Αγιολογικα
A+
A
A-

88. Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου

Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου

Οὗτος ἦτον εἷς ἀπό τούς ἐννέα βουλευτάς τοῦ ἐν Ἀθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου τοῦ καλουμένου Ἀρείου Πάγου, ὑπερβαίνων ὅλους τούς ἄλλους κατά τόν πλοῦτον καί δόξαν καί σοφίαν καί σύνεσιν, σύγχρονος γενόμενος τοῦ Κυρίου καί τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων. Ὅτε δέ ἤκουσε τόν μέγαν Παῦλον νά διαλέγεται περί Χριστοῦ εἰς τό ἀνωτέρω κριτήριον τοῦ Ἀρείου Πάγου, τότε ἐσύγκρινε μέ τά παρά τοῦ Παύλου λεγόμενα τήν παρατηρηθεῖσαν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἔκλειψιν τοῦ ἡλίου, ἥτις ἔγινεν ἐπί τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου, ὅτε ἡ σελήνη ὑπέρ φύσιν ἐσυνώδευσε μέ τόν ἥλιον. Κινήθηκαν δηλαδή μαζί. Καί λοιπόν ἐπείσθη εἰς τούς λόγους τοῦ Παύλου καί πιστεύσας τῷ Χριστῷ ἐβαπτίσθη.
Κάνει ἐντύπωση ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος εἶχε κάποιο δεδομένο –τήν ἔκλειψη δηλαδή τοῦ ἡλίου, τότε πού ἔγινε σκότος στήν Ἰερουσαλήμ, ὅταν ἀπέθανε ὁ Κύριος ἐπάνω στόν σταυρό – τό ὁποῖο ὥς ἐκείνη τή στιγμή πού ἄκουγε τόν ἀπόστολο Παῦλο τοῦ ἦταν ἁπλῶς μιά ἀπορία, ἕνα περίεργο φαινόμενο. Τώρα, αὐτή τήν ὥρα ἀκούγοντας τόν ἀπόστολο Παῦλο, ξαναθυμᾶται τό γεγονός, τό σκέπτεται καί καταλαβαίνει ὅτι ὁ Χριστός τόν ὁποῖο κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός.
Χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καί τό ποίμνιον αὐτοῦ ποιμαίνει καλῶς. Ὅτε δέ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐκοιμήθη καί πρός τόν Υἱόν αὐτῆς ἐξεδήμησε, τότε καί ὁ μέγας οὗτος Διονύσιος παραδόξως ἐπέστη εἰς τήν αὐτῆς κοίμησιν, ἁρπαγείς ἐν νεφέλῃ μετά τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καί θείων ἱεραρχῶν.
Ἔπειτα μεταβαίνει εἰς Ρώμην, ἐξαπλώνων πανταχοῦ τῆς εὐσεβείας τό κήρυγμα. Ἀνταμώσας δέ ἐκεῖ τόν ἅγιον Κλήμεντα τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, κατά παρακίνησιν ἐκείνου ἐπῆγεν εἰς τούς δυτικούς Γαλάτας, ἤτοι εἰς τούς Γάλλους, οὕς ἡ κοινή γλῶσσα Φρανσέζους καλεῖ, ὁμοῦ μέ τούς δύο μαθητάς του Ρουστικόν καί Ἐλευθέριον –γιορτάζουν καί αὐτοί ἀπόψε καί ἡ Δάμαρις. Ἀφοῦ δέ καί ἐκεῖ ἔσπειρε τόν λόγον τῆς πίστεως, ἐπῆγεν εἰς τήν Παρησίαν, ἤτοι εἰς τό Παρίσιον, τῆν νῦν πρωτεύουσαν πόλιν τῆς Φράνσας, καί κτίσας εἰς ἕν μέρος οἶκον εὐκτήριον καί Ἐκκλησίαν μικράν, ἐκεῖ εὑρίσκετο διδάσκων καί ἑλκύων εἰς τήν εὐσέβειαν μέ λόγια καί ἔργα καί θαύματα καί μάλιστα μέ τήν ἱλαρότητα τῆς ψυχῆς του, ὅλους τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἕλληνας ἐνδόξους καί ἀδόξους, καί αὐτούς τούς ἐλλογίμους.
Τούτων δέ τήν φήμην ἀκούσας ὁ βασιλεύς Δομετιανός, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει 82, ἐθυμώθη, καί διά τοῦτο ἐπρόσταξε καί ἀπεκεφάλισαν αὐτόν καί τούς δύο μαθητάς του Ρουστικόν καί Ἐλευθέριον, ἔξω τῆς πόλεως Παρισίου. Ἔγινε δέ εἰς τόν μέγαν Διονύσιον θαῦμα γλυκύτατον ὁμοῦ καί ἐξαίσιον· ὅταν δηλαδή ὁ ἅγιος ἀπεκεφαλίσθη, λαβών τήν ἁγίαν του κεφαλήν εἰς τάς χεῖρας του, ἐπεριπάτησεν ἕως δύο μίλια τόπον, καί δέν ἀφῆκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἀπήντησεν εἰς τόν δρόμον μίαν γυναῖκα Κατοῦλαν ὀνόματι, καί σταθείς κατά θείαν πρόνοιαν, ἀπέθετο αὐτήν ὡς ἕνα θησαυρόν εἰς τάς παλάμας ἐκείνης.
Ἐπειδή δέ τά τίμια αὐτῶν λείψανα ἐρρίφθησαν διά νά τά φάγουν τά θηρία καί ὄρνεα, διά τοῦτο μερικοί χριστιανοί ἐπῆραν αὐτά κρυφίως, καί κατά τό παρόν μέν κατέκρυψαν εἰς τόπον ἀφανῆ, διά τόν φόβον τῶν στρατιωτῶν, ἀφοῦ δέ οἱ στρατιῶται ἀνεχώρησαν, τότε ἡ μακαρία Κατοῦλα λαβοῦσα ταῦτα ἀπό ἐκεῖ, ἀπεθησαύρησεν αὐτά εἰς ἕνα οἶκον. Ὕστερον δέ οἱ χριστιανοί ἔκτισαν εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον ναόν καί Ἐκκλησίαν ἐπί τῷ ὀνόματι τῶν ἁγίων.
Πάρα πολλά μποροῦμε νά ποῦμε, ἀλλά νά σταθοῦμε σέ μερικά σημεῖα. Τό πρῶτο εἶναι αὐτό πού εἴπαμε, ὅτι φρόντισε ὁ Θεός νά ἔχει ὁ ἅγιος μιά κάποια ἐμπειρία μέ τό νά δεῖ τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου καί νά ἔχει μέσα του μιά ἀπορία, νά ἔχει μέσα του μιά διάθεση ἀναζητήσεως. Καί, τρόπον τινά, ἦρθε τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν κατάλληλη ὥρα καί δέν δυσκολεύτηκε νά πιστέψει, καίτοι ἦταν ὁ μόνος πού πίστεψε. Φαίνεται κανένας ἄλλος Ἀρεοπαγίτης, ἐκεῖ στόν Ἄρειο Πάγο, δέν πίστεψε. Πίστεψαν, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις, καί μιά γυναίκα πού λεγόταν Δάμαρις, καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς.

Τήν ὥρα πού φανερώνεται ὁ Θεός, ἤ θά προσκυνήσει κανείς τόν Θεό ἤ θά τόν ἀπορρίψει

Αὐτό νομίζω ὅτι καλό εἶναι νά τό προσέξουμε. Μοιάζει σέ μερικούς νά ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός ἔτσι τυχαῖα· σάν νά μήν προηγήθηκε τίποτε, σάν νά μή μεσολάβησε τίποτε. Ὅλα τά κάνει ὁ Θεός καί ξέρει τί κάνει γιά τόν καθένα. Ἀλλά γενικῶς ὅμως πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἔχει σημασία καί ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου γιά τό ἄν καί πῶς θά ἐνεργήσει ὁ Θεός. Ἔχουμε τήν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ὁ Θεός οἰκονομεῖ νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα: ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πέφτει κάτω ἀπό τό ζῶο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γίνονται ὅλα ἐκεῖνα πού γράφουν οἱ Πράξεις, καί τόν κερδίζει γιά πάντα τόν ἀπόστολο Παῦλο ὁ Κύριος. Ἔτσι κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος ἔχει ἕνα κάτι μέσα του, πού τόν κάνει νά ἀναζητεῖ, νά προσμένει, νά περιμένει κάτι.
Ἀπό τόν Θεό ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἔτσι φτιαγμένες, ὥστε νά μποροῦν νά ἔχουν βαθιά μέσα τους πόθο γιά τόν Θεό διάθεση γιά ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Ὅλες οἱ ψυχές· δέν ἐξαιρεῖται καμία. Ἀκόμη καί τά ἄσχημα πού μποροῦν νά ὑπάρχουν σέ κάποια ψυχή συμβάλλουν σ᾿ αὐτόν τόν πόθο, σ᾿ αὐτή τήν ἀναζήτηση. Χθές εἴχαμε τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ. Μάγος ἦταν. Καί ὅμως αὐτό τελικά ἔγινε ἀφορμή νά βρεῖ τόν Χριστό, γιατί, καθώς δέν πέτυχαν τά μάγια του, προβληματίστηκε.
Βαθιά μέσα στήν ψυχή –σέ ὅλες τίς ψυχές– ὑπάρχει φαίνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία. Εἶναι ἐλεύθερος δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, καί ἐδῶ, τρόπον τινά, κρίνονται ὅλα. Τελικά, τί θά κάνει; Θά θελήσει νά δεῖ; Θά θελήσει νά καταλάβει; Θά θελήσει νά δεχθεῖ; Θά θελήσει –καθώς ὁ Θεός, λίγο πολύ, θά ἀποκαλυφθεῖ, θά φανερωθεῖ μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο– νά προσκυνήσει τόν Θεό;
Ἐδῶ φαίνεται δηλαδή τό μερτικό, ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Μήν ποῦμε: «Πώ, πώ, τί κακός εἶναι αὐτός!», σάν νά τόν ἔφτιαξε κάποιος κακό. Ὄχι. Ὅσο κακός ἤ καί ἀρρωστημένος τύπος κι ἄν εἶναι κάποιος, βαθιά μέσα του ὑπάρχει αὐτή ἡ προαίρεση. Καί θά τά φέρει ἔτσι ὁ Θεός τά πράγματα, πού μόνο ἑκουσίως κανείς θά ἀρνηθεῖ τόν Θεό· δέν θά τόν ἀρνηθεῖ δηλαδή κατ᾿ ἀνάγκην. Δηλαδή, τήν ὥρα τήν κρίσιμη πού φανερώνεται ὁ Θεός, πού μιλάει ὁ Θεός, πού ἀγγίζει τήν ψυχή ὁ Θεός ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ἤ θά προσκυνήσει κανείς τόν Θεό, θά τόν δεχτεῖ, ἤ θά τόν ἀπορρίψει.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος, ὡς μορφωμένος, ὡς ἐπιστήμων, ὡς παρατηρητής καλός πού ἦταν, εἶχε αὐτό τό προηγούμενο, ὅτι δηλαδή παρατήρησε τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου. Καί αὐτό ἦταν ἕνα κάτι τό ὁποῖο τόν προετοίμασε νά δεχθεῖ τήν ἀλήθεια· σάν νά ἄνοιξε ἕνα παράθυρο στήν ψυχή του, σάν νά δημιούργησε ἕνα αὐτί στήν ψυχή του, καί μόλις εἶδε τόν ἀπόστολο Παῦλο καί ἄκουσε τό κήρυγμα του, τό ἔπιασε ἀμέσως. Καί δέν χρειάστηκε τίποτε ἄλλο· δέν δυσκολεύτηκε καί ἀκολούθησε τόν ἀπόστολο Παῦλο.

Πολλές ψυχές δέν τολμοῦν νά πιστέψουν στόν Χριστό καί νά παραδοθοῦν σ᾿ Αὐτόν

Νά τό προσέξουμε αὐτό. Ἀκόμη μπορεῖ κανείς νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στά τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μικρό παιδί –ὅπως πολλοί ἀπό μᾶς– καί ὅμως αὐτό νά μήν ἀρκεῖ. Ἀπόδειξη εἶναι ὅτι πολλές ψυχές δέν βρῆκαν ἀκόμη τόν Χριστό, καί δέν ἔφθασε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ μέσα στίς ψυχές αὐτές, ὥστε νά τίς αἰχμαλωτίσει, καί νά βάλουν ἀληθινή ἀρχή. Ἔχει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τή δυνατότητα μέσα του νά πάει πρός τόν Θεό, ἀλλά εἶναι θέμα βουλήσεως.
Ἤ νικᾶται κανείς ἀπό τήν τάση πού ἔχει, νά αἰσθάνεται εὐχαριστημένος, νά ἱκανοποιεῖ τή φιλαυτία του, νά προστατεύει τό ἐγώ, καί βολεύεται. Χριστιανός, χριστιανός ἀλλά καμιά σχέση μέ τόν Χριστό ἀληθινή. Διότι ἀκριβῶς ἀπό βαθύτερα ἡ ψυχή δέν τολμάει ἐλεύθερα νά ἀφεθεῖ στόν Χριστό, καθώς ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρέπει νά ἀφήσει τά δικά της. Ἀπό ὅτι καταλαβαίνω ἐγώ τώρα, πάρα πολλές ψυχές διαισθάνονται ποῦ εἶναι ἡ ἁλήθεια, ἀλλά δέν τολμοῦν νά πιστέψουν καί νά παραδοθοῦν στόν Χριστό.
Εἶναι ἄλλες ψυχές, ὅπως ὁ Ὠριγένης γιά παράδειγμα, πού τελικά ὁ καημένος, ἐνῶ ἦταν τόσο φοβερό μυαλό, ἔπεσε ἔξω. Εἶπε αἱρετικά πράγματα –καταδικάστηκαν αὐτά ὅλα ὕστερα– ἔμεινε σ᾿ αὐτά καί ἐπηρέασε καί ἄλλους. Διότι καλός, καλότατος, ἀλλά παγιδεύτηκε ἀπό τό φυσικό χάρισμά του. Ἐνῶ ὅλη αὐτή ἡ σοφία, ἡ σύνεση, ἡ ἱκανότητα πού εἶχε νά σκέφτεται, νά γράφει, ὅλο αὐτό τό φυσικό χάρισμα, θά μποροῦσε νά γίνει κίνητρο ἀκριβῶς γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν αἵρεση, αὐτό τελικά τόν παγίδευσε. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Εἶναι ἀνάγκη νά προσέχουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι λίγο πολύ ἔχουν μιά πεποίθηση μέσα τους ὅτι αὐτοί ξέρουν, αὐτοί καταλαβαίνουν, αὐτοί δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοί ἔχουν προσόντα.
Νά προσέχουν διότι ὅλο αὐτό τό πράγμα γίνεται ἕνα κάτι τό ὁποῖο κλέβει τήν ψυχή, τήν ἀπομονώνει· λειτουργεῖ –πῶς νά ποῦμε;– ὡς κάτι στεγανό . Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα τό κουκούλι στό μετάξι, ὅπου τό σκουλῆκι κλείνεται μέσα στό κουκούλι. Ἀλλά ἐκεῖ ἔχει τόν λόγο του.
Σέ κάποιον, ἐπειδή ἀκριβῶς νομίζει ὅτι αὐτός ξεχωρίζει, ὅτι αὐτός εἶναι τό κάτι ἄλλο, ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ κοινοί ἄνθρωποι, ὅλο αὐτό τό πράγμα μπορεῖ νά δημιουργεῖ κάτι τό στεγανό στήν ψυχή του καί νά κλείνεται ὁ ἴδιος ἐκεῖ μέσα. Καί αὐτό τό στεγανό δέν ἀφήνει νά ἀνοίγει παράθυρο, γιά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Χριστιανός κατά τά ἄλλα, ἀλλά χωρίς νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό ἀληθινή.

Ψευδοδιονύσια ἔργα

Τώρα ἐδῶ νά ποῦμε ἐπίσης ὅτι διασώζονται σπουδαῖα χριστιανικά ἔργα, κείμενα δηλαδή, τά ὁποῖα ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη· ὅτι δηλαδή αὐτός τά ἔγραψε. Καί μᾶλλον δέν μπορεῖ νά εἶναι ἔτσι. Τά κείμενα αὐτά γράφτηκαν ἴσως τόν πέμπτο αἰώνα –ὁ ἅγιος Διονύσιος ἔζησε τόν πρῶτο αἰώνα. Αὐτός πού τά ἔγραψε θεώρησε ὅτι θά ἔχουν τά ἔργα του μεγαλύτερη ἐγκυρότητα, ἄν ἔβαζε τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Διονυσίου.
Τώρα τί γίνεται; Ἄλλοι μέν, καθώς διαπιστώνουν ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι, δέν τά ἔχουν καί σέ πολλή ὑπόληψη τά ἔργα. Ἄλλοι πάλι, ἐπειδή πράγματι εἶναι φοβερά κείμενα, καί ἀναφέρονται ἰδιαίτερα στή μυστική θεολογία –στήν ἀποφατική θεολογία, ὅπως λέγεται– δυσκολεύονται νά δεχτοῦν ὅτι δέν εἶναι ἔγκυρα. Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τούς ἀνθρώπους ὡς ὄργανά του. Οἱ ἄνθρωποι γράφουν ἤ θαυματουργοῦν ἤ προβαίνουν σέ ἄλλες ἐνέργειες, ἀλλά πίσω ἀπό ὅλα εἶναι ὁ Θεός· δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι. Ἑπομένως, δέν εἶναι δύσκολο νά δεχτοῦμε ὅτι μπορεῖ κάποιος ἄλλος νά ἔγραψε αὐτά τά κείμενα καί ὄχι ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἐφόσον ὑπάρχουν πολλά σημάδια, πού δείχνουν ὅτι αὐτά πρέπει νά γράφτηκαν τόν πέμπτο αἰώνα.
Ὁ Θεός φώτισε τόν συγγραφέα –συνήθιζαν βέβαια νά βάζουν ἄλλο ὄνομα– καί ἔγραψε ὅ,τι ἔγραψε καί ἰσχύουν ὅλα αὐτά πού λέει ἐκεῖ. Δέν εἶναι δύσκολο δηλαδή, δέν πειράζει νά δεχτοῦμε ὅτι δέν τά ἔγραψε ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἐφόσον δέν εἶναι ὁ ἄλφα ἤ ὁ βῆτα πού γράφει ἤ πού θαυματουργεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στή θεία Λειτουργία. Οἱ ἱερεῖς λειτουργοῦν, ἀλλά τή Λειτουργία τήν κάνει ὁ Χριστός· τόν ἱερέα τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό του. Γι᾿ αὐτό καί ἁμαρτωλός νά εἶναι ὁ ἱερέας ἤ ὅ,τι καί νά εἶναι, ἡ Λειτουργία πού θά κάνει εἶναι Λειτουργία, καθώς καί τά ἄλλα μυστήρια. Ἔτσι καί ἐδῶ.

Ἅμα ἔχεις αἴσθηση ὅτι ἔχεις μέσα σου τήν ἁμαρτία καί εἶσαι ταπεινός, σέ φυλάγει ὁ Θεός

Θά ἤθελα σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά πῶ ὅτι δέν χρειάζεται νά τά παίρνουμε ἔτσι τά πράγματα πού νά δυσκολευόμαστε. Νά ποῦμε: «Ἐντάξει, μπορεῖ νά τά ἔγραψε κάποιος ἄλλος, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο ἐνέπνευσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο». Αὐτό νά προσέξουμε. Ἑπομένως, δέν χρειάζεται σώνει καί καλά νά ἐπιμένουμε.
Λέμε βέβαια ὅτι τά κείμενα εἶναι τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἀλλά στήν οὐσία ἐννοοῦμε ὅτι ὄντως κάποιος ἄλλος τά ἔγραψε. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως ὑπάρχουν ὁρισμένοι –ἀκόμη ἀπό τά παλιά χρόνια καί ἀργότερα καί σήμερα προπαντός– οἱ ὁποῖοι στηρίζονται πάρα πολύ ὄχι βέβαια στό ὅτι εἶναι πολύ σοφοί, δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά στό δικό τους μυαλό, τό ὁποῖο ὅμως ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἔχει ἀχρειωθεῖ. Ἅμα τό ξεχάσει αὐτό κανείς κινδυνεύει.
Διάβαζα προηγουμένως ἕνα σημείωμα πού μιά ψυχή λέει: «Τώρα κατάλαβα ὅτι μέσα μου εἶναι ἡ ἁμαρτία, καί ὄχι αὐτό πού νόμιζα, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό μένα». Καί μακάριος ἐκεῖνος πού θά τό καταλάβει αὐτό καί ἀπό κεῖ καί πέρα θά πάρει ἀνάλογη στάση. Ἅμα ἔχεις αἴσθηση ὅτι ἔχεις μέσα σου τήν ἁμαρτία καί αὐτό σέ κάνει νά εἶσαι ταπεινός, σέ φυλάει ὁ Θεός. Ὅταν ὅμως τό ξεχάσεις αὐτό τό πράγμα καί κρατηθεῖς καλά στίς πατερίτσες τῆς ἐξυπνάδας σου, τῆς σοφίας σου, τῆς ἐπιστήμης σου, τοῦ δέν ξέρω τί, τότε ἀρχίζεις νά σκέπτεσαι διαφορετικά, καί χωρίς νά τό καταλάβεις, ξεφεύγεις.
Δέν ξέρω ἄν ἔχετε προσέξει ὅτι ἄν κάποιος ὡς ἄνθρωπος ἀδύναμος κατά λάθος πλανηθεῖ, ὕστερα ἀπό λίγο ὁ Θεός κάτι θά ἐπιτρέψει νά τοῦ συμβεῖ καί θά βρεῖ τήν ἀλήθεια. Ἅμα ὅμως ὁ ἄνθρωπος πλανηθεῖ καί πλανηθεῖ ὄχι κατά λάθος ἀλλά ἐνσυνείδητα –δέν δέχεται βέβαια ὅτι πλανᾶται, ἀλλά πιστεύει στίς ἀπόψεις του καί ἐπιμένει– δέν ξεπλανιέται. Νά φυλάγει ὁ Θεός· νά φυλάγει ὁ Θεός, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι δύσκολο νά συμβεῖ αὐτό. Μοιάζει ἡ πλάνη του μέ σανίδι κάτω ἀπό τά πόδια του, στό ὁποῖο στηρίζεται καί δέν θέλει νά τό ἀφήσει. Ὅπως ὅταν τραβᾶμε τό σανίδι κάτω ἀπό τά πόδια κάποιου, σωριάζεται αὐτός κάτω. Στηριζόταν στό σανίδι· ἔφυγε τό σανίδι, καί δέν ἔχει ποῦ νά στηριχτεῖ.
Ἐάν κάποια στιγμή πεῖ κανείς: «Γιά στάσου. Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός. Ἔχω μέσα μου αὐτό τό μίασμα τῆς ἁμαρτίας. Τί γίνεται ἐδῶ; Σάν πολύ βασίζομαι στόν ἑαυτό μου καί ὄχι στή χάρη τοῦ Θεοῦ», αὐτόν τόν βοηθάει ὁ Θεός. Τί σημαίνει ἁμαρτωλός; Σημαίνει τόν ἄνθρωπο πού φρονεῖ ἔτσι: «Θεέ, δέν εἶσαι μόνο ἐσύ, εἶμαι κι ἐγώ». Δηλαδή τόν ἄνθρωπο πού δέν ὑποτάσσεται στόν Θεό. Καί φαίνεται αὐτό· φαίνεται ὅτι κανείς διαφεντεύει μέ τήν ἐξυπνάδα του καί στηρίζεται ἐκεῖ. Μόλις ὅμως πεῖ ὁ ἄνθρωπος: «Ὁ Θεός εἶναι πού ὑπάρχει. Ἐντάξει ὑπάρχω κι ἐγώ, ἀλλά τελικά εἶναι ὁ Θεός πού κυβερνάει· ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός», τότε τόν φωτίζει ὁ Θεός· τόν περνάει μέν μέσα ἀπό δυσκολίες, ἀλλά τόν ὁδηγεῖ τελικά στήν ἀλήθεια.
Ὅταν ὅμως κανείς κρατάει αὐτό τό σανίδι κάτω ἀπό τά πόδιά του –δέν θέλει δηλαδή νά παραδεχθεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός– τότε κυριεύεται γιά τά καλά ἀπό τήν πλάνη του καί γίνεται ἐντελῶς ἀγύριστο κεφάλι καί τό καμαρώνει κιόλας. Ἀλλά αὐτό φαίνεται· κάνει μπάμ, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ. Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο νά εἶναι ἀγριεμένος, βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο πού δέν τό λέει, ἀλλά ὅλα δείχνουν ὅτι ὑπερηφανεύεται, ὅλα δείχνουν ὅτι αὐτός εἶναι καί ὅλοι οἱ ἄλλοι δέν καταλαβαίνουν τίποτε, δέν ξέρουν τίποτε.

Προσοχή μή μᾶς παγιδεύσει ὁ ἑαυτός μας

Ἑπομένως, μιλώντας γενικά, ἀπό τό ἕνα μέρος δέν πειράζει ἐφόσον διασώζει κάτι ἡ παράδοση, νά τό δεχτοῦμε. Ἄν ἐν τῷ μεταξύ μέσα ἀπό εἰδικές ἔρευνες –διότι οἱ ἄνθρωποι ἐρευνοῦν καί χρειάζεται νά μελετοῦν, νά ἐρευνοῦν– ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν τό ἔγραψε τό κείμενο ὁ ἅγιος στόν ὁποῖο ἀποδίδεται, τό περιεχόμενο ὅμως εἶναι γραμμένο ἀπό θεοφώτιστο ἄνθρωπο, ἀπό ἄνθρωπο πού τόν φώτισε ὁ Θεός, τότε νά μή δυσκολευόμαστε νά τό δεχθοῦμε.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος προσοχή μεγάλη. Προσοχή! Μή μᾶς παγιδεύσει ὁ ἑαυτός μας. Καί παγιδεύεται κανείς εὔκολα καί ὄχι τυχαῖα. Νά ξέρετε, ὅλα εἶναι ἁπλά. Τό λέμε καί τό ξαναλέμε, ἀλλά δέν εἶναι λόγια αὐτά. Ὅποιος ἀπό μᾶς ἐδῶ μέσα τώρα πεῖ: «Γιά στάσου, γιά στάσου. Ἐγώ δέν τό πολυπρόσεξα αὐτό, δέν τό πολυσκέφτηκα, ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός. Καί τό ὅτι δέν τό καταλαβαίνω εἶναι ἀκόμη χειρότερα», καί κάπως τό μελετήσει αὐτό –λίγο-λίγο δέν θά δυσκολευτεῖ νά δεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός– τότε ἀμέσως ταπεινώνεται, ἀμέσως προσγειώνεται καί βρίσκει τήν ἀλήθεια.

Μερικές ψυχές κατά θαυμαστό τρόπο ἀρχίζουν καί καταλαβαίνουν

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί πολλά ἄλλα, ἀλλά νά ἀναφερθῶ στό ἑξῆς. Νομίζω ὅτι θά μᾶς βοηθοῦσε ὅλους, ἐάν κάπως διαφορετικότερα τά πέρναμε τά πράγματα ἤ, ἄν κάναμε κάτι περισσότερο, ὅπως κάποιες ψυχές ἤδη τό κάνουν. Ὅσοι βέβαια θέλετε. Πιστεύω ὅτι κάπως ἔτσι θά εἶναι καλά, ἀλλά εἶναι θέμα δικό σας τί θά κάνετε.
Ἐγώ χαίρομαι ἰδιαίτερα τόν τελευταῖο καιρό, διότι εἶναι μερικές ψυχές πού ἀρχίζουν καί καταλαβαίνουν αὐτά πού λέμε. Τό λέω αὐτό ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐγώ λέω κάποια δικά μου πράγματα καί τά καταλαβαίνουν. Δέν εἶναι ἔτσι. Αὐτά πού λέμε εἶναι ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, καί ἀρχίζουν νά τίς καταλαβαίνουν. Ἐγώ, ἐφόσον ἔρχεσθε, θά ἐνεργῶ ὅπως πιστεύω. Πιστεύω δηλαδή ὅτι δέν θά ποῦμε τίποτα, ἐκτός ἄν κάτι νομίσουμε ὅτι εἶναι ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτό θά τό ποῦμε.
Καί φαίνεται ὅτι μερικές ψυχές κατά θαυμαστό τρόπο ἀρχίζουν καί καταλαβαίνουν. Καί μάλιστα αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά μέ ἐνημερώσουν.
Αὐτό εἶναι πολύ καλό νομίζω, πάρα πολύ καλό, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι κατ᾿ ἀρχήν ἀρχίζει ὁ Θεός καί ἀνοίγει τίς ψυχές μας. Ἄν ὄντως αἰσθάνεσαι ὅτι λέγονται κάποιες ἀλήθειες, ἄν ὄντως φτάνουν μέσα στήν ψυχή σου, ἄν ὄντως κάνουν ἔργο μέσα στήν ψυχή σου τότε εἶναι καλό νά τό σημειώσεις. Διότι φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος, φωτίζεται. Μέχρι πρίν ἀπό λίγο, πρίν ἀκούσει μιά λέξη, μιά φράση, ἕνα νόημα, ἦταν τί ἦταν, καί τό νόημα αὐτό πού περιέχουν οἱ λέξεις ἤ κάποια φράση, τόν κάνει νά νιώσει, νά δεῖ τήν ἀλήθεια, νά σωριαστεῖ κάτω, νά ταπεινωθεῖ, νά προσγειωθεῖ, νά φωτιστεῖ, νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ἐγώ, ἀπό τήν ὅλη νοοτροπία του, ἀπό τήν ὅλη ἄσχημη κατάσταση πού δημιουργοῦσε μέσα του ἡ ἔπαρση. Αὐτό εἶναι νομίζω σημαντικό.
Γι᾿ αὐτό θά ἔλεγα ὅτι θά ἦταν καλό ἴσως, κάθε φορά πού νομίζει κανείς νά γράφει. Νά, καί ἀπόψε τώρα πού μιλοῦμε, ἐάν θέλετε νά πῶ τήν ὅλη ἀλήθεια, δέν θά στεκόμουν ἐδῶ καί δέν θά συνέχιζα τώρα νά μιλάω, ἄν καί ἐγώ ὁ ἴδιος δέν ἔνιωθα ὅτι λέγοντας αὐτά, εἶναι κάποιες ἀλήθειες πού φθάνουν μέσα στήν ψυχή μου καί ὠφελοῦμαι.
Ἑπομένως, θά ἦταν καλό ἴσως τό νά γράφετε, γιά νά ἔχουμε καί μιά πιό σωστή μαθητεία, νά συνεννοούμαστε λίγο καλύτερα. Γιά παράδειγμα, ἀπόψε εἴπαμε τί εἴπαμε, λέμε τί λέμε, ἀλλά δέν θά ἀρκεστοῦμε ἁπλῶς μόνο στή θεία Λειτουργία. Αὐτά εἰπώθηκαν ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ὅλη ἀκολουθία, μέ τήν ὅλη λατρεία, μέ τό ὅλο μυστήριο, μέ τήν ὅλη προσευχή πού κάνουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό εἶναι καλό νομίζω. Εἶναι καλό καί μέ τήν ἔννοια ὅτι κανείς προσέχει περισσότερο ἤ συνειδητοποιεῖ κανείς καλύτερα αὐτό πού ἔρχεται, τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί τό ἔργο πού κάνει μέσα στήν ψυχή του. Καί εἶναι δηλαδή σάν νά τό κρατάει τό βίωμα αὐτό πιό πολύ καί δέν τό ἀφήνει νά φύγει μέ τό νά τό σκεφτεῖ περισσότερο, νά τό σημειώσει. Ἀλλά ἔχει καί τή χάρη του, μέ τήν ἔννοια ὅτι καί ἐγώ μέ τή σειρά μου διαπιστώνω ὅτι αὐτά πού λέμε ὠφελοῦν.
Ὄχι ἁπλῶς εἶναι ὠφέλιμα ἤ ἁπλῶς εἶναι ἀλήθειες, ἀλλά πράγματι φτάνουν στήν ἄλφα ψυχή, στή βήτα ψυχή καί κάνουν καλό. Ὁπότε, μπορεῖ τελικά νά μείνουμε ἐλάχιστοι, ἀλλά ἄν γίνεται αὐτή ἡ ἐργασία, ὅσοι κι ἄν μείνουμε, δέν ἔχει σημασία. Σημασία ἔχει ὄχι ἁπλῶς νά μαζευόμαστε, ὄχι ἁπλῶς δηλαδή νά μᾶς ἀρέσει ὡς ἀκροατές, ἀλλά νά ὠφελούμαστε στήν πράξη. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος: Γίνεσθε δέ ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί.

3-10-2001