Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

71. Ἀπόδοση Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Ἀπόδοση Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

 

Ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, ὅλες περίπου οἱ ἑορτές ἐκτός ἀπό τό Πάσχα, ἀποδίδονται περίπου τήν ὀγδόη ἡμέρα, ἐνῶ ἡ ἑορτή τῆς Παναγίας ἀποδίδεται τήν ἐνάτη ἡμέρα μετά ἀπό τήν κυριώνυμη ἡμέρα. Γι᾿ αὐτό ἡ σημερινή γιορτή λέγεται καί ἐννιάμερα, δηλαδή ἐννέα ἡμέρες μετά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως. Ἔτσι τελειώνουν οἱ ἑορτές πρός τιμήν τῆς Παναγίας τόν μήνα Αὔγουστο. Ὅμως κατά κάποιο τρόπο, ὅπως εἴπαμε, ὅλος ὁ Αὔγουστος εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπό τίς γιορτές τῆς Παναγίας, γιατί ἄλλοτε ἡ ἀπόδοση γινόταν μέχρι καί 30 Αὐγούστου. Εἶναι ἐπίσης καί ἡ κατάθεση τῆς ἐσθῆτος τῆς Παναγίας στίς 31 Αὐγούστου. Ἀποδίδεται μέν ἡ ἑορτή ἀπόψε, ἀλλά ἐξακολουθεῖ ὁ Αὔγουστος μήνας νά ἁγιάζεται ἀπό τήν ἑορτή τῆς Παναγίας.

 

Τό «ἐν αἰσθήσει…» τῶν μυστικῶν Πατέρων

 

Κάτι εἶπα στήν ὁλονύκτια ἀγρυπνία ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Παναγίας, καί ἴσως πρέπει σήμερα νά ἐπανέλθω σ᾿ αὐτό τό θέμα, καί ἄς προσπαθήσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά τό δοῦμε καλύτερα. Εἶπα ὅτι ἐκεῖνο τό βράδυ ἡ Παναγία, ὅπως βέβαια ἐγώ τό ἔνιωσα, μᾶς φανέρωσε κάτι καί, ὅπως εἶπα, αὐτό ἄρχισε ἀπό τήν ὥρα πού ἤμασταν ἔξω στό κιόσκι καί κάναμε τό Ἀπόδειπνο καί συνεχίστηκε. Νομίζω ὅτι ἡ Παναγία πού μᾶς φανέρωσε αὐτήν τήν ἀλήθεια, θέλει κάπως ἔτσι στό ἑξῆς νά τά λέμε καί νά τά νιώθουμε καί βέβαια αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ὁποῖο θέλημα τοῦ Θεοῦ φυσικά εἶναι εὐθύς ἐξαρχῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά νά, φαίνεται πρέπει νά περάσει καιρός, πρέπει νά ρθεῖ ἡ κατάλληλη ὥρα, πού ὁ Θεός θά φανερώσει καλύτερα τό θέλημά του.

Ἄλλο εἶναι νά πιστεύουμε _καί καλά κάνουμε_ ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός καί ἄλλο εἶναι νά νιώθει κανείς αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἰσχύει καί γιά ὅλα τά ἄλλα. Λέγαμε τίς προηγούμενες ἡμέρες, ἄλλο εἶναι νά προσεύχεσαι καί ἄλλο εἶναι νά αἰσθανθεῖς ὅτι ὁ Θεός δέχεται τήν προσευχή σου. Ἄλλο εἶναι νά κάνεις τόν ὅποιο κόπο καί τόν ὅποιο ἀγώνα, νά κάνεις τή μετάνοιά σου, νά κάνεις τόν ἀγώνα νά ταπεινωθεῖς, καί ἄλλο εἶναι νά ᾿ρθει ἡ ὥρα νά νιώσεις ὅτι ὁ Θεός δέχεται τόν ὅλο ἀγώνα σου. Ἄλλο εἶναι νά προσπαθεῖς νά εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο εἶναι νά ᾿ρθει ἡ ὥρα νά αἰσθανθεῖς ὅτι σέ κάνει ὁ Θεός δικό του.

Κάπως ἔτσι. Ἐνῶ εὐθύς ἐξαρχῆς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔτσι ὅπως θά ποῦμε σέ λίγο, ὅμως ἔρχεται ὥρα _ὁ Θεός ξέρει πότε εἶναι αὐτή ἡ ὥρα_ πού νιώθει κανείς ἔτσι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό βιώνει ἔτσι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό ἀπολαμβάνει, ἄς ποῦμε, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν θέλετε νά πῶ πιό συγκεκριμένα, τήν ὥρα πού ἤμασταν ἔξω στό Ἀπόδειπνο, ὅλοι μας προσευχόμασταν κατά τή δύναμή μας καί κατά τήν πίστη μας καί ὅλοι μας δίναμε τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας στόν Θεό μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας πού γιορτάζαμε ἐκεῖνο τό βράδυ.

Αὐτό πού θά πῶ εἶναι πολύ ἁπλό, εἶναι, ἄς ποῦμε, δεδομένο, εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, ὅμως ἔρχεται ὥρα πού τό νιώθει κανείς πολύ-πολύ διαφορετικά, ὅπως συμβαίνει καθώς μελετοῦμε τό Εὐαγγέλιο, πού ἐνῶ εἶναι γνωστά τά νοήματα, εἶναι γνωστές οἱ φράσεις, οἱ λέξεις, κάποια φορά μέσα ἀπό τήν ἄλφα λέξη, πολύ γνωστή, πολύ συνηθισμένη, νιώθεις μιά ἀλήθεια φοβερή, νιώθεις νά σέ διαπερᾶ ὡς ἠλεκτρικό ρεῦμα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἤ τό ἄγγιγμα πού σοῦ κάνει ὁ Θεός, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διά μέσου τῆς λέξεως. Ἄλλο εἶναι τό ἕνα, ἄλλο εἶναι τό ἄλλο. Ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά, οἱ Πατέρες τά πρόσεχαν αὐτά καί τά τονίζουν αὐτά.

 

Μήν διαφορεῖς στά ἀγγίγματα τῆς Χάριτος

 

Νά θυμηθοῦμε κάτι πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, γνωστό ἀπό ἄλλη φορά. Ἀπευθύνεται κυρίως στούς μοναχούς, ἀλλά καί σέ κάθε προσευχόμενο. Καταρχήν νά ποῦμε ὅτι τότε δέν εἶχαν ὡρολόγια γιά νά γνωρίζουν, καθώς ἀγρυπνοῦσαν, πόσο προχώρησε ἡ νύχτα ἤ πόση νύχτα ὑπάρχει ἀκόμη ὥς τό πρωί. Μέ τ᾿ ἀστέρια προσπαθοῦσαν, ὅταν εἶχε ἀστέρια, νά καταλάβουν περίπου σέ ποιό σημεῖο τῆς νύχτας βρίσκονται.

Οἱ προσευχόμενοι ἀσκηταί εἶχαν ὡς καλό ὡρολόγι τήν ὅλη προσευχή πού ἔκαναν, τήν ὁλονύκτια προσευχή πού ἔκαναν κάθε βράδυ. Κανόνιζαν κάθε βράδυ νά ἀναγνώσουν ἀπό τό Ψαλτήρι κάποιον ἀριθμό ψαλμῶν. Γι᾿ αὐτό εἶναι χωρισμένοι οἱ ψαλμοί σέ καθίσματα καί εἶναι χωρισμένο τό κάθε κάθισμα σέ στάσεις. Μέ τήν ἀνάγνωση τόσων ψαλμῶν, περνοῦσε τόση ὥρα, ἑπομένως ἄλλοι τόσοι ψαλμοί, ἄλλη τόση ὥρα καί οὕτω καθεξῆς. Καί ἡ φροντίδα τους, ἡ μέριμνά τους ἦταν, σύμφωνα καί μέ τήν παράδοση πού ἔπαιρναν οἱ νεώτεροι ἀπό τούς παλαιοτέρους, νά τελειώνουν ὥς τό πρωί τήν προσευχή, νά τελειώνουν ὥς τό πρωί τήν ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν. Καί φυσικά ἀναγινώσκοντες προσεύχονταν. Καί εἶναι ἀπορίας ἄξιο, καθώς πολλοί ἀπό τούς μοναχούς ἦταν ἀγράμματοι, πῶς καταλάβαιναν τά δύσκολα νοήματα πού ἔχουν μερικές φορές οἱ ψαλμοί. Αὐτά καθεαυτά τά νοήματα εἶναι δύσκολα, καί καμιά φορά καί ἡ μετάφραση τό κάνει τό νόημα πιό δύσκολο, καθώς αὐτά μεταφράστηκαν ἀπό τά ἑβραϊκά στήν ἀρχαία ἑλληνική.

Πρίν ἀναφερθοῦμε ὅμως στόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, νά θυμηθοῦμε τόν ἅγιο Μάξιμο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής κάνει λόγο γιά νοήματα. Νόημα εἶναι μιά ἀλήθεια πού σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Καί ἔρχεται ἡ ἀλήθεια ὡς βίωμα· ὄχι ἀλήθεια τόσο ὡς σκέψη, ὡς συλλογισμός, ἀλλά ὡς βίωμα, πού εἶναι καθαρά Χάρις Θεοῦ. Ὄχι ἔργο τῆς Χάριτος, ἀλλά εἶναι Χάρις Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι Χάρις Θεοῦ. Κάνει λόγο γιά τά νοήματα αὐτά ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής καί λέει ὅτι, ὅταν ἔρχεται ἕνα τέτοιο νόημα, ἕνα ἄγγιγμα τῆς Χάριτος μέσα ἀπό μιά φράση, μέσα ἀπό μιά λέξη, θά ἔλεγε κανείς, καμιά φορά μέσα ἀπό ἕνα περιστατικό, ἀπό ἕνα γεγονός, νά μένει κανείς σ᾿ αὐτό τό νόημα καί νά προσπαθεῖ νά τό κρατήσει ὅσο γίνεται περισσότερο. Καί λέγαμε ὅτι στήν ἀρχή τά νοήματα εἶναι πολύ ἀραιά, ἔπειτα πληθαίνουν ὅλο καί περισσότερο, καί φθάνει ἡ ψυχή στό σημεῖο, πού κατά κάποιο τρόπο ἔχει συνεχῶς τό ἄγγιγμα τῆς Χάριτος, τήν παρουσία τῆς Χάριτος, συνεχῶς ἔχει τά νοήματα αὐτά ὡς ἕνα συνεχές νόημα, πού εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Καί στή Θεία Λειτουργία παρακαλοῦμε νά ἔχουμε τήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια βασιλεία.

Λέει λοιπόν ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὅτι, καθώς προσεύχεσαι, ἐάν μέσα ἀπό ἕνα στίχο, μέσα ἀπό μιά φράση, μέσα ἀπό μιά λέξη, σ᾿ ἀγγίξει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, στάσου ἐκεῖ, μή βιάζεσαι νά προχωρήσεις. Καί τό λέει μ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα, ὅτι κι ἄν δέν κάνει κανείς τήν ὑπόλοιπη προσευχή καί μείνει μ᾿ αὐτό μέχρι τό πρωί, δέν πειράζει. Διότι οἱ προσευχές, οἱ κόποι, ὅλα αὐτά γίνονται ἀκριβῶς γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ κόποι μας, δέν εἶναι ἁπλῶς τί θά ποῦμε καί τί θά ἀκούσουμε, ἀλλά τί θά κάνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή.

Βέβαια ἐδῶ πρέπει νά ἐπιστήσω τήν προσοχή μας. Ὑπάρχουν ψυχές πού ξεγελιοῦνται. Ἔχουν συναισθηματισμούς δικούς τους, ψυχολογικῆς φύσεως, ἄς ποῦμε ἔτσι, καταστάσεις, συγκινήσεις ἀνθρώπινες, καί νομίζουν ὅτι εἶναι Χάρις Θεοῦ. Δέν εἶναι Χάρις Θεοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν ἄνθρωπο, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἐνῶ στή περίπτωση τοῦ συναισθηματισμοῦ μπορεῖ νά αἰσθανθεῖς τήν ὥρα ἐκείνη μιά εὐχαρίστηση, ὅμως φεύγει, χωρίς τίποτε νά καταλάβει ἡ ψυχή. Δέν ἔγινε καμία θεραπεία στήν ψυχή, δέν ἔγινε καμία ἀλλαγή στήν ψυχή, ἡ ψυχή ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μέσα στά πάθη της. Ἐάν λοιπόν ἁπλῶς κάνουμε κόπους, ἁπλῶς διαβάζουμε, ἁπλῶς ἀκοῦμε, ἁπλῶς…, «ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;»1 θά ἔλεγε ὁ Κύριος. Σκοπός εἶναι νά φθάσουμε ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ῾῾ἦρθε αὐτό, ἔγινε αὐτό· σ᾿ ἄγγιξε ἡ Χάρις; Μεῖνε ἐκεῖ, μήν προχωρεῖς᾿᾿. Ἐάν προχωρήσεις, θά φανεῖ ὅτι _δίνω ἐγώ τέτοια ἑρμηνεία, ἡ ὁποία ὅμως βγαίνει ἀπό τά λόγια τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ_ θά φανεῖ λοιπόν ὅτι σάν νά περιφρονεῖ κανείς τό ἄγγιγμα τῆς Χάριτος, τόν ἐρχομό τῆς Χάριτος, τό ὅλο νόημα, τό ὅλο βίωμα καί ἁπλῶς θέλει νά κάνει τά δικά του, ἄς ποῦμε, νά τελειώσει τά προγράμματά του.

 

«…ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»

 

Ἐκεῖνο τό βράδυ, νομίζω ὅτι ἦταν ἀπό Θεοῦ, νομίζω ὅτι ἦταν ἀγάπη τῆς Παναγίας, ὅτι μᾶς λυπήθηκε ἡ Παναγία, ἀλλά καί μᾶς λυπᾶται ἡ Παναγία καί μᾶς ἀγαπᾶ ἡ Παναγία. Καί νομίζω, φώτισε ὁ Θεός νά νοήσουμε ἔτσι, ἀλλά καί νά αἰσθανθοῦμε ἔτσι, ὅτι ὅλοι ἐμεῖς ἐκείνη τήν ὥρα προσευχόμενοι στόν Θεό ἁπλά, ταπεινά, μέσα στή νύχτα, μέ διάθεση νά τιμήσουμε τήν Παναγία, νά ἐκδηλώσουμε τή λατρεία μας, τήν ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία, ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό κάποια πλευρά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἤμασταν τό ἴδιο, ὅπως ἄλλοι ἀλλοῦ· ὄχι κατά ἕναν ἀποκλειστικό τρόπο.

Διαβάζουμε στίς πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, καί πιστεύουν περίπου τρεῖς χιλιάδες, οἱ ὁποῖοι βαπτίζονται2 καί γίνονται χριστιανοί καί εἶναι πλέον τοῦ Θεοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Λίγο ἀργότερα βαπτίζονται ἄλλες δυό χιλιάδες3. Διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι σέ κάποια περίσταση προσεύχονταν ὅλοι μαζί4. Πῶς προσεύχονταν; Ὅλοι αὐτοί ἔνιωθαν ὅτι τούς δέχθηκε ὁ Θεός, ὅτι τούς ἔκανε δικούς του ὁ Θεός, ὅτι τούς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ὅτι εἶναι πιά δικοί του· ἔτσι προσεύχονται. Εἶναι κάτω ἀπό τό βλέμμα του, εἶναι κάτω ἀπό τήν πρόνοιά του, εἶναι κάτω ἀπό τήν ἀγάπη του, τούς δέχεται, τούς ἀκούει, γι᾿ αὐτό λέει ὅτι ἔγινε σεισμός τήν ὥρα πού προσεύχονταν καί ἦταν τρόπον τινά κι αὐτό μιά ἔνδειξη, μιά ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖ, τούς ἀκούει, τούς δέχεται.

Σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, σύμφωνα μέ τήν παράδοσή μας, ἐπιβάλλεται νά αἰσθανόμαστε ἔτσι. Ὄχι ῾῾ἆραγε μποροῦμε νά αἰσθανόμαστε ἔτσι, ἆραγε πρέπει νά αἰσθανόμαστε ἔτσι;᾿᾿ Ἐπιβάλλεται νά αἰσθανόμαστε ἔτσι. Ὅλα αὐτά πού κάνει ὁ Θεός _ἄς μήν πᾶμε πιό παλαιά_ ἀπό τότε πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τό ὅτι βρῆκε αὐτήν κόρη πού τήν ἔκανε μητέρα του καί ἔγινε ἄνθρωπος καί τήν γιορτάζουμε κλπ., ὅλα αὐτά γιατί γίνονται; Ὅλα αὐτά νά μήν ποῦμε ἁπλῶς ὅτι τά κάνει ὁ Θεός γιά μᾶς, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός, ναί αὐτός μᾶς ἔπλασε, αὐτός μᾶς ἀνέπλασε, μᾶς ἀγαπάει, μᾶς θέλει δικούς του.

Τρόπον τινά δέν ἔχει ἄλλο ἔργο, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, νά κάνει ὁ Θεός. Ἐμεῖς εἴμαστε τό ἔργο του, ἐμεῖς εἴμαστε ἡ περιουσία του, ἐμεῖς εἴμαστε ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως τό πᾶν, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἐμεῖς πού πιστεύουμε εἰς αὐτόν, πού καλούμεθα νά πιστεύσουμε εἰς αὐτόν. Πόσο διαφορετικά θά νιώσουμε τά πράγματα ἐάν _βέβαια ἄν τά νιώθουμε ἔτσι, μακάρι_ ἐάν προσπαθήσουμε νά τά νιώσουμε ἔτσι, ἐάν πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά τά νιώσουμε ἔτσι. Πόσο διαφορετικά θά εἶναι, ὅταν νιώθουμε ὅτι δέν ἤρθαμε στήν ἐκκλησία νά κάνουμε ἁπλῶς ἕνα καθῆκον, δέν ἤρθαμε στήν ἐκκλησία ν᾿ ἀκούσουμε κάποιες ὡραῖες ψαλμωδίες, δέν ἤρθαμε στήν ἐκκλησία νά πάρουμε μιά κάποια δύναμη, μιά κάποια Χάρι, ἀλλά ἐδῶ μαζευόμαστε στόν ναό τοῦ Θεοῦ _σ᾿ ὅποιον ναό τοῦ Θεοῦ μαζεύονται πιστοί_ ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ.

Μήν ξεχνοῦμε ὅτι τό σπουδαιότερο πού ἔκανε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του, μέ τή Σταύρωσή του, μέ τήν Ἀνάστασή του, μέ τήν Ἀνάληψή του, μέ τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἦταν ὅτι μᾶς υἱοθέτησε ὁ Θεός. «…Ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»5, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μᾶς υἱοθέτησε, μᾶς ἔκανε παιδιά του, εἴμαστε δικοί του καί ἑπομένως μαζευόμαστε ἐκεῖ στόν Πατέρα μας, μαζευόμαστε ἐκεῖ στήν Μητέρα μας, ἄν θέλετε, μαζευόμαστε ἐκεῖ στόν Κύριό μας, πού ἔκανε ὅλα αὐτά γιά μᾶς· μέ τήν ἔννοια αὐτή, μήν τυχόν μᾶς πάρει ὁ διάβολος, μήν τυχόν μᾶς καταπιεῖ ὁ διάβολος καί χαθοῦμε, ἀλλά νά σωθοῦμε καί νά εἴμαστε γιά πάντα δικοί του. Μᾶς νιώθει δικούς του, μᾶς θέλει δικούς του, χαίρεται νά εἴμαστε δικοί του, μᾶς ἀγαπᾶ. Ὅ,τι χρειάζεται τό ἔχει στή διάθεσή μας, γιά νά μείνουμε σταθεροί σ᾿ αὐτήν τήν υἱοθεσία, νά μείνουμε σταθεροί παιδιά του καί νά μή χαθοῦμε, νά μή μᾶς παραπλανήσει ὁ διάβολος. Καί τά πάντα τά θέτει στή διάθεσή μας, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς γλυκαίνει, γιά νά μᾶς εὐφραίνει, γιά νά μᾶς χορταίνει, νά μᾶς ξεδιψάει, νά νιώθουμε ὡς τά ἀγαπημένα του καί τρισευτυχισμένα παιδιά του.

 

Ν᾿ ἀρχίσουμε νά αἰσθανόμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ

 

Ἐκεῖνο τό βράδυ, νομίζω, ἡ Παναγία θέλησε, ἀρχίζοντας ἀπό ἔξω πού κάναμε τό Ἀπόδειπνο, θέλησε νά τό αἰσθανθοῦμε αὐτό, θέλησε, βοήθησε νά τό πιστεύσουμε αὐτό. Ἄν θέλετε, ἄνοιξε τόν δρόμο πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ν᾿ ἀφήσουμε τή μιζέρια μας, ν᾿ ἀφήσουμε τά κλαψουρίσματά μας, ν᾿ ἀφήσουμε τά παράπονά μας, ν᾿ ἀφήσουμε τήν τσιγγουνιά μας, ν᾿ ἀφήσουμε ὅλα ἐκεῖνα τά ἄχαρα πράγματα πού δέν μπορεῖ νά τά ἔχει τό παιδί τοῦ Θεοῦ καί ν᾿ ἀρχίσουμε νά αἰσθανόμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ.

Ἁμάρτησες; Μετανόησε ἀμέσως καί ἀμέσως κιόλας εἶσαι πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος πιάνεται τάχα ἀπό τίς ἁμαρτίες του, πιάνεται ἀπό τίς πτώσεις του, πιάνεται ἀπό τά πάθη του καί, ἄς ποῦμε, λυγίζει, παρασύρεται καί ξεφεύγει ἀπό τήν υἱοθεσία, ξεφεύγει ἀπό τό ὅτι εἴμαστε κάτω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό ὅτι μᾶς ἔχει παιδιά του καί τά πάντα κάνει γιά μᾶς καί εἴμαστε _νά τό πῶ ἀκόμη μιά φορά_ τρόπον τινά τό μοναδικό του ἔργο, ἐμεῖς, τά λογικά πλάσματα, οἱ ἄνθρωποι, ὅποιος λοιπόν ξεφεύγει ἀπ᾿ αὐτό, τάχα ἐπειδή εἶναι ἁμαρτωλός, δέν μετανοεῖ. Ναί, δέν μετανοεῖ. Ὅσο περισσότερο σκέπτεσαι ὅτι σέ συγχωράει ὁ Θεός, ὅσο περισσότερο σκέπτεσαι ὅτι σ᾿ ἀγαπάει ὁ Θεός, ὅσο περισσότερο σκέπτεσαι ὅτι, ὅ,τι κι ἄν γίνει, ὁ Θεός πάλι σέ θέλει νά γίνεις παιδί του, εἶναι ἀδύνατο νά μή μετανοήσεις, εἶναι ἀδύνατο νά μείνεις στήν ἁμαρτία, εἶναι ἀδύνατο, ἄν θέλετε, νά ἐρωτοτροπεῖς ὕστερα μέ τήν ἁμαρτία. Ξεφεύγεις.

Δέν θά ποῦμε περισσότερα ἀπόψε. Εἶναι, ἄς ποῦμε, μιά κάποια εἰσαγωγή πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση.

 

Στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ὁ π. Συμεών πρόσθεσε τά ἑξῆς:

 

Ὁ Κύριος, εἴπαμε, μᾶς φανέρωσε κάτι τό βράδυ τῆς ὁλονύκτιας ἀγρυπνίας, καί νομίζω ὅτι πρόσθεσε καί κάτι καινούργιο. Θά τό ποῦμε ἐν καιρῷ. Ἀλλά καί ἐκεῖνο τό βράδυ καί ἀπόψε, ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε τήν ὥρα πού λέγαμε τήν εὐχή.8 Ὁπότε βγαίνει ἕνα τρίτο, ὅτι, ὅπως παλαιότερα, πρέπει νά ἀρχίσουμε σιγά-σιγά νά λέμε τήν εὐχή εὐκαίρως ἀκαίρως, καί κατά τή διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν ἀλλά καί εἰδικότερα σέ ἄλλες ὧρες. Ἐλπίζω, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας, πού μᾶς ἔκανε αὐτή τή συγκατάβαση, νά βοηθηθοῦμε νά μποῦμε στόν δρόμο πού μᾶς ἄνοιξε, καί νά πορευθοῦμε σωστά μέχρι τέλους.

 

 

23-8-1996