Αγιολογικα
A+
A
A-

89. Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἱεροθέου ἐπισκόπου Ἀθηνῶν

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἱεροθέου ἐπισκόπου Ἀθηνῶν

Ἱερόθεος ἱερώθη σοι πάλαι,
Νῦν δ᾿ αὖ μεταστάς καί συνήφθη σοι Λόγε.

Ἐδῶ, μέ αὐτούς τούς στίχους, οἱ ὑμνογράφοι καί οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς γενικῶς, μοιάζει σάν νά παίζουν, ἀλλά λένε πολύ σημαντικά πράγματα. Δηλαδή τόν ἅγιο Ἱερόθεο ὁ Θεός τόν ἀξίωσε καί ἔγινε ἱερέας γιά τόν Χριστό, ἔγινε ἐπίσκοπος στήν Ἀθήνα, καί τώρα μέ τόν θάνατό του, μέ τήν κοίμησή του, μετέστη στούς οὐρανούς καί συνήφθη, ἑνώθηκε μέ τόν Λόγο, μέ τόν Χριστό.
Οὗτος ἦτον ἀπό τάς Ἀθήνας, εἷς τῶν ἐννέα βουλευτῶν τοῦ ἐν τῷ Ἀρείῳ Πάγῳ κριτηρίου καθώς ἦτον καί ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ μαθητής του. Προκατηχηθείς δέ τήν εἰς Χριστόν πίστιν ἀπό τόν ἀπόστολον Παῦλον, καί βαπτισθείς, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. (Εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν.) Αὐτός δέ πάλιν μυσταγωγεῖ τελειότερον τά περί Χριστοῦ δόγματα τόν Ἀρεοπαγίτην Διονύσιον. Οὗτος ὁ μακάριος παρεγένετο εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου διά νεφέλης μετά τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἰσαποστόλων Ἱεραρχῶν· καί ἦτον ἔξαρχος μετά τούς Ἀποστόλους τῶν θείων ὑμνωδιῶν, ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ, καί τήν πρός τά ὑμνούμενα κοινωνίαν πάσχων· διό καί ἀπό ὅλους ὅσοι τόν ἤκουον καί τόν ἔβλεπον καί τόν ἤξευρον πρότερον καί δέν τόν ἤξευρον, ἐκρίνετο ὅτι εἶναι θεόληπτος καί θεῖος ὑμνολόγος. Καλῶς λοιπόν καί θεοφιλῶς πολιτευσάμενος, καί εὐφράνας τόν Θεόν μέ τήν θεάρεστον αὐτοῦ πολιτείαν καί τά κατορθώματα, πρός αὐτόν ἐξεδήμησεν.
Δέν εἶχε δηλαδή μαρτυρικό θάνατο ὁ ἅγιος Ἱερόθεος καί δέν φαίνεται νά εἶχε –συντομότατος εἶναι ὁ βίος του– καί ἄλλες δυσκολίες. Σύμφωνα μέ αὐτά τά λίγα πού λέγονται ἐδῶ, φαίνεται σάν νά τοῦ ἔκανε μιά εἰδική χάρη ὁ Χριστός.
Αὐτά νά τά διαβάζουμε, νά τά προσέχουμε καί νά ἀφηνόμαστε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στό πῶς τά οἰκονομεῖ τά πράγματα ὁ Θεός. Μερικοί εἶναι ἕτοιμοι ἀμέσως ἄλλα μέν νά τά ἀμφισβητήσουν, ἄλλα πάλι νά τούς παραξενεύουν, ὅπως ἐδῶ: Γιατί, λένε, ὁ ἅγιος αὐτός οὔτε μαρτύρησε οὔτε, ὅπως φαίνεται, ἄλλες δυσκολίες εἶχε, καί ὅμως ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό τό φῶς, ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ;
Ὅταν βρέθηκε ὁ ἅγιος Ἱερόθεος, ὅπως καί ὁ ἅγιος Διονύσιος, στήν κοίμηση καί στήν κηδεία τῆς Παναγίας, λέει τό συναξάρι ὅτι ἦτο ἔξαρχος μετά τούς Ἀποστόλους τῶν θείων ὑμνωδιῶν, ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ, καί τήν πρός τά ὑμνούμενα κοινωνίαν πάσχων· μεθυσμένος δηλαδή πέρα γιά πέρα ἀπό τά θεῖα πράγματα.
Καμιά φορά, ὅταν τά διαβάζουμε αὐτά, ὅταν τά ἀκοῦμε, μᾶς ἔρχεται ἀπό μέσα μας νά ποῦμε: «Τί ὡραῖα πού θά ἦταν νά μᾶς ἀξίωνε ὁ Θεός νά μήν ἔχουμε μαρτύρια, πόνους ἤ ἄλλες δυσκολίες». Ὅμως δέν εἶναι σωστή αὐτή ἡ στάση. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά κάνουμε, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι νά χαιρόμαστε μέ τό καθετί.
Νά ἐδῶ, σάν νά εἴμαστε ἐμεῖς στή θέση τοῦ ἁγίου καί νά τό χαιρόμαστε. Καθόλου μέσα μας νά μήν ὑπάρχει πνεῦμα ζήλιας, ἀλλά νά παίρνουμε ἀφορμή ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων –ὅπως τώρα πού ἀναγινώσκουμε τό συναξάρι– καί νά μάθουμε καλά-καλά νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πόσο κακό κάνουμε, μά πολύ κακό κάνουμε, πού ἀμέσως τό μυαλό μας ἀρχίζει νά κριτικάρει. Νομίζει κανείς ὅτι ἅμα ἀφεθεῖ ἐντελῶς στόν Θεό –μέ ἀγάπη, μέ ἀφοσίωση, μέ πίστη, μέ ταπείνωση, μέ χαρά νά ἀφήνεται κανείς στόν Θεό– τότε σάν νά ἀποβλακώνεται ὁ ἑαυτός του. Ὄχι, ὄχι. Αὐτά συμβαίνουν στά ἀνθρώπινα.
Στίς ἀνθρώπινες σχέσεις μπορεῖ κανείς νά γίνει ἄβουλο πλάσμα, καί νά τόν ἐκμεταλεύονται καί νά τόν κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἄλλο εἶναι αὐτό. Στή σχέση μας μέ τόν Θεό ὅμως, στή σχέση μας μέ τά θεῖα πράγματα εἶναι ὁλοζώντανη ἡ ψυχή· ὁλοζώντανη.

Οἱ ἅγιοι πάσχουν τά θεῖα

…ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ, καί τήν πρός τά ὑμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Δηλαδή, ὁ ἅγιος Ἱερόθεος ἐνῶ εἶναι μαζί μέ τούς ἄλλους, σάν νά φεύγει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Ψάλλει μαζί μέ τούς ἄλλους σάν νά εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, μεθυσμένος, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, πνευματικά καί πάσχων τήν κοινωνίαν πρός τά ὑμνούμενα. Δηλαδή τά νιώθει, τά ζεῖ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ψάλλουν ἐκείνη τήν ὥρα καί ὑμνοῦν τόν Θεό· ὄχι ὅπως κάνουμε ἐμεῖς καμιά φορά πού μᾶς πιάνει ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ ζῆλος καί φωνάζουμε, σάν ἐμεῖς νά κάνουμε κάτι. Δέν εἶναι ἔτσι.
Νά ψάλλεις, νά ὑμνεῖς, νά προσεύχεσαι μέ ὅλη σου τήν καρδιά στόν Θεό, ἀλλά ὄχι σάν νά κάνεις ἐσύ, σάν νά ἐνεργεῖς ἐσύ κάτι. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται καί ἐνεργεῖ στήν ψυχή σου, καί ἐσύ πάσχεις. Ἐδῶ, σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, νά καταλάβουμε τί σημαίνει αὐτό τό ρῆμα: πάσχω. Τί μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος; Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά δεχθεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά δεχθεῖ τά θεῖα πράγματα, νά δεχθεῖ μέσα του τό φῶς τοῦ Θεοῦ, καί τότε λέμε ὅτι πάσχει τά θεῖα.
Ὅσοι ἔχουν προσόντα δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν αὐτό, δέν μποροῦν νά πάρουν στάση τέτοια πού νά πάθουν τά θεῖα, καθώς πιό πολύ στηρίζονται σ᾿ αὐτό πού κάνουν, πού μποροῦν καί κάνουν μέ τά προσόντα πού ἔχουν. Πῶς νά σέ ἐπισκεφθεῖ ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ;
Ὁ ἅγιος Ἱερόθεος φαίνεται πώς ἦταν μιά τέτοια ψυχούλα, πού καί πρίν ἀκόμη γνωρίσει τόν Χριστό, ἦταν βαθιά μέσα του ἔτσι τοποθετημένος: Περίμενε τήν ἀλήθεια. Περίμενε νά ἔρθει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νά κηρύξει, καί αὐτός νά δεχθεῖ ὅλη τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, νά ἀνταποκριθεῖ, μέ συνέπεια μετά νά πάσχει τά θεῖα. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἦταν ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ καί ἀπό ὅλους ἐκρίνετο ὅτι εἶναι θεόληπτος καί θεῖος ὑμνολόγος. Δηλαδή, ὅλοι τόν ἔβλεπαν κατακυριευμένο ἀπό τόν Θεό, «αἰχμάλωτο» τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο πού θά μπορούσαμε βέβαια νά ποῦμε καί θά ἔπρεπε νά ποῦμε εἶναι ὅτι, κι ἄν ἀκόμη στόν ἅγιο Ἱερόθεο ἔτσι τά κανόνισε ὁ Θεός, ὥστε οὔτε μαρτύριο νά ὑποστεῖ οὔτε ἄλλες δυσκολίες, ὅπως εἴπαμε, νά ἔχει, ἀλλά ὅμως τό ἴδιο αὐτό βίωμα τό βλέπουμε καί σέ ἄλλες περιπτώσεις ἁγίων, πού καί μαρτύρια ὑφίστανται καί πολλές ἄλλες δυσκολίες καί βάσανα περνοῦν. Κυριευμένοι καί αἰχμαλωτισμένοι οἱ ἅγιοι ἀπό τήν ἀγάπη καί ἀπό τήν ὅλη χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται

Ἀσκήσεως διῆλθε τήν στενήν τρίβον,
Ἀμμοῦν ὁ θεῖος καί τρυφῆς εὗρε πλάτος.

Πάλι, βλέπετε, ὁ βιογράφος παίζει μέ τίς λέξεις. Τό δίστιχο λέει: βάδισε διά τῆς ἀσκήσεως τή στενή ὁδό καί ἀξιώθηκε νά βρεῖ στήν ἄλλη ζωή τῆς τρυφῆς πλάτος. Δηλαδή, βρῆκε τήν ὅλη ἀπόλαυση πού ποθεῖ βαθύτερα ἡ ψυχή. Λέγαμε καί χθές κάτι, ἀλλά ἴσως δέν τό πρόσεξε κανείς. Εἶναι καί αὐτό ἕνα θέμα. Ἄν δέν ἔρθει ἡ κατάλληλη ὥρα, ἀκοῦς κάτι καί οὔτε σέ ἀγγίζει· ἀκοῦς κάτι καί δέν τό πιάνεις.
Νομίζω, χθές εἴπαμε κάποια στιγμή ὅτι ὑπάρχουν ψυχές πού εἶναι πολύ πονεμένες, πολύ βαλαντωμένες. Ἀρκετές ψυχές σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά ἰδιαίτερα ὁρισμένες, ἐπειδή ζοῦν κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις πού δέν τίς ἔχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἔχουν βαθιά μέσα τους ἕναν πόνο, μιά λύπη φοβερή, χωρίς νά τή θέλουν ἤ νά τήν προκαλοῦν, ἀλλά νά, ἔτσι τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός. Αὐτός ὁ πόνος, αὐτή ἡ λύπη λέγεται βαλάντωμα.
Καί ἔτσι πονεμένες καί θλιμμένες ὅπως εἶναι –βαλαντωμένες μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε– ἔρχεται ὥρα πού τίς εὐλογεῖ ὁ Θεός τίς ψυχές αὐτές. Καί ἴσως οἱ ἄλλες ψυχές νά μή νιώθουν τόσο πολύ αὐτή τήν τρυφή, αὐτή τήν ἀπόλαυση, αὐτή τή γλύκα πού δίνει ὁ Θεός, ὅσο αὐτές οἱ ψυχές οἱ πονεμένες.
Ἐδῶ λοιπόν ὁ ὅσιος Ἀμμοῦν διά τῆς ἀσκήσεως βάδισε τήν στενήν τρίβον, καί ὁπωσδήποτε κι ἄν δέν πέρασε δυσκολίες. Ὅμως ἀξιώθηκε νά βρεῖ τό πλάτος τῆς τρυφῆς, δηλαδή νά βρεῖ ἄφθονη τή θεϊκή τρυφή. Ἐδῶ κάτω στή γῆ ἦταν στενά τά πράγματα, ζόρικα, δύσκολα, ἀλλά ἀπολαμβάνει τώρα στόν οὐρανό ἀκριβῶς τά πολλά, τά θεϊκά.

Μέ ποιό πνεῦμα κάνεις ὅ,τι κάνεις;

Οὗτος ἦτο κατά τό γένος Αἰγύπτιος, ὀρφανός δέ γενόμενος, ἀφοῦ ἀπέθανον οἱ γονεῖς του ἠναγκάσθη ἀπό τόν θεῖόν του νά λάβῃ μέ γάμον γυναῖκα.
Βλέπετε, καί τότε γίνονταν τέτοια πράγματα. Καί τότε ἔβρισκαν τρόπο νά ὑποχρεώνουν, νά ἐξαναγκάζουν ὁρισμένους νά παντρεύονται, ἐνῶ δέν εἶχαν τέτοιο σκοπό.
Τούτου δέ γενομένου, συνεφώνησε μετά τῆς γυναικός του, ἵνα φυλάξουν παρθενίαν. Ἐδούλευε δέ πάντοτε εἰς τόν Βαλσαμῶνα, (ἤτοι εἰς τόν κῆπον ὁπού εἶχε τό ἐκλεκτόν χόρτον τοῦ καλουμένου ὀποβαλσάμου), τό ὁποῖον ἔργον ἐπροξένει εἰς αὐτόν πολλούς κόπους καί μόχθους. Ὕστερον δέ ἀπό χρόνους δεκαοκτώ, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν καί ἐπῆγεν εἰς τόν μέγαν Ἀντώνιον, ἀπό τόν ὁποῖον θαυμασθείς διά τήν ἐνάρετον πολιτείαν του, εἰς πολλούς ἐγένετο ὠφελείας ὑπόθεσις, ὄχι μόνον διά τήν ἀρετήν καί τόν θεοφιλῆ βίον του, ἀλλά καί διά τά πολλά θαύματα τά ὁποῖα ἐποίει. Τούτου τοῦ ἁγίου τήν μακαρίαν ψυχήν εἶδεν ὁ μέγας Ἀντώνιος ἀναφερομένην εἰς οὐρανούς ὑπό ἁγίων Ἀγγέλων.
Νά διαβάσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό μιά μεγάλη ὑποσημείωση πού ἔχει ὁ Συναξαριστής.
Ἀναγινώσκομεν εἰς τόν Εὐεργετινόν ὅτι ὁ Ἀμμοῦν οὗτος, γυμνόν ποτέ δέν εἶδε τόν ἑαυτόν του, λέγων· ὅτι εἶναι ἀπρεπές εἰς μοναχόν νά βλέπῃ γυμνόν τό σῶμά του. Ὅθεν χρείας ποτέ γενομένης, ἵνα διαπεράσῃ τόν ποταμόν τόν καλούμενον Λύκο, ὅτε ἐγένετο πλημμύρα νεροῦ, παρεκάλεσε τόν μετ᾿ αὐτοῦ ὄντα Θεόδωρον, νά ὑπάγῃ μακράν, διά νά μή ἴδουν γυμνούς ὁ εἷς τόν ἄλλον, ὅταν κολυμβοῦν.
Τώρα βέβαια αὐτά σήμερα θά ἀκούγονταν πολύ τραβηγμένα. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι μέ ποιό πνεῦμα κανείς κάνει κάτι. Κάνουν, γιά παράδειγμα, οἱ Ταλιμπάνιδες ὅλα αὐτά τά φοβερά πράγματα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμιά ἀπολύτως σχέση μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο εἶναι τό χριστιανικό πνεῦμα.
Φτάνει κανείς σέ μιά τέτοια ἀκρίβεια, πού μπορεῖ νά φαίνεται ἀκραία. Ἔχουμε καμιά φορά, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, καί τό ἀντίθετο. Καί τό ἕνα εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τό ἄλλο. Τῆς χάριτος εἶναι τό νά μή θέλει ὁ χριστιανός καθόλου νά φανεῖ τό σῶμα του γυμνό καί τῆς χάριτος εἶναι αὐτό πού ἔχουμε δεῖ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔχουμε βρεῖ παλαιότερα μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὄχι ἁπλῶς μέ φτωχικά ἐνδύματα, ἀλλά μέ γυμνά τά πόδια τους, τά γόνατά τους· ἀλλά ἦταν ὅλο χάρη ὅμως. Οὔτε ἔμοιαζαν ὅτι δέν εἶναι στά καλά τους καί γι᾿ αὐτό παρουσιάζονται ἔτσι, οὔτε ὅτι κάτι ἄλλο δέν πάει καλά. Ἔβλεπε κανείς ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σκέπαζε ἔτσι ἤ ἔτσι τόν ἄνθρωπο.

Νά μάθουμε νά περιμένουμε· νά ἀρχίσουμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό

Μακρύναντος δέ τοῦ Θεοδώρου, πάλιν ὁ Ἀμμοῦν ἐντρέπετο νά γυμνωθῇ. Ἐν ὧ δέ καιρῷ ἐντρέπετο καί ἐφρόντιζε, πῶς νά περάσῃ τόν ποταμόν· Ὤ τοῦ θαύματος! ἡρπάγη (ἴσως ὑπό θείου Ἀγγέλου) καί εὑρέθη εἰς τό ἀντίπεραν μέρος τοῦ ποταμοῦ.
Εἶναι μιά λεπτομέρεια ἐδῶ. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά περιμένουμε κατά τέτοιον τρόπο νά κάνει σ᾿ ἐμᾶς θαύματα ὁ Θεός. Ὅμως, ὅπως ἔχουμε πεῖ παλαιότερα, πάρα πολλές φορές μᾶς σώζει ὁ Θεός ἀπό ἕναν πειρασμό. Καί τόν πειρασμό νά τόν ἐκλάβουμε ὄχι μόνο μέ τή στενή ἔννοια ἀλλά καί μέ τήν εὐρεῖα. Πειρασμός εἶναι καί τό ὅτι κάποιος μελετάει νά τά βάλει μαζί σου καί ἐνῶ ἑτοιμάζεται νά σοῦ κάνει κακό, τελικά φυλάγει ὁ Θεός καί δέν γίνεται τίποτε.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά μάθουμε νά περιμένουμε καί νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὅπως τώρα ἐδῶ ὁ ὅσιος Ἀμμοῦν. Ἐντάξει, ἔφυγε ὁ ἀδελφός Θεόδωρος, ἀλλά καί πάλι ὁ ὅσιος ντρεπόταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά τό δοῦμε αὐτό ἀπό τήν καλή πλευρά. Μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, καί τό ἀντίθετο πάλι νά εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Νά τό δοῦμε καί ἐκεῖνο ἀπό τήν καλή πλευρά. Καί ὁ Θεός θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτῶν ποιήσει.
Ὁ Θεός θά κάνει τό θέλημα ἐκείνου πού φοβᾶται τόν Θεό, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι εὐλαβεῖται τόν Θεό καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοῦ τό θέλημα θά κάνει ὁ Θεός. Νά τό μάθουμε αὐτό τό μάθημα.
Κάθισε ἐκεῖ ὑπομονετικά νά περιμένεις, μή βιάζεσαι. Αὐτή ἡ βιασύνη πού δείχνουμε μερικές φορές, ἡ ἀνυπομονησία, τό ἄγχος, δέν ἐπιτρέπονται. Τί πράγματα εἶναι αὐτά; Στήν ἐποχή μας ἄγχος, ἄγχος… Τί εἶναι αὐτά; Δέν βάζουμε μυαλό.
Τόσα παθαίνουμε σήμερα ὅλοι μας σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία πού ζοῦμε καί δέν βάζουμε μυαλό. Νά ἀρχίσουμε νά μήν ἀγχωνόμαστε, νά μήν ἔχουμε βιασύνη. Νά ἀρχίσουμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἄν βλέπουμε ὅτι κάτι (ἕνα θέμα τό ὁποῖο πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε ) δέν ἐπείγει, νά μάθουμε νά λέμε: «Ἄσ᾿ το νά δοῦμε…», καί νά περιμένουμε νά δείξει ὁ Θεός.
Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, εἴδαμε ἐπανειλημμένως νά συμβαίνει τό ἑξῆς. Στίς προσωπικές μας συναντήσεις, ὅταν περιμένεις, μέσα ἀπό τά πράγματα ὁ Θεός δίνει ἀπάντηση στό θέμα πού ἔχεις. Ἔρχεται ὁ ἄλφα, ἔρχεται ἡ βῆτα καί ἔχει ἕνα πρόβλημα, ἕνα θέμα πολύ σοβαρό. Καί ρωτοῦν: «Τί νά κάνω; Εἶναι ἔτσι καί ἔτσι τά πράγματα, αὐτό καί αὐτό συμβαίνει. Τί νά κάνω;» Γιά παράδειγμα εἶναι Δευτέρα, Τρίτη πού τά λέμε. Συνηθίζω νά ρωτάω: «Μέχρι πότε ἔχουμε περιθώριο νά δώσουμε ὁπωσδήποτε λύση σ᾿ αὐτό τό θέμα, σ᾿ αὐτό τό σοβαρό πρόβλημα;» Καί μοῦ ἀπαντάει: «Μέχρι τό Σάββατο». Τότε λέω ἐγώ: «Οὔου, μέχρι τό Σάββατο… Ἄς τό ἀφήσουμε λίγο». Καί μέχρι τό Σάββατο παύει νά ὑφίσταται τό πρόβλημα.
Θά ἤθελα νά κάνω μιά ἐξομολόγηση αὐτή τήν ὥρα. Πόσες φορές μέ ἔσωσε ὁ Θεός ἀπό δύσκολες περιπτώσεις, πού ἔλεγα ἐγώ: «Τί θά πῶ τώρα; Τί θά πῶ;» Ἕως ὅτου νά ἔρθει ἡ ἡμέρα πού θά ἔπρεπε νά δώσω μιά ἀπάντηση, ἔπαυε νά ὑπάρχει τό θέμα. Ἔχει μεγάλη σημασία νά τά μάθουμε αὐτά τά μαθήματα, νά ἀρχίσουμε ἔτσι νά πιστεύουμε, νά ἀρχίσουμε ἔτσι νά τοποθετοῦμε τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

4-10-2001