρα μποροῦμε νά τά ἐξετάσουμε ὡς ἐπί μέρους θέματα, καί μᾶλλον θά τά ἐξετάσουμε. Ἀλλά ἐγώ αὐτή τή στιγμή προσπαθῶ νά δοῦμε καί τό γενετήσιο θέμα μέσα στήν ὅλη αὐτή κίνηση καί πορεία τοῦ παιδιοῦ. Αὐτό πού παρουσιάζεται τόσο ἔντονο, καί σήμερα ἔχει τόσες παρεκκλίσεις καί παρεκτροπές στή νεότητα, δέν εἶναι κάτι πού μόλις τό ἐπισημάνει κανείς σέ κάποιον, πρέπει νά τόν πυροβολήσει, ἀλλά εἶναι καί αὐτό μέσα σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς δυνάμεις πού ξεπηδοῦν καί ξεφυτρώνουν μέσα στόν νέο καί τόν ὁδηγοῦν στήν ὡρίμανση.

Εἶπα προηγουμένως ὅτι ὁ νέος θά γίνει ἱκανός νά δοθεῖ καί νά δεχθεῖ. Νά δοθεῖ σέ ἕνα πρόσωπο καί νά δεχθεῖ τήν ἀγάπη κάποιου προσώπου τοῦ ἄλλου φύλου. Αὐτό θέλει ἱκανότητα· δέν εἶναι μικρό πράγμα. Δέν εἶναι θέμα ἁπλῶς νά δημιουργήσει ἕνας νέος σχέσεις μέ μιά νέα. Τί βγαίνει ἀπό μιά τέτοια σχέση παρά ἁμαρτία; Τό θέμα εἶναι νά φθάσει ὁ νέος σέ τέτοια ὡριμότητα, σέ τέτοια κατάσταση, πού νά μπορεῖ νά γίνει αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν». Μέ τήν ἔννοια ὅτι μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου, ἑπομένως ἐν Θεῷ, ὁ ἕνας ἀπόλυτα θά δοθεῖ στόν ἄλλο, καί θά ἔχει καί τήν ἱκανότητα νά δεχθεῖ τόν ἄλλο· καί ὁ ἄλλος ἐπίσης θά δοθεῖ καί θά ἔχει τήν ἱκανότητα νά δεχθεῖ.

Εἶναι σπάνιο σήμερα, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν ἀνδρογύνων, νά βρεῖ κανείς δύο ἀνθρώπους πού νά ἔχουν μυστική κοινωνία μεταξύ τους, ὥστε νά νιώθει ὁ ἕνας τόν ἄλλο ὡς δικό του μέλος, καί νά αἰσθάνονται ὅτι εἶναι μέλη τοῦ αὐτοῦ σώματος, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί τά ἀνδρόγυνα, στά ὁποῖα καί ἄλλοι παράγοντες συντελοῦν στό νά φθάσουν σ᾿ αὐτή τήν καθ᾿ ὅλα κοινωνία, τελικά δέν φθάνουν. Λείπει ἡ ἐσωτερική, ἡ μυστική κοινωνία, λείπει αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νά αἰσθάνεται δηλαδή ὁ σύζυγος τή σύζυγό του ὡς δικό του σῶμα, καί ἡ σύζυγος τόν σύζυγό της ὡς δικό της σῶμα. Εἶναι κάτι ξένο, εἶναι κάτι πού μόνο γράφεται στά βιβλία, κάτι πού μόνο λέγεται. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα προτρέχει ἡ ἄλφα ἤ ἡ βῆτα ἀδυναμία, καί δέν ἔχουμε μιά κανονική πορεία, ἐξέλιξη καί ἀνάπτυξη ὅλων τῶν δυνάμεων καί τῶν στοιχείων μέ κύριο χαρακτηριστικό αὐτόν τόν σκοπό: νά γίνει κανείς πρόσωπο, πού νά μπορεῖ νά δοθεῖ καί κατά εἰδικό τρόπο μέσα στόν γάμο. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Σκοπός εἶναι νά ἔχουμε τήν ἱκανότητα ὡς πρόσωπα νά ἐρχόμαστε μέ τήν ἀγάπη μας σέ κοινωνία μέ τόν ἄλλο συγχριστιανό μας καί, κυρίως, νά μποροῦμε νά δοθοῦμε στόν Θεό καί νά εἴμαστε σέ κατάσταση τέτοια πού νά δεχόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Σᾶς λέω ἐγώ ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σάν μιά πλημμύρα χύνεται πρός τόν ἄνθρωπο. Πλημμύρα. Αὐτή τήν ὥρα, ἄν εἴχαμε εἰδικό ραντάρ νά πιάσουμε, νά δοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά διαπιστώναμε ὅτι αὐτή ἡ αἴθουσα εἶναι γεμάτη. Πόσοι ὅμως ἀπό ἐμᾶς δέχονται αὐτή τήν ἀγάπη; Δέν μποροῦν νά τή δεχθοῦν. Πῶς θά τή δεχθοῦν; Πρέπει νά εἶναι κανείς, τρόπον τινά, δεκτικός αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Καί εἶναι δεκτικός, ὅταν συγχρόνως μπορεῖ νά δίδεται.

Αὐτό λοιπόν πού ἀναφέρατε εἶναι ἕνα ζήτημα, τό ὁποῖο πρέπει νά τό ἐξετάσουμε ὡς ἐπί μέρους εἰδικό θέμα. Ἀλλά πρωτίστως νά τό δοῦμε καί αὐτό μέσα στήν ὅλη ἐξέλιξη τοῦ νέου καί μαζί μέ τό γενικό χαρακτηριστικό τῆς πορείας πρός τήν ἐνηλικίωση, πρός τήν ὡρίμανση, ὁπότε κανείς εἶναι πλέον πρόσωπο, εἶναι ἐλεύθερος, καί μπορεῖ νά ἀγαπᾶ, μπορεῖ νά δίδεται καί μπορεῖ νά δέχεται.

Χρειάζεται ἕνα μυστικό

Φοιτητής: Ὁ νέος, ὅταν εἶναι εἰδικά ἐνημερωμένος γι᾿ αὐτές τίς καταστάσεις, τίς ἀντιμετωπίζει πιό λογικά καί πιό συνετά, χωρίς νά ἔχει μεγάλες πτώσεις. Νομίζω ὅτι πρέπει νά λέγονται αὐτά τά πράγματα.

Ὁμιλητής: Νά λέγονται, φυσικά. Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτό προσπαθοῦμε κι ἐμεῖς νά ποῦμε, ὅσα μποροῦμε νά ποῦμε, γιά νά βοηθήσουμε. Νά μήν εἴμαστε ὅμως καί πολύ ἀπόλυτοι στό νά λέγονται. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά τά ποῦμε. Γενικότερα στήν πνευματική ζωή δέν φθάνει ἁπλῶς νά ξέρει κανείς κάτι, νά μαθαίνει μερικά πράγματα ἤ καί νά θέλει νά κάνει κάτι. Τό βασικό εἶναι νά ἔχει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού τόν ὁδηγεῖ στήν πνευματική ζωή καί γενικότερα στή χριστιανική ζωή ἀλλά καί στήν κοινωνική ζωή καί, ἄν θέλετε, στήν οἰκογενειακή ζωή καί στά θέματα αὐτά. Γι᾿ αὐτό – καί νά μέ συγχωρεῖτε – ἐπιμένω πιό πολύ σέ γενικές θέσεις καί λιγότερο στά ἐπί μέρους καί στίς λεπτομέρειες.

Γνωρίζω νέους πού διαβάζουν καί ξέρουν χαρτί καί καλαμάρι τά θέματα αὐτά. Ὅμως, δέν φθάνει ἁπλῶς νά τά διαβάσει κανείς. Χρειάζεται ἕνα μυστικό, καί αὐτό εἶναι ἡ πίστη. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν πιστεύουν ὅλοι. Ὄχι γιατί δέν μποροῦν, ἀλλά γιατί δέν ἔχουν διάθεση. Ὑπάρχει κάτι βαθύτερο, πού βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά πιστέψει, καί ὑπάρχει ἀντίστοιχα κάποιο ἐμπόδιο, πού δέν τόν ἀφήνει νά πιστέψει.

Πῆγε κάπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί κήρυξε, καί πίστεψαν «ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσοι ἦταν νά πιστέψουν, πίστεψαν. Καθόλου δέν εἶναι σωστό αὐτό πού κάνουμε ἐμεῖς, πού θέλουμε ὁ ἄλλος, σώνει καί καλά, νά πιστέψει. Τί πράγμα εἶναι αὐτό! Τελικά, οὔτε αὐτός εἶναι χριστιανός οὔτε ἐμεῖς.

Φοιτητής: Νά τόν ἀφήσουμε ἐλεύθερο;

Ὁμιλητής: Νά ποῦμε καί νά ξαναποῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλά χωρίς τήν παραμικρή προσπάθεια νά τήν ἐπιβάλουμε. Μόνη της ἡ πίστη νά ἐπιβληθεῖ. Ὅποιος ἔχει διάθεση νά πιστέψει, θά πιστέψει. Εἴπαμε ὅτι «οὐ πάντων ἡ πίστις», καί ὅτι πίστεψαν «ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅπου δέν ὑπάρχει πίστη, ὅση προσπάθεια κι ἄν κάνουμε, ὁ κόπος μας θά πάει χαμένος.

Φοιτητής: Γιά νά δεχθεῖ κανείς τήν πίστη, πρέπει νά ἔχει δεκτικότητα;

Ὁμιλητής: Ναί. Ὄχι βέβαια ὅτι φτιάχτηκε κανείς ἔτσι, πού νά μήν ἔχει δεκτικότητα. Δεκτικότητα εἶναι ἡ στάση πού χρειάζεται νά πάρει κανείς ἀπέναντι στόν Θεό. Ἕνας χριστιανός μπορεῖ νά ἀνακατεύεται σέ χριστιανικές κινήσεις, σέ ὀργανώσεις, σέ ἐξορμήσεις καί κατά βάθος νά μήν πιστεύει. Κατά βάθος ἄλλα πράγματα ἱκανοποιοῦνται ἐκεῖ πού πηγαίνει, καί δέν πορεύεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός πρός τόν Θεό. Τελικά, ἀποδεικνύεται ἄπιστος στήν πραγματικότητα, καί ἀποροῦν οἱ δικοί του ἤ ἀκόμη καί ὁ ἴδιος.

Αὐτό τό θέμα τῆς δεκτικότητος εἶναι πολύ βασικό. Ἔχουμε πεῖ τόσα ἀπόψε. Ὅποιος ἔχει μιά δεκτικότητα, θά τά ἁρπάξει. Ὅταν, π.χ., διψάει κάποιος, καί τοῦ φέρουν ἕνα ποτήρι κρύο νερό, δέν θά τό ἁρπάξει νά τό πιεῖ; Ὅταν πεινάει κάποιος, καί τοῦ φέρουν φαγητό ὀρεκτικό, δέν θά τό ἁρπάξει; Ἔτσι εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά ἐκεῖνον πού τήν περιμένει. Αὐτός πού δέν τήν περιμένει, ποιός ξέρει ποῦ βόσκει…

Φοιτήτρια: … (ἡ ἐρώτηση αὐτή ὅπως καί ἡ ἑπόμενη δέν μαγνητοφωνήθηκε)

Ὁμιλητής: Δέν εἶναι ἀπόλυτο αὐτό. Ἕνας γονέας μπορεῖ νά κάνει τό πᾶν γιά τό παιδί του, καί τελικά τό παιδί καθόλου νά μήν ἐπηρεασθεῖ. Ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Ἰούδα. Δέν εἶχε κάποιον μεγάλο ἅγιο ἤ ἄγγελο ὡς διδάσκαλο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Κύριο. Εἶδε θαύματα, ἔφαγε ψωμί πού ἔγινε διά θαύματος, ἔλαβε τή δύναμη νά βγάζει δαιμόνια, ἀλλά τελικά πῆρε τόν δρόμο του.

Ποιόν δρόμο θά ἀκολουθήσει κανείς, δέν εἶναι κάτι πού ἐξαρτᾶται ἁπλῶς ἀπό τήν καλή διαπαιδαγώγηση τῶν γονέων ἤ γενικῶς τῶν μεγαλυτέρων. Ὄχι. Ἐξαρτᾶται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, καί τελικά ὁ καθένας θά γίνει αὐτό πού καί ὁ ἴδιος θά θελήσει. Μπορεῖ οἱ γονεῖς νά χρησιμοποιήσουν ὅλους τούς τρόπους καί ὅλα τά μέσα, καί μάλιστα ὡς καλοί χριστιανοί, ὡς ἅγιοι ἄνθρωποι νά κάνουν ὅ,τι χρειάζεται, καί τό παιδί νά φαίνεται ὅτι πηγαίνει καλά, καί κάποια στιγμή νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό.

Φοιτήτρια: …

Ὁμιλητής: Τό παιδί, ἀφοῦ μπεῖ στήν ἐφηβική ἡλικία, θά φανεῖ τί θά γίνει. Ἀλλά καί πάλι, κάποιος πού φαίνεται ὅτι χάνεται κατά τήν ἐφηβική ἡλικία, καθώς γίνεται ἕνας ἀντάρτης, μόλις περάσει αὐτή τή δύσκολη περίοδο, αὐτή τήν κρίσιμη ἡλικία καί φθάσει στά εἴκοσι, στά εἴκοσι δύο, στά εἴκοσι πέντε, μπορεῖ νά θυμηθεῖ τά παιδικά του βιώματα – γι᾿ αὐτό ἐκεῖνα δέν εἶναι ἄχρηστα καί μάταια – καί νά ἐπανέλθει. Καί θά ἐπανέλθει μάλιστα πιό πιστός ἀπό ὅ,τι ἴσως ἤθελαν νά τόν φτιάξουν οἱ γονεῖς του, καθώς τόν φρόντιζαν κατά τήν παιδική ἡλικία.

 

Πῶς νοεῖται ἡ ἄσκηση βίας στόν ἑαυτό μας;

Φοιτητής: Πῶς νοεῖται αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Ὁ ἀόρατος πόλεμος» ὅτι πρέπει νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας;

Ὁμιλητής: Γιά νά δώσουμε ἀπάντηση στήν ἐρώτηση, νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς θυμίσω τό παράδειγμα τῆς πείνας πού ἔχουμε ἀναφέρει σέ προηγούμενη ὁμιλία.  Εἶναι κάτι πολύ φυσιολογικό γιά τόν ἄνθρωπο νά ἔρχεται ὥρα πού πεινάει. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως, πρέπει νά μήν ἐνδώσει στό αἴσθημα αὐτό, μόλις ἐμφανισθεῖ. Χρειάζεται νά κάνει ὑπομονή ἤ, ἄν θέλετε νά ποῦμε μέ βάση τήν ἐρώτηση, χρειάζεται νά βιάσει τόν ἑαυτό του νά μή φάει. Πρέπει δηλαδή νά ἀντιδράσει στήν πείνα· ὄχι σ᾿ αὐτό καθ᾿ ἑαυτό τό αἴσθημα τῆς πείνας, ἀλλά στό ὅτι δέν πρέπει νά ὑποταχθεῖ κανείς σ᾿ αὐτό τό αἴσθημα πρίν τήν κατάλληλη ὥρα. Μάλιστα, μερικές φορές πρέπει πολύ νά βιάσει κανείς τόν ἑαυτό του, γιά νά ἀντισταθεῖ στό αἴσθημα τῆς πείνας.

Ἄς πάρουμε ὡς παράδειγμα κάποιες ἄλλες περιπτώσεις μέσα ἀπό τήν καθημερινή πραγματικότητα. Ἄν ὁ γιατρός πεῖ σέ ἕναν ἄρρωστο: «Δέν θά φᾶς τίποτε σήμερα», αὐτός, ὅσο κι ἄν πεινάει, θά κάνει τόν ἀγώνα του νά μή φάει. Μόνο τό μικρό παιδί, μόλις πεινάσει, ἀρχίζει τά κλάματα, ἐνῶ ἕνας μεγάλος ἀγωνίζεται. Ὄχι ἁπλῶς ὑπομένει, ἀλλά βγαίνει, θά λέγαμε, στήν ἐπίθεση, καί λέει στόν ἑαυτό του: «Ὅσο κι ἄν πεινᾶς, δέν θά φᾶς σήμερα». Μπορεῖ νά χρειαστεῖ καί δύο καί τρεῖς ἡμέρες νά μή φάει ἕνας ἄρρωστος. Τήν πρώτη ἡμέρα γιά νά ἑτοιμαστεῖ γιά τήν ἐγχείρηση, τίς ἄλλες ἐπειδή ἔκανε ἐγχείρηση. Κάποιοι ἐπίσης φυσιοθεραπευτές, προκειμένου νά θεραπεύσουν ἕναν ἄρρωστο, εἴτε ὑποφέρει ἀπό τό στομάχι εἴτε ἀπό τό ἧπαρ εἴτε ἀπό κάτι ἄλλο, τοῦ ἐπιβάλλουν νηστεία καί μάλιστα ἀπόλυτη. Καί αὐτός χάριν τῆς ὑγείας του, χωρίς νά θεωρεῖ κακό αὐτό καθ᾿ἑαυτό τό αἴσθημα τῆς πείνας, ἀγωνίζεται ἐναντίον του.

Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ ὅτι δέν θά ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐάν δέν εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό τροφή γιά τή συντήρησή μας, θά εἶχαν κατανικήσει τήν πείνα· θά τήν εἶχαν ξεπεράσει καί θά ζοῦσαν χωρίς νά τρῶνε. Αὐτό συμβαίνει μέ τό βιολογικό ἔνστικτο, πού συζητοῦμε. Ὁρισμένοι τό ξεπερνοῦν, διότι ἐδῶ δέν ὑπάρχει θέμα συντηρήσεως ἤ μή.

Ὅπως λοιπόν στήν περίπτωση τῆς πείνας, ἐνῶ δέν τή θεωροῦμε αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν κάτι κακό καί δέν παραξενευόμαστε μέ τήν παρουσία της, ὅμως ἄν χρειαστεῖ, ὄχι ἁπλῶς θά ὑπομένουμε, ἀλλά καί θά ἀγωνιζόμαστε, θά βγαίνουμε στήν ἐπίθεση, ἔτσι καί τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ἡ δυνατότητα δηλαδή νά δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος οἰκογένεια, δέν μπορεῖ, κατ᾿ ἀρχήν, νά θεωρηθεῖ κακό αὐτό καθ᾿ ἑαυτό. Ἄν ἦταν κακό, ξεκάθαρα θά τό ἔλεγε ὁ Κύριος.

Ἑπομένως, ἐφόσον ἡ παρουσία αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ἀρχίζει νά γίνεται αἰσθητή ἀπό τά δώδεκα, τά δεκατρία, καί εἶναι κάτι ἐντελῶς φυσιολογικό, δέν μποροῦμε νά τήν ξεριζώσουμε αὐτήν καθ᾿ ἑαυτήν οὔτε νά τή λογαριάσουμε ὡς ἁμαρτία, ἐφόσον βρισκόμαστε σέ μιά μεταπτωτική κατάσταση, καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος εὐλογεῖ ὡς μυστήριο τόν γάμο. Ἄλλο τώρα ὅτι, ἐφόσον αὐτή ἡ πραγματικότητα μᾶς αἰχμαλωτίζει ἤ μᾶς βιάζει, ἐνόσῳ εἶναι στήν ἐξέλιξή της, ἐνόσῳ εἶναι στήν πορεία πρός ὡρίμανση καί δημιουργεῖ προβλήματα, ὄχι ἁπλῶς θά ὑπομένουμε ἀλλά καί θά ἐπιτεθοῦμε. Ἔτσι δικαιολογεῖται ὁ ἀγώνας· καί ὄχι ἁπλῶς δικαιολογεῖται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται.

Ὅσο κι ἄν θέλουμε νά δείξουμε κατανόηση στούς νέους τῆς σημερινῆς ἐποχῆς καί ὅσο κι ἄν θέλουμε νά τά συζητήσουμε αὐτά τά θέματα ἀπό πολύ κοντά, πολύ προσγειωμένα καί πολύ ρεαλιστικά, εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀμφιβολία ὅτι αὐτή ἡ πραγματικότητα σήμερα βρίσκεται σέ ἕναν ἐκφυλισμό. Καί αὐτό δέν τό λέμε μόνο ἐμεῖς – καί κανένας νά μήν τό ἔλεγε, ἐφόσον εἶναι ἀλήθεια, θά τό ποῦμε – ἀλλά συμβαίνει καί πολλοί ἄλλοι νά λένε ὅτι κάτι κακό γίνεται σχετικά μέ αὐτό τό ζήτημα.

Αὐτή ἡ πραγματικότητα στή μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάτι πού ἔχει ἕναν εἰδικό σκοπό καί μάλιστα ἱερό: νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά γίνει ἱκανός νά δημιουργήσει οἰκογένεια. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά πάρει κανείς ἐχθρική στάση ἀπέναντί της. Ὅταν ὅμως αὐτή ἀρχίζει νά λοξοδρομεῖ καί νά παίρνει ἄλλους δρόμους, ὅταν ἀρχίζει νά ἐκφυλίζεται, τότε χρειάζεται ὄχι ἁπλῶς νά ὑπομένει κανείς, ἀλλά νά ἐπιτεθεῖ.

Μετά τήν ἀπάντηση στήν ἐρώτηση, ἄς ἐπανέλθουμε σ᾿ αὐτά πού λέγαμε γιά τούς ἐφήβους.

Θύματα ἀπό ἄγνοια τῆς ψυχολογίας τοῦ ἄλλου φύλου

Εἴπαμε ὅτι οἱ νέοι, καθώς ἐξέρχονται ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ἀρχίζοντας νά ἐπιζητοῦν τή χειραφέτηση, τήν ἀνεξαρτησία, κατά κάποιον τρόπο ἐξέρχονται καί ἀπό τόν ἑαυτό τους καί ἀπό τήν οἰκογένεια καί προχωροῦν πρός τήν ὡρίμανση. Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι, μολονότι καί στά ἀγόρια καί στά κορίτσια ἐμφανίζεται ἡ ἴδια πραγματικότητα, δηλαδή μολονότι ἐφηβική εἶναι ἡ περίοδος πού διανύουν καί οἱ μέν καί οἱ δέ, ὡστόσο ἡ ψυχολογία τους εἶναι διαφορετική. Πάντοτε εἶναι διαφορετική ἡ ψυχολογία τοῦ ἄνδρα ἀπό αὐτήν τῆς γυναίκας, ἀλλά ἰδιαίτερα τώρα πού εἰσέρχονται σέ μιά νέα περίοδο τῆς ζωῆς τους. Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι εἶναι διαφορετική μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους.

Οἱ ἔφηβοι, καθώς διανύουν τήν ἐφηβική ἡλικία, ἤ οἱ αὐριανοί σύζυγοι, σέ περίπτωση πού δέν ξέρουν τή διαφορά τῆς ψυχολογίας τοῦ ἑνός φύλου ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ ἄλλου, θά τά κάνουν θάλασσα. Εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νά μυηθοῦν γενικότερα στίς διαφορές τῆς ψυχολογίας, καί εἰδικότερα στή διαφορά πού ἔχει σχέση μέ τήν πραγματικότητα αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πρός τήν ὡρίμανση, γιά νά μπορέσει νά δημιουργήσει οἰκογένεια.

Ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ποῦμε, ὅσο βέβαια μποροῦμε ἐδῶ, ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζω, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού κυρίως νέες ἔπεσαν θύματα, διότι δέν γνώριζαν τήν ψυχολογία τῶν ἀγοριῶν. Καί δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού νέοι ὄχι ἔπεσαν θύματα, ἀλλά δημιούργησαν θύματα, διότι δέν γνώριζαν τήν ψυχολογία τῶν κοριτσιῶν. Αὐτά πρέπει νά τά ξέρουν οἱ νέοι.

Ὅπως ἐπίσης, πρέπει ἰδιαίτερα νά ἐμβαθύνει, νά ἐρευνήσει καί νά δεῖ ὁ νέος αὐτή τήν πραγματικότητα πού λέγεται ἱκανότητα νά δημιουργήσει οἰκογένεια ὁ ἄνθρωπος. Νά τή δεῖ καί αὐτήν καθ᾿ ἑαυτήν καί κάπως ἔξω, ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀπό τό πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ σέ κάθε ἐποχή – ὁ κάθε νέος στή δική του ἐποχή – καί ἔξω, θά λέγαμε, ἀπό τίς δυσκολίες πού ὁ ἴδιος συναντᾶ. Ἐάν δηλαδή δέν μπορέσει νά ἐμβαθύνει σ᾿ αὐτή τήν πραγματικότητα καί νά τήν καταλάβει καί νά τή βάλει στό κανάλι πού πρέπει νά τή βάλει, ὁπωσδήποτε θά εἶναι θύμα, εἴτε μέ τό νά παρασύρεται ἀπό αὐτήν εἴτε μέ τό νά τήν ἀπωθεῖ.

Θεομπαιξία ἡ βιολογική πραγματικότητα τοῦ γάμου πρίν ἀπό τόν γάμο

Ἐπικρατεῖ σήμερα ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ νέοι, εὐθύς μόλις εἰσέλθουν στήν ἐφηβική ἡλικία, εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νά ἱκανοποιοῦν τό βιολογικό ἔνστικτο, διότι διαφορετικά θά πάθουν. Δέν θά πάθουν. Ἤ μᾶλλον νά ποῦμε ὅτι θά πάθουν, ἐάν ἀπωθηθεῖ τό ἔνστικτο αὐτό, ἐάν δέν τακτοποιηθεῖ καί δέν ξεπερασθεῖ, ἐάν δηλαδή δέν ἀντιμετωπισθεῖ σωστά. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως δέν παθαίνει λιγότερο κανείς, ὅταν ἀφήνεται ἕρμαιο στό ἔνστικτο αὐτό.

Μέ συγχωρεῖτε. Εἶναι λίγο δύσκολο τό θέμα. Πῶς μπορεῖ κανείς νά τό διατυπώσει καί νά τό ἐκφράσει ἐνώπιον ἑνός ἀκροατηρίου ὅπως τό δικό σας;

Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ γάμος εἶναι μυστήριο πού εὐλογήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, καί ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τότε πού ὑπάρχει μέχρι σήμερα, τόν θεωρεῖ μυστήριο καί τόν εὐλογεῖ ὡς μυστήριο. Τί σχέση ἔχει τό μυστήριο, ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου μέ αὐτή τήν πραγματικότητα;

Πολλοί, ἀκόμη καί νέοι πού πιστεύουν, πού ἐλπίζουν στόν Θεό, πού ἐκκλησιάζονται, ζητοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς ἰδιαίτερες προσευχές, γιά νά βοηθήσει ὁ Θεός νά γνωρίσουν τό κατάλληλο πρόσωπο μέ τό ὁποῖο θά συνάψουν γάμο, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά πιστεύουν – τό πιστεύουν δέν τό πιστεύουν, πάντως στήν πράξη ἔτσι ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ – ὅτι ὁ γάμος, τό μυστήριο πού θά τελεσθεῖ κάποια μέρα ἀπό τόν ἱερέα, εἶναι ἁπλῶς μιά πράξη πού γίνεται, γιά νά πάρει ὁ γάμος τους περισσότερο πολιτική ἐγκυρότητα. Δηλαδή, γιά νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό συγγενεῖς, ἀπό γείτονες, ἀπό φίλους καί ἀπό τήν πολιτεία, καθώς θά πᾶνε στό Ληξιαρχεῖο τό σχετικό ἔγγραφο τοῦ ἱερέα. Τήν οὐσία τοῦ γάμου, τήν πραγματικότητα τοῦ γάμου δυστυχῶς καθόλου δέν τή συνδέουν μέ τό μυστήριο.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι μιά θεομπαιξία, μιά κοροϊδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν φαίνονται βαριές αὐτές οἱ λέξεις, τό ὅτι φρονοῦν – καί ἄν δέν τό λένε, στήν πράξη ἔτσι ἐνεργοῦν – πώς τή βιολογική πραγματικότητα τοῦ γάμου μποροῦν νά τήν ἀρχίσουν μόλις τούς δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία. Καθόλου δέν συνδέουν τή βιολογική πλευρά τοῦ γάμου μέ τό μυστήριο αὐτό. Καί, ὅταν σέ σχετικές περιπτώσεις μιλῶ ἀνάλογα, ἀποροῦν καί λένε: «Τί πειράζει, ἀφοῦ γνωριζόμαστε, ἀφοῦ ἀγαπιόμαστε;» Καί ἀπαντῶ: «Γνωρίζεστε, ἀγαπιέστε, καί εἶναι καλά αὐτά, ἀλλά αὔριο θά γίνετε ἀνδρόγυνο· τώρα δέν εἶστε. Τώρα εἶστε στήν προετοιμασία. Τώρα εἶστε στήν πορεία πρός τόν γάμο, στήν πορεία πρός τήν ὡρίμανση».

Οἱ νέοι προετοιμάζονται γιά τόν γάμο βιολογικά, ψυχολογικά ἀλλά καί πνευματικά κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Δημιουργοῦ, ἄν βέβαια πιστεύει κανείς στόν Δημιουργό, ἄν πιστεύει στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἄν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἄφησε Εὐαγγέλιο. Ἐφόσον πιστεύει κανείς στόν Θεό, ἡ ὁποιαδήποτε γνωριμία πρίν ἀπό τόν γάμο εἶναι προετοιμασία κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν ἡ οὐσία, ἡ βιολογική πραγματικότητα τοῦ γάμου ἔχει τήν ἀξία της καί τόν σκοπό της μέσα στό μυστήριο τοῦ γάμου. Αὐτά πού κάνουν οἱ νέοι εἶναι ἐκφυλισμός τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο μετά τήν πτώση εἶναι μεγάλη δωρεά.

Σκεφθεῖτε, νά μήν ἐπιτρεπόταν νά ἔρχονται εἰς γάμου κοινωνίαν οἱ ἄνθρωποι. Σκεφθεῖτε νά μήν εὐλογοῦσε ὁ Θεός τήν ἕνωση δύο ἀνθρώπων διαφορετικοῦ φύλου, καί νά μήν ἦταν μυστήριο αὐτή ἡ ἕνωση.

Ὁ γάμος ἡμερεύει τούς ἀνθρώπους, τούς προσγειώνει, τούς φτιάχνει ἀνθρώπους, τούς τορνεύει, τούς βοηθάει νά ταπεινωθοῦν καί νά ἀποκτήσουν αὐτογνωσία. Ἔξω ἀπό τόν γάμο, ἐκτός ἀπό ἐξαιρέσεις, ὅλοι θά ἦταν ἀνήμερα θηρία. Αὐτά ὅμως ἰσχύουν, ἐφόσον ἡ πραγματικότητα τοῦ γάμου γίνεται κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί μένει μυστήριο καί εὐλογεῖται ὡς μυστήριο μέ τήν εἰδική τελετή πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλιῶς, εἶναι ἐκφυλισμός.

Μέ συγχωρεῖτε πάρα πολύ, ἀλλά θά ποῦμε καί μερικά πράγματα πού εἶναι στήν ἡμερησία διάταξη. Γνωρίζονται δύο νέοι, καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς πού ἐπικρατεῖ, σύμφωνα μέ τό ὅλο ρεῦμα, σύμφωνα μέ αὐτά πού γράφονται, πού λέγονται καί πού φαίνονται, ἀρχίζουν οἱ γνωριμίες αὐτές νά εἶναι στενότερες.

Γνωρίζεστε, ἀγαπιέστε. Νά γνωριστεῖτε καί νά ἀγαπηθεῖτε, ὅσο μπορεῖτε. Ἀλλά ὅταν αὐτή ἡ σχέση ἀρχίζει νά παίρνει ἄλλη ἔννοια, καί δέν ἔχει τήν ἔννοια νά γνωρίσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά πλησιάσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιά νά δοῦν ἄν μποροῦν ἤ ὄχι νά φτιάξουν οἰκογένεια, γιά νά δοῦν ἄν συμφωνοῦν ἤ ὄχι, γιά νά ὡριμάσουν, ἄν θέλετε νά ποῦμε ἔτσι, παράλληλα ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο, ὅταν λοιπόν δέν ἔχει αὐτή τήν ἔννοια ἡ γνωριμία, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια τοῦ γάμου, τότε τί γνωριμία εἶναι αὐτή καί τί ἀγάπη εἶναι αὐτή; Δυστυχῶς, δέν μποροῦν αὐτό νά τό καταλάβουν οἱ νέοι, ἤ τό καταλαβαίνουν, ἀλλά δηλώνουν ἀδυναμία. Χωρίς λοιπόν νά ἔχει μεσολαβήσει ὁ γάμος, ἀρχίζουν νά ζοῦν τά τοῦ γάμου. Δέν ἔχει σημασία ἄν αὐτά εἶναι λίγα ἤ περισσότερα – μέ συγχωρεῖτε πάρα πολύ· μιλῶ κάπως ἀνοιχτά. Ἐφόσον καί τό παραμικρό ἀνήκει στή σφαίρα τοῦ γάμου, στή σφαίρα τοῦ δοσίματος, στή σφαίρα τῆς ταυτίσεως, ὅτι δηλαδή αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀρχίζουν πλέον ἀπό δύο νά γίνονται ἕνας, ἡ γνωριμία, ἡ ἀγάπη τῶν δύο νέων ἐκφυλίζεται.

Ὅταν λοιπόν ἀρχίζουν νά ὑπάρχουν τέτοιες ἐκδηλώσεις πρίν ἀπό τήν ὥρα τους καί πρίν ἀπό τό μυστήριο, τότε ἡ γνωριμία παύει νά εἶναι ἀγάπη, παύει νά εἶναι προσπάθεια νά κατανοήσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο – ὅσο κι ἄν θέλουν νά ποῦν ὅτι ἔτσι ἐκδηλώνουν τήν ἀγάπη τους καί ὅτι ἔτσι γνωρίζονται καλύτερα – ἀλλά ἔχει σκοπό νά ἱκανοποιήσει καθένας τόν ἑαυτό του· γίνονται ἑπομένως θύματα τῆς ἀδυναμίας τους.

Πρέπει νά ποῦμε ὅτι μπορεῖ μιά νέα νά ἐπιδιώξει γνωριμία μέ ἕνα νέο ἤ νά συγκατατεθεῖ σέ μιά τέτοια γνωριμία, διότι δέν αἰσθάνεται καλά στό σπίτι της, διότι δέν ἔνιωσε ποτέ τή χαρά, τήν ἀγάπη στή ζωή της. Βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος – ποῦ νά ξέρει βέβαια ποιός εἶναι αὐτός – ὁ ὁποῖος, ἔτσι πού τῆς μιλάει, ἔτσι πού τῆς φέρεται, νομίζει ὅτι εἶναι θεόσταλτος καί ὅτι θά τῆς δώσει αὐτό τό ὁποῖο δέν βρῆκε τόσα χρόνια. Ξεκινώντας ἀπό αὐτή τήν ἀνάγκη, ἀπό αὐτή τήν προϋπόθεση, ἀρχίζει τή γνωριμία καί τή σχέση μέ τή γενικότερη σημασία. Ποῦ νά ξέρει ὅμως ὅτι πέφτει στά δίχτυα κάποιου, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύεται αὐτή τήν ἀδυναμία της!

Αὐτό ἡ γυναίκα πρέπει νά τό ξέρει γιά τόν ἑαυτό της, ὅπως ἐπίσης πρέπει νά ξέρει ποιά εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ ἄνδρα πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα καί νά μήν πιστεύει πολύ στά λόγια. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, πρέπει ὁ νέος νά γνωρίζει τήν ψυχολογία τῆς γυναίκας καί νά μήν ἑρμηνεύει, ὅπως αὐτός νομίζει καί ὅπως τόν συμφέρει, τά λόγια, τή συμπεριφορά, τή στάση μιᾶς νέας, ἡ ὁποία στάση, ὅπως εἴπαμε, μπορεῖ νά ξεκινάει ἀπό κάπου ἀλλοῦ καί νά ἐξυπηρετεῖ μιά ἄλλη ἀνάγκη καί ὄχι ἐκείνη πού αὐτός νομίζει.

Ἀλλά αὐτό τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό, καί ὅπως βλέπετε ἀρχίζουμε τώρα νά μπαίνουμε πιό βαθιά.